Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Ελληνικές αυτοδιοικητικές εκλογές 1934

Οι ελληνικές αυτοδιοικητικές εκλογές 1934 (οι οποίες έλαβαν χώρα στις 11 Φεβρουαρίου του 1934) ήταν οι τελευταίες δημοτικές εκλογές που διεξήχθησαν στην Ελλάδα πριν από την έναρξη του Β’ Π.Π. κι αυτό διότι μέχρι να ξεσπάσει η παγκόσμια σύρραξη στην Ευρώπη το Σεπτέμβριο του 1939, στη χώρα είχε επιβληθεί το καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936που κατάργησε τον κοινοβουλευτισμό και υιοθέτησε το διορισμό «δοτών» ανώτατων αρχόντων. Οι δημ. Εκλογές του 1934 παρουσίασαν την καινοτομία ότι σε αυτές δόθηκε η δυνατότητα ψήφου για πρώτη φορά στις γυναίκες (υπό τις δυο όμως προϋποθέσεις να έχουν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους και να είναι απόφοιτες τουλάχιστον του δημοτικού), ωστόσο ελάχιστες από τις δικαιούμενες προσήλθαν στις κάλπες, λόγω κυρίως, κοινωνικών προκαταλήψεων[1]. Τα ονοματεπώνυμα των δημοτικών συμβούλων ανακοινώθηκαν από τα κατά τόπους Πρωτοδικεία, ενώ τα αντίστοιχα στοιχεία για τις κοινότητες αναρτήθηκαν στα Ειρηνοδικεία. Σε έξι δήμους της επαρχίας απαιτήθηκαν επαναληπτικές εκλογές, καθώς ουδείς συνδυασμός σε αυτούς κατάφερε να συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία από την πρώτη Κυριακή. Στους υπόλοιπους επαρχιακούς δήμους ο "Εθνικός Συνασπισμός" (αντιπολίτευση) πέτυχε να εκλέξει 25 δημάρχους, τρεις εκλεγέντες ήταν ανεξάρτητοι, ενώ η κυβερνητική παράταξη εξέλεξε 27 ανώτατους τοπικούς άρχοντες. Για πρώτη φορά στα χρονικά όμως εκλέχθηκαν και κομμουνιστές δήμαρχοι, στις Σέρρες και στην Καβάλα, οι Διονύσης Μενύχτας και Μήτσος Παρτσαλίδης αντίστοιχα.
Λόγω της εύνοιας των προσφύγων (που είχαν συρρεύσει στην πρωτεύουσα εξαιτίας της προηγηθείσας Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922) προς τους Βενιζελικούς υποψήφιους, το κυβερνόν Λαϊκό Κόμμα του Π. Τσαλδάρη προχώρησε στη διοικητική αυτονόμηση πολλών προαστίων της Αθήνας και του Πειραιά, προκειμένου να διασπάσει τις ψήφους των Μικρασιατών. Έτσι, με διάταγμα της 18 Ιανουαρίου 1934 δημιουργήθηκαν νέοι δήμοι και κοινότητες στο λεκανοπέδιο, με πιο χαρακτηριστικά τα παραδείγματα του Περιστερίου, του Αιγάλεω (τότε κοινότητα «Νέων Κυδωνιών), του Βύρωνα, της Καισαριανής, της Νέας ΙωνίαςΝ. ΦιλαδέλφειαςΝ. ΧαλκηδόναςΝέων ΣφαγείωνΚαλογρέζαςΚουκουβαούνωνΚερατσινίου,Χάρις και στην προαναφερόμενη ενέργεια, αλλά και λόγω γενικότερης δυσφορίας για το αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα του 1933 στο οποίο είχαν προχωρήσει οι Βενιζελικοί, οι υποψήφιοι που διέθεταν την υποστήριξη της Κυβερνητικής παράταξης κατάφεραν να υπερισχύσουν και στους τρεις μεγάλους δήμους, εκλέγοντας τους Κωνσταντίνο Κοτζιά, (επικρατώντας του Σπ. Πάτση και Σπ. Μερκούρη), Σωτήριο Στρατήγη και Νικ. Μάνο σε ΑθήναΠειραιά και Θεσσαλονίκη αντίστοιχα.
 Νέου ΦαλήρουΚοκκινιάς κ.α.
Άγιος Γεώργιος Κερατσινίου: Φίλανδρος, Αιδηψός: Πέτρου, Αμαρούσιο: Μόσχας, Άργος: Μπόμπος, Βέροια: Πρωτοψάλτης, Βόλος: Κωνσταντίνος Σπυρίδης, Γιαννιτσά: Κοσμίδης, Ελληνικό: Ιωάν. Χωριάτης, Θήβα: Κτιστάκης, Καλαμάτα: Κουμάντος, Κηφισιά: Βαρουξάκης, Κόρινθος: Μαρκέλλος, Λαμία: Πετρόπουλος, Μέγαρα: Μαυρουκάκης, Μεσολόγγι: Ευαγγελάτος, Μυτιλήνη: Πιερόπουλος, Νάουσα: Κόκκινος, Νέα Κοκκινιά: Αμιραδάκης, Νέες Κυδωνίες ΑττικήςΑθανάσιος Παπαδόπουλος, Ορεστιάδα: Αθανάσιος Πανταζίδης, Πάτραι: Βασίλειος Ρούφος, Πρέβεζα: Βασίλειος Μπάλκος, Ρέθυμνο: Πετυχάκης, Ύδρα: Λυγνός, Φιλιατρά: Θεοδωρόπουλος, Χίος: Καλβοκορέσης.

Παραπομπές

  1. Άλμα πάνω Η Μαρίκα Κοτοπούλη αρνήθηκε να ψηφίσει, δηλώνοντας ότι «ψήφο θέλουν μόνο οι άσχημες και όσες αποφεύγουν να κάνουν παιδιά»
  2. Άλμα πάνω Εφημερίδα "Έθνος", φύλλο Δευτέρας 12 Φεβρουαρίου 1934, σελ. 3 & 4
  3. Άλμα πάνω Εφημερίδα "Έθνος", φύλλο Τρίτης 13 Φεβρουαρίου 1934, σελ. 6

Υπόθεση Μέρτεν

Η Υπόθεση Μέρτεν, που συγκλόνισε την πολιτική ζωή της Ελλάδας, βρισκόταν κατά διαστήματα στην επικαιρότητα, επί μία τετραετία και συγκεκριμένα από το 1957 μέχρι το 1960. Η υπόθεση αφορούσε τον Μαξ Μέρτεν, αξιωματικό των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων, ο οποίος κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου.
Ο Μαξ Μέρτεν (8 Σεπτεμβρίου 1911 - 21 Σεπτεμβρίου 1971) ήταν Γερμανός ανώτατος εισαγγελέας της Ναζιστικής Γερμανίας που έφερε τον βαθμό του λοχαγού. Καταγόταν από το Βερολίνο και είχε νυμφευθεί την κόρη του Ούγγρου προξένου στο Βερολίνο. Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στη Σερβία και την Ελλάδα ως ανώτερος δικαστικός σύμβουλος των εκεί γερμανικών στρατιωτικών διοικήσεων (Κομαντατούρ), ενώ η σύζυγός του διέμενε μόνιμα στη Βουδαπέστη, όπου για πολύ καιρό υπήρξε ιδιαιτέρα γραμματεύς του υφυπουργού δικαιοσύνης Ρόλαντ Φράυσλερ.
Στην Ελλάδα ήλθε τον Απρίλιο του 1942, ένα χρόνο μετά τη γερμανική εισβολή, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του, Μάισνερ, με τον οποίο και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκητη διετία 1942-1944, όπου και ανέλαβε τη γενική εποπτεία της δίωξης των Εβραίων της Μακεδονίας, σύμφωνα με την από 7 Ιουλίου 1942 σχετική διαταγή της Κομαντατούρ «περί μέτρων κατά των Εβραίων και των περιουσιών αυτών», αντικαθιστώντας σε πολλές των περιπτώσεων και τον ανώτερο στρατιωτικό διοικητή Μακεδονίας και Αιγαίου.
Θεωρούνταν ο κύριος υπεύθυνος της γενοκτονίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, διατάσσοντας τη μεταφορά περίπου 45.000 ατόμων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς, καθώς και την ευθύνη της λεηλασίας των περιουσιών τους, μέχρι και τυμβωρυχίας του εβραϊκού νεκροταφείου, που υπολογίσθηκε ότι ξεπερνούσαν σε αξία το τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό των 125.000.000 χρυσών φράγκων. Εξ αυτών και αποκαλούνταν «Δήμιος της Θεσσαλονίκης» ή «Χασάπης της Θεσσαλονίκης».
Μετά τη λήξη του πολέμου ο Μέρτεν συνελήφθη από τους Αμερικανούς στην κατεχόμενη Γερμανία. Το 1946 οι Αμερικανοί πρότειναν την παράδοσή του στις ελληνικές αρχές, στα πλαίσια της συμφωνίας που οι Σύμμαχοι είχαν υπογράψει το 1943 για την παράδοση των εγκληματιών πολέμου στις χώρες διάπραξης των εγκλημάτων τους. Η ελληνική πλευρά δια του Έλληνα στρατιωτικού ακολούθου στο Βερολίνο, στρατηγού Ανδρέα Υψηλάντη, πρότεινε την απελευθέρωσή του λόγω της άμεμπτης συμπεριφοράς του και των ανεκτίμητων υπηρεσιών του προς την Ελλάδα.
Έτσι άρχισε μια νέα καριέρα στη μεταπολεμική Γερμανία, εργαζόμενος στο Γερμανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αναμίχθηκε στην πολιτική και μαζί με τον Γκούσταβ Χάινεμαν, τον κατοπινό πρόεδρο της Δυτικής Γερμανίας, ίδρυσε πολιτικό κόμμα αντιπολιτευτικό του Κόνραντ Αντενάουερ για την αποδοχή της μονιμότητας του χωρισμού της Γερμανίας.[1]
H υπόθεση Μέρτεν ξεκίνησε τον Μάιο του 1957 όταν ο Γερμανός εγκληματίας, με τη συναίσθηση ότι ήταν απολύτως ασφαλής, έφθασε στην Ελλάδα και προσήλθε στο Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα, για να εξεταστεί ως μάρτυς υπερασπίσεως του συμπατριώτη του, επίσης εγκληματία πολέμου, Αρθούρου Μάισνερ[2] και μάλιστα όχι ως απλός ιδιώτης αλλά με την επίσημη ιδιότητα υψηλόβαθμου στελέχους του υπουργείου Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας, κατέχοντας θέση Γενικού Γραμματέα. Για τις κατηγορίες εναντίον του ποτέ δεν είχε συλληφθεί προκειμένου να προσαχθεί στο Δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου παρότι εκκρεμούσε σε βάρος του ένταλμα σύλληψης από το 1946.
Ο αρμόδιος δικαστικός άκουσε κατάπληκτος το όνομα του Μέρτεν. Δεν έχασε όμως την ψυχραιμία του και δεν πρόδωσε τη συγκίνησή του. Βγήκε με κάποιο πρόσχημα από το γραφείο του και τηλεφώνησε στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τούση, προϊστάμενο του Γραφείου Εγκληματιών Πολέμου. Ο Τούσης έδρασε κεραυνοβόλα. Ειδοποίησε την αστυνομία και διέταξε να συλληφθεί αμέσως ο αλλοδαπός, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο γραφείο του ανακριτού. Η διαταγή του εξετελέσθη και ο Μέρτεν διεπίστωσε ότι ήταν κρατούμενος. Μέσα στο κελί του, ο Μέρτεν εργαζόταν διαρκώς. Εφοδιάστηκε με έγγραφα, δεχόταν επισκέψεις Γερμανών διπλωματών και πρότεινε μάρτυρες. Μεταξύ των μαρτύρων αυτών ήταν ο τότε υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Γεώργιος Θεμελής και η σύζυγος του υπουργού Εσωτερικών Δημήτριου Μακρή, Δοξούλα Λεοντίδου-Μακρή.
Το παραπεμπτικό βούλευμα για τον Μέρτεν εκδόθηκε το Μάρτιο του 1958 και ο προσδιορισμός της δίκης έγινε λίγο προτού η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. φέρει στη Βουλή των Ελλήνων το νομοσχέδιο περί "αναστολής διώξεων" των Γερμανών εγκληματιών πολέμου. Παρά το γεγονός ότι το νομοσχέδιο εξαιρούσε τον Μέρτεν από το ευεργέτημα, έγινε φανερό και καταγγέλθηκε στη Βουλή ότι αποτελούσε το πρώτο βήμα για την απόλυση του Μέρτεν. Η υπεράσπιση του παλαιού ναζί επεκαλέσθη επανειλημμένως τον νόμο αυτό, για να αποδείξει ότι για την ελληνική κυβέρνηση δεν υπήρχε θέμα εγκληματιών πολέμου και ότι εν πάση περιπτώσει θα ήταν άδικη μία κατ' εξαίρεση "σκληρή μεταχείριση" του Μέρτεν, απλώς και μόνο επειδή είχε την "ατυχία" να συλληφθεί στην Ελλάδα.
Σχεδόν αμέσως με την προφυλάκιση του Μέρτεν, ξεκίνησε μία σειρά πολυάριθμων τότε παραστάσεων και διαβημάτων του Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα στο Υπουργείο Εξωτερικών και Δικαιοσύνης που ζητούσε την άμεση αποφυλάκιση του Μέρτεν. Στην απολογία του ο Μαξ Μέρτεν υποστήριξε αντί των κατηγοριών ότι ο λόγος που επισκέφθηκε την Ελλάδα δεν ήταν άλλος από το να συναντήσει παλιούς του φίλους από την κατοχή.
Η τότε ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην αρχή έδειξε αμήχανη και στη συνέχεια να υποχωρεί στις πιέσεις, μέσω πρέσβη, του καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ, καθώς σε λίγο χρόνο (Φθινόπωρο 1958) αναμενόταν και η σύναψη δανείου της Ελλάδος ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων[3].
Η ιστορία πήρε διαστάσεις όταν αρχές Νοεμβρίου του 1958, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ πραγματοποίησαν επίσημη επίσκεψη στη Βόννη, επιδιώκοντας κυρίως να εξασφαλίσουν πιστώσεις από τη Δυτική Γερμανία για έργα υποδομής. Οι Δυτικογερμανοί ηγέτες ενδιαφέρονταν για τη διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα και για την εξάπλωση της οικονομικής επιρροής της Δυτικής Γερμανίας στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Φαίνεται όμως ότι ενδιαφέρονταν και για κάτι άλλο ακόμη: να σταματήσει η δίωξη των εγκληματιών πολέμου στην Ελλάδα, ώστε παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής της Δυτικής Γερμανίας που βαρύνονταν με εγκλήματα ή είχαν εντάλματα για την κατοχική δράση τους στην Ελλάδα, να μπορούσαν ανενόχλητα να έρχονται και να φεύγουν. Πράγματι, στις 13 Νοεμβρίουτου 1958, υπογράφτηκε γερμανοελληνική οικονομική συμφωνία σε μυστικό παράρτημα της οποίας «ο Καραμανλής υποσχέθηκε στον Γερμανό Καγκελάριο Αντενάουερ ότι η Ελλάδα θα ανέστελλε όλες τις διώξεις και θα παρέδιδε τον Μέρτεν στη Γερμανία»[4].
Λίγες μέρες μετά την επιστροφή από τη Βόννη των Καραμανλή-Αβέρωφ, ο αρχηγός της Δημοκρατικής Ενώσεως Ηλίας Τσιριμώκος ζήτησε από τον πρόεδρο της Βουλής να συζητηθεί το θέμα Μέρτεν. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι υπήρχαν πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε αναλάβει την υποχρέωση απέναντι στη δυτικογερμανική κυβέρνηση, να απελευθερώσει τον δήμιο της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν.
Η πληροφορία προκάλεσε εντύπωση και έξαψη ιδιαίτερα στην Αριστερά. Στα τέλη Ιανουαρίου του 1959, η κυβέρνηση Καραμανλή έφερε για συζήτηση στη Βουλή νομοσχέδιο «Περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας για τα εγκλήματα Πολέμου», σύμφωνα με το οποίο οριζόταν ότι «αναστέλλεται αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται απόφασις τις δικαστηρίου, πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου, καθώς και η εκτέλεσις πάσης ποινής ή το υπόλοιπον ταύτης». Υπουργός Δικαιοσύνης στην Ελλάδα τότε ήταν ο Κωνσταντίνος Καλλίας που δήλωσε «πρέπει να παραμεριστούν τα εμπόδια δια την ανάπτυξιν των σχέσεών μας με την Δυτικήν Γερμανίαν», και χαρακτήρισε την ψήφιση του νόμου ως μία πολιτικής πράξης σκοπίμου[5].
Αναφορές στο νομικό εκείνο έκτρωμα δημοσίευσαν πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες και περιοδικά, ενώ οι Times λοιδορώντας την Ελλάδα έγραφαν «Η Ελλάς αμνηστεύει τους σφαγείς της». Αλλά και στο εσωτερικό οι αντιδράσεις πολλών βουλευτών ήταν επίσης έντονες, ιδιαίτερα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Ηλία Τσιριμώκου και του Σταύρου Ηλιόπουλου[6]που κατηγόρησαν την κυβέρνηση για υποχώρηση και ενδοτικότητα.
Στο δε ξεσηκωμό των Καλαβρυτινών σχετικά με τον νόμο ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος δήλωσε από το βήμα της Βουλής: «κατέχομαι υπό βαθείας ευλαβείας έναντι των θυμάτων των Καλαβρύτων, αλλά αι σφαγαί εκεί προεκλήθησαν ως αντίποινα δια φόνους Γερμανών και μάλιστα αιχμαλώτων…», δηλώσεις που προκάλεσαν δυσφορία και οργή[7]. Συνέπεια όλων αυτών ήταν τελικά το διάταγμα αυτό να καταψηφιστεί απ΄ όλη την αξιωματική αντιπολίτευση που διαμαρτυρόταν για την απαράδεκτη μεθόδευση.
Ο εισηγητής της πλειοψηφίας Παπαρρηγόπουλος δήλωσε ότι στην περίπτωση Μέρτεν θα γινόταν εξαίρεση και ο Γερμανός ναζί θα έμενε στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Όπως αποδείχθηκε, επρόκειτο για μία παραπλανητική κίνηση προκειμένου η κυβέρνηση να κατευνάσει την οργή της αντιπολιτεύσεως.Τελικά η δίκη του Μαξ Μέρτεν ξεκίνησε στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου στην Αθήνα στο οποίο προέδρευε ο συνταγματάρχης Κοκορέτσας, ο οποίος είχε αποκλείσει τους πολιτικώς ενάγοντες για να αποφευχθεί κάθε πολιτικοποίηση του ζητήματος[8]. Ο Μέρτεν προσήλθε στο δικαστήριο γελαστός και σε ερώτηση των δημοσιογράφων γιατί ήλθε στην Ελλάδα αφού γνώριζε ότι σε βάρος του εκκρεμούσε ένταλμα συλλήψεως από το 1946, απήντησε ότι κατείχε έγγραφο από το οποίο προέκυπτε ότι το 1947 έλαβε διαβεβαίωση της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής στο Βερολίνο, ότι ουδεμία κατηγορία είχε διατυπωθεί σε βάρος του στην Ελλάδα.
Η δίκη διήρκεσε περισσότερες από 20 ημέρες και είχε προκαλέσει το διεθνές ενδιαφέρον. Την παρακολούθησαν κυρίως Εβραίοι, πολλοί ξένοι ανταποκριτές μέσων ενημέρωσης, όπως και πολλοί νομομαθείς. Στις 5 Μαρτίου του 1959 ο πρόεδρος ανακοίνωσε την ετυμηγορία της ενοχής του Μαξ Μέρτεν βάσει της οποίας του καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη, κατά συγχώνευση, για παράνομες φυλακίσεις και εγκλεισμούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης Ελλήνων και Ισραηλιτών, φόνους και θάνατο από ασιτία Ισραηλιτών, τρομοκράτηση σε βάρος 56.000 Ισραηλιτών, καταστροφή του Εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης, εκτοπίσεις 40.000 Εβραίων σε γερμανικά στρατόπεδα κ.λπ.[9].
Το φθινόπωρο του 1959 η υπόθεση Μέρτεν ήλθε και πάλι στην επικαιρότητα με το νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., με το οποίο γινόταν τροποποίηση του προηγούμενου σχετικού νόμου και επιτρεπόταν η αποφυλάκιση των εγκληματιών πολέμου που είχαν ήδη καταδικαστεί και εκρατούντο σε ελληνικές φυλακές. Ακολούθησε θυελλώδης συζήτηση στη Βουλή. Κάτω από τον καταιγισμό πυρών Ε.Δ.Α. και Δημοκρατικής Ενώσεως, η κυβέρνηση δια του αντιπροέδρου της, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, απήντησε ότι η Ε.Ρ.Ε. είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στη "σημερινή Γερμανία" και ότι ο μόνος εγκληματίας πολέμου που βρισκόταν σε ελληνικές φυλακές, ο Μέρτεν, έπρεπε να απελαθεί και να παραδοθεί στη χώρα του.
Τελικά το νομοσχέδιο ψηφίστηκε[10] και στις 5 Νοεμβρίου του 1959 ο Μέρτεν αποφυλακίστηκε και απελάθηκε από την Ελλάδα [11][12].
Ευθύς μετά την άφιξή του στη Δυτική Γερμανία συνελήφθη με ένταλμα των γερμανικών δικαστικών αρχών και δικάστηκε στο Βερολίνο. Ο ανακριτής αποφάσισε να παραμείνει ελεύθερος με τον όρο να παρουσιάζεται στην αστυνομία δύο φορές την εβδομάδα[13].
Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1960, η γερμανική εφημερίδα Ηχώ του Αμβούργου και το περιοδικό Der Spiegel δημοσίευσαν αφηγήσεις του Μαξ Μέρτεν, σύμφωνα με τις οποίες ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός Εσωτερικών Δημήτρης Μακρής και η σύζυγός του, Δοξούλα, ήταν "έμμισθοι πληροφοριοδότες των γερμανικών αρχών Κατοχής και για τις πολύτιμες πληροφορίες που είχαν δώσει, σχετικά με την Αντίσταση, πήραν ανταμοιβή από τις κατασχεμένες περιουσίες των Εβραίων".
Τα δημοσιεύματα των γερμανικών εντύπων αναδημοσιεύτηκαν από τον αθηναϊκό τύπο και προκάλεσαν σάλο στην Ελλάδα. Το θέμα απασχόλησε και τη Βουλή, με την κυβέρνηση να δέχεται έντονα πυρά από κόμματα της αντιπολίτευσης[11][14][15]. Η κυβέρνηση διέψευσε κατηγορηματικά τον Μέρτεν και έκανε έντονα διαβήματα στη Βόννη. Η δυτικογερμανική κυβέρνηση, με ανακοίνωσή της, εξέφρασε τη λύπη της για τα δημοσιεύματα. Η ελληνική πρεσβεία της Βόννης, με ανακοίνωσή της, χαρακτήρισε τα δημοσιεύματα "τερατουργήματα, τα οποία, εάν δεν εξυπηρετούν συγκεκριμένον δόλιον σκοπόν, αποτελούν αποκυήματα νοσηρού εγκεφάλου". Στην ανακοίνωση του Έλληνα πρεσβευτή τονιζόταν ακόμη ότι το μέγεθος του ψεύδους των πληροφοριών προέκυπτε και μόνο από 4 στοιχεία:
1. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των εντύπων, καθ' όλο το διάστημα της Κατοχής, ουδέποτε βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη.
2. Τον υπουργόν Εσωτερικών κ. Μακρή, τον οποίον εμφανίζουν ως συναντώμενον μετά του κ. πρωθυπουργού κατά την διάρκειαν της Κατοχής, εγνώρισεν ούτος το 1956, ήτοι 11 έτη μετά την λήξιν του πολέμου.
3. Ουδεμίαν ουδέ απωτάτην συγγένειαν έχει ο Κ. Καραμανλής με την εμφανιζομένων υπό των ανωτέρω εντύπων ως ανεψιάν του σύζυγον του κ. Μακρή, την οποίαν δια πρώτην φοράν συνάντησε όταν εγνώρισε τον σύζυγόν της.
4. Ο υπουργός Εσωτερικών κ. Δ. Μακρής, όστις εμφανίζεται εν έτει 1942-43 ως μνηστήρ της νυν συζύγου του, αγούσης τότε το 17ον έτος της ηλικίας της, ούτε μνηστήρ αυτής ήτο ούτε εγνώριζε ταύτην κατά την εποχήν εκείνην, συζευχθείς αυτήν το 1949.
Από την αντιπολίτευση, οι Σοφοκλής Βενιζέλος, Ηλίας Τσιριμώκος, Κομνηνός ΠυρομάγλουΗλίας Μπρεδήμας κ.α. ζήτησαν από τους ενδιαφερόμενους να προσφύγουν στα γερμανικά δικαστήρια, να προστατεύσουν την τιμή του αξιώματος που φέρουν και να περιφρουρήσουν το κύρος της Ελλάδος. Το ίδιο ζήτησαν με επιμονή κόμματα και εφημερίδες.
Ο Μέρτεν, όμως, προχώρησε και άλλο. Δήλωσε στα γερμανικά έντυπα ότι η σύζυγος του Μακρή, η Δοξούλα, η οποία δούλευε στην Κατοχή στη γερμανική διοίκηση Θεσσαλονίκης, του είχε χαρίσει τα Χριστούγεννα του 1942 λεύκωμα με αναμνηστικές φωτογραφίες. Και η Ηχώ του Αμβούργου σε νεότερο δημοσίευμά της κατηγόρησε για συνεργασία με τους Γερμανούς κατακτητές, τον υφυπουργό Αμύνης Γεώργιο Θεμελή, που κατά την Κατοχή ήταν Νομάρχης Πέλλης και προϊστάμενος του υπουργείου Οικισμού.
Ο Θεμελής χαρακτήρισε τα δημοσιεύματα "βδελυρά συκοφαντικά βέλη". Θεμελής και Μακρής υπέβαλαν μήνυση στα ελληνικά δικαστήρια, αλλά το Κόμμα των Φιλελευθέρων, η Ε.Δ.Α. και η Δημοκρατική Ένωση επέμεναν ότι οι θιγόμενοι έπρεπε να καταφύγουν στα γερμανικά δικαστήρια. Αντίθετα, ο Γεώργιος Παπανδρέου είπε ότι η δίκη έπρεπε να γίνει στα ελληνικά δικαστήρια.
Στις 8 Οκτωβρίου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλυσε τη σιωπή του και σε αυστηρές δηλώσεις του ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι "η κυβέρνησις ευθύς εξ αρχής ενημέρωσε την κοινήν γνώμην επί της αθλίας αυτής υποθέσεως. Και δια της προσφυγής των θιγομένων ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης και της ψηφίσεως ειδικού νόμου επιτρέποντος εις τον εν λόγω εγκληματίαν πολέμου να προσέλθη εις την Ελλάδα και να επιβεβαιώση τας κακοηθείας του, εδημιούργησε όλας τας προϋποθέσεις δια την πλήρην διαφώτισιν της κοινής γνώμης...".
Στις 7 Μαρτίου του 1961 ο Μαξ Μέρτεν αρνήθηκε να καταθέσει στα γερμανικά δικαστήρια σχετικά με τα όσα καταμαρτυρούσε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Δημήτρη Μακρή, δηλώνοντας ότι δεν εμπιστεύεται τη γερμανική δικαιοσύνη[16]. Στις 10 Νοεμβρίου του 1961 καταδικάστηκε ερήμην σε τετραετή φυλάκιση και χρηματική καταβολή 70.000 δραχμών ως ένοχος συκοφαντικής δυσφήμισης.

Παραπομπές

  1. Άλμα πάνω Σούζαν-Σοφία Σπηλιώτη, «Μια υπόθεση πολιτικής και όχι δικαιοσύνης: Η δίκη Μέρτεν (1957-59) και οι ελληνογερμανικές σχέσεις»,στο: Mark Mazower (επίμ.), Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σελ. 317-318
  2. Άλμα πάνω Mark Mazower, Θεσσαλονίκη. Πόλη των φαντασμάτων. Χριστιανοί-Μουσουλμάνοι και Εβραίοι 1430-1950, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2006, σελ. 537
  3. Άλμα πάνω Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον εμφύλιο στην χούντα, τομ. Γ΄, 1955-1961, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1978 σελ. 383
  4. Άλμα πάνω Σούζαν-Σοφία Σπηλιώτη, «Μια υπόθεση πολιτικής και όχι δικαιοσύνης: Η δίκη Μέρτεν (1957-59) και οι ελληνογερμανικές σχέσεις»,στο: Mark Mazower (επίμ.), Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σελ. 321
  5. Άλμα πάνω Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον εμφύλιο στην χούντα, τομ.Γ, 1955-1961, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1978 σελ. 385
  6. Άλμα πάνω Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον εμφύλιο στην χούντα, τομ.Γ, 1955-1961, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1978 σελ. 482
  7. Άλμα πάνω Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον εμφύλιο στην χούντα, τομ. Γ΄, 1955-1961, εκδ.Παπαζήσης,Αθήνα, 1978 σελ. 483
  8. Άλμα πάνω Σούζαν-Σοφία Σπηλιώτη, «Μια υπόθεση πολιτικής και όχι δικαιοσύνης: Η δίκη Μέρτεν (1957-59) και οι ελληνογερμανικές σχέσεις»,στο: Mark Mazower (επίμ.), Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα,1943-1960, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σελ. 322
  9. Άλμα πάνω Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον εμφύλιο στην χούντα, τομ.Γ, 1955-1961, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1978 σελ. 386-387
  10. Άλμα πάνω Νόμος 4016/3 Νοεμβρίου 1959.
  11. ↑ Άλμα πάνω, στο:11,0 11,1 Ριζοσπάστης 1960: Συγκλονίζει η «υπόθεση Μαξ Μέρτεν» (16-10-2001)
  12. Άλμα πάνω Καθημερινή Tο Oλοκαύτωμα των Eλλήνων Eβραίων
  13. Άλμα πάνω Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Υπόθεση Μέρτεν», στο: Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, τομ.4, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής-Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1994, σελ.182
  14. Άλμα πάνω Τα Νέα Αφιέρωμα ο Ελληνικός 20ός αιώνας τα γεγονότα 1960
  15. Άλμα πάνω Αφιερώματα, υπόθεση Μέρτεν
  16. Άλμα πάνω Ιστορικό Λεύκωμα 1961, Καθημερινή (1997)

    Πηγές

    • Σούζαν-Σοφία Σπηλιώτη, «Μια υπόθεση πολιτικής και όχι δικαιοσύνης: Η δίκη Μέρτεν (1957-59) και οι ελληνογερμανικές σχέσεις»,στο: Mark Mazower (επίμ.), Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα 1943-1960, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σελ. 317-326
    • Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Υπόθεση Μέρτεν», στο: Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, τομ. 4, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής-Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1994, σελ.406-418, 559-569
    • Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον εμφύλιο στην χούντα, τομ. Γ΄, 1955-1961, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1978 σελ. 383-387, 482-484.
    • Η υπόθεση Μαξ Μέρτεν, Ιστορικό Λεύκωμα 1960, Καθημερινή (1997)

    Εξωτερικοί σύνδεσμοι






Η Ιατρική στις Βενετικές κτήσεις στη Μεσσηνία τον Μεσαίωνα..

  Μετά την Τέταρτη Σταυροφορία (1204), οι Βενετοί εγκαθίδρυσαν στατηγικά λιμάνια στη Μεσσηνία: Μεθώνη (Modon) και Κορώνη (Coron) λειτούργησα...