Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

"Το άδοξο τέλος ενός ποιήματος"

Στη σφαίρα της ποίησης, η μετάβαση από τη γέννηση ενός ποιήματος στην απόλυτη στροφή του είναι μια εύθραυστη και περίτεχνη διαδικασία. Κάθε λέξη, κάθε γραμμή, φέρει το βάρος των συναισθημάτων και των προθέσεων του ποιητή. 

Ωστόσο, τι συμβαίνει όταν ένα ποίημα βιώνει έναν πρόωρο και άδοξο χαμό; Ας εμβαθύνουμε στη σφαίρα της ποίησης και ας διερευνήσουμε την έννοια του «Το άδοξο τέλος ενός ποιήματος», το ανάξιο τέλος ενός ποιήματος.


Στον πυρήνα κάθε ποιήματος βρίσκεται μια αφήγηση που περιμένει να αφηγηθεί, συναισθήματα που περιμένουν να διατυπωθούν και αλήθειες που περιμένουν να αποκαλυφθούν. 


Η διαδικασία κατασκευής ενός ποιήματος είναι ένα ταξίδι αυτο-ανακάλυψης για τον ποιητή, ένα ταξίδι αποκρυπτογράφησης της ουσίας των ενδότερων σκέψεων και των συναισθημάτων του. 


Οι λέξεις που συμπλέκονται σε ένα ποίημα έχουν την ικανότητα να μαγεύουν, να παρακινούν και να προκαλούν βαθιά συναισθήματα στο κοινό.


Η ποίηση είναι μια μορφή τέχνης που ξεπερνά τα εμπόδια της γλώσσας και του πολιτισμού.


 Ο ποιητής χρησιμοποιεί τις λέξεις ως εργαλείο και την κενή σελίδα ως καμβά, υφαίνει μια ταπισερί από εικόνες και συναισθήματα που μιλάει άμεσα στην καρδιά και την ψυχή του κοινού.


 Κάθε στροφή, κάθε ομοιοκαταληξία, κάθε μεταφορά δημιουργείται σχολαστικά για να προκαλέσει μια συγκεκριμένη απάντηση και να μεταφέρει ένα συγκεκριμένο μήνυμα.


Η ολοκλήρωση ενός ποιήματος είναι μια κομβική στιγμή που μπορεί είτε να αφήσει ένα μόνιμο αντίκτυπο στο κοινό είτε να σβήσει στην αφάνεια.


 Ένα καλοφτιαγμένο συμπέρασμα έχει την ικανότητα να συνδέει τα θέματα και τα συναισθήματα που εκφράζονται σε όλο το ποίημα, αφήνοντας στο κοινό μια αίσθηση κλεισίματος και ικανοποίησης.


 Αντίθετα, ένα άδοξο συμπέρασμα μπορεί να αφήσει το κοινό να αισθάνεται αποσυνδεδεμένο και απογοητευμένο, αφαιρώντας το ποίημα από τον επιδιωκόμενο αντίκτυπό του.


Στη σφαίρα της ποίησης, οι ατέλειες δεν είναι ελαττώματα αλλά μάλλον ευκαιρίες για ανάπτυξη και ενδοσκόπηση. Το ανάξιο τέλος ενός ποιήματος δεν πρέπει να θεωρείται ως αποτυχία, αλλά ως ευκαιρία να επανεξετάσουμε, να τελειοποιήσουμε και να επαναξιολογήσουμε το έργο. Το να αγκαλιάζει τις ατέλειες σε ένα ποίημα δίνει τη δυνατότητα στον ποιητή να εμβαθύνει στη δημιουργικότητά του και να ωθήσει τα όρια της τέχνης του.


Το ταξίδι ενός ποιήματος δεν κορυφώνεται με την απόλυτη στροφή του. Όπως ένας Φοίνικας που ανεβαίνει από τις στάχτες, ένα ποίημα μπορεί να αναζωογονηθεί και να αναζωογονηθεί μέσω της επιμονής και της αποφασιστικότητας. Ο ποιητής πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και τα εμπόδια στη δημιουργική του διαδικασία, αξιοποιώντας τα ως σκαλοπάτι προς ένα μεγαλύτερο καλλιτεχνικό επίτευγμα.


 «Το άδοξο τέλος ενός ποιήματος» δηλώνει όχι το τέλος αλλά μια νέα αρχή στη σφαίρα της ποίησης. Αγκαλιάστε τις ατέλειες, μάθετε από τις αναποδιές και προχωρήστε με ανθεκτικότητα και επιμονή. Αφήστε τα λόγια σας να σταθούν ως απόδειξη της δημιουργικότητας, του πάθους και της ακλόνητης δέσμευσής σας στην τέχνη της ποίησης.

και ανακαλύψτε πώς η ποίηση μπορεί να επικρατήσει και να ανθίσει ακόμη και μπροστά σε ένα ανάξιο συμπέρασμα.

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

Η προμετωπίδα της Ιστορίας του Αθέσθη

Η προμετωπίδα της Ιστορίας του Αθέσθη

Η Νέα Ιστορία Αθέσθη Κυθηρέου είναι έμμετρη μυθιστορία γραμμένη στην

Κεφαλληνία το 1729 και τυπωμένη στη Βενετία το 1749. Το κείμενο έγινε

γνωστό μόλις το 1983 από το μοναδικό σωζόμενο αντίτυπο της βιβλιοθήκης του

Institut de France στο Παρίσι.

1 Το έργο είναι ανώνυμο. Ο ποιητής θεωρεί κίνητρο

της συγγραφής την καθήλωσή του από την πάθηση της ποδάγρας:

και όχι δια φαντασιάν ή για κενοδοξιά μου,

μα για να έχω άνεσιν εις τα ρεματικά μου. (στ. 5-6)

Ένα συμπάθιον αγαθόν να ’χω στα γερατειά μου

και εις τους πόνους τους κακούς που φέρν’ η ποδαλγιά μου. (στ. 13-14)

Το γεγονός αυτό οδήγησε πολλούς στην ταύτισή του με τον ποιητή Πέτρο

Κατσαΐτη, που ζει τον ίδιο καιρό στο νησί και ισχυρίζεται ότι πάσχει από την

ίδια ασθένεια. Ο πρώτος που επιχείρησε αυτήν την ταύτιση είναι ο Σπύρος

Ευαγγελάτος.

2 Πιστεύω ότι ο Ευαγγελάτος υπερτονίζει τον ρόλο της πάθησης,

αφού θεωρεί «πολύ ισχυρό επιχείρημα το ζήτημα της ποδάγρας το οποίο δεν

έχει σχολιασθεί εξαντλητικά».

3 Η ασθένεια όμως την εποχή αυτή φαίνεται πολύ

διαδεδομένη και στην ουσία κάθε πάθηση των κάτω άκρων καταλήγει να

αποδίδεται στην αρρώστια αυτή. Ακόμη περισσότερο: την περίοδο της Αναγέννησης και του Μπαρόκ η ασθένεια ήταν της μόδας και θεωρείτο μάλιστα

βασιλική (morbus dominorum).

4 Για τους καλλιτέχνες μάλιστα είναι αφορμή και

πηγή ενασχόλησης με την τέχνη τους. Δημιουργείται πληθώρα έργων, η

αποκαλούμενη Podagraliteratur.

5 O Ευαγγελάτος θεωρεί την αρρώστια στίγμα:

«μια αρρώστια δεν είναι δα και περηφάνια!».

6 Και όμως δεν είναι λίγοι οι έπαινοι

της ποδάγρας. O ΄Ερασμος γράφει ένα εγκώμιο για την πάθηση (Podagrae et

Calculi ex comparatione utriumque Enkomion), αλλά και άλλοι ουμανιστές: π.χ.

ο Hieronymus Cardanus από την Παβία γράφει ένα Podagrae Enkomium, ο

Willibald Pirckheimer από τη Νυρεμβέργη Apologia seu Podagrae Laus.

H Ιστορία του Αθέσθη είναι μια ερωτική μυθιστορία, που περιγράφει τον

χωρισμό, τα πάθη, τις περιπέτειες και την επανένωση δύο νέων από αρχοντική

οικογένεια, του Αθέσθη και της Ελίσου. Το αφήγημα συγκεντρώνει ένα πλήθος

από θέματα και μοτίβα που μας είναι πολύ γνωστά από άλλα δημιουργήματα:

η συμμετοχή του ήρωα σε εκστρατεία, η συκοφαντημένη σύζυγος, η αντικατάσταση στην κλίνη τής δήθεν μοιχαλίδας από μια υπηρέτρια, η εικονική

θανατική καταδίκη της, η σωτηρία της από έναν βοσκό, η μεταμφίεσή της σε

στρατιώτη κτλ., παραμένει όμως ακόμη άγνωστο το άμεσο πρότυπό του. Η

τοποθέτηση των γεγονότων στα χρόνια του βασιλιά Ηράκλειου και της εκστρατείας του κατά των Περσών δεν είναι βέβαια ιστορική, το πρόσωπό του όμως

– καθώς συνδυάζεται με την ανάκτηση του Τιμίου Σταυρού – είναι ιδιαίτερα

αγαπητό στη χριστιανική Δύση αυτά τα χρόνια.

Εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι η μοναδική ξυλογραφία που κοσμεί την

προμετωπίδα του έργου. Η εικονογράφηση των ελληνικών λαϊκών αναγνωσμάτων είναι βασικά από δεύτερο χέρι, χρησιμοποιεί συνήθως ιταλικά πρότυπα και

η σχέση με το έντυπο είναι συχνά εντελώς χαλαρή. Στην περίπτωσή μας όμως


η ξυλογραφία δεν έχει καμιά σχέση με το περιεχόμενο. Το περιβάλλον που

απεικονίζεται είναι οθωμανικό, όπως φαίνεται από την ενδυμασία των

προσώπων. Το πρώτο στην αριστερή ομάδα φέρει τη χαρακτηριστική στολή

των γενιτσάρων, ενώ το τελευταίο, με το ποδήρες καφτάνι στην ίδια ομάδα,

έχει στραμμένα τα νώτα στον παρατηρητή. Σε ένα υπερυψωμένο βήμα κάθεται ο ηγέτης ή δικαστής. Στη βάση της σύνθεσης, στο κέντρο του κάτω μέρους,

βρίσκεται ένα σκυλάκι σε προφανή ένοχη στάση και φαίνεται να επισύρει την

προσοχή δύο τουλάχιστον από τούς παρισταμένους:

Η σκηνή, που προτείνεται εδώ σαν μια απόπειρα ανάγνωσης της

προμετωπίδας του Αθέσθη, προέρχεται από μια ιστορία παρμένη από το λαϊκό

βιβλίο του Νασρεντίν Χότζα:

7

Δυο γείτονες κάθονταν και κουβέντιαζαν σ’ ένα μαγαζί απέναντι απ’ τα σπίτια

τους, που ήσαν χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Εκείνη την ώρα ήρθε ένα σκυλί κι

έκανε την ανάγκη του ακριβώς στη μέση του δρόμου μπροστά στα σπίτια τους. Ο

ένας είπε: «Είναι στο μέρος σου». Ο άλλος απάντησε «Όχι, είναι πιο κοντά στο δικό

σου, πρέπει να το καθαρίσεις». Ο καβγάς άναψε και πήγαν στο δικαστήριο. Εκεί που

πήγαιναν, βρήκαν και τον Χότζα, που ήθελε να επισκεφτεί τον καδή. Ο καδής τού

λέει κοροϊδευτικά: «Χότζα, απασχολήσου εσύ με τη φιλονικία αυτών των δύο

ανθρώπων».Τους ρωτάει ο Χότζας: «Είναι ο δρόμος δημόσιος του στρατού;». «Φυσικά

και είναι» λέει ο ένας. «Τότε» λέει ο Χότζας «η απόφασή μου είναι η εξής: ούτε ο ένας

ούτε ο άλλος δεν πρέπει να καθαρίσει. Αυτό είναι δουλειά του καδή».

Το πρόβλημα βέβαια είναι η απουσία την εποχή αυτή στη Δύση έντυπων

εκδόσεων των Ιστοριών του Νασρεντίν.

8 Στον πνευματικό κόσμο της Δύσης ο

ήρωας έγινε ευρύτερα γνωστός από το ιστορικό έργο του D. Cantemir (Παρίσι

1743). Ο Καντεμίρ διηγείται ότι ο Ταμερλάνος πέρασε τρεις μέρες ακούγοντας

τις ιστορίες που του διηγούνταν ο Χότζας (ce buffon, ou plutot cet Esope turc),

ξεχνώντας έτσι την πολιορκία του Γενί Σεχίρ κοντά στην Προύσα. Ακολουθεί

38 MIKROFILOLOGIKA:Layout 1 9/15/15 11:46 AM Page 4

5

μια παρέκβαση με ιστορίες, που λέει ότι τις διάβασε σε ένα τουρκικό βιβλίο.

9

Πολύ παλιότερη βέβαια είναι η παρουσία του στην προφορική και στη

χειρόγραφη παράδοση, που είναι πυκνότερη στον τουρκοκρατούμενο χώρο.

Στην Ελλάδα οι πρώτες σωζόμενες μεταφράσεις ανάγονται στις αρχές του 18ου

αιώνα.

10 Η μορφή του Χότζα είναι οικεία στα Βαλκάνια. Το δείχνει και η κροατική μετάφραση του Bertoldo του 1771,

11 που αντικαθιστά στον τίτλο τον

επείσακτο ήρωα με τον εντόπιο: ο λόγος είναι όχι για τις Πανουργίες του

Bertoldo,

12 αλλά για τις Πανουργίες του Νασρεντίν. Αλλού ο Νασρεντίν συμφύρεται με άλλες ανάλογες καρναβαλιστικές φιγούρες – στην Ελλάδα με τον

Αίσωπο, στη Βουλγαρία με τον Hitar Peter, στη Γερμανία με τον Τill Eulenspiegel

κτλ. – προσαρμoζόμενος με αυτόν τον τρόπο στον πολιτισμικό ορίζοντα του

αντίστοιχου αναγνώστη.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Νέα ιστορία Αθέσθη Κυθηρέου: επανέκδοση της πρώτης βενετικής έκδοσης του 1749. Εισαγωγή

και επιμέλεια Αλέξης Πολίτης [Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε, 28], Αθήνα 1983. Το βιβλίο

είναι προσιτό και στο ηλεκτρονικό αποθετήριο του Ε.Ι.Ε. http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/

10442/7697

2. Βλ. π.χ. την εισαγωγή στο: Πέτρος Κατσαΐτης, Ιφιγένεια [εν Ληξουρίω], επιμ. Σπύρος

Ευαγγελάτος [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΘΕ 60], Αθήνα 1995, εισαγ. σσ. 33-36.

3. Ευαγγελάτος, ό.π., σ. 33.

4. Σύμφωνα με τον καθιερωμένο μύθο, από ποδάγρα έπασχαν όλα τα μέλη της δυναστείας των Medici. Με την πρόσφατη όμως εξέταση των οστών τους στη Φλωρεντία διαπιστώθηκε ότι κανένα

μέλος της δυναστείας δεν είχε την αρρώστια, εκτός από έναν από τους τελευταίους, τον Ferdinando

(1663-1713)· βλ. Cristina Di Domenico / Donatella Lippi, I Medici. Una dinastia ai raggi X, Siena 2005.

Βλ. ακόμη Domenico Santoro κ. ά., «Morbus dominorum: gout as the disease of lords», Journal of

Nephrology 26 (2013) 113-116.

5. Helmut de Boor / Richard Newald, Geschichte der deutschen Literatur, τ. 4/2, München 1973, 214-

215: Podagraliteratur· John L. Flood, «Minerva und das Podagra», στο: Dialoge: Sprachliche

Kommunikation in und zwischen Texten im deutschen Mittelalter, επιμ. Nikolaus Henkel, Tübingen

2003, 349-370· Martina Scholtens, «The glorification of gout in 16th- to 18th-century literature»,

Canadian Medical Association Journal 179, no. 8 (2008) 804-805.

6. Ευαγγελάτος, ό.π., σ. 33.

7. Μεταφράζω από τη συλλογή: Der Hodscha Nasreddin. Türkische, arabische, berberische,

maltesische, sizilianische, kalabrische, kroatische, serbische und griechische Märlein und Schwänke.

Gesammelt und herausgegeben von Albert Wesselski, τ. 1,Weimar 1921, αριθ. 107, σ. 55-56. Η ιστορία

και στη νεότερη συλλογή του Ulrich Marzolph: Hodscha, Nasreddin 666 wahre Geschichten , München 32006.

8. Για τα σχετικά με το πρόσωπο και το έργο προβλήματα βλ. Ulrich Marzolph / Ingeborg Baldauf,

«Hodscha Nasreddin», Enzyklopädie des Märchens 6 (1990) 1127- 1151.

9. Demetrius Cantimir, Histoire de l’empire ottoman, Paris 1743, τ. 1, σ. 58 κ.ε. Το έργο πρωτογράφτηκε στα λατινικά ήδη το 1716.

10. Γιώργος Κεχαγιόγλου, «Ένας Oθωμανός Aίσωπος στην αυλή των Mαυροκορδάτων και του

Όθωνα: Oι πρώτες σωζόμενες ελληνικές μεταφράσεις του Nασρεντίν Xότζα», Mολυβδοκονδυλοπελεκητής 4 (1993) 7-41.

11. Marzolph/Baldauf, ό.π. (σημ. 8), σ. 1133.

12.Το έργο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά ήδη το 1646: Ο Μπερτόλδος και ο Μπερτολδίνος, επιμ.

Άλκης Αγγέλου [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΔΠ 49], Αθήνα 1988. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο

συσχετισμός Μπερτόλδου - Νασρεντίν που κάνει ο Αγγέλου, σ. 17 κ.ε.

Γιώργος Δανέζης

πηγή 

Μικροφιλολογικά τετράδια ΛΗΚΥΘΟΣ

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Λαϊκά Μονοπάτια με τον Γιάννη Ευθυμίου | 30.12.22

 


Από το 1973 πειρατικά στη Λαμία, από το 1987 στη Δημοτική Ραδιοφωνία της, από το 1990 στην ιδιωτική ραδιοφωνία και από το 2020 στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, τα “Λαϊκά Μονοπάτια” με οδηγό τον Γιάννη Ευθυμίου φωτίζουν τη νύχτα και συντροφεύουν όσους ξενυχτούν από τις 2 ως τις 5 το πρωί, όπως ξημερώνουν οι καθημερινές παρέα με όλες τις εκδοχές του λαϊκού τραγουδιού.

                                                                        ακούστετο εδώ

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

Καβάφης

Για την Αλεξάνδρεια στην ποίηση του Κ.Π. Καβάφη έχουν γραφτεί πολλά κείμενα, και ίσως αποτελεί ένα από τα πλέον πολυδιαβασμένα θέματα στο χώρο της κριτικογραφίας, που ωστόσο, δε χάνει ποτέ τη γοητεία του, αφού η σχέση του ποιητή με την πόλη του συνεχίζει ακόμα και σήμερα να συγκινεί και να εμπνέει, αλλά και να επιδέχεται αναλύσεων, ίσως όσο και οι φανατικοί αναγνώστες των ποιημάτων του όπου γης. (συνέχεια)

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

Νίκος Μπακόλας "Ατέλειωτη Ιστορία"

Ο πεζογράφος Νίκος Μπακόλας (1927-1999) μιλά για τα παιδικά του χρόνια στη γειτονιά του, την περιοχή της οδού 25ης Μαρτίου. (εκπομπή 1η)

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

Η ένδον Μικρά Ασία του Ηλία Βενέζη.

Ο Ηλίας Βενέζης (πραγματικό όνομα: Ηλίας Μέλλος, Αϊβαλί, 4 Μαρτίου 1904 - Αθήνα, 3 Αυγούστου 1973) ήταν Έλληνας Μικρασιάτης λογοτέχνης, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έγινε γνωστός με τα μυθιστορήματά του Το νούμερο 31328 και Γαλήνη. Στη διάρκεια της πολύχρονης παρουσίας του στα γράμματα, ασχολήθηκε με όλες σχεδόν τις μορφές γραπτού λόγου. Δημοσίευσε και εξέδωσε μυθιστορήματα, διηγήματα, μελέτες, χρονογραφήματα, βιογραφίες, οδοιπορικά, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και έγραψε και το θεατρικό έργο «Μπλοκ C». Επίσης υπήρξε γραμματέας και διευθύνων σύμβουλος του Εθνικού θεάτρου την περίοδο 1950-1952 καθώς και πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής του από το 1964 έως το 1967, συνεργάτης του ΕΙΡ (Εθνικού ιδρύματος Ραδιοφωνίας) από το 1954 έως το 1966 αλλά και πρόεδρος του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης από το 1963 έως το 1966. Ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ το 1960 και το 1963. Έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1957 και τιμήθηκε με το Α' κρατικό βραβείο λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημά του «Γαλήνη» Περισσότερα εδώ
Αν η πατρίδα δεν είναι το κράτος, ούτε το όποιο «εθνικό» ιδεολόγημα· αν η πατρίδα εμπειρικά αισθητοποιεί την οικείωση του κοινωνικού γεγονότος μέσα από σχέσεις αμεσότητας, τρυφερής εγγύτητας, ερωτικής συνάφειας με τον τόπο και τους ανθρώπους· αν η πατρίδα ως ολοκληρία σχέσεων μορφοποιεί δεσμούς φιλίας συναγωγούς και συγκροτεί την ιστορική συλλογική συνείδηση· αν η πατρίδα σμιλεύει την αλήθεια της στο βάθος του χρόνου σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτισμικής της ανάπτυξης και σαρκώνεται στη μήτρα της κοινής- πάτριας γλώσσας, τότε, για τον μελετητή του έργου του Ηλία Βενέζη[1] αποτελεί μιαν εύγλωττη διαπίστωση το γεγονός ότι αυτή η πατρίδα και η εσωτερικευμένη αλήθεια της, η ένδον Μικρά Ασία, εμπνέει και διαπνέει σύνολη τη δημιουργία του. Γεννημένος στο ξακουστό Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, τέταρτο κατά σειρά από επτά παιδιά, μεγαλώνει σε ένα ήρεμο και πατριαρχικό περιβάλλον που τα καλοκαίρια τού παρέχει τη δυνατότητα της οικογενειακής απόδρασης στο μεγάλο τσιφλίκι του πάππου του, στην καρδιά του αιολικού κάμπου, που απλώνεται στα πόδια των Κιμιντένιων, μιας σειράς βουνών, τυλιγμένων με την αχλύ του μύθου, απέναντι από τη Λέσβο. Σε αυτά τα πρώτα παιδικά χρόνια, η προσφιλής αιολική γη, με τα αστικά και αγροτικά της ερεθίσματα, τις πατρογονικές παραδόσεις, άλκιμες και δεσπόζουσες στο ιστορικό του παρόν, μέσα από τη δυνατή αλληλουχία μιας αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας, και τη μοναδική συναρπαγή που επεφύλασσε στην αγνή παιδική ματιά η ερωτική σχέση μ’ έναν αφτιασίδωτο στο κάλλος του φυσικό κόσμο, αυτή η γη, ως ιδιαίτερα χαρισματικός τόπος, αρχίζει και υφαίνει το μαγνάδι μιας άλλης Ινούς, για την αποκάλυψη εκείνης της πατρίδας, που πάντα ως τρόπος θα είναι για το Βενέζη και η ζήση του και το όραμά του και η αδιαφιλονίκητη πρόταση ζωής. Και για την καταγωγική δύναμη αυτού του τρόπου που ορίζει και ξεχωρίζει την πατρίδα ως διαρκή παρουσία γονιμοποιού σχέσης ακατάλυτης στον χρόνο, με ιδιαίτερα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, να τι λέει ο ίδιος ο Βενέζης: « σα γεννηθήκαμε εμείς κι αρχίσαμε να μεγαλώνουμε οι γονοί μας δεν μάς μαθαίνανε μόνο να πιστεύουμε. Μάς μαθαίναν και να ονειρευόμαστε. Μάς παίρναν απ’ το χέρι και μάς ανεβάζανε στα βουνά της πατρίδας μας, ψηλά στην κορφή, και μάς δείχναν πέρα κατά τη θάλασσα. Εκεί, πέρα απ’ τη θάλασσα ήταν η Ελλάδα. Μάς τη ζωγραφίζανε με χρώματα απίστευτα, μάς λέγανε το παραμύθι της, μάς τη βάζαν στη καρδιά μας. Και μάς μαθαίναν να περιμένουμε. Γιατί πια λέγανε η ώρα ήρθε. Να ‘ρθει η Ελλάδα στην αρχαία κοιτίδα του Ελληνισμού, ο Ελληνισμός να γίνει πάλι ενότητα μια, απ’ τη μια και την άλλη όχθη του Αιγαίου. Έτσι λέγανε. Και περιμέναμε». (1) Αυτό το μικρό κείμενο, κατά την προσωπική μας εκτίμηση, περικλείει τον πυρήνα της πατριδογραφίας του Βενέζη, μιας πατριδογραφίας που συνιστά και αυτοβιογραφία, καθώς, τόσο στη ζωή όσο και στο έργο του, ο νόστος φαίνεται να αποτελεί, άλλες φορές μια συνειδητή, και άλλες φορές μια ανεπίγνωστη, εκ καταβολής, επιδίωξη προς την επίτευξη μιας πολυπόθητης και πολυεπίπεδης ενότητας. Το πρώτο επίπεδο εδώ είναι εύκολα αναγνώσιμο: πατρίδα προσφιλής και αξιέραστη δεν είναι μόνο η Μικρά Ασία ως γη, αλλά και ο τρόπος ο μικρασιατικός που καθιστά πατρίδα και την ηπειρωτική Ελλάδα από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, η συνάντηση με την οποία γιγαντώνεται ως επιθυμία εντός του από την πολύ μικρή του κιόλας ηλικία. Έτσι, καθίσταται ενδιαφέρουσα για το μελετητή η παρακολούθηση της πορείας του συγγραφέα τόσο μέσα από τα συμβάντα της ζωής του όσο και μέσα από τη δημιουργία του, κατά την οποία χάνει πότε τη μια πατρίδα, πότε την άλλη, η οποία εξ αρχής έχει ενσωματωθεί στην πρώτη, πότε και τις δυο μαζί, ενώ, ταυτόχρονα, εναγωνίως μάχεται να τις κερδίσει με την πίστη, την ευρηματικότητα, την ευαισθησία και τη δύναμη ενός γνήσιου ανθρώπου και δημιουργού. Το 1914, με την κήρυξη του α΄ παγκοσμίου πολέμου και τους διωγμούς των Τούρκων, αναγκάζεται με τα περισσότερα μέλη της οικογένειας του να καταφύγει στη Μυτιλήνη, όπου μια καινούρια πατριδολατρική σχέση εγκαινιάζεται, για να ξαναβρεθούν όλοι μαζί το 1919 στο Αϊβαλί ως το 1922, όταν ξεσπά η μεγάλη συμφορά και οι δικοί του φεύγουν πάλι για τη Μυτιλήνη, ενώ ο ίδιος, την τελευταία στιγμή, συλλαμβάνεται από τους Τούρκους και σύρεται με 3000 άλλες ψυχές, σκλάβος στα εργατικά τάγματα της ανατολής, απ΄ όπου μετά 14 μήνες φρίκης διασώζεται και απελευθερώνεται μαζί με άλλους, 22 μόνον. Αυτό το αυθεντικό στον πόνο του μαρτυρικό βίωμα, όχι τόσο ως εξωτερικός παράγοντας όσο ως γενεσιουργός αιτία διαμόρφωσης της πνευματικής του ταυτότητας, ήταν και η κύρια ώθηση για την καλλιτεχνική του δημιουργία. Ο ίδιος έτσι ορίζει τη συγγραφική του αρχή, αλλά και το συγγραφικό του τέλος, κλείνοντας κατά αυτόν τον τρόπο έναν κύκλο που είχε πάντοτε ως κέντρο το όραμα της χαμένης πατρίδας: «στα εφηβικά μου χρόνια η μοίρα μου ήταν να βρεθώ μες την πύρινη ζώνη της καταστροφής εκείνης. Η ζωή μου συνδέθηκε με αυτά τα συμβάντα που σφράγισαν και τη μοίρα μου ως συγγραφέα: τα βασικά βιβλία μου έγιναν χρονικό και αφιέρωμα στο δράμα της Μικρασίας…Τώρα, μισόν αιώνα από τότε , στο σύνορο της σιωπής, νόμισα χρέος μου να αναφερθώ και πάλι στην εποχή εκείνη, να αφηγηθώ ό,τι έζησα και ό,τι είναι ιστορία, να αναζητήσω άγνωστες ή λησμονημένες πράξεις. Η πρόθεση μου ήταν να καταθέσω τη μαρτυρία μου για τα παιδιά μας, για τα οποία αυτή η εποχή είναι πια μυθική» (2). Και αλλού: « Η τέχνη με κατέβασε στον τάφο της ζωής για να μ΄ αναστήσει στη δόξα της, να με κάνει να ψάλλω τα παθήματα του κόσμου και τα μαρτύρια του λαού μας… να βασανιστώ και να δώσω σαν καλλιτέχνης τη μαρτυρία μου για ένα υλικό της εθνικής μας ιστορίας που δεν μπορεί να το συλλάβει ο νους και η ιστορία… στα βιβλία μου δεν περιγράφονται προσωπικές μικροϊστορίες… αλλά χρονογραφούνται συμβάντα της χώρας μας και του λαού μας: οι πόλεμοι, η καταστροφή του 22, το ξερίζωμα του Ελληνισμού της Μικρασίας που είναι το σημαντικότερο συμβάν μετά την Άλωση και την επανάσταση του 21». Η πατρίδα, λοιπόν, και σαν ιδιαίτερη πατρίδα, προσφιλής αιολική γη, και σαν μητέρα Ελλάδα, και σαν παθημένος και κατατυραννισμένος ελληνικός λαός στο διάβα της ιστορίας γίνεται ο καημός και το μεράκι του, το μαρτύριο και ο θρίαμβός του, το πνευματικό γεγονός που εμπνέει το έργο του και η πυριφλεγής ανάσα που το διαπερνά ως ρομφαία, η ένδον Μικρά Ασία του. Και έτσι αυτός ο λογοτέχνης με την ιδιότητα του μάρτυρα, πότε ως αιχμάλωτος και σκλάβος στα εργατικά τάγματα της ανατολής, πότε ως πρόσφυγας που ζει με τον καημό της χαμένης πατρίδας, πότε ως ύποπτος αγωνιστής που δικάζεται δυο φορές(η δεύτερη επί δικτατορίας Μεταξά), πότε ως κρατούμενος των Γερμανικών ss στο Μπλοκ C των φυλακών Αβέρωφ(4) , αναλαμβάνει ως γνήσιος νοσταλγός, με κύρια δύναμη την πολύπλαγκτη ευαισθησία του, (5) να διασώσει την πατρίδα εντός του και, μέσα από την τέχνη του, ανόθευτη και γνήσια να την κομίσει ως καθολική πρόταση νοήματος ζωής στους συγκαιρινούς και τους κατοπινούς του. Ο Ηλίας Βενέζης αναλαμβάνει ένα δύσκολο εγχείρημα, ένα εγχείρημα που ταιριάζει, ίσως, απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία του και την ιδιαίτερη ευαισθησία του, ένα εγχείρημα που προσδίδει στο έργο του μια ιδιοτυπία και μια μοναδικότητα. Ο Βενέζης είναι ο συγγραφέας της εσωτερικότητας. «Δεν είναι τα εξωτερικά στοιχεία που κάνουν τη λογοτεχνική σελίδα του, δεν είναι ο έξω αλλά ο μέσα κόσμος»(6). Η λογοτεχνία του, αν και απόλυτα προσηλωμένη στο όραμα της χαμένης πατρίδας(7), δεν είναι κλασικά επική και εθνοκεντρική, όπως, ίσως, το απαιτούσαν οι καιροί. Προτείνει μια εσωτερικότερη αντιμετώπιση γενικών, ιστορικών και εθνικών καταστάσεων και έναν εσωτερικότερο τρόπο πατριδογνωσίας μέσα από ένα πρίσμα μιας βιωματικής θεώρησής τους, μιας θεώρησης που αφήνει το στίγμα της τόσο σε επίπεδο επιλογής και διαχείρισης των λογοτεχνικών θεμάτων όσο και σε επίπεδο τεχνοτροπίας και ύφους. Ο Βενέζης είναι φορέας μιας ανανέωσης και μιας διαφορετικότητας υπεύθυνης για μια κραυγαλέα αντινομία: εγκωμιάστηκε σε Ελλάδα και εξωτερικό όσο λίγοι της γενιάς του, αλλά και προκάλεσε με την πένα του μια δριμεία και, πολλές φορές, κακόβουλη εις βάρος του έργου του κριτική. Αυτός ο εσωτερισμός στη λογοτεχνία του, απόλυτα συναφής με την δική του, προσωπική σχέση με την πατρίδα, προϊόντος του χρόνου, πλαταίνει και βαθαίνει και κινεί τα νήματα σε όλα τα επίπεδα. Πρώτα-πρώτα ας τον παρατηρήσουμε στο επίπεδο του θεματογραφικού υλικού. Με μια προσεκτική εξέταση σε όλη την έκταση του έργου του ο μελετητής διαπιστώνει ότι, και στην καθαρά αφηγηματική του πεζογραφία και, αργότερα, στις ιστορικές του αφηγήσεις «το κέντρο ή το πλαίσιο παραμένει συχνά η κοινή για τον τόπο αναταραχή και το βαθιά ριζωμένο εθνικό αίσθημα» (8).Τα εθνικά ζητήματα, η μοίρα του τόπου, οι ανώμαλες περιστάσεις της εθνικής μας ιστορίας, με κορυφαίο το δράμα του μικρασιατικού ελληνισμού, την μικρασιατική καταστροφή και τις συνέπειες της, ανάμεσα σε δυο παγκοσμίους πολέμους που συνταράσσουν Ελλάδα και οικουμένη, δεν είναι κάποια από τα θέματά του. Είναι το θέμα του. Ένα θέμα με πυρήνα τη Μικρασιατική περιπέτεια, όπως αυτή ξετυλίγεται στην τριλογία του, «το Νούμερο 31328», « Γαλήνη» και « Αιολική Γη», και με προεκτάσεις ως τη γενικότερη μοίρα του ανθρώπου. Το θεματικό, όμως, κέντρο καθώς ο Βενέζης προχωρεί στην τέχνη του δεν εμφανίζει την ίδια συμπαγή, στέρεη και αδρή μορφή της αρχής. Η σταδιακή εσωτερίκευση της χαμένης πατρίδας, αλλά και το επαναλαμβανόμενο όραμά της μοιάζει μεν συνειδητή επιλογή, όμως, προβληματίζει και συχνά εκπλήσσει αρνητικά την κριτική της εποχής, την ώρα, βέβαια, που η λογοτεχνία του γίνεται ανάρπαστη για το πλατύ κοινό στην Ελλάδα και χαιρετίζεται θερμά από κριτικούς στο εξωτερικό. Και έρχεται η στιγμή που ο ασκός του Αιόλου ανοίγει εκκωφαντικά με την « Αιολική Γη», ένα έργο σταθμό και σκάνδαλο μαζί. Αξίζει να μελετήσει κανείς το φιλολογικό ζήτημα που προκάλεσε αυτό το βιβλίο, το οποίο δόθηκε στην κυκλοφορία στις 14 Δεκεμβρίου 1943, αποτελώντας ένα σημαντικότατο λογοτεχνικό γεγονός στην πνευματική ζωή της κατεχόμενης Ελλάδας. Αμέσως μετά τη διθυραμβική υποδοχή του ξεκινά με μένος μια αρνητική έως υβριστική εκτενής κριτική από το Βασίλη Λαούρδα (15 Μαίου 1944), στην οποία σταδιακά εμπλέκονται μεγάλα ονόματα της κριτικής, για να κλείσει με κατευναστικό τρόπο από το Γιάννη Χατζίνη, αρκετούς μήνες μετά. (9) ` ` Η « Αιολική Γη», ως προς το θέμα της, την πλοκή της, τους χαρακτήρες της, την αφηγηματική της τέχνη, για μια μερίδα του πνευματικού κόσμου, ανάμεσά τους και ο Άγγελος Σικελιανός με τον υπέροχο πρόλογό του στη β΄έκδοση, προέβαλλε με αριστουργηματικό, και δη ποιητικό, τρόπο, σε μια σύνθεση που υπερέβαινε τα μυθιστορηματικά στεγανά, τον προαιώνιο ελληνικό πολιτισμό των χαμένων πατρίδων, που η προσφυγική πένα του Βενέζη τον αποκαθιστούσε στο βάθρο του και μαζί όλη τη «μέσα» Ελλάδα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, διάφανη στην πνευματικότητά της, την ώρα που για κάποιους άλλους ήταν ένα «αχυρογράφημα», ένα κακότεχνο ομοίωμα μυθιστορήματος, ένα παραμύθι- σκαρίφημα ενός αδύναμου, για την εθνική αφύπνιση συνειδήσεων ,νοσταλγού του παρελθόντος. Και προτού περάσουμε και στην εξέταση ζητημάτων μορφής του Βενεζικού έργου, θεωρούμε σημαίνουσα μια ακόμη παρατήρηση που αφορά στον δεύτερο δρόμο, μετά την εσωτερικότητα, που ανοίγει η ασάλευτη προσήλωση του συγγραφέα στη χαμένη πατρίδα: πρόκειται για τον διφυή, δισυπόστατο χαρακτήρα της βιοσοφίας και της τέχνης του που στοχεύει πάντοτε σε μια ενότητα των αντιθέτων, προς μια συμφιλίωση, ατόφιο γέννημα της κοινής μήτρας του πολιτισμού του μικρασιατικού ελληνισμού. Επί παραδείγματι, σχετικά με το περιεχόμενο των έργων και τους χαρακτήρες του, παρατηρούμε ότι την ώρα που αυτοβιογραφείται, την ίδια ώρα προβάλλει με υποκειμενικό τρόπο ένα συλλογικό βίωμα. Με έναν αριστοτεχνικό τρόπο παρουσιάζει την ψυχολογία του πλήθους και συγχωνεύει αποτελεσματικά το λυρικό υποκειμενικό «εγώ» με το συλλογικό «εγώ» των απλών και κατατρεγμένων ανθρώπων, δίνοντας τους τη διάσταση χορού της αρχαίας τραγωδίας (10). Αλλά εσωτερικός και διφυής ο Ηλίας Βενέζης, κατεξοχήν, αποκαλύπτεται στη μορφή των έργων του. Το όραμα της χαμένης πατρίδας γίνεται η καυτή ρευστή λάβα της ψυχής του στο φαινομενικά ανενεργό ηφαίστειο των σελίδων του. Οι εκρήξεις του πυροδοτούνται υποχθόνια, ενώ στην επιφάνεια αναδύεται η ηδύτητα μιας ποιοτικά επεξεργασμένης, σε όλες τις εκφάνσεις της ,οδύνης. Ο λυρισμός συνυπάρχει με την ηθογραφία της παράδοσης στο έργο του, αλλά ανανεώνεται από την ελεύθερη μορφή της δεύτερης, και από την εσωτερική φωνή που καθιστά το λυρικό υποκείμενο ως την κύρια αμετάβλητη πραγματικότητα που συγκροτεί τα μορφικά στοιχεία της αφήγησης. Από την άλλη, ο εξωτερικός κόσμος του λιπόσαρκου, συχνά, μύθου προβάλλεται ως η φευγαλέα και ρευστή φαινομενικότητα. Η εσωτερική αυτή, καλά κρυμμένη, αλλά πανίσχυρη δύναμη μεταστοιχειώνεται σε σιωπή, σε ανολοκλήρωτο μίλημα (11)και υποβάλλει τον αναγνώστη ως μουσική που ηχεί πατρίδα σε μια αριστοτεχνική ενορχήστρωση όλων των μορφικών στοιχείων, σημαίνοντας και σιωπώντας ταυτόχρονα. O Βενέζης στα πρώτα του έργα ( «Μανώλης Λέκκας και άλλα διηγήματα» και «Νούμερο 31328») εμφανίζεται περισσότερο ρεαλιστής , ενώ ο λυρισμός του υπολανθάνει, αλλά στη συνέχεια ( στη «Γαλήνη» και στην «Αιολική Γη», αν θέλουμε να εστιάσουμε στη μυθιστορηματική τριλογία του), καθώς η εσωτερικότητά του κερδίζει έδαφος, ο λυρισμός επικρατεί και ο ρεαλισμός περνά σε δεύτερο επίπεδο. Η εναλλαγή, όμως, λυρισμού και ρεαλισμού είναι μια πραγματικότητα της πένας του που έχει αντίκτυπο στο ύφος του. Αυτός ο διφυής χαρακτήρας της γραφής του(12)συγκεραννύει τη λιτή, μικρή και ρεαλιστική-πραγματιστική φράση με τον υποβλητικό, συμβολικό και εικονοποιητικό τρόπο του λυρισμού σε μια γλώσσα που συγκινεί, υποβάλλει και τελεσφορεί ποιητικά. Περνώντας μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο και τον συμβολισμό, αδιόρατα και ανεπαίσθητα, συμφιλιώνει τον εσωτερισμό του με τις πραγματικότητες της ζωής(13) και αυτό είναι ένα υψηλό επίτευγμα, αναμφίβολα. O Βενέζης, μέσα από την επιλογή και τη διαχείριση των θεμάτων του, την αφηγηματική του τέχνη και την ιδιοτυπία των χαρακτήρων του, την τεχνοτροπία και το ύφος του, χαράζει για μας οδό συνάντησης με την κοσμοθεωρία και την κοσμοαντίληψή του, οδό ουσιαστικής γνωριμίας με την προσωπική αλήθεια του. Με άξονα την ασάλευτη προσήλωσή του στο όραμα της χαμένης πατρίδας και με αρωγούς την εσωτερικότητά του και το δισυπόστατο του πνεύματός του, μάς κάνει κοινωνούς μιας θέασης του νοήματος της πατρίδας και μιας θέασης του νοήματος της ζωής, που τα πάντα διαλαμβάνονται στην προοπτική της υπέρβασης της δοκιμασίας και του πάθους, χωρίς όμως την απώθηση της πικρίας που σωρεύει στην ατομική και συλλογική ψυχή η άδοξη συχνά κατάληξη του αγώνα μαζί τους. Ο Βενέζης, ως γεφυροποιός, προτείνει την επίτευξη μιας δύσκολης εν τη γενέσει της, αλλά λυτρωτικής, εκ του αποτελέσματός της, ενότητας. Πιο συγκεκριμένα, και σχετικά πρώτα- πρώτα με την πατρίδα: στον Βενέζη μαθητεύουμε στην διαδικασία τού πώς ο άνθρωπος γίνεται πατρίδα. Πώς δηλαδή φέρει εντός του όλο το βαθύτερο νόημά της, που το κάνει τρόπο ζωής για να το κοινωνήσει στη σχέση του με τους άλλους, ακόμη και με τους δηλωμένους εχθρούς. Πατρίδα γι΄αυτόν είναι η φύση, οι άνθρωποι, η ιστορία, τα πάθη του λαού, τα συναισθήματα που γεννά η αναστροφή μαζί της και κομιστής τους γίνεται ένας ολόκληρος πολιτισμός, πατρίδα είναι ένας τρόπος νοηματοδότησης του βίου που τον κατέχει επειδή τον ζει και τον επαναστρέφει στην πραγματικότητα, αναδομώντας την. Και αυτή η πατρίδα είναι τα Κιμιντένια του, η αιολική γη ολάκερη, η Μικρά Ασία, ολάκερη η Ελλάδα, η οικουμένη όλη, όχι, πρωτίστως, γιατί ο Βενέζης είναι ο φορέας ενός πνεύματος οικουμενισμού, αλλά γιατί , κυρίως, είναι άνθρωπος που γνώρισε πατρίδα που τον αγάπησε, όπως φιλάνθρωπος είναι εκείνος που είχε την τύχη να τον αγαπήσει πραγματικά η μάνα του. Συγκλονιστική είναι η αποκάλυψη του ιδίου σ΄ένα κείμενό του που μιλά για το τραγικό ξεκλήρισμα του μικρασιατικού ελληνισμού. Λέει, λοιπόν: « Και το μίσος; Τι έγινε, λοιπόν, το μίσος που θα ΄πρεπε να τρέφουμε γι΄αυτό το απίστευτο ξεκλήρισμα; Ω δόξα σοι ο Θεός, μας άφησε άγγιχτους, μας άφησε αμόλυντους! Το μίσος είναι για τους αδύνατους, κι εμείς είμαστε κύτταρο γερό, δυνατό» (14). Πρόκειται για ένα κείμενο εθνικής αυτοσυνειδησίας που φωτίζει τις εσωτερικές δυνάμεις, το ηθικό μεγαλείο και την αγαπητική δύναμη του ανθρώπου που, ούτε λίγο ούτε πολύ, μας λέει ότι ως γνήσιος Έλληνας δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικός. Μια τέτοια, όμως, τοποθέτηση από τον συγγραφέα είναι σαφώς μια πρόκληση για την εποχή του και, ίσως, θα μπορούσε να εξηγήσει τον λόγο γιατί κάποιοι δεν κατανόησαν την απουσία εθνικιστικών και επικών εξάρσεων στο έργο του και κάποιοι άλλοι διαμαρτυρήθηκαν ότι κουράστηκαν από τη «γλυκερή» εμμονή του στις χαμένες πατρίδες. Ο Βενέζης δεν υπηρέτησε ποτέ μια ιδεοληπτική φιλοπατρία. Δεν χωρά ούτε στον εθνικισμό ούτε όμως στον απάτριδα προδευτισμό του ψευτοοικουμενισμού. Απέφυγε τις πολώσεις και τις στρεβλώσεις του εθνικού οράματος, γιατί ήταν ξένες στην ιδιοσυγκρασία και το ανάστημά του. Μακριά από τις εθνικιστικές εξάρσεις, αλλά και την απάτριδα ρητορεία ενός διανοουμενίστικου, δήθεν προοδευτικού , μεταπρατισμού, κατηγορήθηκε εκατέρωθεν και μαζί με αυτόν και η τέχνη του. Αλλά αυτός πήρε το δρόμο της ενότητας και της αρετής και είπε να σώσει την πατρίδα στην καρδιά του και να την κάνει τέχνη. Μια τέχνη με στυλιστικές, ίσως κάποτε , αδυναμίες, γιατί δεν επεδίωξε ποτέ να είναι μια σπουδή ύφους, μια και ήτανε τέχνη της καρδιάς. Και από τη θέαση του νοήματος της πατρίδας, ας περάσουμε στη θέαση του νοήματος της ζωής. Η γνήσια ελληνοκεντρική θέαση της πατρίδας τον οδηγεί και σε μια καθαρά ελληνοκεντρική θεώρηση νοηματοδότησης του βίου, όπου οι αντιφάσεις αίρονται και καταφάσκεται το φαινόμενο της ζωής στο σύνολό του. Χαρακτηριστικό, και μάλιστα κορυφαίο, παράδειγμα αυτής της άρσης των αντιφάσεων και της ενοποιού δύναμης της τέχνης του δισυπόστατου Βενέζη αποτελεί ο ρόλος της Μοίρας στο έργο του. Οι περισσότεροι από τους μελετητές του έκαναν εκτενή λόγο για τη Μοιρολατρία του, που τη συνέδεσαν και με την καταγωγή του. Τον είπανε Ανατολίτη και, μαζί με αυτόν τον χαρακτηρισμό, του απέδωσαν και την κατηγορία της ηττοπάθειας, της παθητικής αποδοχής του πεπρωμένου, της άπνοης συγκατάνευσης στην Ανάγκη, που επιμαρτυρούσε και τις κατηγορίες περί της άψυχης από εθνικό και επικό παλμό τέχνης του. Ο τρόπος που έβλεπε την πατρίδα απηχούσε τον τρόπο που έβλεπε τη ζωή και αυτός, υπαινίχτηκαν πολλοί, δεν ήταν ο τρόπος του ελληνικού ευ αγωνίζεσθαι, δεν ήταν εθνοκεντρικός, δεν ήταν ο τρόπος που προσιδίαζε στο αρχέγονο ελληνικό κλέος και στις απαιτήσεις των καιρών. Είναι, όμως, όντως, τα πράγματα έτσι; Μια προσεκτικότερη μελέτη και του έργου και των προσωπικών του τοποθετήσεων και της ίδιας του της ζωής θα μας οδηγήσει μάλλον σε διαφορετικά συμπεράσματα. Ο φιλοσοφικός μυστικισμός του Βενέζη (15) προβάλλει τη Μοίρα ως την προσωπική του απάντηση στο αίνιγμα του κακού, αλλά και της ζωής γενικότερα, όχι, όμως, για να την αναγάγει στη σφαίρα της υπέρτατης δύναμης του ζωικού φαινομένου. Μέσα από μια γνήσια χριστιανική θεώρηση, αυτή του «μὴ ἀντιστῆναι τῶ πονηρῶ» , αποδέχεται τη Μοίρα, όχι για να υποταχτεί σ΄αυτήν, αλλά για να την υπερβεί. Στη Μοίρα αντιτάσσει την Αρετή και έτσι το Πεπρωμένο στον Ηλία Βενέζη χάνει το παραδοσιακό ή, ενδεχομένως, ανατολικής προελεύσεως σημασιολογικό του περιεχόμενο. Οι αντιμαχόμενες δυνάμεις εναρμονίζονται σε μια σύνθεση που υπερβαίνει τις αντινομίες και τελικά καταφάσκει στη ζωή. Η συμφιλίωση, που τον οδηγεί σ΄ έναν ανόθευτο ανθρωπισμό, δεν είναι συμβιβασμός και υποταγή. Και η αξιοθαύμαστη αγωνιστική καρτερία δεν είναι μοιρολατρία και δουλική παράδοση. Το έργο του όλο συγκροτείται από μια σπάνια εσωτερική ενότητα και διέπεται από μια υπόσχεση νίκης. Και τέτοιος, με απόλυτη συνέπεια, στάθηκε και στη ζωή του, από τα πρώτα κιόλας αγωνιστικά χρόνια ως το τέλος, που πάλεψε με την επάρατη νόσο, για τρία χρόνια, με την αλκή ενός ήρωα, αγωνιζόμενος και καταφάσκοντας στη ζωή μέχρι την τελευταία μέρα. Με την αποδοχή της Μοίρας, και εν τω άμα την υπέρβασή της, προβάλλεται μια ενιαία πρόταση ζωής, που καταφάσκει στη συνεχή ενατένιση του μέλλοντος με ελπίδα, σταθερή στην υπηρεσία ενός ανθρωπισμού που μάχεται ειρηνικά, αλλά με όλες τις δυνάμεις της αρετής, προκειμένου να αντισταθεί στις μεθοδεύσεις για την προσφυγοποίηση μιας ολόκληρης κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι παντού, ακόμη και στον τόπο τους καταντούν πρόσφυγες. Μέσα από αυτή την οπτική, της ενιαίας ενατένισης, δεν είδε σαν κάτι ξεχωριστό τωρινά και περασμένα, και είναι τούτο, ακριβώς, μια στάση ελληνική, καθώς ο Έλληνας θα είναι με χαμένο το κέντρο του, αν σταματήσει να θυμάται και αν αγνοήσει τον προορισμό του που είναι αναπόδραστα δεμένος με μια ζωή ιστορικής διάρκειας χιλιετηρίδων. Έτσι, μπορούμε να αφουγκραστούμε τί σήμαινε γι΄αυτόν η προσήλωση στο όραμα της χαμένης πατρίδας και πώς μέσα από αυτή την οπτική μπορεί να ερμηνευθεί κάθε πτυχή της δημιουργίας του. Με την εσωτερίκευση της πατρίδας, την ένδον Μικρά Ασία του, έδωσε στο έργο του μια διάσταση βάθους, και με την ικανότητά του να στήνει γέφυρες, καταφάσκοντας συνεχώς στη ζωή, επεχείρησε να κατορθώσει έναν εσωτερικό επαναπατρισμό, μια ουσιαστική παλιννόστηση κατά τρόπον ώστε η προσήλωση στη χαμένη πατρίδα να γίνει το στοίχημα για την επανεύρεσή της. Στο ερώτημα αν επετεύχθη τούτος ο στόχος, τούτον το κείμενο δεν φιλοδοξεί να δώσει τελεσίδικες απαντήσεις, γιατί εμφορείται από την πεποίθηση ότι οι γνήσιες απαντήσεις δεν είναι γραπτά κείμενα, αλλά βιώματα. Άλλωστε, για την αξιόπιστη έρευνα η γνησιότερη λύση των προβλημάτων είναι πάντοτε ο περαιτέρω προβληματισμός. Για τούτο τον λόγο, καθώς η μικρή περιδιάβαση μας στην έδον πατριδογραφία του Ηλία Βενέζη βρίσκεται στο τέλος της, ας αφήσουμε τον ίδιο τον συγγραφέα να μας μεταγγίσει κάτι από το προσωπικό του βίωμα: « Η Μικρά Ασία σώπασε. Όπως όλα σ΄αυτόν εδώ το χώρο, με την ίδια αναγκαιότητα, ύστερα από την κορύφωση μπήκε κι αυτή η Μικρασία, στην περιοχή του θρύλου, στην περιοχή των χαμένων θεοτήτων, των χαμένων ειδώλων. Εκεί, θα ΄χει την άλλη διάρκεια. Αυτήν ,που με το να είναι σε σφαίρα άλλη, δεν μπορεί πια καμιά ανθρώπινη πράξη, καμιά αγριότητα, να την πειράξει: τη διάρκεια της ομορφιάς». (16) Πηγή
Η κόρη του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα Ηλία Βενέζη, μιλά στο LIFO.gr Ηλίας Βενέζης (1904-1973) δια χειρός αλεξίου

Σάββατο 13 Αυγούστου 2022

Μια ιστορία θα σας πω – Γρηγόρης Ξενόπουλος

 Πολλά μπορεί να πει κανείς για τον υπέροχο Γρηγόριο Ξενόπουλο. Μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, συγγραφέας θεατρικών έργων, αρχισυντάκτης στο θρυλικό περιοδικό “Η Διάπλασις των Παίδων κατά την περίοδο 1896 – 1948 και επίσης ιδρυτής και εκδότης του περιοδικού Νέα Εστία. Εκ των εκπροσώπων του ανθρωπιστικού σοσιαλισμού στη χώρα μας, ίδρυσε μαζί με τους Παλαμά, Σικελιανό και Καζαντζάκη την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας ήταν και πρώτος πρόεδρος. Ο άνθρωπος που υπέγραφε ως “σας ασπάζομαι, Φαίδων”, γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου του 1867.



Το podcast εδώ


Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Όταν η Αθήνα είχε ποτάμι.

 Φωτογραφίες βγαλμένες από μια άλλη εποχή, δείχνουν ένα πρόσωπο της Αθήνας που οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν!

-Άποψη από το Παγκράτι, και μπροστά φαίνονται τα ερείπια του ναού του Σταυρωμένου Πέτρου, στα θεμέλια του οποίου κτίστηκε ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνος, ημερομηνία άγνωστη


-Άποψη της Ακρόπολης, μάλλον από το Θησείο, περίπου 1922


-Άποψη του Λυκαβηττού και ο Ιλισσός



-Άποψη του Παναθηναϊκού Σταδίου, πριν την κατασκευή του


-Γλυφάδα, 1942, φωτογράφος Walther Wrede


-Άποψη από Καισαριανή προς Τουρκοβούνια, φωτογράφος Walter Hege, περίπου 1928-1929


-Τράχωνες, ή όπως ονομάζεται σήμερα Άλιμος, 1929


-Πειραιάς, τα αρχαία τείχη, 1907


-Αστεροσκοπείο, 1906


-Πύλη του Αδριανού, ημερομηνία άγνωστη


-Πανδρόσου, ημερομηνία άγνωστη


-Άποψη Λυκαβηττού, ημερομηνία άγνωστη



-Μερική άποψη από την Ακρόπολη, ημερομηνία άγνωστη



-Άποψη του Αστεροσκοπείου και τα Προπύλαια στην Ακρόπολη, ημερομηνία άγνωστη


-Ο ναός της Απτέρου Νίκης, ημερομηνία άγνωστη


-Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων και η οδός Ευριπίδου, 1904


-Οδός Αθηνάς, στην αγορά, ημερομηνία άγνωστη


-Πλάκα, 1904


-Αθήνα, Πλάκα, το Ωρολόγιο του Κυρρήστου ή Πύργος των Ανέμων ή Αέρηδες, 1895



-Στην Ακρόπολη, 1927



πηγή https://www.news247.gr/afieromata/otan-i-athina-eiche-potami-20-kare-enos-alloy-kosmoy.6454294.html

Σάββατο 9 Ιουλίου 2022

Τo Ελληνικό πρόσωπο του Γιώργου Νταλάρα!

 


Από τον βυζαντινό ύμνο της Μεγάλης Εβδομάδας («Εξέδυσαν τα ιμάτια μου») στην παράδοση μεταξύ Μικράς Ασίας και Κρήτης. Από τον «ζόρικο» του Απόστολου Χατζηχρήστου, στους «Λιποτάκτες» του Θεοδωράκη. Σε τραγούδια του Καλδάρα, του Λοΐζου, του Κουγιουμτζή κι από εκεί στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» της Καραΐνδρου και την «Γυναίκα» του Μικρούτσικου πάνω στην ποίηση του Καββαδία. Μια «σύντομη μουσική διαδρομή σε απόλυτη ηρεμία» – όπως αναγγέλλει ο ίδιος ο Νταλάρας στην παρουσίαση. Ζωντανά ηχογραφημένη στο «Σείριο» του Μάνου Χατζιδάκι.

Και για την ιστορική της τεκμηρίωση και την επισήμανση του «ελληνικού προσώπου»:

Το καλοκαίρι του 1987 ο Γιώργος Νταλάρας παρουσιάζει «Τα Λάτιν». Είναι η εποχή των μεγάλων σταδίων και του εξαιρετικά εκδηλωτικού πολυπληθούς ακροατηρίου. Είναι εντυπωσιακό το μέγεθος της αποδοχής αυτής της δουλειάς τότε. Σε μια εποχή που «τα μαχαίρια είχαν μπει στις θήκες» κατά κατοπινή εκτίμηση του ίδιου του τραγουδιστή. Ο δίσκος θα πουλήσει 600 χιλιάδες αντίτυπα, θα επηρεάσει πολλούς, αλλά και θα γεννήσει εκατοντάδες «κόπιες». Το καλοκαίρι θα τελειώσει με μια ακόμη συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο, τέσσερα μόλις χρόνια μετά τις δύο πρώτες που είχε δώσει εκεί το 1983. Μια τελείως διαφορετική διάσταση έχει η ζωντανή ηχογράφηση τού προγράμματος που παρουσίασε ο Γιώργος Νταλάρας στο “Σείριο” του Μάνου Χατζιδάκι (τέλη ’87). Με 1 -2 όργανα μια λεπτομερής ερμηνεία – ανθολόγηση του παρελθόντος αλλά και του παρόντος της ελληνικής τραγουδιστικής δημιουργίας.

Η επιλογή της σειράς εκπομπών «ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΑΘΟΥΣ σε δρόμους του τραγουδιού» για φέτος.

Μια προσπάθεια διαχείρισης του ελληνικού τραγουδιού και του ήχου των Ελλήνων μουσικών μέσα στο κλίμα, μέσα στην κατάνυξη της Μεγάλης Εβδομάδας.

Ηχογραφήσεις που γεννήθηκαν στο χώρο ή με αφορμή το χώρο που λειτούργησε ο Μάνος Χατζιδάκις στην Πλάκα, στα χρόνια 1987 – 1988.

Ακούστε εδώ

Στιγμές Αρχείου! Μίκης Θεοδωράκης!

Ο Μίκης Θεοδωράκης τραγουδά τον «Ταμένο» και «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις», από τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» του Γιάννη Ρίτσου, που μελοποίησε ο ίδιος. Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2003 στη Μακρόνησο.

Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

Συνέντευξη του Δημήτρη Μητροπάνου στην Έφη Πουλοπούλου

Η εκπομπή διανθίζεται με τραγούδια από τα πρώτα χρόνια της πορείας του Δημήτρη Μητροπάνου στην ελληνική μουσική, τραγούδια από συνεργασίες με συνθέτες που αναφέρονται στη συζήτηση με την Έφη Πουλοπούλου, αλλά και τραγούδια από μεταγενέστερη συναυλία του Δημήτρη Μητροπάνου στο Βεάκειο Θέατρο του Πειραιά στις 28 Ιουλίου του 1997.


Γιορτή ζεϊμπέκηδων

Δύο μεγάλες συναυλίες έδωσε ο Γιώργος Νταλάρας στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, την Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου και τη Δευτέρα 3 Οκτωβρίου του 1983. Ακούμε τη «Γιορτή ζεϊμπέκηδων» με τους στίχους που υπήρχαν στην πρώτη της ηχογράφηση στον κύκλο «Μικρά Ασία» του Απόστολου Καλδάρα και του Πυθαγόρα.

https://www.georgedalaras.com/olympic-stadium-athens/

Ακούστετο εδώ 

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

Η Αρετή Κετιμέ παρουσιάζει τα νέα της τραγούδια στο στούντιο της Φωνής της Ελλάδας

 Στο στούντιο της Φωνής της Ελλάδας και στην εκπομπή του Χρήστου Παγώνη και του Προκόπη Αγγελόπουλου, ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ – ΠΟΛΛΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ, φιλοξενήθηκε η Αρετή Κετιμέ, παρουσιάζοντας τα νέα τραγούδια που ηχογράφησε για το κανάλι της στο Youtube.

Η αγαπημένη ερμηνεύτρια μίλησε για την εμπειρία των δύο τελευταίων χρόνων με την Πανδημία που απομάκρυνε τους καλλιτέχνες από το κοινό τους, τις παραστάσεις που δίνει και θα συνεχίσει να δίνει και το καλοκαίρι του 2022 σε περιοδείες. σε όλη τη χώρα, ξεκινώντας από το Άλσος Γαλατσίου, με τον θίασο του θεάτρου σκιών του Ηλία Καρελλά, αλλά και την τελευταία της δουλειά με τραγούδια ρεμπέτικα της σμυρναίικης σχολής.




Στη διάρκεια της εκπομπής ακούστηκαν μερικά από τα τραγούδια αυτά, με την Αρετή Κετιμέ να προαναγγέλλει την επόμενη δουλειά της που θα έχει θέμα το σαντουροβιόλι. Αρετή Κετιμέ, Χρήστος Παγώνης και Προκόπης Αγγελόπουλος συζήτησαν για τα όρια της μουσικής παράδοσης, το τι σημαίνει, σήμερα, έντεχνο τραγούδι και ποια είναι τα μουσικά είδη που ενδιαφέρουν την ίδια, για τη συνέχεια, με ιδιαίτερη αναφορά στο Ρεμπέτικο – Πειραιώτικο.






Τρίτη 28 Ιουνίου 2022

Λάμπρος Κωνσταντάρας – 28 Ιουνίου 1985

 

Σαν σήμερα το 1985 έφυγε από τη ζωή ο δημοφιλής ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου Λάμπρος Κωνσταντάρας. Σημαντικός ηθοποιός με μακρά θεατρική πορεία, ιδιαίτερα δημοφιλής κωμικός με 80 κινηματογραφικές ταινίες στο ενεργητικό του, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας διακρίθηκε για την ιδιαίτερη υποκριτική του ικανότητα. Γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1913, στο Κολωνάκι-στην οδό Πλουτάρχου 13- όπως σημείωνε πάντα ο ίδιος, βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου. Η τυχαία  συμμετοχή του ως κομπάρσος σε μια ταινία, του άνοιξε το δρόμο στη Γαλλία για μια καριέρα στην υποκριτική, πλάι στον μεγάλο Γάλλο θεατράνθρωπο Λουί Ζουβιέ. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα διακρίθηκε σε σημαντικούς δραματικούς ρόλους στο θέατρο αλλά και τον κινηματογράφο, ωστόσο έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής μέσα από τους κωμικούς ρόλους που έπαιξε στην μεγάλη οθόνη. Το αρχοντικό του παράστημα και ο αέρας μπον-βιβέρ που είχε στην οθόνη, αλλά και στην καθημερινή του ζωή, η ζωντάνια και το πηγαίο χιούμορ του, έχουν μείνει αξέχαστα.

Με αφορμή τα 37 χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου Λάμπρου Κωνσταντάρα, το Αρχείο της ΕΡΤ προτείνει το τηλεοπτικό «Αφιέρωμα» του Κώστα Κωβαίου, παραγωγής 1992.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ

Η εκπομπή σκιαγραφεί το πορτρέτο του αξέχαστου κωμικού ηθοποιού, μέσα από μαρτυρίες συνεργατών του και ανθρώπων που τον έζησαν από κοντά. Για τον Λάμπρο Κωνσταντάρα μιλούν ο συγγραφέας και κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο λογοτέχνης, κριτικός, σκηνοθέτης Μάριος Πλωρίτης, ο σκηνοθέτης Κώστας Καραγιάννης, ο θεατρικός επιχειρηματίας Βαγγέλης Λειβαδάς, ο γιος του Δημήτρης Κωνσταντάρας, η πρώτη σύζυγός του Ιουλία Γεωργοπούλου, η δεύτερη σύζυγός του Φιλιώ Κεκάτου -Κωνσταντάρα και ο εγγονός του Λάμπρος Κωνσταντάρας.

Επίσης, οι ηθοποιοί Μάρω Κοντού, Νίκος Ρίζος, Γιώργος Πάντζας, Ξένια Καλογεροπούλου, Μαίρη Χρονοπούλου, Άννα Καλουτά και Αλίκη Βουγιουκλάκη μιλούν για τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και αποκαλύπτουν άγνωστα παρασκήνια από τη γνωριμία και τις συνεργασίες τους, θυμούνται τη ζωντάνια, το πηγαίο χιούμορ, αλλά και την καλοσύνη του, τονίζοντας ότι δεν ήταν μοναδικός μόνο ως καλλιτέχνης αλλά και ως άνθρωπος.

Λόγος γίνεται για το ξεκίνημα της υποκριτικής καριέρας του Λάμπρου Κωνσταντάρα στο Παρίσι (με το όνομα Constan d’Aras) στο πλάι του σπουδαίου Γάλλου σκηνοθέτη Λουί Ζουβέ, για την επιλογή του να γίνει ηθοποιός, όπως και η μικρότερη αδερφή του Μήτση, ενώ σχολιάζεται η υποκριτική του ικανότητα, η παιδικότητα και η απλότητα που τον χαρακτήριζαν.

Κατά τη διάρκεια της εκπομπής προβάλλονται αποσπάσματα από ταινίες στις οποίες είχε πρωταγωνιστήσει («Η φωνή της καρδιάς», 1943, «Ραγισμένες καρδιές», 1945, «Άννα Ροδίτη», 1948, «Διαγωγή Μηδέν», 1949, «Απάχηδες των Αθηνών», 1950, «Ούτε γάτα ούτε ζημιά», 1955, «Η Δούκισα της Πλακεντίας», 1956, «Ο ζηλιαρόγατος», 1956, «Αυτό το κάτι άλλο», 1963, «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», 1966, «Τζένη-Τζένη», 1966, «Κάτι κουρασμένα παλληκάρια», 1967, «Υιέ μου υιέ μου», «Βίβα Ρένα», «Μικροί και μεγάλοι εν δράσει», «Η χαρτοπαίχτρα», «Είμαι αθώος (Η Δίκη του Ντρέυφους)», «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ», «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι» κα) καθώς και φωτογραφικό υλικό. Η εκπομπή κλείνει με ένα απόσπασμα από συνέντευξη του Λάμπρου Κωνσταντάρα στην ΕΤ-1 το 1975, ενώ τον ακούμε να ερμηνεύει το τραγούδι «40 χρόνια».

Πηγή ΕΡΤ

Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

Οι κουτσαβάκηδες ή "τα κουτσαβάκια" όπως λέγαμε!

 

Κουτσαβάκι: ο λαϊκός 'μάγκας' της παλιάς Αθήνας

Κουτσαβάκι: ο λαϊκός 'μάγκας' της παλιάς Αθήνας


" Τί σε μέλει αν είμαι Κουτσαβάκι και το μαύρο κι αν τραβώ.."
...λέει ένα παλιό ρεμπέτικο! (του Ζαχαρία Κασιμάτη).


Αθήνα, 19ος αιώνας.. η μοναδική ίσως φωτογραφία αυθεντικού Κουτσαβάκι στην Πλάκα, τραβηγμένη μπροστά στους «Αέρηδες» ή αλλιώς «Πύργος των Ανέμων», έξω από τις φυλακές του Μεντρεσέ, στο Μοναστηράκι 1880.
Φωτογραφία οπού διακρίνεται ένα Κουτσαβάκι το 1880, μπροστά στο Υδραυλικό Ρολόι του Ανδρονίκου Κύρρηστου, με τα ανάγλυφα που αναπαριστούν τους ανέμους (Πύργος των Αέρηδων) Αθήνα. Δεξιά διακρίνεται οι περίφημες φύλακες του Μεντρεσέ.

Εισαγωγή:
Έδρασαν στην περίοδο 1862-1897. Μετά την εκδίωξη του Όθωνος οι κουτσαβάκηδες γνώρισαν μεγάλες δόξες γιατί τα κόμματα τους χρησιμοποιούσαν σαν τραμπούκους. 
 Διαλύθηκαν από τον αρχηγό της αστυνομίας Μπαϊρακτάρη το 1897. Στη συνέχεια εμφανίστηκαν οι μάγκες. 
 Η παλιότερη εμφάνιση κουτσαβάκηδων στην σκηνή είναι μάλλον εκείνη των κομματικών τραμπούκων, στην μονόπρακτη κωμωδία του Σωτήρη Καρτέσιου (Κουρτέση) «Ο υποψήφιος βουλευτής και οι τραμπούκοι» 1865. Στην περίπτωση αυτή οι κουτσαβάκηδες τραγουδούν, χωρίς συνοδεία οργάνων, τους παρακάτω στίχους: 
Τρία ειν τα κα- Συλίβρω μου 
Τρία είν τα καμπαέτια σου 
Μη μου τα κα- Συλίβρω μου 
Μη μου τα κάμεις τέσσερα. 
Ωχ, δεν είσαι πια για μένα... Τραλ λα λαλα... 

Οι κουτσαβάκηδες εμφανίζονται και το 1894 στο παλιότερο επιθεωρησιακό κείμενο, «Αι υπαίθριοι Αθήναι» των Λάσκαρη και Καπετανάκη. Τα τραγούδια τους εμφανίζονται στις πρώτες επιθεωρήσεις και στον μπερντέ του Καραγκιόζη. 
 Οι κουτσαβάκηδες μιλούσαν τα κουτσαβάκικα τα οποία αποτελούνταν από ελληνικές, τουρκικές, σλαβικές, ιταλικές λέξεις. Συνεχώς παραλλάσσουν για να μην πληροφορούνται την αληθή έννοια των λέξεων οι εχθροί. 
 Ντύνονταν τόσο ομοιόμορφα ώστε ήταν σαν να φορούσαν στολή. Καβουράκι με μαύρη κορδέλα (χλίψη την λέγανε) γιατί πενθούσαν αυτούς που σκότωσαν, φιλντισένια ψευτόκουμπα στα στιβάλια τους, μελιτζανί μαντήλι, κομπολόι στο αριστερό χέρι και μαγκούρα στο δεξιό. Φορούσαν μόνο το αριστερό μανίκι του σακακιού. Την άκρη του ζωναριού την άφηναν να κρέμεται. Όποιος επιθυμούσε καβγά δεν είχε παρά να πατήσει την άκρη του ζωναριού. 
Πηγές:
Χατζηπανταζής Θόδωρος, "Της Ασιάτιδος μούσης ερασταί...", εκδόσεις Στιγμή
Πετρόπουλος Ηλίας, "Ρεμπέτικα Τραγούδια", Εκδόσεις Κέδρος

Μπαίνουμε στο ζουμί:
"κουτσαβάκηα/δες" Ο Λαϊκός μάγκας των αρχών του αιώνα στη Παλιά Αθήνα, περί το τέλος της Βασιλείας του Όθωνα και αρχές της Βασιλείας του Γεωργίου του Α΄. Η ονομασία προέρχεται από έναν Δημήτριο Κουτσαβάκη(παλιό μάγκα/καβγατζή από Πειραιά) δεκανέα του ιππικού επί Όθωνα, που το ντύσιμο και το βάδισμά του μιμήθηκαν οι σύγχρονοί του νέοι του Αθηναϊκού υποκόσμου... οι περισσότεροι βέβαια ήταν ψευτοπαλικαραδες, φιγουραντζήδες, ψευτόμαγκες της εποχής!...

Η εφημερίδα "Ακρόπολις" (τότε) αναφέρει πως ονομάστηκαν "κουτσαβάκηδες" επειδή κούτσαιναν εξ αιτίας τραύματος που έγινε δήθεν σε συμπλοκή με την αστυνομία!.

*Άλλη μια άποψη για την προσωνυμία αυτή (Κουτσαβάκηδες ή κουτσαβάκια) λένε ότι προέρχεται εκ του “κουτσά” + “βαίνω”, δηλαδή περπατώ σαν κουτσός, χωλός, και αυτό επειδή οι κουτσαβάκηδες χάριν επίδειξης βάδιζαν αργά χαμηλώνοντας εναλλάξ τους ώμους τους κατ΄αντίστοιχο πόδι, γυρνώντας ομοίως ελαφρά κατά πλευρά, το κεφάλι...

Οι πρώτοι κουτσαβάκηδες ήταν αϊβαλιώτες εγκατεστημένοι στην Σύρο. Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα, αρκετοί αϊβαλιώτες και συριανοί μάγκες εγκαταστάθηκαν στο Ψυρρή. Είχαν το άντρο τους στη συνοικία του Ψυρρή, όπου κανείς δεν τολμούσε να μπει. Oύτε η αστυνομία!!. Οι κακοποιοί εκείνοι, σκληροί, αδίστακτοι, αλλά και θρασύδειλοι οι περισσότεροι, έκαναν κάθε είδους κακουργίες, που συνήθως έμειναν ατιμώρητες.. Κανένας δεν τολμούσε να αντιδράσει. Και το έγκλημα, μικρό ή μεγάλο, φανερό ή κρυφό, παρέμεινε ατιμώρητο, ενώ οι φορείς του πρόβαλλαν σαν πρόσωπα ηρωικά.


Κουτσαβάκης - Ντύσιμο/Στυλ -

Κουτσαβάκι της παλιάς Αθήνας

Έδρα και κρυσφήγετό τους ήταν η συνοικία “Ψυρρή” και πρωτεύουσά τους η “Πλατεία των Ηρώων”
Οδός Αιόλου, Ιούνιος 1892. Μια εικόνα από τη καθημερινότητα της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα.
 ( Στο πεζοδρόμιο, δεξιά, κάποιος κατουράει στον τοίχο!.. χα χα :)
..αυτό που λέμε "Βήχω και ξεροβήχω, σου κατουρώ τον τοίχο!"



Τους κουτσαβάκηδες διέλυσε ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρηςδιευθυντής της Αστυνομίας από το 1893.. Έμειναν ιστορικές οι μέθοδοί του γιατί εκείνο που θα εξαφάνιζε κυριολεκτικά τους θρασύδειλους Κουτσαβάκηδες, ήταν όχι ο διωγμός που αποηρωοποιεί, αλλά ο εξευτελισμός που ταπεινώνει... ο οποίος τους κούρευε με την «ψιλή μηχανή», τους έκοβε το ένα μανίκι του σακακιού, που το άφηναν κρεμασμένο, τους έκοβε τις μύτες των σουβλερών παπουτσιών τους, τους έβγαζε τη «θλίψη» ή «χλίψη» (το μαύρο περιβραχιόνιο που φορούσαν ως δήθεν πένθος για το θάνατο αδερφικού τους φίλου ή συγγενούς τους στον καυγά) και τους υποχρέωνε να σπάζουν με τη «βαρειά» τα όπλα τους -τα «τιμημένα» όπλα !!-, που τα πουλούσε κατόπιν με την οκά στο Δημοπρατήριο για παλιοσίδερα...

Μπαϊρακτάρης

Αυτά τα "περιθωριακά/ταραχοποιά στοιχεία" που μάλιστα είχαν δικό τους κώδικα επικοινωνίας και ενδυματολογίας, ονομάστηκαν "κουτσαβάκηδες" και σύχναζαν στα καφενεία της Πλ.Ηρώων στου Ψυρρή και ειδικότερα στου "Καποδίστρια" της οδού Μιαούλη. Τύποι με μακριές μουστάκες, αφόρετο το ένα μανίκι του σακακιού τους και μυτερά παπούτσια σουβλιστά που η άκρη της γύριζε στριφογυριστά προς τα πάνω, ήταν εγκατεστημένοι στα φτωχόσπιτα του Ψυρρή και έξυναν τα νύχια τους για παρεξήγηση και καβγάδες!.. 
*Σύμφωνα με μία εκδοχή ο λόγος που είχαν αφόρετο το μανίκι του σακακιού τους ήταν για να προλάβουν σε περίπτωση επίθεσης από μέλος άλλης συμμορίας να τυλίξουν το χέρι τους και να το προτάξουν για να προστατευτούν από το μαχαίρωμα! (αφού τα αλληλομαχαιρώματα ήταν σύνηθες φαινόμενο).


Το καφενείο του Τσούτση, Πλατεία Ηρώων, Ψυρρή, Αθήνα.
"15 χρόνια μετά κάποια πράγματα αρχίζουν ν’ αλλάζουν. Είναι Σεπτέμβριος 1936 και ο Μ. Γιοκαρίνης γράφει στο Ελεύθερο Βήμα": 
Αν κάνετε σήμερα μια βόλτα στην Πλατεία Ηρώων του Ψυρρή, δυο βήματα απ’ το Μοναστηράκι, θα συναντήσετε το καφενείο του Τσούτη. Εδώ έπαιρναν τον ερατεινό τους οι κουτσαβάκηδες. Την σκερτσόζα είσοδό τους ακολουθούσε η εξής παραγγελία του σερβιτόρου προς τον ταμπή (=ο ψήστης του καφέ, αποκλειστικής απασχόλησης, μπορούσε με τα 48 είδη ψησίματος που διέθετε στο ρεπερτόριό του να ικανοποιήσει και τον πιο ιδιότροπο πελάτη):
-Ένα καφέ του… (εδώ αναφερόταν το όνομα ή ακόμη καλύτερα το παρατσούκλι του προκλητικού πελάτη, όπως π.χ. «Λαχτάρας», «Ηρακλάκιας», «Αρκούδας», «Καραμπιστόλας», «Τρομάρας»), πολλά βαρύ, μισό φλιτζάνι!
Αυτό το «μισό φλιτζάνι» ήταν και το σήμα κατατεθέν των ιδιόρρυθμων αυτών τύπων, γι’ αυτό ένα από τα πάμπολλα παρατσούκλια που τους είχαν κολλήσει οι νοικοκυραίοι της Αθήνας ήταν και το «μισοφλιτζανάκηδες».
Ο ηρωικός Τσούτης, όχι μόνο δεν τους λογάριαζε, αλλά είχε και το θράσος να τους σερβίρει καφέ αναμεμιγμένο με ρεβίθια, όπως έκανε άλλωστε και με όλους τους «κοινούς» πελάτες του! Ο νοθευμένος αυτός καφές εχρεώνετο μια πεντάρα. Βεβαίως για τους νοικοκυραίους με κρυφή χρέωση μία δεκάρα, είχε πάντα φυλαγμένο αγνό καφέ! Η όλη δοσοληψία γινόταν συνωμοτικά ώστε να μην προκύψει κανένα μπέρδεμα. Το γκαρσόνι ήξερε ποιοι «δικαιούνται» αγνό καφέ και η συνθηματική παραγγελία προς τον ταμπή ήταν: -Ένα καφέ, γλυκύ βραστό «με λένε»…". Από το blog "Η Παλιά Αθήνα" - πηγη Η ΑΘΗΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ fb

Ο Μπαϊρακτάρης μου' κοψε το ένα το μανίκι
και να ξεχάσω δεν μπορώ, αυτό το ρεζιλίκι.
Ο Μπαϊρακτάρης μ' έπιασε, στο Μεντρεσέ με έκλεισε
τη σκανδαλιάρα μου έσπασε και το μουστάκι μου έκοψε......" 


"Τα στήθη μου κατάντησαν βασάνων κατοικία,

που κατοικούν οι λέοντες και τ' άγρια θηρία.....Αχ! Βαχ!"

(ο εθνικός ύμνος των κουτσαβάκηδων)


Όλοι οι κουτσαβάκηδες, / που ζούνε στο κουρμπέτι
κι αυτοί μες στην καρδούλα τους, / έχουν μεγάλο ντέρτι..
(στίχος του Μάρκου Βαμβακάρη)


Τραγουδι του Ανέστη Δελιά, 'Αρτέμης' το 1935 με τιτλο "Το κουτσαβάκι", οπου τους αναφερει και ως 'φιγουρατζήδες'
" Βρε μάγκα το μαχαίρι σου
για να το κουσουμάρεις
Πρέπει να έχεις την ψυχή
φιγουρατζή, καρδιά για να το βγάλεις .."




Τραγουδι του Βαγγέλη Παπάζογλου το 1936 με τιτλο "Στρι ρε κουτσαβάκι", μας αναφερει για ενα κουτσαβακη οπου εκανε τον αγαπητικο σε καποια τις εποχης!
"Βρε κουτσαβάκι μη μου κάνεις τον καμπόσο
τα παπουτσάκια στο χεράκι θα σου δώσω
και θα σου λέγω
στρι' βρε στρί' αχ, στρίβε κουτσαβάκι μερακλή
πάψε να τάζεις πια λαγούς με πετραχείλια
δεν κολατσίζεις άπο τα δικά μου χείλια
γι' αυτό σου λέγω
στρι' βρέ στρί' αχ, στρίβε κουτσαβάκι μερακλή "




Ενα αλλο Παραδοσιακό τραγουδι με την Μαρίκα Παπαγκίκα με τιτλο "Κουτσαβάκι" οπου μας 'διχνει' να καταλαβουμε καλητερα τα κουτσαβακια!
" Κουτσαβάκι ήμουνα, δε γρικούσα στην ζωή μου
με πιστόλια έπαιζα τη λατρευτή ζωή μου..
Στρι, στρι, έλεγαν αυτοί, στρίβε βρε παλικαρά μου
στρι, στρι, έφευγα κι εγώ, γιατί δεν επέρναγε η μπογιά μου .."

Μάιος του 1920, ο δημοσιογράφος Π. Κατηφόρης γράφει στην εφημερίδα "Σφαίρα" για τους θρυλικούς Κουτσαβάκηδες και τη συνοικία του Ψυρρή όπου έδρασαν: 
«Αν η Ελλάς του παρελθόντος αιώνος είχε στα βουνά τους ληστοφυγόδικούς της, στην πρωτεύουσά της είχε τους κουτσαβάκηδες.»


«Η ΚΑΜΑ ΚΑΙ Η ΤΣΙΚΑ»
Αχώριστα συντρόφια μας
η κάμα και η τσίκα,
τόνα σκοτώνει τον οχτρό
και τ' άλλο τρώει την πίκρα

Πηγή: Ηλίας Πετρόπουλος - Τα μικρά ρεμπέτικα

Εικονογράφηση από τον ζωγράφο Ανακρέοντα Καναβάκη (Ανακρέων Καναβάκης). Πηγή: Ρεμπετολογία Ηλίας Πετρόπουλος.

Εφημερίδα για τον "απαίσιον λουλάν" και για γνωστούς κουτσαβάκηδες της εποχής, με ονοματεπώνυμο!.
"Χθές κατωρθώθη να συλληφθή μιας ομάς παρά την έξωθεν των χαμαιτυπείων γέρφυραν, άποτελουμένη εκ των γνωστών κουτσαβάκηδων της παραλίας..".

Αυτός ήταν ο τύπος του Κουτσαβάκη, που κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε επιβληθεί και σε μερικές άλλες αθηναϊκές συνοικίες. Το βασίλειό τους όμως για ολόκληρες δεκαετίες, ήταν η συνοικία του Ψειρή. Η «Πλατεία των Ηρώων» στου Ψειρή, όπως και τα γύρω της στενά, αποτελούσαν μόνιμο στέκι και βασίλειο των Κουτσαβάκηδων. Οι περιδεείς κάτοικοι, ήταν κυριολεκτικά φόρου υποτελείς σ’ αυτούς τους τύπους. Τα εγκλήματά τους ήταν και αναρίθμητα και ανατριχιαστικά. Ιδιαίτερη όμως επίδοση (σαν σκληροί αγαπητικοί, προστάτες και εκμεταλλευτές της «γκόμενας») σημείωναν στην εκμετάλλευση των «κοινών» γυναικών, τις οποίες στο τέλος, συχνά τις μαχαίρωναν για αιτίες ασήμαντες...

απο το βιβλιο του Ηλία Πετρόπουλου "Υπόκοσμος και καραγκιόζης" (εκδόσεις γράμματα). Το σκίτσο του Σταύρακα –της τυπικής κουτσαβάκικης φιγούρας του Θεάτρου Σκιών–

Σταύρακας –το κουτσαβάκι- φιγούρα Θέατρο Σκιών.


Μετά από αυτά ας δούμε και μια ιστορία που περιγράφει με γλαφυρότητα, ένα περιστατικό από το κλίμα του κουτσαβακισμού…….(ΣΑΡΦΑΓΚΑΣ - το κουτσαβακι)

-->Στην πλατεία Ψυρρή ο τόπος τρέμει τον Σαρφάγκα, γέροι, νέοι παιδιά, άνδρες γυναίκες, όλοι τρομοκρατημένοι, όταν τα «πίνει» τα παιδιά σταματούν να παίζουν αλλιώς τρώνε ξύλο οι γονείς τους, όταν περάσει κοπέλα την πειράζει και κανείς δεν τολμά να διαμαρτυρηθεί…….. φονιάς, σαματατζής , στην Ομόνοια σκότωσε τον Ζαφείρη τον Μανιάτη μέσα στο λημέρι του και για πόσο πήγε φυλακή γι αυτή την πράξη του, 8 μήνες!
-->Ένα μεσημεράκι ένας μεροκαματιάρης επιπλοποιός περνά από του Ψυρρή με την αρραβωνιαστικιά του , ο Σαρφάγκας τα πίνει με εννέα Κουτσαβάκηδες, το βλέπει το ζευγάρι και φωνάζει στην κοπέλα: «Δεν παρατας τον τζε να ρθεις να κάνουμε γκεζί;», ο επιπλοποιός πάει πιο κει την κοπέλα του και επιστρέφει και με θάρρος λέει στον Σαφράγκα, «Αν δεν το μπορείς το ούζο που πίνεις να μη το πίνεις, τι θάρρεψες τα κορίτσια του κόσμου σαν την λίγδα σου;».

Η προσβολή μεγάλη!, τραβά ο Σαφράγκας το κουμπούρι του «Πες της μάνας σου να ετοιμάσει σάβανο και έρχεσαι», ο επιπλοποιός του λέει: «Δεν είστε άντρες, εγώ σίδερο δεν έχω, αλλά αν θες εσύ και η παρέα σου με τα χέρια καθαρίζουμε».

Δέκα προς ένα τους φάνηκε καλοκαιρινή πλακίτσα , έλα όμως που το παλικαράκι ήταν ψωμωμένο, μπουνιά και σηκωμό δεν είχε όποιος την έτρωγε, δύο έφαγε ο Σαφράγκας και ταυλιάστηκε, Μετά περιφρονητικά γύρισε στον επίσης κουτσαβάκη ταβερνιάρη και είπε «Μάζεψέ τους».!!!.. Το γεγονός αυτό έφερε σε δύσκολη θέση το σινάφι των Κουτσαβάκηδων, κινδύνευαν να χάσουν τον έλεγχο της περιοχής, έτσι από την ίδια μέρα έγιναν σατράπηδες ξυλοκοπούσαν τους πάντες, και για να επιβάλουν την κυριαρχία τους ο Σαφράγκας έκανε και το πιο κάτω. Παρουσιάστηκε στο καφενείο και διέταξε τον καφετζή να κρατήσει τον ναργιλέ του στο μαγαζί και να προσέχει το κάρβουνο του και ο ίδιος τράβηξε ένα μαρκούτσι 20 πήχες μάκρος(!) που διέσχιζε όλη την πλατεία και κάθισε στο κέντρο της και φούμερνε μαζί με δύο τρεις κουτσαβάκηδες! ……… ποιος να περάσει πάνω από το μαρκούτσι του Σαφράγκα , μια γριούλα πέρασε χωρίς να το δει και με μια μαγκούρα την ξέρανε στο ξύλο. Τράβηξε μέρες ώσπου ένα απογευματάκι από μακριά φάνηκε ένα αμάξι , ετοιμάστηκε για καυγά αν περνούσε από πάνω ο αμαξάς, το αμάξι σταμάτησε την ρόδα του πάνω στο μαρκούτσι του Σαφράγκα, και από επάνω κατέβηκε ο Μπαϊρακτάρης!. .

Ο αξιωματικός ήσυχα χωρίς να μιλήσει πλησίασε τον Σαρφάγκα τον άρπαξε από τον λαιμό τον σήκωσε στον αέρα και με το άλλο χέρι του άστραψε καμιά εικοσαριά άγριες σφαλιάρες ίσιες και ανάποδες, τράβηξε από δύο κλωτσιές στους συντρόφους του και του είπε «Ρε Σαφράγκα , επάνω μου δεν έχω ούτε πιστόλι ούτε σουγιά . Τι αντράκι είσαι να σε δέρνουν και να μη ρίχνεις ; Φτου σου ψευτόμαγκα , δειλέ….» τον άφησε και ήσυχα μπήκε στο αμάξι του και έφυγε...!! Στην πλατεία έπεσε σιωπή και μετά από το πρώτο λεπτό που διαδέχτηκε το απρόσμενο ακούστηκε μια κραυγή από παντού «Ααααααααααα Σαφράγκα κάθαρμα!» , ο Σαφράγκας χωρίς μιλιά έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι και τίποτα πια δεν ακούστηκε για λόγου του…. σαν να τον κατάπιε η γη...!!.


Ιδιαίτερη, συνήθως σκόπιμη, προσφιλής τους τακτική, να ρίχνουν το ζωνάρι τους στον δρόμο για να το πατήσει κάποιος διαβάτης αθέλητα και να αρχίσουν καυγά. Αρκεί να τους "στραβοκοιτάξεις" και τελείως αναίτια να σου επιτεθούν!!

Σύμφωνα με τον ερευνητή Τάκη Νατσούλη, η φράση «Απλώνει το ζωνάρι του για καβγά» έχει σχέση με έναν παλικαρά της Αθηναϊκής Πλάκας, τον περιβόητο Νότη Ντάγλαρη:
 Υπήρξε εποχή που την Αθήνα την τρομοκρατούσαν οι «κουτσαβάκηδες» και οι «βλάμηδες». Οι σκοτεινοί αυτοί τύποι της Αθήνας είχαν το «στέκι» τους γύρω σης αρχαιότητες της Πλάκας κι αλίμονο στον κομψευόμενο ή στον περιηγητή που θα περνούσε από κει, χωρίς να πληρώσει «μανιτάρι». Ο πιο θρασύς «κουτσαβάκης» της εποχής εκείνης υπήρξε ο Νότης Ντάγλαρης, άνθρωπος του σχοινιού και του παλουκιού. Δεν περνούσε μέρα που να μη μαχαιρώσει κάποιον. Όταν ο Ντάγλαρης έκανε την εμφάνισή του στα στενά της Πλάκας, οι Πλακιώτες έκλειναν τις πόρτες τους από πραγματικό φόβο. Ο τρομερός αυτός παλικαράς, φορούσε κόκκινο ζωνάρι, που η μια του άκρη σερνόταν επιδεικτικά στo χώμα. Αν κανένας περαστικός τύχαινε να την πατήσει, χωρίς να το θέλει, τον άρχιζε στις φαλτσετιές..!!!
 Κάποτε, ένας ανθυπασπιστής της χωροφυλακής, ο Δημήτρης Περρίδης, καθώς περνούσε ο Ντάγλαρης μπροστά του, του πάτησε επίτηδες το ζωνάρι και του το λάσπωσε. Εκείνος τότε που έγινε θηρίο για την προσβολή, τράβηξε την «ισόβια» (μαχαίρι) κι ετοιμάστηκε να του επιτεθεί. Ο ανθυπασπιστής όμως, πιο γρήγορος απ’ αυτόν, του κατέβασε μερικές γροθιές, τον αναποδογύρισε, τον αφόπλισε και τον έστειλε για τρία χρόνια φυλακή, όπου και πέθανε. Από τότε όλοι οι «ψευτοπαλικαράδες» θαυμαστές του Ντάγλαρη για να τιμήσουν τη… μνήμη του, άφηναν τη μια άκρη του ζωναριού τους να σέρνεται στη γη. Έτσι βγήκε η φράση: «απλώνει το ζωνάρι του για καβγά», που τη λέμε συνήθως για τους καβγατζήδες.


"Σταύρακας", ο χάρτινος ήρωας του θεάτρου σκιών!

Μάγκας, στη λαϊκή συνείδηση, δεν είναι το κουτσαβάκι, ο νταής.. Αυτόν ο λαός τον 'περιφρονεί' και τον θεωρεί ψευτομαγκα, πιτουρομαγκα, τραμπούκο, ψευτοπαλικαρά.. (υποτιμητικό).

Αντίθετα, ως Μάγκα ο λαός θεωρεί τον θαρραλέο, τον ντόμπρο, τον φιλότιμο και τον ικανό άνδρα!. Όπως είχε πει επιγραμματικά και αυτολεξεί ο παλιός ρεμπέτης τραγουδιστης/μπουζουξης Τάκης Μπίνης, μάγκας σημαίνει «σοβαρότης, σύνεση, συνέπεια».

Ο Μάγκας έχει μπέσσα, τα κουτσαβάκια όχι. Ποτέ οι μάγκες δεν χρησιμοποιούν τη λέξη "κουτσαβάκι" με τη θετική έννοια..


--- / --- --- / --- --- / --- --- / --- --- / --- --- / --- --- / ---

+extra..

"Πλατεία Ηρώων - Ψυρρή- Κουτσαβάκη"
Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

(
Ψυρρή... Προϊόντος του χρόνου ωστόσο άρχισαν να εκδηλώνονται στοιχεία κοινωνικής απαξίας, να σωρεύονται στην περιοχή περιθωριακά και παραβατικά στοιχεία και έτσι να χαθεί το κύρος και η κοινωνική της αύρα. Ήταν τότε που τα περίφημα «κουτσαβάκια», οι «μόρτηδες» και οι «τραμπούκοι» κατέστησαν την περιοχή του Ψυρρή άνδρο και ορμητήριό τους, προκαλώντας μύρια όσα προβλήματα στην κοινωνική και πολιτική ευρύτερα ζωή της Αθήνας. Εστιάζοντας χρονικά στο τελευταίο τέταρτο του 19-ου αιώνα.

Τον Ιούνιο του 1866 εκδίδεται και σατιρική εφημερίδα με το όνομα «Τραμπούκος», στην οποία, μάλιστα, σε μεταγενέστερα φύλλα, πάνω από τον τίτλο κάνει την εμφάνισή της και η ζωγραφική απεικόνιση του τραμπούκου με μαγκούρα στο χέρι να πατά πάνω στα σώματα των αντιπάλων του. Στις σελίδες της βρίσκουμε πολλές αναφορές για όλη αυτή την ομάδα των λέξεων, μάλιστα για κάποια τεύχη η ονομασία της εφημερίδας αλλάζει και γίνεται «Ρεμπάπης ή ο Τραμπούκος μεταμφιεσμένος». πηγη


Όμως τι χαρακτηριστικά είχε η παρουσία αυτών των έκνομων στοιχείων και πως δρούσαν στην συνοικία και την Αθήνα ευρύτερα;
Αποτελούσαν οπλισμένους άνδρες και επιδίδονταν σε ηθική τρομοκρατία – κατά παραγγελία – και εκβιασμούς. Τους είχαν προσδώσει διάφορα χαρακτηριστικά ονόματα τα οποία παρέμειναν στην κοινωνική μας ιστορία και χρησιμοποιούνται ευρέως και σήμερα, ως στοιχεία κοινωνικής απαξίας. Τους αποκαλούσαν έτσι «κουτσαβάκηδες» από το όνομα του προκλητικού και φίλερη δεκανέα του ιππικού της οθωνικής περιόδου Δημήτρη Κουτσαβάκη. Ακόμα «μόρτηδες» εκ της γαλλικής λέξεως «mort» που σημαίνει θάνατος, δοθέντος ότι στην διάρκεια επιδημίας χολέρας στην Αθήνα, είχαν αναλάβει εργολαβικά το έργο του νεκροθάφτη !!! Αλλά και «τραμπούκους» όνομα που αποτελούσε την φίρμα κουβανέζικων πούρων «trabucos», τα οποία κερνούσαν-πρόσφεραν οι υποψήφιοι δήμαρχοι της εποχής στα έκνομα αυτά στοιχεία, για να τους υποστηρίξουν προεκλογικά με δυναμικό τρόπο, ασκώντας και τρομοκρατία στο αντίπαλο στρατόπεδο.



Πούρα «trabucos»


«Δεν έκαναν ούτε για ζήτω!»
Όμως με τους «κουτσαβάκηδες» είναι συνδεδεμένο και το παρακάτω χαρακτηριστικό γεγονός που επίσης κατεγράφη στην κοινωνική μας ιστορία. Οι υποψήφιοι δήμαρχοι της εποχής τους επέλεγαν και με βάση την δύναμη της φωνής τους, ώστε να μπορούν να φωνάζουν δυνατά προεκλογικά συνθήματα και να δημιουργούν αέρα νίκης. Κάποιοι όμως από αυτούς τα «κουτσαβάκια», δεν είχαν την δυνατότητα να φωνάζουν δυνατά και έτσι δεν επιλέγονταν, αφού «δεν έκαναν ούτε για ζήτω» !!! Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν προέκυψε η γνωστή μας φράση «δεν κάνει ούτε για ζήτω».

Σε ότι αφορά την αισθητική τους φυσιογνωμία, τα κουτσαβάκια είχαν ένα ξεχωριστό ντύσιμο και αισθητική, που τους καθιστούσε διακριτούς και προβληματικές φυσιογνωμίες στην ζωή της πόλης.
Είχαν μακρύ λιγδωμένο μαλλί, αφέλειες, και μεγάλο στριφτό μουστάκι. Ακόμα φορούσαν μαύρο σακάκι φορώντας μόνο το αριστερό μανίκι, έτσι ώστε σε ενδεχόμενο καβγά να μπορούν τάχιστα να αποβάλουν από πάνω τους το σακάκι. Δεν έφεραν γιλέκο μα πλατύ κόκκινο ζωνάρι μέχρι το στήθος, στο οποίο και έβαζαν τα όπλα τους. Ακόμα φορούσαν καπέλο «καβουράκι» με μαύρη έντονη κορδέλα, δίκην μεγάλου πένθους για κάποιον δικό τους που χάθηκε σε καβγά. Το παντελόνι τους ήταν φαρδύ στο επάνω μέρος και στενό κάτω και ήταν συνήθως ριγέ χρωματιστό, με έντονα καρέ φανταχτερών χρωμάτων. Τα παπούτσια τους είχαν μύτη μυτερή, αλλά και μεγάλο τακούνι. Κρατούσαν στο χέρι κομπολόϊ και περιδιάβαιναν καθημερινά τους δρόμους της παλαιάς πόλης και της αγοράς με ξεχωριστό περπάτημα, δείχνοντας τάχατες τραυματισμένοι από κάποιον καβγά και διαρκώς και αδιακρίτως παρενοχλούσαν την πόλη και όλες τις κοινωνικές ομάδες. Άγριοι ξυλοδαρμοί ακόμα και φόνοι ήταν η αποκομιδή της παρουσίας τους στην Αθήνα. Για τούτο και ήταν επώδυνο εγχείρημα για τους κατοίκους της πόλης, να περάσουν από την Πλατεία Ηρώων στου Ψυρρή που ήταν το άνδρο των κουτσαβάκηδων. 


Κουτσαβάκι
Ωστόσο δύσκολο ήταν και το έργο της αστυνομίας να αντιμετωπίσει τους κουτσαβάκηδες, δοθέντος ότι είχαν ισχυρές πατρωνίες, με το κομματικό και το πολιτικό σύστημα της εποχής, με τις παρεμβάσεις του οποίου αφήνονταν ελεύθεροι. Ενώ απο την άλλη αρκετές φορές η αστυνομία προσεταιρίζονταν κάποιους από αυτούς, προκειμένου να μπορέσει να συλλάβει άλλους ισχυρότερους. Στην αλγεινή και επικίνδυνη αυτή παρουσία στην πόλη των κουτσαβάκηδων, έδωσε τέλος ένας σκληροτράχηλος και γρανιτένιος αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας, ο περίφημος Δημήτριος Μπαϊρακτάρης. Και έτσι αποκαθάρθηκε η πόλη από την αντικοινωνική παρουσία τους και μπόρεσαν να γίνουν ανέφελα και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896. Προτού τον Μπαϊρακτάρη είχαν επιχειρήσει ανεπιτυχώς και άλλοι δυο αστυνομικοί διευθυντές να αντιμετωπίσουν την κοινωνική μάστιγα των κουτσαβάκηδων. Ήταν οι Βρατσάνος και Δημητριάδης.
Πως όμως κατόρθωσε ο Μπαϊρακτάρης να εξουδετερώσει τα κουτσαβάκια;
Πρώτιστο μέλημα του πανούργου αυτού αστυνομικού, ήταν η διαπόμπευση και ο ηθικός εξευτελισμός των επικίνδυνων και περιθωριακών τύπων του Ψυρρή. Ο Μπαραϊκτάρης τους οδηγούσε στην ηθική ταπείνωση, με παρεπόμενο την αναγκαία πλέον απόσυρσή τους από τον χώρο. Σε πρώτο επίπεδο ο Μπαϊρακτάρης χτύπησε τις πιάτσες, τα καφενεία και τις ταβέρνες που σύχναζαν τα κουτσαβάκια. Χρησιμοποιώντας μια μεγάλη και δυνατή ψαλίδα, τους έκοβε τις αφέλειες στο μαλλί, το αφόρετο μανίκι του σακακιού τους, αλλά και αυτή την χαρακτηριστική μύτη των παπουτσιών τους. Αλλά ακόμα πιο ατιμωτικά ο Μπαϊρακτάρης εξανάγκαζε το κάθε κουτσαβάκι, με ένα σφυρί να αχρηστέψει μόνο του τα ίδια του τα όπλα, τα «τιμημένα» όπλα !!! Και για όσα κουτσαβάκια αρνούνταν να συμμορφωθούν, υπήρχε μια ακόμα πιο εξευτελιστική τιμωρία. Δέχονταν τις βουρδουλιές του Μπαραϊκτάρη. Στοιχείο που αποτελούσε τότε το άκρο άωτο της ταπείνωσης και της ηθικής συντριβής, σε αντιδιαστολή με τα «σίδερα της φυλακής, που ήταν για τους λεβέντες», όπως κατέγραφαν τα λαϊκά στιχουργήματα της εποχής. Επίσης τα κατεστραμμένα όπλα εν συνεχεία, τα πωλούσαν για παλιοσίδερα στην Πλατεία Δημοπρατηρίου. Έτσι αφότου ελάμβαναν χώρα όλες αυτές οι ηθικές ταπεινώσεις, τα κουτσαβάκια επέλεγαν την φυλακή για να αποφύγουν και την ηθική απαξία του κόσμου..)


Σκίτσο. Ο Μπαϊρακτάρης και απέναντί του τα κουτσαβάκια, οι τραμπούκοι..
Απο το βιβλιο του Τάσου Κοντογιαννίδη: "Μπαϊρακτάρης – Πολιτικοί και κουτσαβάκηδες". «Ο Μπαϊρακτάρης δεν φοβόταν κανέναν απολύτως. Μια φορά, έγιναν κάτι επεισόδια στα Εξάρχεια και ο Μπαϊρακτάρης έστειλε τους άνδρες του και έπιασαν τρία ταραχοποιά στοιχεία και τους έκλεισε στο κρατητήριο. Την επομένη το πρωί, πήγε στο γραφείο του ο κομματάρχης του Τρικούπη και με αυστηρό ύφος τού λέει: “Μέσα στο κρατητήριο έχεις τρία άτομα που είναι δικοί μου, είναι του κόμματος και πρέπει να τους αφήσεις ελεύθερους”. “Δεν μπορώ να το κάνω αυτό”, του λέει ο Μπαϊρακτάρης. Kαι ο κομματάρχης πιο αυστηρά τον απειλεί: “Nα τους βγάλεις αμέσως! Να τους βγάλεις, ξέρεις ποιος είμαι εγώ!!!” Ο Μπαϊρακτάρης σηκώνεται από την καρέκλα του, τον πιάνει από τον γιακά, και του λέει: “Eίσαι ένα κάθαρμα σαν αυτούς που έχω στο κρατητήριο!” Στη συνέχεια τον τράβηξε προς την έξοδο, του έδωσε ένα ηχηρό χαστούκι και μια κλoτσιά και τον πέταξε έξω από το γραφείο του. Μετά κάθισε, έγραψε σε μια κόλλα χαρτί την παραίτησή του και πήγε και την παρέδωσε στον Τρικούπη, τον οποίο φυσικά πριν από λίγο είχε επισκεφθεί ο κομματάρχης του. Ο Τρικούπης έσκισε την παραίτησή του και του είπε να πάει στο γραφείο του και να συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο τα καθήκοντά του…» πηγη

Κουτσαβάκι



Ο ΜΑΓΚΑΣ, Ο ΜΑΡΚΟΣ !!
Κι ένα κομμάτι από την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη:
 «Βέβαια στον κύκλο που γύριζα να πούμε, τον μάγκικο αυτό, στους τεκέδες που πήγαινα, ακούγαμε πολλά για διάφορους κουτσαβάκηδες προσωπικότητες... Εκεί, όταν είχα γνωρίσει τον Αλέκο τον Σχίζα να πούμε, κάθε μέρα επήγαινα στο σπίτι αυτουνού, εκεί στην Κρεμμυδαρού που ήταν το Καστράκι. Πίναμε χασίσι. Είχε λεφτά αυτός. Επήγαινα και του μάθαινα μπουζούκι και φουμέρναμε κιόλας ε? Αυτός έμενε εκεί κάτω στην Κρεμμυδαρού, εδώ στο λιμάνι του Πειραιώς. Και πήγαινα κάθε μέρα στην κάμαρά του. Ώσπου τώρα αυτόν τον ζήταγε η Ασφάλεια Αθηνών για κάτι κλοπές που γινόντανε. Και ξέρανε αυτοί ότι άλλος δε μπορεί να τις κάνει ειμή αυτός, αλλά δεν ξέρανε που βρίσκεται...» πηγη

Παλιοί ξακουστοί νταήδες του Πειραιώς, Γκίκας Μενιδιάτης και Βαγγέλης Βετούλης. Κατά πάσα πιθανότητα, αμφότεροι ήσανε αρβανίτες. Εδώ εικονίζονται στην αυλή της φυλακής Συγγρού το 1933. Και οι δυο τους δε φοράνε ούτε γραβάτα. μήτε κολάρο καθώς το απαιτούσε η κουτσαβάκικη παράδοση. πηγή
Πηγή 

Φτωχοποίηση και κάποιες διαπιστώσεις...

Οκ... Και να το ήθελες να πεις κανά δυό καλές κουβέντες δεν σου βγαίνουν ρε αδερφέ... Από την δεύτερη τετραετία και μετά το πράγμα χάλασε! Α...