Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

O Πρωταγόρας και η Δημιουργία του Κόσμου



0
Πρωταγόρας: Από τα Άβδηρα της Θράκης, ήταν σημαντικός φιλόσοφος της αρχαιότητας.
Υπήρξε σύγχρονος του Δημόκριτου, από τα Άβδηρα επίσης, κορυφαίος μεταξύ των σοφιστών και ο ιδρυτής της σοφιστικής κίνησης. Ως δάσκαλος ταξίδεψε σε πολλές ελληνικές πόλεις. Επισκεπτόταν συχνά την Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον Περικλή και άλλους επιφανείς Αθηναίους. Αναφέρεται πως ο Περικλής του ανέθεσε να γράψει τους νόμους για τους Θούριους, της αθηναϊκής αποικίας στην Κάτω Ιταλία που ιδρύθηκε το 444 Π.Κ.Ε στη θέση της Σύβαρης

Στο θρυλικό διάλογο του Πρωταγόρα με το Σωκράτη για το διδακτό της αρετής, ο Πρωταγόρας, βρίσκει την ευκαιρία να παραθέσει το δικό του μύθο για τη δημιουργία του κόσμου.
Πρόκειται για μια εντελώς προσωπική μυθολογία, θα λέγαμε μια «πρωταγόρεια» μυθολογία, που χωρίς, επί της ουσίας, να ανατρέπει τα αρχαιοελληνικά μυθολογικά δεδομένα (ο Προμηθέας, η κλοπή της φωτιάς, η παρουσία του Δία ως απόλυτου ρυθμιστή των πάντων, η εμφάνιση του Ερμή κτλ, πιστοποιούν την πρόθεση του Πρωταγόρα να παραμείνει πιστός στα πλαίσια της δεδομένης μυθολογικής μαγιάς) τα προσαρμόζει, σε μια ιδιόμορφη ανάπλαση, στη δική του οπτική, την οπτική της αγάπης προς τον άνθρωπο.
Και μόνο που προσπερνά την συνήθη οπτική της θεογονίας, που εστιάζει στη δημιουργία των θεών, για να επικεντρωθεί στην κοσμογονία, τη δημιουργία των θνητών έμβιων όντων, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του ανθρώπου, καθίσταται σαφές ότι αυτό που πρωτίστως τον ενδιαφέρει είναι ο άνθρωπος. Εξάλλου, ο Πρωταγόρας, ως δεδομένος αγνωστικιστής, δεν είχε άλλη επιλογή από το να εστιάσει στον άνθρωπο.
Οι θεοί δεν είναι παρά συμβολικές παρουσίες, που αφενός κάνουν το μύθο πιο οικείο (αν αφαιρούσε τους θεούς θα έχανε κάθε επαφή με τον πρωτόλειο αρχαιοελληνικό μύθο) κι αφετέρου προσδίδουν τη χειροπιαστή υπόσταση της φύσης που γίνεται άμεσα αντιληπτή χωρίς περαιτέρω φιλοσοφικές προεκτάσεις που στην παρούσα περίπτωση θα ήταν απολύτως περιττές.
Με άλλα λόγια, ο Δίας είναι η νομοτέλεια της φύσης που κινεί τη ζωή αυτού του κόσμου, ενώ οι άλλοι θεοί είναι τα όργανα που ελέγχουν και διέπουν αυτή τη νομοτέλεια. Η αλληγορική σημασία των θεών, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως πρόκληση ή, ακόμα περισσότερο, ως προσβολή ή βλασφημία, αλλά ως διασφάλιση των προθέσεων του Πρωταγόρα να επαναπροσεγγίσει ένα μύθο με καθαρά στοχευμένο τρόπο, την τελική κατάδειξη του διδακτού της αρετής.
Από τη στιγμή που ο μύθος δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο για τη στήριξη άλλων ιδεών, κάθε καταφανής αλλοίωση θα τον έθετε εκτός στόχου.
Salvator_Rosa_-_Démocrite_et_ProtagorasΟ Πρωταγόρας στο κέντρο μαζί με τον Δημόκριτο, Μουσείο Ερμιτάζ

Οι θεοί ως κυρίαρχο στοιχείο του μύθου έπρεπε να διατηρηθούν, πράγμα που ο Πρωταγόραςόχι απλώς αντιλήφθηκε και υιοθέτησε διατηρώντας απολύτως τις ισορροπίες, αλλά το εκμεταλλεύτηκε επιπλέον τονίζοντας την μεγαλοσύνη και τη γενναιοδωρία τους προς τον άνθρωπο, τονίζοντας δηλαδή την αναγκαιότητα της ανθρώπινης επιβίωσης που, ως βασική μέριμνα των θεών, καταδεικνύει την υπεροχή των ανθρώπων και νομιμοποιεί την υπεροχή τους στη φύση.
Οι θεοί πλάθουν όλα τα θνητά γένη στο εσωτερικό της γης και καλούν τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα εφοδιάσουν κατάλληλα ώστε να βγουν στην επιφάνεια. Ο Επιμηθέας, αθεράπευτα απερίσκεπτος, πείθει τον Προμηθέα να κάνει ο ίδιος τη μοιρασιά και μετά να έρθει ο Προμηθέας και να επιθεωρήσει το έργο του.
Ο Προμηθέας πείθεται, κι αυτό βέβαια είναι και το μεγάλο του λάθος, κι επιτρέπει στον Επιμηθέα να διαχειριστεί το θέμα εν λευκώ.
Ο Επιμηθέας μοιράζει τα εφόδια στηριζόμενος σε τέσσερις άξονες: την αποφυγή της αλληλοεξόντωσης, (γι’ αυτό έδωσε σε όλα διαφορετικές δυνατότητες – σ’ άλλα έδωσε φτερά, σ’ άλλα ταχύτητα, σ’ άλλα τεράστιο μέγεθος, σ’ άλλα νύχια, δόντια κτλ. – ώστε να μπορούν να επιβιώσουν ως είδος, άσχετα με το γεγονός ότι κάποια θα κατασπαραχθούν), την επιβίωση μέσα στις κλιματολογικές συνθήκες (πυκνό τρίχωμα και σκληρό δέρμα που θα τα προστατεύει από το κρύο και τη ζέστη), τη διατροφή (άλλα τρέφονται με ρίζες, άλλα με καρπούς κι άλλα είναι σαρκοφάγα) και τη γονιμότητα (τα σαρκοφάγα γεννάν λίγα μικρά, ενώ αυτά που αποτελούν τροφή των σαρκοφάγων γεννάν πολλά).
Παρακολουθούμε, μέσα σε ελάχιστες σειρές, ολόκληρη την αλυσίδα της φύσης, την εξασφάλιση δηλαδή της φυσικής ισορροπίας που ορίζει τους σκληρούς νόμους της επιβίωσης και ταυτόχρονα προκαθορίζει τη διάσωση όλων των ειδών.
Όμως, όπως ήταν φυσικό, ο επιπόλαιος Επιμηθέας δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων καθώς του διαφεύγει ο άνθρωπος και δεν ξέρει πώς να τον εφοδιάσει αφού ξόδεψε όλες τις δυνάμεις στα όντα που στερούνται λογικής – «άλογα».
Βέβαια, και μόνο ο διαχωρισμός του ανθρώπου από τα άλλα όντα που αποκαλούνται «άλογα» καθιστά σαφές ότι ο άνθρωπος είναι έλλογος, ότι δηλαδή δεν είναι απολύτως εγκαταλειμμένος, αλλά διαθέτει το εφόδιο της λογικής, το σπουδαιότερο εφόδιο που δόθηκε ποτέ σε έμβιο ον. Ωστόσο η λογική, τουλάχιστον για τα πρώτα βήματα του ανθρώπου, κρίνεται απολύτως ανεπαρκής, αφού η λογική απαιτεί χρόνο για την υλοποίηση των έργων της, ενώ τα ζώα απειλούσαν απολύτως άμεσα τον άνθρωπο με αφανισμό.
Μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο ο Προμηθέας, που ήρθε να επιθεωρήσει τη μοιρασιά, μπαίνει στο εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου και κλέβει τη φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις και τις χαρίζει στον άνθρωπο. Ταυτόχρονα θέλει να κλέψει και την πολιτική αρετή, αλλά κάτι τέτοιο αποδεικνύεται αδύνατο, αφού την πολιτική αρετή την έχει στην ακρόπολή του ο Δίας, μέρος απλησίαστο για τον Προμηθέα.
Ο άνθρωπος εφοδιασμένος με τη φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις, αλλά χωρίς την πολιτική αρετή είναι δύσκολο να επιβιώσει. Αφανίζεται από τα θηρία και αντιλαμβάνεται ότι μόνο μέσα από τη συλλογικότητα μπορεί να σωθεί. Αρχίζει δηλαδή να ζει ομαδικά ιδρύοντας πόλεις, αλλά στερούμενος την πολιτική αρετή αδυνατεί να τις διατηρήσει.
Αδικώντας ο ένας τον άλλον ακύρωνε κάθε έννοια συνύπαρξης με αποτέλεσμα οι πόλεις να διαλύονται και οι άνθρωποι να επιστρέφουν στη σποραδική ζωή για να αφανιστούν εκ νέου από τα θηρία. Με δυο λόγια η πολιτική αρετή ταυτίζεται με την επιβίωση, αφού χωρίς αυτή ο αφανισμός είναι δεδομένος.
Η σπουδαιότητα της πολιτικής αρετής προκαλεί την παρέμβαση του ίδιου του Δία, που βλέποντας το ανθρώπινο γένος να απειλείται με εξόντωση παίρνει την πρωτοβουλία και χαρίζει στον άνθρωπο την αιδώ και τη δίκη, το σεβασμό και τη δικαιοσύνη, που σηματοδοτούν τα θεμέλια της πολιτικής αρετής. Ορίζει μάλιστα, με αδιαπραγμάτευτη αυστηρότητα, να μοιραστούν η αιδώς και η δίκη σε όλους τους ανθρώπους και αν κάποιος δεν την έχει να θανατώνεται ως αρρώστια της πόλης.
Το γεγονός ότι ο Δίας μοιράζει την πολιτική αρετή σε όλους και ταυτόχρονα παραδέχεται το ενδεχόμενο ότι κάποιοι μπορεί να μην την έχουν ασφαλώς και δεν αποτελεί αντίφαση (ο Δίας δεν είναι δυνατό να αντιφάσκει) αλλά είναι η απόδειξη του διδακτού της αρετής, αφού ο Δίας δίνει την πολιτική αρετή στον άνθρωπο δυνάμει, δηλαδή ως δυνατότητα, κι από εκεί και πέρα είναι ευθύνη του ανθρώπου αν θα την κάνει ενεργεία, αν δηλαδή θα την εφαρμόσει.
Με άλλα λόγια η αρετή είναι σύμφυτη, αλλά όχι έμφυτη στον άνθρωπο ή αλλιώς ο άνθρωπος από τη φύση του μπορεί να κατανοήσει και να εφαρμόσει την πολιτική αρετή, αλλά δεν την έχει ως κάτι δεδομένο, όπως την όραση.
Μ’ αυτό τον τρόπο εξηγεί στο Σωκράτη ότι η καθολικότητα της πολιτικής αρετής, που εκείνος επικαλέστηκε τονίζοντας τη θεσμοθετημένη συμμετοχή όλων των Αθηναίων στις πολιτικές αποφάσεις της εκκλησίας του Δήμου, δεν αναιρεί το διδακτό της, κι ότι προφανώς δεν είναι έμφυτη, αφού δεν ταυτίζεται με τη γέννηση της ανθρωπότητας αλλά της προσφέρεται στην πορεία της ύπαρξής της ως δώρο θεϊκό και μάλιστα από τον ίδιο το Δία, τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων.
Όμως, πέρα από την ιδιοφυή σύνδεση του μύθου με την πολιτική αρετή, εκείνο που καταπλήσσει είναι το βάθος της ανθρωποκεντρικής ιδιοσυγκρασίας του Πρωταγόρα που φαίνεται πρωτίστως στην παρουσία και τη δράση των θεών.
Γιατί ο Προμηθέας, ως τιτάνας, δηλαδή όχι καθαρός θεός αλλά θεότητα, προσφέρει την απολύτως ανιδιοτελή του αγάπη στον άνθρωπο θυσιάζοντας τον ίδιο του τον εαυτό. Η κλοπή της φωτιάς είναι το μεγαλείο της ψυχής του απόλυτου ευεργέτη, η αποθέωση της αυταπάρνησης, που μόνο ως ύψιστος ηρωισμός μπορεί να ερμηνευτεί, καθώς ο τιτάνας στρέφεται ενάντια στους ίδιους τους θεούς προκειμένου να βοηθήσει τον άνθρωπο. Η ανθρώπινη επιβίωση, ως ύψιστο ιδανικό, ξεπερνά όλους τους ενδοιασμούς, χωρίς την ελάχιστη σκέψη.
Ο Προμηθέας γνωρίζει φρικτή τιμωρία για την πράξη του – η γνωστή ιστορία στον Καύκασο με τον αετό που του τρώει τα συκώτια, μέχρι να τον ελευθερώσει ο Ηρακλής – αλλά το ανθρώπινο είδος προστατεύεται και προοδεύει κι αυτό είναι η μέγιστη ικανοποίηση. Ο Πρωταγόρας, δεν αναφέρει καν την τιμωρία του Προμηθέα, αφιερώνοντας μόνο την ασαφή φράση ότι πέρασε δίκη για κλοπή κι αυτό είναι άλλη μια απόδειξη του ανθρωπισμού του.
Γιατί ο άνθρωπος δεν χρειάζεται ούτε να λυπηθεί, ούτε να φορτωθεί με ενοχές για την τύχη του Προμηθέα. Και σα να μην έφτανε αυτό, βλέπουμε τον ίδιο το Δία να ανησυχεί για τον άνθρωπο και να προσφέρει τα δικά του δώρα, το σεβασμό και τη δικαιοσύνη.
Σ’ ένα ντελίριο γενναιοδωρίας ματαιώνεται κάθε απόπειρα κλοπής, αφού ο Δίας αποδεικνύεται πρόθυμος να χαρίσει αυτό που ο Προμηθέας σχεδίαζε να κλέψει. Κι εδώ πετυχαίνεται η απόλυτη εξισορρόπηση. Ο Δίας, επιδεικνύει τον μέγιστο ανθρωπισμό χωρίς μειώνεται στο ελάχιστο το αδιαπραγμάτευτο κύρος του.
Γιατί ο Προμηθέας πληρώνει ακριβά την κλοπή της φωτιάς. Γιατί η ακρόπολη – κατοικία του είναι αδιάβατη διατηρώντας την αίγλη της απόλυτης φρούρησης από το Κράτος και τη Βία. Γιατί ο Ερμής τα χάνει μπροστά του και συμπεριφέρεται σαν παιδαρέλι κάνοντας ανόητες ερωτήσεις.
Γιατί ο Δίας δεν χρειάζεται θυσίες για να επιβεβαιώσει την ισχύ του, ούτε μπορεί να ανεχτεί την καταστροφή του ανθρώπου διατηρώντας το επιτηδευμένα απόμακρο, ούτε έχει ανάγκη από ευχαριστίες. Ο, κατά Πρωταγόρα, Δίας είναι ο σύντροφος και ο προστάτης των ανθρώπων, το τελευταίο και οριστικό τους αποκούμπι κι αυτή είναι η πιο αισιόδοξη αντίληψη για το θείο, που καταδεικνύει τον ύψιστο ανθρωπισμό, αφού οι επινοημένοι θεοί του Πρωταγόρα ούτε φέρνουν κατακλυσμούς, ούτε θέτουν δοκιμασίες, ούτε διατηρούν εκλεκτούς λαούς.
Η δημιουργία των ανθρώπων μέσα στο μύθο είναι ισότιμη και δεν διαχωρίζεται ούτε σε Έλληνες και Βάρβαρους, ούτε σε ελεύθερους και δούλους και η ισότητα των ανθρώπων είναι η ισότιμη πρόσβαση όχι μόνο στο θείο, αλλά και στην επίγεια ζωή. Και κάπως έτσι «ο άνθρωπος συμμετέχει στη θεϊκή μοίρα». Και κάπως έτσι η ανθρωποκεντρική προσέγγιση του θείου μετουσιώνεται σε ανθρωπιά.
apocalypsejohn

Ο Βασιλιάς Ριχάρδος ΙΙΙ "επιστρέφει" στο πεδίο της μάχης


Κηδεύεται με τιμές, 530 χρόνια μετά την ήττα του στο Μπόζγουορθ Φιλντ, ο τελευταίος βασιλιάς του οίκου των Γιόρκ Ριχάρδος ΙΙΙ.
Η διαδικασία ταφής των λειψάνων του τελευταίου μονάρχη της δυναστείας των Πλανταγενέ και του οίκου του Γιόρκ, ο οποίος έπεσε το 1485 στην τελευταία και αποφασιστική μάχη των Πολέμων των Ρόδων, ξεκίνησε στο Λέστερ της Βρετανίας.
Η νεκρική πομπή που μεταφέρει το φέρετρο του Ριχάρδου ΙΙΙ θα περάσει από πολλά χωριά, όπου θα πραγματοποιηθούν σύντομες τελετές και από διάφορα ιστορικά σημεία στην περιοχή του Λέστερ, συμπεριλαμβανομένης της περιοχής όπου εικάζεται ότι βρίσκεται το ιστορικό πεδίο του Μπόζγουορθ.
Στη συνέχεια, το φέρετρο θα μεταφερθεί με άμαξα στον Καθεδρικό Ναό του Λέστερ, όπου θα μείνει φρουρούμενο έως την ταφή, την ερχόμενη Πέμπτη, ενώ θα πραγματοποιηθεί τελετή χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου του Κάντερμπερι, Τζάστιν Ουέλμπι, του πνευματικού ηγέτη της Αγγλικανικής Εκκλησίας, καθώς και μελών της βασιλικής οικογένειας.
Μάλιστα, το κοινό θα μπορεί να αποτίει φόρο τιμής στον νεκρό βασιλιά από τη Δευτέρα έως και την Τετάρτη.
Το φέρετρο είναι καλυμμένο με λευκά ρόδα, το σύμβολο του οίκου του Γιόρκ, ενώ για σήμερα Κυριακή το Πανεπιστήμιο του Λέστερ αντικατέστησε τη σημαία του με το λάβαρο του Ριχάρδου ΙΙΙ.
Τα λείψανα του Ριχάρδου ΙΙΙ, που αγνοούνταν επί αιώνες, βρέθηκαν το 2012 κατά τη διάρκεια ανασκαφής σε δημοτικό πάρκινγκ στο Λέστερ. Ομάδα ερευνητών του πανεπιστημίου του Λέστερ μελέτησε τα λείψανα σε μια προσπάθεια να διαπιστώσει την αιτία του θανάτου του. Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο Ριχάρδος έφερε πολλαπλά χτυπήματα τα περισσότερα εκ των οποίων έγιναν από όπλα της εποχής γεγονός που επιβεβαιώνει την ιστορική καταγραφή ότι ο βασιλιάς σκοτώθηκε σε μάχη.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τρία από αυτά τα χτυπήματα, δύο στο κεφάλι και ένα στη λεκάνη, ήταν τόσο σφοδρά και συντριπτικά που πιθανότατα ήταν εκείνα που επέφεραν τον θάνατο. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι τα χτυπήματα αυτά έγιναν είτε από κάποιο μεγάλο σπαθί είτε από κάποιο άλλο ισχυρό όπλο της εποχής όπως η αλαβάρδα (ένας διπλός πέλεκυς με μακρύ κοντάρι).
Με δεδομένο ότι τα χέρια και άλλα σημεία του σώματος του Ριχάρδου ΙΙΙ δεν φέρουν ίχνη (σοβαρών τουλάχιστον) χτυπημάτων, οι ίδιοι εκτιμούν ότι ο βασιλιάς φορούσε την πανοπλία του αλλά κάποια στιγμή στη διάρκεια της μάχης είτε έβγαλε ο ίδιος είτε του έπεσε το κράνος με αποτέλεσμα να μείνει εκτεθειμένο το κεφάλι του και να δεχτεί τα θανατηφόρα χτυπήματα.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Κορινθιακό αγγείο του 600-575 π.χ



Έζησε τη μεξικανική επανάσταση, γνώρισε τον Πάντσο Βίγια και πέθανε στα 127

Βίωσε τη Μεξικανική Επανάσταση και, όπως έλεγε, γνώρισε τον θρυλικό Πάντσο Βίγια. Πρόκειται για την Λεάντρα Μπερέσαν, που πέθανε σε ηλικία 127 ετών και η οποία δεν ήταν καταγεγραμμένη στις λίστες των πιο ηλικιωμένων ανθρώπων στον κόσμο επειδή δεν είχε επίσημα έγγραφα.

Η Μπερέσα απέκτησε πέντε παιδιά, που έχουν πεθάνει, και 161 απογόνους.
Γεννήθηκε στα βόρεια σύνορα της πολιτείας Ταμαουλίπας, στις 31 Αυγούστου του 1887, και πέθανε το πρωί της περασμένης Πέμπτης στο σπίτι της στην πόλη Ζάποπαν της πολιτείας Γιαλίσκο.
Ο εγγονός της, ένας 70χρονος άντρας, είπε ότι απλά σταμάτησε να αναπνέει, καθώς τους τελευταίους μήνες αντιμετώπιζε προβλήματα στους πνεύμονες.
Ο ίδιος είπε ότι η γιαγιά του συνήθιζε να λέει ιστορίες για τη Μεξικανική Επανάσταση, η οποία ξεκίνησε το 1910, αλλά και για τη γνωριμία της με τον θρυλικό στρατηγό Πάντσο Βίγια.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
left.gr

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

ΓΙΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ

E-mailΕκτύπωσηPDF








Του ΣΤΑΘΗ*  
Τι έχεις, Κωνσταντίνε μου, και λιβανιές μυρίζεις;» - απ’ το «Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού», τραγουδήθηκε σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες κι ακόμα στα αρμένικα, τα τουρκικά και σ’ άλλες λαλιές. Απ’ το ίδιο του το πένθος γεννήθηκε ο νέος ελληνισμός. Από το σοκ της πρώτης Αλωσης, το 1204, οι Ρωμιοί βγήκαν αλαφιασμένοι με την (αυτονόητη ρωμαϊκή) θεϊκή τάξη των πραγμάτων γύρω τους να καταρρέει. Ελληνες τους έλεγαν όλοι οι άλλοι, Ελληνες άρχισαν πάλι να ονομάζουν τον εαυτόν τους κι ορισμένοι εξ αυτών, «Ελληνες εσμέν, καθώς η γλώσσα και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί» έλεγε ο Πλήθωνας, αλλά
ο πολύς λαός δεν καταλάβαινε από «πρώιμο βυζαντινό ανθρωπισμό», όπως τον αποκαλούμε σήμερα, τη Ρωμανία αγάπαγε και η Ρωμανία χανόταν. «Σάπιος ο θρόνος των Καισάρων» και η καμαρίλα της Πόλης διάλεγε αφέντες, τιάρα παπική ή φακιόλι τούρκικο, λίγοι οι εύψυχοι ευγενείς κι αδύναμος ο πολύς λαός, περίμεναν κισμέτ τη μοίρα τους, «την τιμωρία τους για τις αμαρτίες τους», οργίαζαν οι Ησυχαστές, κόπηκαν τα λείψανα της παλιά ισχύος σε ενωτικούς κι ανθενωτικούς, όλα πέθαιναν πλην απ’ τα γράμματα (η Παλαιολόγια Αναγέννηση) ώσπου η Πόλη έπεσε, ο Πόντος έπεσε και η Τουρκιά απλώθηκε στη μισή Ελλάδα - την άλλη μισή τη βάσταγαν οι Βενετοί.
Μαύρα χρόνια. Του Τούρκου το σπαθί έγινε ο Νόμος. Δίκαζε ποιος ζει και ποιος πεθαίνει, ποιανού του αρπάζουν τα παιδιά, ποιανού τη γυναίκα, ποιανού το βιος. Κάποιοι τούρκευαν για να γλιτώσουν, κι άλλους δεν τους άφηναν οι Τούρκοι να αλλαξοπιστήσουν, προκειμένου να μαζεύουν φόρους γκιαούρηδων απ’ τους ραγιάδες. Κι άλλοι δεν τούρκευαν με τίποτα. Ούτε με ταξίματα, ούτε με βάσανα. Εκοβαν κεφάλια οι Οθωμανοί και τα παλούκωναν, έφεγγαν σαν κεράκια μέσα στη νύχτα οι νεομάρτυρες, παλουκωμένο ολοκαύτωμα και η κάρα του Σκυλόσοφου στα Γιάννενα στον πιο σκοτεινό καιρό της κατοχής. Εφευγαν παλικάρια απ’ τα χωριά και τις μαραζωμένες πόλεις και πήγαιναν μισθοφόροι στη Δύση - «Ελληνες Στρατιώται», περιζήτητοι απ’ τα αφεντικά και τους τυχοδιώκτες, αργότερα κι απ’ τις βασιλικές αυλές. Αλλα παλικάρια
έβγαιναν αντάρτες στα βουνά, «κλέφτες», και ή έμεναν κλέφτες ή διαπραγματεύονταν (με το σπαθί τους πλέον) με Τούρκους αρματολίκια. Ομως ο πολύς λαός έμενε σκυφτός, τσοπάνης και ψαράς, γεωργός και υπηρέτης. Λίγα ήξερε, μέσα στο πένθος του ζούσε, κάτι για περασμένα μεγαλεία άκουγε για το Γένος απ’ το στόμα της γιαγιάς, για τον μαρμαρωμένο βασιλιά και κάτι μουρμούρες του παπά που έψελνε ένρινα και μονότονα την πίστη, την κοινότητα, τους θρύλους και τα θαύματα -ό,τι είχε απομείνει από «τον ένδοξό μας βυζαντινισμό»- συν πέντε κολλυβογράμματα μερικοί, για να μπορούν να διαβάζονται στην εκκλησιά τα Ευαγγέλια.
Οι Τούρκοι είναι φίλοι μας, έλεγαν οι Προεστοί. Και πάχαιναν. Κι όσες βυζαντινές μεγαλοοικογένειες είχαν απομείνει στην Πόλη, δραγουμάνοι και μπιστικοί των Οθωμανών την έβγαζαν, ώσπου να κάνουν τη στραβή και να τους φάει το σκοτάδι. Σ’ αυτό το πιο βαθύ σκοτάδι της σκλαβιάς, οι Ελληνες ζούσαν αλλού: στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, στη φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, στη Μόσχα -πολλοί εκεί οι Γραικοί δάσκαλοι- στο κίνημα του Ανθρωπισμού που άρχισε να ανθεί στη Δύση, στον Ελ Γκρέκο και τις ζωγραφιές του, στα αρχαία χαλάσματα. Μα πάνω απ’ όλα ζούσαν στη ελληνική λαλιά, λόγια και δημώδη. Μια λαλιά που δεν σταμάτησε να γράφεται και να ομιλείται ποτέ. Μια Βαβέλ από ελληνικά. Η Αθήνα ζούσε μέσα στον Ερωτόκριτο, και τα βάσανα του Γένους -οι χαρές του, οι λύπες του, η μνήμη του- μέσα στα δημοτικά τραγούδια. Και η ρωμιοσύνη σκιρτούσε και σάλευε, μέσα σε κατοχή, σε πολέμους κι εξεγέρσεις, μέσα σε μπαρούτια και σε κλάματα, έναν Γραικό χάλαγε το τούρκικο σπαθί, δυο αγύριστα κεφάλια ξεφύτρωναν στη θέση του. Παιδιά του πένθους και της αντίστασης. Οπου ζούσαν Ρωμιοί -Ελληνες
τους έλεγαν οι άλλοι- εκτός Τουρκιάς πήραν κι ανθούσαν. Εμποροι, να μάθουν τα παιδιά γράμματα να κρατήσουν τη δουλειά, παροικίες παντού, Αλεξάνδρεια, Τεργέστη, Οδησσός, Βιέννη. Μάθαιναν οι σκλαβωμένοι για τα καζάντια των ξενιτεμένων, αναθάρρευαν, έβγαιναν κι αυτοί στο ντορό, άλλοι πειρατές, άλλοι μπακαλόγατοι στα μεγάλα εμπορικά της φάρας τους, ένας θείος εδώ, άλλος συγγενής αλλού, στην Ευρώπη επαναστάσεις, ρούφαγε βαβούρα το ρωμαίικο, φθάνανε και κάτι πουγκιά χρυσάφι απ’ τους ξενιτεμένους, φθάνανε και Ευρωπαίοι περιηγητές να χαζέψουν, να θαυμάσουν (και να κλέψουν) μάρμαρα απ’ τα χαλάσματα, κάτι τον έτρωγε τον βοσκό, σήκωνε κεφάλι, του το έπαιρναν οι Τούρκοι, τραγουδούσε ο ρομαντισμός στην Ευρώπη για τους Ελληνες, πήγαιναν αυτοί του θανατά στα Ορλωφικά, ξεγελασμένοι κι αμετανόητοι συνέχιζαν, έσπαγαν τον αποκλεισμό των Αγγλων στον Ναπολέοντα, τράνεψαν.
Μέτραγαν τα σπαθιά τους, μέτραγαν και τα φλουριά τους. Πατρίδα δεν είχαν. Μόνον τούρκικο ντοβλέτι, στον χαβά του, να σφάζει, ν’ αρπάζει και να μαγαρίζει! Φωτιά στη φωτιά, στα ίσα με τους πασάδες οι χριστιανοί. Πατριδογνωσία ο Ρήγας, να οι Ελληνες, να οι Αρβανίτες, να οι Βούλγαροι, να οι Σέρβοι, ιδού ακόμα και οι Τούρκοι, όλοι ενάντια στον Δυνάστη. Ο φτωχός ενάντια στον Δυνατό. Οθωμανό ή κοτζαμπάση. Για την ελευθερία, το δίκιο, το βιος, την πίστη, τη φώτιση των γραμμάτων. Ο Μεγαλέξαντρος και η Γαλλική Επανάσταση μαζί. Με τις ευλογίες του απροσκύνητου παπά και την οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας. Και το Γένος ξεσηκώθηκε για πολλοστή φορά, μόνον που τώρα πια όλη η προίκα που μάζευε στα χρόνια της σκλαβιάς ήρθε κι έδεσε. Θηρία βγήκαν απ’ τα σπλάχνα της υπομονής, της νοσταλγίας και της ελπίδας για το μέλλον, θεριά - ο Κολοκοτρώνης να κράζει «ωρέ Ελληνες», ο Διάκος σφαχτάρι, ο δημεγέρτης Παπαφλέσσας, ο αφοσιωμένος Υψηλάντης, η φλεγόμενη Μπουμπουλίνα, ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος, ξεχύθηκε λάβα η Επανάσταση, έσφαξε για να κάνει αυτεξούσιο, ανέβηκαν πάλι οι Ρωμιοί στον Ολυμπο κι έσκασαν μπουρλότο, πάρ’ τον κάτω τον Δράμαλη, Κούγκι και Μεσολόγγι, Σουλιώτες και Μάρκος Μπότσαρης, ολοκαύτωμα στα Ψαρά, στου Μπάυρον το κορμί, τους στίχους και το σπαθί, ακούμπησαν οι χήρες και τα ορφανά, κατέφθαναν Γάλλοι κι Αμερικανοί, Γερμανοί και Ιταλοί, άλλοι στράβωσαν με τα γουρνοτσάρουχα κι απόρησαν που δεν βρήκαν εδώ Σπαρτιάτες κι Αθηναίους, τα γύρισαν και την έκαναν, μα οι πιο πολλοί, οι πιο καλοί, οι πιο ακριβοί αγκάλιασαν το θυσιαστήριο ως το τέλος. Και μέθυσαν με το αθάνατο κρασί του ’21 όλοι, κι ας έκαναν εμφύλιο κι ας χρέωσαν απ’ την πρώτη στιγμή την πατρίδα, για το καλό το έκαναν, όπως ο καθένας το έβλεπε απ’ τη σκοπιά του. Κι έβαλαν φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους κι έφθασαν στα έσχατα, ο Καραϊσκάκης στα ταμπούρια να δίνει την ψυχή του στους αγγέλους και τα ποιήματα του Κάλβου και του Σολωμού να δίνουν στο έθνος το πρόσταγμα για σχολεία και δασκάλους των ελληνικών, της αριθμητικής, της αρχιτεκτονικής και της φιλοσοφίας. Από κάθε σκοτωμένον αγωνιστή έβγαινε ένα παιδί χτίστης και γιατρός, αξιωματικός και συμβολαιογράφος. Κι ας μαράζωσαν πολλοί απ’ τους επιζώντες επαναστάτες, ας τους έφαγε η φτώχεια, η έρις και η φυλακή, ας πήραν το κουμάντο οι προεστοί και οι αστοί, ακάθεκτη συνέχισε η Επανάσταση, ανολοκλήρωτη ως τα σήμερα, μα αθάνατη. Η Επανάσταση πήρε το Σύνταγμα το 1843, αυτή λύτρωσε τους δουλωμένους, η Επανάσταση αιμορράγησε έως θανάτου στην Καταστροφή του 1922, η Επανάσταση βγήκε στα βουνά το 1941-44 με τους αντάρτες, μεθυσμένοι με το αθάνατο κρασί του ’21 ήταν όλοι οι μουρλορωμιοί που έδωσαν στην Ελλάδα υπόσταση - το φυλαχτό να αντέξει τα χίλια μύρια μεταπολεμικά βάσανα. Η Επανάσταση του 1821 πήρε τα παιδιά του πένθους και της αντίστασης πολλών αιώνων και τα έφερε ως εδώ, ως το σκοτεινό σαν της Χιροσίμα φως του 20ού αιώνα. Κι εφθάσαμε έως εδώ. Στις αρχές του 21ου αιώνα, 150 χρόνια μετά την τελευταία τουφεκιά της κατοχής και την πρώτη της ελευθερίας. Οι τάξεις με τις αποσκευές τους, 1.500.000 ανέργους οι εργαζόμενοι, εκατομμύρια ευρώ στις καταθέσεις τους οι πλούσιοι, παιδιά του ίδιου παππούλη, αλλά διαφορετικών θεών. Με την Ελλάδα πιο πολύ αιχμάλωτη απ’ όσον συνήθως. Μη φοβού
σου λέει η γιορτή, έχεις περάσει και χειρότερα ζόρια, πιες ένα κρασί, άναψε ένα κερί, μελαγχόλησε όσον τραβάει η μνήμη σου κι ό,τι σε τρώει, αλλά στο τέλος θα τραγουδήσεις κι εσύ, θα φέρεις τη γυροβολιά σου, Γιάννη μου το μαντήλι σου κι ας έχει δεθεί κόμπο το μαντήλι σαν την καρδιά σου. Και το δάκρυ σου σπονδή είναι. Στους αρχαιότατους κούρους με εκείνο το παράξενο μειδίαμα που είναι σαν να σου λέει: δάσκαλος είσαι, μάθε τα παιδιά γράμματα! γιατρός είσαι, γιάτρεψε! οδηγός είσαι, σωφάρισε! στρατιώτης είσαι, φύλαγε! πολίτης είσαι, τον σύντροφό σου και τα μάτια σου! Ετσι πάει η ζωή, έτσι το παραμύθι της γιαγιάς, μπορεί να μην είσαι συ ο γιος της καλογριάς και μακάρι αχρείαστη να είναι η δόξα των ηρώων, όμως ξέρεις το ωραίο και το αληθινό, ξέρεις πως γαληνεύει η ψυχή μετά τον δίκαιο κάματο. Μια ψυχούλα και ένα σύμπαν είναι ο άνθρωπος, είναι αυτά που θυμάται. Κι απ’ τον θησαυρό της Ιστορίας ατελείωτα τα πλούτη σου. Αυτό είναι το νόημα της γιορτής. Οτι στο σεντούκι της μπορείς να βρεις αυτά που ζητάς, για να είναι ο τρόπος που ζεις σε αρμονία με όσα ποθείς, γνωρίζοντας τον εαυτό σου και το μέτρο των πραγμάτων.
Σε ευχαριστώ, ω Επανάσταση! Μου έμαθες εγκαίρως ότι ζω, όλοι ζούμε, «ελεύθεροι πολιορκημένοι». Πολιορκημένοι απ’ τους ταξικούς καταναγκασμούς, Ελεύθεροι όταν τους ανατρέψουμε...
iskra.gr

Η Ιατρική στις Βενετικές κτήσεις στη Μεσσηνία τον Μεσαίωνα..

  Μετά την Τέταρτη Σταυροφορία (1204), οι Βενετοί εγκαθίδρυσαν στατηγικά λιμάνια στη Μεσσηνία: Μεθώνη (Modon) και Κορώνη (Coron) λειτούργησα...