Φωτογραφίες βγαλμένες από μια άλλη εποχή, δείχνουν ένα πρόσωπο της Αθήνας που οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν!
-Άποψη από το Παγκράτι, και μπροστά φαίνονται τα ερείπια του ναού του Σταυρωμένου Πέτρου, στα θεμέλια του οποίου κτίστηκε ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνος, ημερομηνία άγνωστη
-Άποψη της Ακρόπολης, μάλλον από το Θησείο, περίπου 1922
-Άποψη του Λυκαβηττού και ο Ιλισσός
-Άποψη του Παναθηναϊκού Σταδίου, πριν την κατασκευή του
-Γλυφάδα, 1942, φωτογράφος Walther Wrede
-Άποψη από Καισαριανή προς Τουρκοβούνια, φωτογράφος Walter Hege, περίπου 1928-1929
-Τράχωνες, ή όπως ονομάζεται σήμερα Άλιμος, 1929
-Πειραιάς, τα αρχαία τείχη, 1907
-Αστεροσκοπείο, 1906
-Πύλη του Αδριανού, ημερομηνία άγνωστη
-Πανδρόσου, ημερομηνία άγνωστη
-Άποψη Λυκαβηττού, ημερομηνία άγνωστη
-Μερική άποψη από την Ακρόπολη, ημερομηνία άγνωστη
-Άποψη του Αστεροσκοπείου και τα Προπύλαια στην Ακρόπολη, ημερομηνία άγνωστη
-Ο ναός της Απτέρου Νίκης, ημερομηνία άγνωστη
-Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων και η οδός Ευριπίδου, 1904
-Οδός Αθηνάς, στην αγορά, ημερομηνία άγνωστη
-Πλάκα, 1904
-Αθήνα, Πλάκα, το Ωρολόγιο του Κυρρήστου ή Πύργος των Ανέμων ή Αέρηδες, 1895
«Λευκό, λευκό, παπάς μαύρος. Που πήγε τώρα; Αγοράζω, παίρνω». «Εδώ παπάς, εκεί παπάς, που’ ναι ο παπάς ;»
Ο ταχυδακτυλουργός παπατζής ανακατεύει και απλώνει αριστοτεχνικά στο χαρτόκουτο, τα τρία κυρτωμένα φύλλα της τράπουλας. Οι προσφορές αρχίζουν. «Όποιος το είδε, ποντάρει και τα παίρνει. Πολλά βάζετε, πολλά παίρνετε», λέει ο ντήλερ του πεζοδρομίου. Ο «παπάς» είναι ίσως το πιο γνωστό τζογαδόρικο «παιχνίδι», που παίζεται στους ελληνικούς δρόμους, για πάρα πολλές δεκαετίες.
Η μέθοδος και το στήσιμο του «παπά», είναι πλέον κλασσικά και έχουν αποτυπωθεί με μεγάλη επιτυχία, στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη, ειδικά στην ταινία «Η χαρτοπαίχτρα» με την Ρένα Βλαχοπούλου. Η σκηνή μέσα στο κρατητήριο με την καθωσπρέπει χαρτοπαίχτρα να πείθεται από τους μάγκες του υπόκοσμου να παίξει τον «παπά» είναι πλέον κλασική.
Προπολεμικά ήταν λίγοι γραφικοί τύποι και μικροαπατεώνες, που καμιά φορά έφταναν στα άκρα.
Μεταπολεμικά όμως πολλαπλασιάστηκαν και αποτέλεσαν τη «μικρή μαφία» των μεγάλων πόλεων.
Οι τσιλιαδόροι, οι κράχτες και οι αβανταδόροι
Το «επάγγελμα» του παπατζή είναι σχετικά εύκολο.
Απαιτούνται μόνο τρία τραπουλόχαρτα, καλοί συνεργάτες που ξέρουν το ρόλο τους, «μαγικά» χέρια από τον παίκτη, απλές τεχνικές παραπλάνησης και μια…κούτα.
Το υπαίθριο μαγαζάκι είναι πλέον έτοιμο.
«Παιδιά καθαρές δουλειές, εδώ δεν κλέβουμε, όριστε, να ο παπάς, τώρα εδώ, τώρα εκεί, τώρα που είναι; βάλτε να πάνε», λέει ο παπατζής, δανειζόμενος ατάκες από τα ζάρια ή οποιοδήποτε άλλο παράνομο τυχερό παιχνίδι.
Η διαδικασία του «παπά» είναι απλή.
Μόλις στηθεί η χαρτόκουτα που αναποδογυρισμένη χρησιμεύει για τραπέζι, οι κράχτες πιάνουν πόστα περιμετρικά της.
«Αδερφέ, εδώ δίπλα γίνεται παιχνίδι, ρίχνουν τον παπά», λένε σε περαστικούς προσπαθώντας να «ψαρέψουν» κορόιδα.
Παλιά το αγαπημένο τους είδος ήταν οι ανυποψίαστοι άνθρωποι που έφταναν στην Αθήνα από το χωριό.
Στις γωνίες αλλά και κοντά στον παπατζή είναι «στημένοι» οι τσιλιαδόροι. Μόλις δουν αστυνομικούς, περιπολικά ή «μυριστούν» ασφαλίτες, τότε «πέφτει σύρμα».
Όταν τα υποψήφια θύματα πλησιάσουν την κούτα και αρχίζουν να παρατηρούν τα χέρια του παπατζή, τότε οι απατεώνες του «φυτεύουν» μέσα του την ελπίδα για εύκολο κέρδος.
Ο παπατζής ρίχνει και ξαναρίχνει τα τρία φύλλα, λέγοντας το γνωστό ποίημα.
Μέσα σε λίγα λεπτά που κοντοστέκεται το θύμα για να δει τι γίνεται και να εκτιμήσει την κατάσταση, κοιτάζει συνεχώς τα χέρια του παίκτη.
Είναι σχεδόν βέβαιος ότι γνωρίζει με ακρίβεια κάθε φορά, τη θέση που βρίσκεται ο παπάς, δηλαδή συνήθως ο Ρήγας της τράπουλας.
Για να τον «βοηθήσουν» οι παπατζήδες να ποντάρει, πιάνει δουλειά ο πρώτος αβανταδόρος.
«Στη μέση είναι, στη μέση. Ε, ρε να μην έχω ένα πενηντάρικο να του τα πάρω».
Ο παπατζής προσποιείται ότι τον πήραν χαμπάρι.
«Σε παρακαλώ ρε φίλε, αν θες παίξε να διπλασιάσεις. Μην λες που είναι τα χαρτιά».
Στην επόμενη παρτίδα το θύμα παρακολουθεί και πάλι, σίγουρος πλέον ότι έχει καταλάβει που είναι ο παπάς.
Ξαφνικά, ένας άλλος αβανταδόρος ποντάρει εκεί που το θύμα «βλέπει» τον Ρήγα και κερδίζει.
Η συναλλαγή γίνεται άμεσα και χωρίς προβλήματα.
Η διαδικασία με τους αβανταδόρους επαναλαμβάνεται, μέχρι κάποιος να «τσιμπήσει».
Το κορόιδο έχει πλέον ετοιμαστεί ψυχολογικά.
Ο παπατζής συχνά στην αρχή τον γλυκαίνει, αφήνοντάς τον να κερδίσει.
Ξαφνικά όμως, αλλάζει παίξιμο.
«Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις τρόποι για τις τρεις θέσεις που μπορεί να ρίξει τον παπά και είναι πανομοιότυποι. Αν κατά τύχη το θύμα επιλέξει το σωστό χαρτί, ο παπατζής μπορεί με ταχυδακτυλουργικό τρόπο να αλλάξει τη θέση του Ρήγα, ακόμη και μετά από το ποντάρισμα», λένε όσοι γνωρίζουν πως παίζεται το παιχνίδι.
Το κόλπο με το τσάκισμα
Εκτός από μια καλοστημένη απάτη, ο παπάς θεωρούνταν από τις αρχές του νόμου τεχνικό παιχνίδι. Δηλαδή κάποιος που γνωρίζει τον τρόπο, μπορεί και γυρίζει υπέρ του τις πιθανότητες για να κερδίσει.
Πριν το θύμα απογοητευτεί πλήρως και φύγει, οι παπατζήδες πρέπει να τον κρατήσουν για να το «μαδήσουν» κι άλλο.
Μετά από μια παρτίδα, κάποιος από τους θεατές, δηλαδή ένας αβανταδόρος, παίρνει τον παπά στα χέρια του και θεατρικά κάνει ότι δαγκώνει ή τσακίζει το φύλλο στην άκρη του.
«Τι κάνεις ρε φίλε, θα μας χαλάσεις την επιχείρηση», του λέει δήθεν αγανακτισμένος ο παπατζής.
Όσο γίνεται ο διάλογος, όλοι βλέπουν το σημαδεμένο Ρήγα πάνω στην κούτα. Είναι βέβαιοι ότι στην επόμενη «γύρα», θα τον βρουν με άνεση.
Ο παπατζής ξαναστρώνει τα χαρτιά, αλλά κάνοντας τα μαγικά του, έχει ξαναϊσιώσει το τραπουλόχαρτο.
Όταν πέσουν τα πονταρίσματα, όλοι χάνουν.
Το ταμείο
Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, πίσω από τον παπατζή περνάει κάποιος, που παίρνει με τρόπο τα κέρδη.
Η «πάσα» των χρημάτων είναι επιβεβλημένη καθώς ανά πάσα στιγμή μπορεί να εμφανιστούν αστυνομικοί και να συλλάβουν τον παπατζή.
Καλό θα ήταν λοιπόν να μην έχει επάνω του, τους «κόπους» της ημέρας.
Στον παπά ωστόσο, είναι σχεδόν αδύνατο να κερδίσει κάποιος.
Όταν το θύμα ποντάρει σωστά, πάντα εμφανίζεται ένας αβανταδόρος που ποντάρει περισσότερα λεφτά σε άλλο φύλλο.
«Παιδιά, το μεγαλύτερο ποντάρισμα μετράει», λέει ο παπατζής και έτσι το θύμα δεν πληρώνεται.
Αν τυχόν κάποιος καταφέρει να πάρει λεφτά, κανείς δεν του εγγυάται ότι λίγο παρακάτω δεν θα πέσει «τυχαία» θύμα ληστείας και ξυλοδαρμού.
Τα στέκια των ‘70’ς και 80’ς
Το κυνήγι των παπατζήδων ανήκε για δεκαετίες, στην αρμοδιότητα του Τμήματος Ηθών και Λεσχών της Γενικής Ασφάλειας.
Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, περισσότεροι από 1000 παπατζήδες, έστηναν τα μαγαζάκια τους, σε μερικά από τα πιο πολυσύχναστα σημεία της Αθήνας.
Ο λόγος ήταν απλός. Στατιστικά, από κει θα περνούσαν και περισσότερα κορόιδα.
Οι καλύτερες μέρες για δουλειά ήταν εκτός τις γιορτές, οι Παρασκευές που συνήθως πληρώνονταν πολλοί και η πρώτη του μηνός.
Τότε η Αθήνα γέμιζε με αρτίστες του είδους.
Προνομιακό σημείο ήταν για χρόνια, η οδός Κωνσταντίνου, κοντά στην πλατεία Καραΐσκάκη.
Προσπαθούσαν να «ξαφρίσουν» ανύποπτους επαρχιώτες που έφταναν στο σταθμό Λαρίσης με το τρένο, έχοντας μαζί τους κομπόδεμα.
Γνωστά σημεία ήταν επίσης η πλατεία Κουμουνδούρου, η Αθηνάς, η πλατεία Κάνιγγος, η Ομόνοια, η Μενάνδρου, η Πειραιώς, η Κλεισθένους, η Ζήνωνος και η περιοχή του δημαρχείου με τα γύρω στενά της. Οι παπατζήδες είχαν χωρίσει μεταξύ τους τις περιοχές δράσης τους, ώστε να μην μπλέκεται ο ένας στις δουλειές του άλλου.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι χαρτοκλέφτες τραβούσαν ακόμη και μαχαίρια μεταξύ τους, για τη διεκδίκηση ενός καλού πόστου.
Το 1933, ο αρχηγός μιας συμμορίας του είδους, έπεφτε νεκρός από μαχαίρι που του έμπηξε στην καρδιά, αρχηγός αντίπαλης ομάδας απατεώνων.
Το 1976 ο γνωστός ποινικός κακοποιός με το ψευδώνυμο «Σαλονικιός», μαχαίρωσε και σκότωσε στο κέντρο της πόλης άλλον παπατζή που του είχε πάρει τη θέση.
Όταν ο κλοιός έσφιξε, ο Σαλονικιός παραδόθηκε μόνος του και ομολόγησε το έγκλημά του.
Τώρα πια οι καιροί άλλαξαν και δύσκολα «τσιμπάει» ο κόσμος.
Έτσι οι παπατζήδες έχουν στραφεί σε τουριστικά σημεία της Αθήνας.
Οι ξένοι επισκέπτες βρίσκουν πολύ «χαριτωμένο» αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους.
Τότε θεωρούν ότι είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να βγάλουν έξτρα χρήματα και να πάρουν τα χρήματα από τη τσέπη του παίκτη.
Όταν όμως η μηχανή της απάτης πάρει μπρος, φεύγουν από τον παπατζή κυριολεκτικά άφραγκοι.
Μπήκε για τα καλά ο χειμώνας και η σκέψη ενός παλιού Αθηναίου πάει αυτόματα στο πανηγύρι που στηνόταν στην Αιόλου και την Αθηνάς. Ένας άλλος παράδεισος για μικρούς και μεγάλους λειτουργούσε εκεί τις χρονιάρες μέρες. Μια άλλη «Αυλή των θαυμάτων» που ξεκινούσε από τα Χαυτεία και έφτανε μέχρι του Ψυρρή δημιουργώντας το αδιαχώρητο. Εδώ, οι έμποροι του ποδαριού, οι «πανεριτζήδες» όπως τους αποκαλούσαν διαλαλούσαν με μοναδική έμπνευση τις ευκαιρίες: είδη από κατάσχεση, εμπορεύματα από πτώχευση, μεταξωτά από τα «βρεμένα» του τελωνείου!
Όποιος, μικρός ή μεγάλος δεν είχε τι να κάνει, και ήταν πάρα πολλοί αυτοί, όποιος δεν ήξερε μια τέχνη, όποιος είχε ξεπέσει στην αθηναϊκή άσφαλτο χωρίς άλλα εφόδια εκτός από τη φωνάρα και τα παπούτσια του, αγόραζε τρεις παραμάνες για το γιακά και γινόταν έμπορος ευκαιρίας. Ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος. Για να επιβιώσεις έπρεπε να είσαι εύστροφος, ετοιμόλογος, επίκαιρος, πνευματώδης, τσαχπίνης… Αυτά βέβαια ήταν και τα στοιχεία που έκαναν αυτή την «Αυλή των θαυμάτων» τόσο ενδιαφέρουσα.
Είμαστε στο έτος 1932 και συνοδεύουμε τον ρεπόρτερ της εφημερίδας «Εξέλσιορ» Λευτέρη Ξανθό. Πάρτε εικόνα:
«Βρισκόμαστε στην Πλατεία του Δημαρχείου μπροστά σ’ έναν άνθρωπο ανεβασμένο ψηλά σ’ ένα κασόνι και που μπρός του βρίσκεται μια βαλίτζα ανοιχτή, γεμάτη με μπλάστρια και τάλληρα. Στο ένα του χέρι κρατά μια δέσμη από τα ίδια έμβλαστρα και στο άλλο έχει περασμένη μια μεγάλη εικόνα η οποία παρουσιάζει όλον τον ανθρώπινο σκελετό. Το πανηγύρι μόλις άρχισε.
-Εδώ λοιπόν κύριος βλέπετε, ξελαρυγκίζεται ο άνθρωπός μας με βραχνή φωνή, ταύτην την εικόνα, την οποία παριστά το ανθρώπινον σώμα. Εδώ που δείχνω τώρα βρίσκονται οι πνεύμονες. Μάλιστα κύριοι, οι πνεύμονες, με καταλαβαίνετε; Τα πλεμόνια θέλω να πώ. Παρακάτω το λοιπόν αυτά εδώ τα κόκκινα, γιατί είνε κόκκινα; Γιατί είνε κόκκινα λέω; Είνε κόκκινα γιατί είνε τα νεφρά. Μάλιστα κύριοι, η νεφραμιά όπως θα λέγαμε στο χασάπη αν πηγαίναμε να ψωνίζαμε κρέας. Τώρα αυτά που είνε παρακάτω δεν ενδιαφέρουν το πλήθος.
Πρέπει να έχετε υπ’ όψιν ότι μιλόντας έτσι, δείχνει συγχρόνως και στην εικόνα τα … αντίθετα!
-Λοιπόν, συνεχίζει στον ίδιο τόνο, τι συμβαίνει τώρα; Εκρύωσες; Κι’ άπαξ μια φορά εκρύωσες είσαι υποχρεωμένος να βήξης. Να βήξης λέω σαν χτηκιάρης. Να έτσι: Γκούχ, γκούχ! Είσαι χτηκιάρης όμως; Αν πάς σε κάποιον γιατρόν, σε κάποιον επιστήμονα θα σου αποφανθή ότι είσαι. Αν έρθης όμως σε μένα θα σου απαντήσω: Όχι κύριε! Δεν είσαι χτηκιάρης, αλλά είσαι κρυωμένος. Αγόρασε ένα πακέτο απ’ αυτά τα εμβλάστρια, κόλησε το στο στήθος. Σε λίγες μέρες θα είσαι περδίκι.
-Μάλιστα κύριοι, αυτή είνε η σοφή συμβουλή μου που θα σου δώσω. Με πέντε δραχμούλες, με πέντε δραχμούλες λέω αγοράζετε δυό εμβλάστρια γερμανικού εργοστασίου κι’ έτσι σώζεται τη ζωή τη δική σας, των παιδιών σας, της μάνας σας, του κύρη σας και όλου του σογιού σας. Με πέντε δραχμούλες κύριος! Τι ψυχή έχουνε που να τις πάρη ο διάβολος;
Βλέπετε λοιπόν ότι ο άνθρωπος είνε θεοφοβούμενος και δεν θέλει να εκμεταλλευτή τον κόσμο. Με πέντε δραχμούλες σας γιατρεύει από τα κρυολογήματα, τον πονοκέφαλο, το συνάχι και την νευρασθένεια!
Έξω ακριβώς από τη Χρυσοσπηλιώτισα ένας άλλος τέτοιος τύπος συγκεντρώνει γύρω του τους διαφόρους χασομέρηδες. Αυτός δεν κρατά στα χέρια του μήτε βαλίτζες μήτε μπλάστρια, μήτε τιποτα. Ένα μικρό μόνο μηχανηματάκι από μολύβι, μια βελόνα και μιά κλωστή αποτελούν όλα τα σύνεργα της επιστήμης του.
Ας τον ακούσωμεν κι’ αυτόν να δούμε με τι τρόπο ρεκλαμάρει το εμπόρευμά του. Η αρχή είνε αλήθεια πως είνε λιγάκι παράξενη. Γιατί αρχίζει τη ρητορία του με έμμετρο πρόλογο. Σας τον σερβίρω ακριβώς αυτολεξεί.
Κορίτσια, παντρεμμένες Χήρες, αρραβωνιασμένες Όλες στη γραμμή να μπήτε Το μηχάνημα να δήτε
Και συνεχίζει εις πεζόν
-Αυτό που λέτε λοιπόν εδώ το μηχάνημα είνε αμερικανική εφεύρεσις ενός … Έλληνα. Το ανεκάλυψεν ο Θόδωρος με τόνομα από το Κατσιμίδι της Ναυπακτίας. Το βρήκε λοιπόν ο Θόδωρος και τον ευγνωμονεί ο σύμπας κόσμος. Έρχεστε τώρα κι’ εσείς δίνετε ένα ταλληράκι το αγοράζετε και το πάτε δώρο στη μάννα σας, στη θεία σας, στη γιαγιά σας κι’ αυτές σας δίνουν την ευχή τους. Θα μου πήτε γιατί; Διότι κύριοι με αυτό το μηχανηματάκι μπορείτε να περάσετε την κλωστή στη βελόνα χωρίς κανένα κόπο. Πάνε πια τα γυαλιά, τα φασαμέν, τα τηλεσκόπια που χρειαζότανε η φουκαριάρα η γιαγιά σας για να την περάση σαν ήθελε να σας μαντάρη τις κάλτσες. Μ’ αυτή την εφεύρεσι του Θόδωρα το πάν απόλλυται…
Εδώ ένας σε λοταρίες μοιράζει εικοσιπεντάρια, άλλος πουλά το μαγικό φάρμακο που βγάζει από τη ρίζα τους κάλλους και που μπορεί κατά λάθος να σας ξεριζώση και ολόκληρο το πόδι. Παρά κάτω μια νεροφίδα χορεύει για να καταλήξη ο κάτοχός της να σας βγάλη κανένα λεκέ από το παντελόνι και να σας προσφέρη ένα σωληνάριο με την θαυματουργόν αλοιφή του μέσα, αντί πινακίου φακής.
Και πόσοι ακόμα που για να σας τους μεταφέρω εδώ θα μου ήταν εντελώς αδύνατον.
Τελειώνοντας τώρα θα μ’ ερωτήσετε και μ’ όλο σας το δίκηο. Υπάρχουν άνθρωποι που πείθονται στα λόγια και στις ρητορείες αυτών των επιχειρηματιών του δρόμου και αγοράζουν το ύποπτο εμπόρευμά τους; Σας απαντώ αδίστακτα ναι! Γιατί απλούστατα αν δεν υπήρχαν οι κουτοί πως θα ζούσαν εις βάρος των μερικοί αρκετά έξυπνοι;»
Ποιοι ήταν οι Γκάγκαροι Αθηναίοι; Tί σήμαινε η ονομασία και πώς βγήκε η φράση;
Αν κάποιος θέλει να περιγράψει την Αθήνα πριν ξεκινήσει το ελληνικό κράτος, δηλαδή πριν από το 1834, θα πρέπει να απαλλαγεί τελείως από τις σημερινές εικόνες και απλά να σκεφτεί πως είναι ένα μεγάλο χωριό.
Η Αθήνα είχε γύρω στους 2.000 κατοίκους και περίπου 400 σπίτια. Όλα ήταν όλα κάτω από την Aκρόπολη εκεί που σήμερα είναι η πλάκα και το Μοναστηράκι. Η υπόλοιπη περιοχή ήταν ακαλλιέργητα χωράφια και κακοτράχαλα υψώματα! Δρόμοι δεν υπήρχαν.
Οι κάτοικοι περπατούσαν μέσα από μονοπάτια και έπρεπε να βάζουν πέτρες για να βρουν τρόπο να γυρίσουν στα σπίτια τους, ακόμα και την ημέρα. Οι αθηναιογράφοι πιστεύουν ότι και γι΄ αυτό το λόγο, οι γυναίκες δεν μπορούσαν να περπατήσουν και κάθονταν σπίτι.
Τα σπίτια ήταν χαμηλά χωρίς κάποια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ταυτότητα και οι πόρτες ήταν μικρές. Οι πιο εύποροι πίσω από τις πόρτες έβαζαν ένα χοντρό ξύλο για επιπλέον ασφάλεια. Όχι από κλέφτες αλλά από μεθυσμένους Τούρκους που μπορεί να ασκούσαν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα σε βάρος των ραγιάδων.
Γενικά πάντως η συμβίωση ήταν σε καλό επίπεδο και οι Τούρκοι αργότερα εγκατέλειψαν την πόλη με πίκρα και συγκίνηση.
Το ξύλο, με το οποίο ασφάλιζαν την πόρτα λεγόταν » Γκάγκαρος «. Επειδή αρχικά το ξύλο το έβαζαν οι πιο πλούσιοι, η φράση Γκάγκαρος, έγινε συνώνυμο της αρχοντικής τάξης.
Από κάποια περίοδο και μετά βέβαια, άρχισαν να βάζουν όλοι και έγινε συνώνυμο των Αθηναίων, δηλαδή αυτών που γεννήθηκαν στην πόλη. Έτσι λοιπόν Γκάγκαρος ήταν ο γηγενής Αθηναίος και όλοι άλλοι που ερχόντουσαν από την επαρχία ήταν οι «μπουτσόβλάχοι» ….