Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Καφέ "Πάνθεον" - Διάλογος με τον Σωκράτη...



Η Συνάντηση έγινε κατόπιν προσκλήσεως του Σωκράτη από τον γράφοντα σε έναν φανταστικό διάλογο που λαμβάνει χώρα σε ένα καφέ του Θησείου...Μια ήσυχη πλατεία στην Αθήνα, αργά το απόγευμα. Ο Αλέξανδρος, νεαρός φιλόσοφος της εποχής μας, συναντά τον Σωκράτη. Ο ήλιος γέρνει και η ατμόσφαιρα είναι κατάλληλη για αναζήτηση νοήματος.

-Σωκράτη, τι είναι ευτυχία;

Σωκράτης: Η ευτυχία, αγαπητέ μου, δεν βρίσκεται στην απόλαυση ούτε στα πλούτη. Είναι η ψυχική αρμονία που προκύπτει όταν η ψυχή μας ακολουθεί το ορθό. Έχεις αναρωτηθεί ποια είναι η φύση της δικής σου ψυχής;

-Μα δεν είναι εύκολο να γνωρίσει κανείς τη δική του ψυχή...

Σωκράτης: Ακριβώς. Γι' αυτό και η φιλοσοφία είναι αναζήτηση. Όχι γιατί γνωρίζουμε, αλλά γιατί θέλουμε να μάθουμε.

-Σωκράτη, αν είχες να ξεκινήσεις από ένα μόνο ερώτημα για να κατανοήσεις τη ζωή, ποιο θα ήταν;

Σωκράτης: Το ίδιο που ρωτώ πάντα: "Τι είναι ο άνθρωπος;" Όλα ξεκινούν από την κατανόηση του εαυτού. Αν δεν γνωρίσουμε ποιοι είμαστε, πώς θα ξέρουμε τι είναι η ευτυχία, η δικαιοσύνη ή η αγάπη;

-Μα πώς μπορεί κανείς να γνωρίσει τον εαυτό του;

Σωκράτης: Με την ερώτηση. Με την αμφιβολία. Και κυρίως με την παραδοχή της άγνοιας. Όποιος νομίζει ότι γνωρίζει, είναι πιο μακριά από την αλήθεια από εκείνον που παραδέχεται πως δεν ξέρει.

-Τότε η ευτυχία δεν είναι η ικανοποίηση των επιθυμιών;

Σωκράτης: Όχι, είναι η αρμονία της ψυχής. Όταν το λογικό μέρος κυβερνά, το θυμοειδές υπηρετεί και το επιθυμητικό δεν καταδυναστεύει. Μόνο τότε η ψυχή είναι ευτυχισμένη.

-Και η δικαιοσύνη; Είναι ό,τι ορίζει ο νόμος;

Σωκράτης: Ο νόμος αλλάζει. Η δικαιοσύνη είναι πιο σταθερή. Είναι η τάξη στην ψυχή και στην πόλη. Όταν κάθε μέρος πράττει το έργο που του αρμόζει χωρίς να υπερβαίνει τα όρια.

-Είμαστε πραγματικά ελεύθεροι;

Σωκράτης: Αν οι επιθυμίες μας κυβερνούν, τότε είμαστε δούλοι. Ελευθερία είναι η εξουσία πάνω στον εαυτό. Όχι η ικανοποίηση όλων των επιθυμιών, αλλά η επιλογή με σύνεση.

-Και η αγάπη, τι είναι;

Σωκράτης: Είναι η επιθυμία του καλού και του ωραίου. Δεν είναι απλώς πάθος ή έλξη. Είναι η δύναμη που μας ωθεί προς την τελείωση και προς τη μόνιμη ένωση με το αληθινό.

-Σωκράτη, το να σου μιλήσει κανείς είναι σαν να κοιτάζει σε καθρέφτη που δείχνει όχι την εικόνα, αλλά την ψυχή.

Σωκράτης: Και τότε ίσως πλησιάζουμε το «γνῶθι σαυτόν». Δεν χρειάζεται να γνωρίζεις τα πάντα. Αρκεί να θέλεις να μαθαίνεις.

Ο καφές με τον Σωκράτη έλαβε τέλος και όταν έφυγε ξεκίνησε ο συλλογισμός όσων άκουσα και όσων  ένοιωσα..

Τι είναι ο άνθρωπος;

Ο άνθρωπος είναι ον πολύπλοκο, που δεν ταυτίζεται ούτε με το σώμα του ούτε αποκλειστικά με τη σκέψη του. Είναι συγκερασμός σάρκας, ψυχής και πνεύματος, μια ενότητα που αναζητά νόημα στον κόσμο.

Τι είναι το Σώμα και η Ψυχή;

-Σώμα Το υλικό περίβλημα που μας φέρνει σε επαφή με τις αισθήσεις, τον χώρο και το χρόνο.

-Ψυχή Κατοικεί στο εσωτερικό μας. Σύμφωνα με την πλατωνική διάκριση, περιλαμβάνει:

  • Τη λογική (νοῦς), που επιδιώκει την αλήθεια.

  • Το θυμοειδές, που φέρει πάθος και φιλοδοξία.

  • Το επιθυμητικό, που τρέφει τις αισθήσεις και τις φυσικές ανάγκες.

  • Τι είναι ο Νους και η Λογική;

  • Η λογική ικανότητα διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα. Είναι η φλόγα που του επιτρέπει:

  • Να αναζητά το γιατί των φαινομένων

    • Να θέτει ερωτήματα για τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την αρετή

    • Να δημιουργεί πολιτισμό, φιλοσοφία και επιστήμη

    • Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο

    • Ο άνθρωπος δεν ζει απομονωμένος. Η πολιτική και η ηθική του διάσταση απορρέει από την ανάγκη να συνυπάρχει:

    • Οικογένεια και φιλία

    • Πόλη και πολίτευμα

    • Κοινά αγαθά και νόμοι

    • Η Αναζήτηση του Νοήματος

    • Αυτό που περισσότερο τον χαρακτηρίζει είναι η επιθυμία για αυτογνωσία και αλήθεια. Δεν αρκείται στην επιφανειακή ύπαρξη· ψάχνει:

    • Την ένωση με το ωραίο και το καλό

    • Την αρμονία της ψυχής

    • Την υπέρβαση του θανάτου μέσω της γνώσης και της τέχνης

    • Αντίθεση και Τάση προς την Τελείωση

    • Στον άνθρωπο συναντάμε διαρκείς αντιφάσεις:

      • Θνητότητα και δίψα για αθανασία

      • Περιορισμούς και δημιουργικότητα

      • Αδυναμίες και αρετές

      Κι όμως, αυτές οι αντιφάσεις τον ωθούν σε μια συνεχή πορεία προς την τελείωση.

    • Η Ψυχή: Αναλυτική Προσέγγιση

    • Η ψυχή συχνά ορίζεται ως το άυλο, ενεργητικό στοιχείο που δίνει ζωή και προσωπικότητα στο σώμα.

      Διεθνώς, υπάρχουν τρεις κύριες φιλοσοφικές προσεγγίσεις:

      • Αρχαία ελληνική (πλατωνική, αριστοτελική)

      • Νεότερη (Καρτέσιος δυαλισμός)

      • Σύγχρονη (ψυχανάλυση, νευροεπιστήμη)

      • Πλατωνική Διαίρεση της Ψυχής

      • Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η ψυχή αποτελείται από τρία αλληλοϋποστηρικτικά μέρη:

        • Το λογιστικό (νοῦς), που επιδιώκει την αλήθεια και το υπέρτατο αγαθό

        • Το θυμοειδές, φορέα του πάθους, της τιμής και του θάρρους

        • Το επιθυμητικό, που κατευθύνει τις αισθητηριακές ανάγκες και τις υλικές απολαύσεις

        Η ισορροπία ανάμεσα σε αυτά οδηγεί σε αρμονία και αρετή.

      • Αριστοτελική Προσέγγιση

      • Για τον Αριστοτέλη, ψυχή είναι η «μορφή» του σώματος, δηλαδή η αρχή που δίνει οντότητα στο οργανισμό.

        • Φυτική ψυχή: υπεύθυνη για τη θρέψη και την ανάπτυξη

        • Ζωική ψυχή: πρόσθετη αίσθηση και κίνηση

        • Λογική ψυχή: μοναδικά ανθρώπινη, για διάνοια και λογική σκέψη

        Η ψυχή και το σώμα αλληλεξαρτώνται, δεν είναι δύο ανεξάρτητα υποκείμενα.

      • Νεότερες Φιλοσοφικές και Επιστημονικές Θεωρίες

        1. Καρτεσιανός Δυαλισμός

          • Το μυαλό (res cogitans) και το σώμα (res extensa) είναι δύο διακριτά είδη.

          • Η αλληλεπίδρασή τους παραμένει φιλοσοφικό μυστήριο.

        2. Ψυχανάλυση (Freud)

          • Δομή: Το ασυνείδητο, το εγώ και το υπερεγώ

          • Η ψυχική σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις διαμορφώνει την προσωπικότητα.

        3. Σύγχρονη Νευροεπιστήμη

          • Εξετάζει συνειδητότητα και συναίσθημα με βάση νευρωνικά δίκτυα

          • Αμφισβητεί την ανεξαρτησία της ψυχής από τον εγκέφαλο

          • Η Ψυχή ως Πηγή Συνείδησης και Ηθικής

          • Η ψυχή συνδέεται με:

            • Συνείδηση: το πεδίο της αυτοπαρατήρησης και του ελεύθερου θέλησης

            • Ηθική κρίση: ικανότητα διάκρισης σωστού και λάθους

            • Αυτογνωσία: βαθύτερη κατανόηση των κινήτρων μας

            Με αυτήν διαμορφώνουμε σχέσεις, παίρνουμε αποφάσεις και αναζητούμε νόημα.

          • Με πηγές από το διαδίκτυο

          • δια χειρός αλεξίου

          • 06.08.2025

  • Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

    Επισκοπή Ωλένης Ηλείας







    Η Διαχρονική Σημασία της Επισκοπής Ωλένης Ηλείας

    Η Επισκοπή Ωλένης αποτελεί μία από τις μακροβιότερες και πλέον σημαντικές εκκλησιαστικές έδρες στην Πελοπόννησο, με ιστορική πορεία που εκτείνεται από τη Βυζαντινή περίοδο μέχρι τις ημέρες μας. Η διαχρονική της παρουσία στο ηλειακό έδαφος, ακόμη και σε περιόδους μεγάλων αναταραχών όπως οι σλαβικές επιδρομές ή οι αλλεπάλληλες ξένες κυριαρχίες (Φραγκοκρατία, Βενετοκρατία, Οθωμανική κυριαρχία), υπογραμμίζει τον κεντρικό της ρόλο στην πνευματική και κοινωνική ζωή της περιοχής. Η επιβίωση και η συνεχής λειτουργία της επισκοπής μέσα από αιώνες καταδεικνύει τη βαθιά ριζωμένη πίστη και την ανθεκτικότητα του Ορθόδοξου κλήρου και της κοινότητας απέναντι σε πολλαπλές ιστορικές πιέσεις. Η εκκλησιαστική αυτή συνέχεια δεν ήταν απλώς μια θρησκευτική λειτουργία, αλλά ένας ισχυρός πυλώνας διατήρησης της ελληνικής ταυτότητας και του πολιτισμού.

    Η παρούσα αναλυτική έκθεση στοχεύει στην παροχή μιας λεπτομερούς ιστορικής αναδρομής της Επισκοπής Ωλένης. Θα αναδείξει τους σημαντικότερους σταθμούς στην πορεία της, τις αλλαγές στη δομή και τη δικαιοδοσία της, καθώς και τον καθοριστικό ρόλο των προσώπων και των μοναστηριών που τη στήριξαν. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην αξιοποίηση των μοναστηριακών χειρογράφων ως πρωτογενών πηγών, οι οποίες προσφέρουν μοναδικές πληροφορίες και φωτίζουν άγνωστες πτυχές του παρελθόντος.

     Ίδρυση και Πρώιμη Βυζαντινή Περίοδος (8ος - 13ος αιώνας)

    Η Επισκοπή Ωλένης, με τη σημερινή ονομασία της περιοχής Ωλένη, εμφανίζεται ως επισκοπική έδρα κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Οι πρώτες καταγραφές της ως "Βολαίνα" εντοπίζονται από τον 9ο αιώνα στις "Notitiae Episcopatuum" του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η ίδρυσή της συνδέεται πιθανότατα με την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Σλάβους, γεγονός που υποδηλώνει μια συστηματική προσπάθεια αναδιοργάνωσης της εκκλησιαστικής δομής μετά από περιόδους αναταραχής και αποδιοργάνωσης. Η εγκατάσταση επισκοπών και η αναβίωση της εκκλησιαστικής ζωής σε ανακτημένες περιοχές αποτελούσε συχνά ένα στρατηγικό εργαλείο για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με στόχο την εδραίωση της διοικητικής και πολιτιστικής της κυριαρχίας. Μέσω αυτής της εκκλησιαστικής οργάνωσης, επιδιωκόταν ο επανελληνισμός και η ενσωμάτωση των περιοχών αυτών στο βυζαντινό κράτος, αναδεικνύοντας μια άμεση σύνδεση μεταξύ εκκλησιαστικής δομής και κρατικής πολιτικής. Η επισκοπή μαρτυρείται στις "Notitiae" έως τον 13ο αιώνα.

    Αρχικά, η Επισκοπή Ωλένης ήταν υπαγόμενη (suffragan) στη Μητρόπολη Πατρών. Ωστόσο, η υπαγωγή της δεν παρέμεινε στατική καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της. Κατά καιρούς, η Επισκοπή Ωλένης ή Βολένης υπήχθη είτε στη Μητρόπολη Κορίνθου είτε στην Παλαιών Πατρών, ενώ κάποιες φορές λειτουργούσε και ως ανεξάρτητη επισκοπή. Αυτή η εναλλαγή στην υπαγωγή υποδηλώνει τη δυναμική και ενίοτε εύθραυστη φύση των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών, οι οποίες επηρεάζονταν άμεσα από τις μεταβαλλόμενες πολιτικές και στρατιωτικές ισορροπίες στην Πελοπόννησο. Παράλληλα, οι αλλαγές αυτές μπορεί να αντικατοπτρίζουν τις προσπάθειες των διαφόρων μητροπολιτικών κέντρων να επεκτείνουν ή να διατηρήσουν την επιρροή τους, καθώς και περιόδους αδυναμίας της κεντρικής εκκλησιαστικής αρχής ή τοπικών διεκδικήσεων. Η δικαιοδοσία της Επισκοπής Ωλένης κατά βάση ταυτίζεται με τον σημερινό νομό Ηλείας.

    Οι έδρες της Επισκοπής Ωλένης μετατοπίστηκαν διαδοχικά με την πάροδο του χρόνου, αντανακλώντας τις μετατοπίσεις των πληθυσμιακών και οικονομικών κέντρων της Ηλείας. Αρχικά, η έδρα βρισκόταν στην Ώλενα, μια αρχαία πόλη. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε στη Γαστούνη και, από το 1790, στον Πύργο. Αυτή η εξέλιξη δείχνει ότι η αρχική έδρα υποχώρησε σε σημασία, ενώ η Γαστούνη και ο Πύργος αναδείχθηκαν ως νέα κέντρα, πιθανώς λόγω αυξημένης εμπορικής ή στρατηγικής σημασίας. Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ηλείας Αντώνιος, στον κώδικα της Ιεράς Μητροπόλεως, αναφέρει ότι πριν το 1821 δεν ήταν επακριβώς γνωστό πού είχαν την έδρα τους οι προκάτοχοί του, αν και η αρχαιότερη τοπική παράδοση πληροφορεί ότι οι επίσκοποι της Ήλιδος παρέμεναν άλλοτε στη Γαστούνη και άλλοτε στον Πύργο. Αυτή η αβεβαιότητα υποδηλώνει μια πρακτική ευελιξία ή και απουσία σταθερής υποδομής, χαρακτηριστική των συνθηκών της Οθωμανικής περιόδου, όπου η επιβίωση της εκκλησίας εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την προσαρμοστικότητα στις εκάστοτε συνθήκες.

    Ο παρακάτω πίνακας συνοψίζει τη χρονολογική εξέλιξη της Επισκοπής Ωλένης / Μητρόπολης Ηλείας και Ωλένης, προσφέροντας μια συνοπτική επισκόπηση της πολυπλοκότητας της ιστορίας της και αναδεικνύοντας τα κρίσιμα σημεία καμπής.

    Πίνακας 1: Χρονολογική Εξέλιξη της Επισκοπής Ωλένης / Μητρόπολης Ηλείας και Ωλένης

    Περίοδος / Χρονολογία

    Κατάσταση / Ονομασία

    Έδρα

    Υπαγωγή / Παρατηρήσεις

    9ος αι.

    Επισκοπή Βολαίνας/Ωλένης

    Ωλένα

    Υπαγόμενη στη Μητρόπολη Πατρών

    13ος αι.

    Λατινική Επισκοπή

    Ανδραβίδα, Καμινίτσα

    Μετά τη Λατινική κατάκτηση, υπαγόμενη στον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Πατρών

    1430

    Αποκατάσταση Ορθόδοξης Επισκοπής

    -

    Μετά την κατάκτηση από το Δεσποτάτο του Μορέως

    Οθωμανική Περίοδος

    Επισκοπή Ωλένης

    Γαστούνη, Πύργος

    -

    1790

    Επισκοπή Ωλένης

    Πύργος

    -

    1821

    Θυσία Μητροπολίτη Φιλάρετου

    Πύργος

    Εθνομάρτυρας

    1833

    Επισκοπή Ηλείας

    -

    Ίδρυση στο ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος

    1834

    Συγχώνευση με Επισκοπή Πατρών

    -

    -

    1852

    Αρχιεπισκοπή Πατρών και Ηλείας

    -

    -

    1899/1901

    Ανεξάρτητη Επισκοπή Ηλείας

    -

    Επανίδρυση στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος

    1922

    Μητρόπολη Ηλείας

    -

    Προαγωγή σε Μητρόπολη

    Σήμερα

    Ιερά Μητρόπολη Ηλείας και Ωλένης

    Πύργος

    -


    Η Επισκοπή υπό Φραγκική Κυριαρχία (13ος - 15ος αιώνας)

    Μετά τη Λατινική κατάκτηση της Πελοποννήσου και την ίδρυση του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, η Επισκοπή Ωλένης περιήλθε υπό λατινική κυριαρχία και ανέλαβε καθολικός επίσκοπος. Αυτό το γεγονός σηματοδότησε μια περίοδο εκκλησιαστικού δυϊσμού, όπου η Ορθόδοξη ιεραρχία είτε υποχώρησε είτε συνέχισε να λειτουργεί υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, παράλληλα με τη νέα λατινική δομή. Η επιβολή μιας ξένης εκκλησιαστικής αρχής αποτελούσε μέρος της ευρύτερης προσπάθειας των Φράγκων να εδραιώσουν την πολιτική τους κυριαρχία στην περιοχή.

    Η έδρα της λατινικής επισκοπής μεταφέρθηκε κατόπιν αιτήματος του Πρίγκιπα Γοδεφρείδου Α΄ Βιλλεαρδουίνου στην Ανδραβίδα, την τότε πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου. Αυτή η μετακίνηση δεν ήταν απλώς μια διοικητική ρύθμιση, αλλά μια σαφής εκκλησιαστική πολιτική που λειτουργούσε ως εργαλείο πολιτικής κυριαρχίας. Η ευθυγράμμιση της θρησκευτικής ηγεσίας με το νέο πολιτικό κέντρο στόχευε στην εδραίωση της φραγκικής εξουσίας και τη νομιμοποίηση της κυριαρχίας τους. Οι λατίνοι επίσκοποι, οι οποίοι παρέμειναν υπαγόμενοι στον λατίνο Αρχιεπίσκοπο Πατρών, διέμεναν στην Ανδραβίδα μέχρι την παρακμή του Πριγκιπάτου, οπότε και η περιοχή ερημώθηκε. Στη συνέχεια, μετακινήθηκαν στην Καμινίτσα, κοντά στην Πάτρα. Αυτή η μετακίνηση υποδηλώνει την άμεση εξάρτηση της εκκλησιαστικής δομής από την πολιτική και δημογραφική πραγματικότητα της φραγκικής κυριαρχίας, καθώς η ερήμωση της Ανδραβίδας ανάγκασε τη μεταφορά της έδρας σε πιο βιώσιμες περιοχές.

    Η λατινική έδρα καταργήθηκε οριστικά όταν το Πριγκιπάτο της Αχαΐας κατακτήθηκε από το Δεσποτάτο του Μορέως το 1430. Με αυτή την αλλαγή κυριαρχίας, ένας Έλληνας Ορθόδοξος επίσκοπος ανέλαβε και πάλι την έδρα, σηματοδοτώντας την επανεγκαθίδρυση της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής τάξης στην περιοχή. Η αποκατάσταση της Ορθόδοξης ιεραρχίας ήταν ένα σημαντικό βήμα για την πνευματική και πολιτιστική ανάκαμψη της Ηλείας, καθώς η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελούσε τον θεματοφύλακα της ελληνικής ταυτότητας.

    Η Επισκοπή κατά την Οθωμανική Περίοδο (15ος - αρχές 19ου αιώνα)

    Παρά τη μακροχρόνια Οθωμανική κυριαρχία (1460-1687 και 1715-1821), η τοπική Εκκλησία της Ηλείας και η Επισκοπή Ωλένης συνέχισαν την παρουσία τους, διατηρώντας την πνευματική και κοινωνική τους λειτουργία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η έδρα της επισκοπής μετατοπιζόταν ανάλογα με τις συνθήκες, ευρισκόμενη άλλοτε στη Γαστούνη και άλλοτε στον Πύργο. Αυτή η ευελιξία στην έδρα ήταν συχνά απαραίτητη για την επιβίωση και την αποτελεσματική λειτουργία της Εκκλησίας υπό τις πιέσεις της ξένης διοίκησης.

    Κατά την Οθωμανική περίοδο, τα μοναστήρια διαδραμάτισαν έναν εξαιρετικά κρίσιμο ρόλο στη διαφύλαξη της πνευματικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Λειτούργησαν ως αληθινά προπύργια του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, διατηρώντας τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τη θρησκευτική ταυτότητα σε μια εποχή όπου οι κρατικοί θεσμοί ήταν είτε ανύπαρκτοι είτε εχθρικοί. Τα μοναστήρια της Ηλείας, όπως η Σκαφιδιά, οι Βλαχέρνες, το Πορετσού, η Άνω και Κάτω Δίβρη, η Κρεμαστή, το Φραγκοπήδημα και η Ρετεντούς, αποτέλεσαν κέντρα γραφής, αντιγραφής και διαφύλαξης χειρογράφων, συμβάλλοντας καθοριστικά στη συνέχεια της ελληνικής εθνικής συνείδησης και της πολιτιστικής μνήμη.

    Τα χειρόγραφα που διασώθηκαν από τα μοναστήρια της Ηλείας δεν είναι ευκαταφρόνητα ούτε ως προς τον αριθμό ούτε ως προς το περιεχόμενό τους, αποτελώντας πολύτιμες πηγές για την επιστημονική έρευνα. Ορισμένα από αυτά αντιγράφηκαν στα ίδια τα μοναστήρια όπου βρίσκονται σήμερα, ενώ άλλα μεταφέρθηκαν από αλλού, υποδηλώνοντας ένα ευρύτερο δίκτυο πνευματικής και πολιτιστικής ανταλλαγής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα περιλαμβάνουν έναν κώδικα της Σκαφιδιάς (υπ' αρ. 13 (5)) που ανήκε στον μητροπολίτη Ωλένης Ιωσήφ του 18ου αιώνα και φαίνεται να προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη, καθώς περιέχει ενθυμήσεις σχετικές με γεγονότα εκεί. Επίσης, ο κώδικας 35 (10) της Άνω Μονής Δίβρης αναγράφει ρητά ότι μεταφέρθηκε από το Άγιο Όρος, ενώ ένας ωραιότατος μουσικός κώδικας της Σκαφιδιάς ανήκε κάποτε στη μονή Κουτλουμουσίου. Η προέλευση ενός "Νομίμου" του 18ου αιώνα από το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Καλαβρύτων (αρ. 24) που περιήλθε στη βιβλιοθήκη των Βλαχερνών παραμένει άγνωστη.

    Το περιεχόμενο των χειρογράφων είναι ποικίλο, με ποσοτική υπεροχή των λειτουργικών, ηθικοδιδακτικών, νομοκανονικών και άλλων εκκλησιαστικού περιεχομένου κειμένων. Μεταξύ των ιδιαίτερου ενδιαφέροντος κειμένων συγκαταλέγονται ένα περγαμηνό Τετραευάγγελο του 13ου-14ου αιώνα από τη Μονή Πορετσού, το οποίο είναι το μοναδικό περγαμηνό χειρόγραφο από τις βιβλιοθήκες των μοναστηριών της Ηλείας. Άλλα παραδείγματα περιλαμβάνουν σπαράγματα πατερικών κειμένων, την "Πνευματική Μέλισσα", καθώς και "Βροντολόγια" και "Σεισμολόγια" από τη Μονή Φραγκοπηδήματος. Υπάρχουν επίσης λανθάνοντα κείμενα, όπως το εγκώμιο του Δανιήλ Κεραμέως στην Αικατερίνη Β΄ και μια, πιθανώς ψευδώνυμη, διατριβή κατά του διδασκάλου και διαφωτιστή Αθανασίου Ψαλίδα. Δεν λείπουν χαρακτηριστικά κείμενα της Τουρκοκρατίας, όπως η προφητεία του Αγαθαγγέλου και η οπτασία του Δανιήλ. Τα μουσικά χειρόγραφα, αν και δεν έχουν ακόμη επισύρει την προσοχή των ερευνητών της εκκλησιαστικής μουσικής, είναι επίσης σημαντικού ενδιαφέροντος.

    Οι διάφορες σημειώσεις και ενθυμήσεις που περιέχονται στα χειρόγραφα αποτελούν πολύτιμες πηγές, ρίχνοντας φως σε άγνωστα ή αμφισβητούμενα εκκλησιαστικά, πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Για παράδειγμα, μια ενθύμηση από τον κώδικα υπ' αρ. 27 (13) της Άνω Μονής Δίβρης αποκαλύπτει ότι η κώμη της Δίβρης βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία του Τούρκου Χουτουμάνη από τη Γαστούνη στα τέλη του 18ου αιώνα. Αυτή η πληροφορία αναιρεί παλαιότερες, αμάρτυρες γραφές που υποστήριζαν ότι οι Τούρκοι δεν εισήλθαν ποτέ στην περιοχή, προσφέροντας μια μοναδική μικροϊστορική ματιά στις τοπικές δυναμικές εξουσίας και την καθημερινή ζωή υπό την Οθωμανική κυριαρχία. Οι σημειώσεις αυτές, αν και φαινομενικά ασήμαντες, είναι κρίσιμες για τη διόρθωση και τον εμπλουτισμό του ιστορικού αρχείου.

    Επιπλέον, ο αείμνηστος μητροπολίτης Αντώνιος (1922-1945) μπόρεσε να εμπλουτίσει τον κατάλογο των αρχιερέων της επισκοπής Ηλείας και Ωλένης, βασιζόμενος κυρίως σε ενθυμήσεις από κώδικες της Σκαφιδιάς. Ορισμένες ενθυμήσεις, αναφερόμενες σε επίκαιρα γεγονότα, αποκαλύπτουν την ψυχική διάθεση των μοναχών που τις έγραψαν. Για παράδειγμα, στον κώδικα υπ' αρ. 29 της Άνω Μονής Δίβρης, αναγράφεται: "1821 του βαγγελισμοῦ ανιμερα εγινη η φοτια ης τιν πατρα οπου ἑσίκω σὰν επαναστασι η χριστιανι ης τους αβαρβαρρους". Αυτή η καταγραφή της έναρξης της Επανάστασης στην Πάτρα αποτυπώνει την οπτική γωνία του μοναχού και την ελπίδα για ελευθερία. Στον ίδιο κώδικα, ένας απλοϊκός μοναχός κρίνει δυσμενώς τα νομοθετικά μέτρα του κράτους επί των εκκλησιαστικών ζητημάτων το 1834, γράφοντας: "1834 χαλασμὸς τὸν μοναστιριῶν και τον εκλισιον και η κατεσκήνη του ειερατήου". Αυτές οι σημειώσεις αποτυπώνουν την αντίδραση και την απογοήτευση των μοναχών απέναντι στις κρατικές παρεμβάσεις στην εκκλησιαστική περιουσία και οργάνωση, καθιστώντας τα μοναστηριακά αρχεία βαρόμετρα του κοινωνικοπολιτικού κλίματος και παρέχοντας μια ανθρώπινη διάσταση στην ιστορική αφήγηση. Τέλος, οι ενθυμήσεις και οι ποικίλες σημειώσεις από τους κώδικες των ηλειακών μοναστηριών εμπλουτίζουν σημαντικά τον κατάλογο των βιβλιογράφων, κτητόρων κωδίκων και άλλων προσώπων της Τουρκοκρατίας.

    Η Επισκοπή κατά την Ελληνική Επανάσταση και το Νεοελληνικό Κράτος (1821 και μετά)

    Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, η Εκκλησία της Ηλείας συνέβαλε σημαντικά στον Αγώνα, τόσο υλικά όσο και ηθικά, αλλά και μέσω της θυσίας κληρικών όλων των βαθμίδων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συμβολής είναι ο Εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Ωλένης Φιλάρετος. Ο Φιλάρετος, καταγόμενος από την Κωνσταντινούπολη και μέλος της Φιλικής Εταιρείας, υπηρέτησε ως Επίσκοπος Ωλένης από το 1802 έως το 1821, με την έδρα του να βρίσκεται ιστορικά επιβεβαιωμένα στον Πύργο. Το 1816, ο Γάλλος περιηγητής Φρανσουά Πουκεβίλ τον συνάντησε στον Πύργο, αναφερόμενος σε αυτόν ως Μητροπολίτη Ωλένης, Γαστούνης και Πύργου. Τον Φεβρουάριο του 1821, η Οθωμανική διοίκηση κάλεσε τους αρχιερείς και τους προεστούς της Πελοποννήσου να παρουσιαστούν στην Τρίπολη, ως προληπτικό μέτρο ενόψει της επικείμενης εξέγερσης. Ο Φιλάρετος, μαζί με άλλους, προσήλθε στην Τρίπολη, όπου φυλακίστηκε και μαρτύρησε τον Σεπτέμβριο του 1821, λίγο πριν την απελευθέρωση της πόλης από τον τουρκικό ζυγό. Ο θάνατός του καταγράφεται από ιστορικούς της Επανάστασης, όπως ο Αμβρόσιος Φραντζής και ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος). Το μαρτύριο του Μητροπολίτη Φιλάρετου λειτούργησε ως ισχυρό σύμβολο για την Ελληνική Επανάσταση, ενισχύοντας την αφήγηση του ενεργού ρόλου της Εκκλησίας στον εθνικό αγώνα και παρέχοντας ηθική ώθηση για την ανεξαρτησία.

    Οι επιπτώσεις της Επανάστασης στα μοναστήρια και τα χειρόγραφα ήταν σημαντικές και συχνά καταστροφικές. Στη Μονή Σκαφιδιάς, τα βιβλία κάηκαν από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση, όπως πληροφορήθηκε ο Γάλλος Buchon το 1841. Στις Βλαχέρνες, οι μοναχοί αφηγήθηκαν στον Buchon ότι τα περισσότερα χειρόγραφα κάηκαν κατά την πυρπόληση της μονής από τον Ιμπραήμ. Στην Άνω Μονή Δίβρης, κατά τη διάρκεια των μαχών με τους Λαλαίους τον Ιούνιο του 1821, τα βιβλία χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή φυσεκίων, μια τραγική ένδειξη των πολεμικών αναγκών. Παραδίδεται επίσης ότι η Κάτω Μονή Δίβρης πυρπολήθηκε το 1809 από τους Λαλαίους, με καταστροφή ιερών σκευών, εικόνων και βιβλίων, αν και αυτή η πληροφορία δεν γίνεται δεκτή από τον μητροπολίτη Αντώνιο.

    Ωστόσο, παρά τις καταστροφές, υπήρξαν και αξιοσημείωτες προσπάθειες διαφύλαξης. Μια χαρακτηριστική ενθύμηση σε χειρόγραφο της Σκαφιδιάς (αρ. 17 - 656) δείχνει το μέλημα ενός μοναχού για την προφύλαξη του κατά την Επανάσταση: "Πὸς εγλιτοσα το 1821 αυτω τῶ χαρτίον απὸ τοῦς αγαρινοῦς εἶστερα ἁπο τόσας πυρπολίσις όπου έλαβε το Μοναστίριον". Οι μοναχοί των Βλαχερνών, κατά την κρίσιμη περίοδο του Αγώνα, μετέφεραν κειμήλια και βιβλία στη Ζάκυνθο για φύλαξη, από όπου και μετακομίστηκαν πίσω μετά την αποκατάσταση των πραγμάτων. Αυτή η διττή επίδραση της κρίσης στην πολιτιστική κληρονομιά – εκτεταμένες καταστροφές παράλληλα με αφοσιωμένες προσπάθειες διατήρησης – αναδεικνύει τις απελπιστικές συνθήκες του πολέμου, όπου τα πολιτιστικά αντικείμενα μπορούσαν τόσο να θυσιαστούν για την επιβίωση όσο και να προστατευθούν σχολαστικά ως σύμβολα ταυτότητας και συνέχειας.

    Μετά την Ελληνική Ανεξαρτησία, η Επισκοπή Ωλένης/Ηλείας υπέστη διαδοχικές αναδιοργανώσεις στο πλαίσιο του νεοελληνικού κράτους. Το 1833, ιδρύθηκε η Επισκοπή Ηλείας στο ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος. Το 1834, συγχωνεύθηκε με την Επισκοπή Πατρών, και το 1852, αποτέλεσαν μαζί την Αρχιεπισκοπή Πατρών και Ηλείας. Σημαντικός σταθμός ήταν η επανίδρυση της ανεξάρτητης Επισκοπής Ηλείας το 1899/1901 στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Τέλος, το 1922, αναβαθμίστηκε και μετονομάστηκε σε Μητρόπολη Ηλείας. Σήμερα, λειτουργεί ως η Ιερά Μητρόπολη Ηλείας και Ωλένης. Οι επαναλαμβανόμενες αυτές αναδιοργανώσεις αντανακλούν την εξελισσόμενη και συχνά αμφιλεγόμενη σχέση μεταξύ του νεοσύστατου κράτους και της Εκκλησίας. Οι διοικητικές αυτές αλλαγές δεν ήταν απλώς εκκλησιαστικές, αλλά συνδέονταν στενά με τις προσπάθειες του κράτους να συγκεντρώσει την εξουσία, να ορίσει την εθνική ταυτότητα και να εντάξει τους θρησκευτικούς θεσμούς στη νέα πολιτική τάξη.

    Από το 1901 και μετά, την περιοχή ποίμαναν σημαντικές εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες, όπως οι αρχιερείς Δαμασκηνός Σπηλιωτόπουλος (1901-1917), Αντώνιος Πολίτης (1922-1945), Γερμανός Α΄ Γκούμας (1945-1968), Αθανάσιος Α΄ Βασιλόπουλος (1968-1981), Γερμανός Β΄ Παρασκευόπουλος (1981-2022) και ο σημερινός Μητροπολίτης Αθανάσιος Β΄ Μπαχός (2022-σήμερα). Ο Μητροπολίτης Αντώνιος, ειδικότερα, συνέβαλε σημαντικά στην ιστορική έρευνα, καταρτίζοντας έναν κατάλογο των αρχιερέων της επισκοπής Ηλείας και Ωλένης βασιζόμενος σε ενθυμήσεις από κώδικες, κυρίως της Σκαφιδιάς. Ο σημερινός Μητροπολίτης Ηλείας κ. Αθανάσιος, πρόσφατα, βρήκε και παρέλαβε για φύλαξη ένα ωραίο περγαμηνό τετραευάγγελο του 13ου-14ου αιώνα από το μοναστήρι του Πορετσού.

    Συμπεράσματα και Προοπτικές

    Η ιστορική πορεία της Επισκοπής Ωλένης Ηλείας, από την ίδρυσή της στη Βυζαντινή περίοδο έως τη σημερινή της μορφή ως Μητρόπολη Ηλείας και Ωλένης, αποδεικνύει την αδιάλειπτη παρουσία και τον κεντρικό ρόλο της Εκκλησίας στην περιοχή. Η μελέτη των μοναστηριακών χειρογράφων της Ηλείας, όπως αναδεικνύεται από την έρευνα, είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση αυτού του παρελθόντος. Τα χειρόγραφα αυτά δεν είναι ευκαταφρόνητα ούτε ως προς τον αριθμό ούτε ως προς το περιεχόμενο, προσφέροντας νέα στοιχεία για την επιστημονική έρευνα. Παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για εκκλησιαστικά, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, καθώς και για την ψυχική διάθεση των μοναχών που τα συνέγραψαν.

    Η διαχρονική ανθεκτικότητα της εκκλησιαστικής αυτής κληρονομιάς είναι αξιοσημείωτη. Η συγκέντρωση και διαφύλαξη των χειρογράφων, παρά τους αιώνες ξένης κυριαρχίας, τις πολεμικές συγκρούσεις (συμπεριλαμβανομένης της Ελληνικής Επανάστασης, της Ιταλο-γερμανικής κατοχής 1941-1944 και του εμφυλίου πολέμου 1946-1949, κατά τις οποίες οι μοναστηριακές βιβλιοθήκες δεν θίχτηκαν καθόλου), οφείλεται κυρίως στα μέλη της μοναχικής αδελφότητας. Αυτή η αφοσίωση στη διατήρηση του πνευματικού πλούτου υπογραμμίζει τον ρόλο των μοναστηριών ως θεματοφυλάκων της ελληνικής ταυτότητας και της Ορθοδοξίας.

    Οι προοπτικές για τη μελλοντική έρευνα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές. Η συνεχής μελέτη αυτών των χειρογράφων μπορεί να εμπλουτίσει περαιτέρω την κατανόηση της ιστορίας, του πολιτισμού και της εκκλησιαστικής ζωής της Ηλείας. Η ανακάλυψη λανθανόντων κειμένων και η εμβάθυνση στις ενθυμήσεις των μοναχών μπορούν να αποκαλύψουν νέες αφηγήσεις και να διορθώσουν υπάρχουσες ιστορικές παραδοχές, προσφέροντας μια πιο ολοκληρωμένη και πολυδιάστατη εικόνα του παρελθόντος. Η συστηματική καταγραφή και ψηφιοποίηση αυτού του υλικού θα διασφαλίσει την προσβασιμότητά του για τις μελλοντικές γενιές ερευνητών, συμβάλλοντας στη διαρκή ανανέωση της ιστορικής γνώσης.

    Πηγές αναφοράς

    1. Βυζαντινή Περίοδος. - Pyrgos Archaeological Museum, https://pyrgosmuseum.ilia-olympia.org/%CE%B2%CF%85%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%AE/ 2. Metropolis of Elis and Olena - Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Metropolis_of_Elis_and_Olena 3. Ιερά Μητρόπολις Ηλείας: ιστορική εξέλιξη – σημερινή κατάσταση, https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/42115 4. Ιστορικά Στοιχεία Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας | Ιερά Μητρόπολη Ηλείας, http://imilias.gr/istorika-stoiheia-ieras-mitropoleos-ileias 5. Ο Επίσκοπος Ωλένης Φιλάρετος – romesi.gr, https://romesi.gr/?p=2185 6. ΠΡΟΒΟΛΗ ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ : ΄΄ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ..., https://www.imilias.gr/proboli-dramatopoiimenis-tainias-episkopos-olenis-filaretos-sti-tk-xylokeras 7. Ιερά Μητρόπολη Ηλείας και Ωλένης - ecclesia.gr, https://www.ecclesiagreece.gr/ecclesiajoomla/index.php/el/metropoleis/eleias-kai-olenes 8. Βιογραφικό Μητροπολίτη - Ιερά Μητρόπολη Ηλείας, https://www.imilias.gr/mitropolitis 9. Μητροπολίτης π. Ηλείας Αντώνιος Πολίτης (+ 13-11-1963) - Users.sch.gr, http://users.sch.gr/markmarkou/1963/koim/antonios_politis.htm


    Σάββατο 2 Αυγούστου 2025

    Άφιξη της εικόνας της Παναγίας της Τήνου στον Πειραιά 04/03/1964


     Ο Ηγούμενος της Μονής Τήνου αποβιβάζεται από το αντιτορπιλικό «Σφενδόνη» στη νηοδόχη της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων κρατώντας την εικόνα της Παναγίας της Τήνου, η οποία μεταφέρεται στην Αθήνα προκειμένου να τοποθετηθεί στο προσκέφαλο του βαρύτατα αρρώστου Βασιλιά Παύλου. Την εικόνα υποδέχονται ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Β΄, ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Γεώργιος Παπανδρέου, ο Υπουργός Οικονομικών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης Πέτρος Γαρουφαλιάς, ο Υπουργός Εσωτερικών Ιωάννης Τούμπας και άλλοι επίσημοι. Την εικόνα παραλαμβάνει ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος επιβιβάζεται σε αυτοκίνητο προκειμένου να τη μεταφέρει στα Βασιλικά Ανάκτορα του Τατοΐου και να την τοποθετήσει στο προσκέφαλο του Βασιλιά Παύλου.


    Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

    Χάλκινο καζάνι 1.400 ετών ανακαλύφθηκε στο Μωσαϊκό Σπίτι της Περγάμου

     

    Χάλκινο καζάνι 1.400 ετών ανακαλύφθηκε στο Μωσαϊκό Σπίτι της Περγάμου

    Ένα σπάνιο χάλκινο καζάνι από την Ύστερη Αρχαιότητα ανακαλύφθηκε στην αυλή του οικιστικού συγκροτήματος της Ρωμαϊκής εποχής στην Πέργαμο, τη σημερινή Πέργαμο στη δυτική Τουρκία. Το καζάνι είναι άθικτο και στην αρχική του κατάσταση. Εκτιμάται ότι χρονολογείται στον 7ο αιώνα, όταν η πολυτελής κατοικία, μια περίστυλη βίλα γνωστή ως Mosaic House λόγω των περίτεχνων ψηφιδωτών δαπέδων της, εγκαταλείφθηκε αφού κάηκε σε μια αραβική επιδρομή.

    Το χάλκινο καζάνι βρέθηκε μέσα σε μια πισίνα από πέτρινες πλάκες στην κεντρική αυλή. Φαίνεται ότι είχε ριχτεί στην πισίνα λίγο πριν εγκαταλειφθεί η βίλα και ως εκ τούτου δεν ανακτήθηκε ποτέ, παρά την υψηλή αξία του χάλκινου αγγείου.

    Ο Διευθυντής Ανασκαφών, Καθηγητής Δρ. Σεζγκίν, δήλωσε: «Ο χαλκός ήταν ένα σημαντικό υλικό, ειδικά σε κατασκευές αυτού του τύπου, στην αρχαιότητα. Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα υλικά στην καθημερινή ζωή ήταν η τερακότα ή τα κεραμικά προϊόντα. Ωστόσο, ο χαλκός είναι ένα ακριβό και πολύτιμο υλικό. Ως εκ τούτου, χρησιμοποιήθηκε σε πιο εξειδικευμένους τομείς και για συγκεκριμένους σκοπούς. Το χάλκινο καζάνι που βρέθηκε εδώ βρέθηκε στην αρχική του θέση, στην αρχική του κατάσταση. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα, εγκαταλείφθηκε και δεν ξανααγγίχτηκε ποτέ. Το ανακαλύψαμε. Αυτό είναι πολύ σημαντικό επειδή μας δείχνει τα υλικά της κατασκευής στην τελική φάση χρήσης τους, όπως ήταν. Αυτό παρέχει άμεσες πληροφορίες για την πολιτιστική κατανόηση, τα πρότυπα χρήσης και την καθημερινή ζωή εκείνης της περιόδου».

     

    Η Πέργαμος κατοικήθηκε τουλάχιστον από τον 8ο αιώνα π.Χ. και με την πάροδο των αιώνων βρισκόταν εναλλάξ υπό τον έλεγχο Ελλήνων συμμάχων και της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ο Μέγας Αλέξανδρος την απελευθέρωσε οριστικά από τον περσικό έλεγχο. Μόνο λίγα αντικείμενα από την αρχαϊκή πόλη σώζονται και ένα μικρό τμήμα τείχους και θεμελίων από δύο ναούς του 4ου αιώνα. Έγινε η πρωτεύουσα του Ατταλιδικού Βασιλείου της Περγάμου από τον 3ο αιώνα π.Χ. Οι Ατταλιδοί βασιλείς ήθελαν να μετατρέψουν την πόλη σε μια «δεύτερη Αθήνα», γι' αυτό και την ξαναέχτισαν πλήρως σε μνημειώδη κλίμακα. Άκμασε σε ένα σημαντικό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού με μια φημισμένη βιβλιοθήκη, ένα θέατρο και μια τεράστια ακρόπολη στην κορυφή του λόφου. Ο μνημειώδης Βωμός της Περγάμου, που τώρα βρίσκεται στο μουσείο που είναι αφιερωμένο σε αυτόν στο Βερολίνο, θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα της ελληνιστικής τέχνης και αρχιτεκτονικής.

    Ο τελευταίος βασιλιάς κληροδότησε την πόλη στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία το 133 π.Χ. και αυτή απορροφήθηκε από τη Ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας. Υπό τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Πέργαμος επεκτάθηκε και ανακαινίστηκε ξανά, και μέχρι τα μέσα του 2ου αιώνα ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ρωμαϊκής Ασίας. Το ιερό της αφιερωμένο στον Ασκληπιό ήταν κέντρο υγείας και θεραπείας διάσημο σε όλη την αυτοκρατορία, και ο Γαληνός, ο εξέχων γιατρός του 3ου αιώνα, γεννήθηκε εκεί και έλαβε την εκπαίδευσή του στο Ασκληπιείο.

    Η πόλη υπέστη ζημιές από σεισμούς και επιδρομές Γότθων τον 3ο αιώνα, και η οικονομία της έφτασε στα πρόθυρα της κατάρρευσης κατά τη διάρκεια της Κρίσης του Τρίτου Αιώνα (235–284 μ.Χ.). Ανέκαμψε κάπως τον 4ο αιώνα, αλλά επανήλθε στην πιο οχυρωμένη ακρόπολη υπό την πίεση των επαναλαμβανόμενων αραβικών επιδρομών τον 7ο αιώνα, ενώ η υπόλοιπη μεγάλη ελληνιστική και ρωμαϊκή πόλη εγκαταλείφθηκε στην καταστροφή.

    Το Μωσαϊκό Σπίτι χτίστηκε κατά την ακμή της πόλης μεταξύ του 2ου και του 3ου αιώνα και αργότερα τροποποιήθηκε επανειλημμένα. Τα περίτεχνα ψηφιδωτά δάπεδα διαθέτουν φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα σε διάφορα χρώματα, μοτίβα δημοφιλή στα ελληνικά ψηφιδωτά έργα που βρέθηκαν στα πλούσια σπίτια της Ανατολίας τον 3ο και 4ο αιώνα.

    Στο συγκρότημα των βιλών έχουν βρεθεί ενδιαφέροντα στοιχεία που ανακυκλώθηκαν από άλλες τοποθεσίες, με πιο αξιοσημείωτο ένα σφραγισμένο κεραμίδι στέγης από την ελληνιστική εποχή με την ένδειξη «Βασιλική», που σημαίνει «ανήκει στον βασιλιά». Αυτά χρησιμοποιούνταν σε βασιλικά κτίρια στην ακρόπολη, αλλά το παράδειγμα που βρέθηκε στο Μωσαϊκό Σπίτι είναι το μόνο πλήρως άθικτο σφραγισμένο που βρέθηκε στην Πέργαμο. Ένα άλλο ανακυκλωμένο κομμάτι βρέθηκε στην ίδια πισίνα της αυλής όπου βρέθηκε το χάλκινο καζάνι: πρόκειται για μια συγκινητική επιτύμβια στήλη με την επιγραφή «Το πιο γλυκό παιδί στον κόσμο», που παρήγγειλε η μητέρα του. Είναι διακοσμημένη με ένα σκαλιστό του παιδιού και του σκύλου του να κυνηγούν κουνέλια.

    Στο σημείο έχουν βρεθεί τάφοι βυζαντινής εποχής, μερικές από τις τελευταίες βυζαντινές ταφές στην Πέργαμο πριν από την ισλαμική κατάκτηση. Αρκετοί από τους τάφους περιείχαν περισσότερες από μία ταφές, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι πόροι ήταν σπάνιοι στην Πέργαμο τις τελευταίες ημέρες της βυζαντινής κυριαρχίας. 

    thehistoryblog.com

    Η ίδρυση και ανασυγκρότηση μονών κατά τον 14ο αι. στο Άγιον Όρος.

     


    Υπάρχουν στιγμές στην Ιστορία που, παρά τα σύννεφα και τις φουρτούνες, κάποια σημεία του χάρτη όχι μόνο επιβιώνουν αλλά ανθούν. Κάπως έτσι ήταν το Άγιο Όρος τον 14ο αιώνα. Ενώ η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έβλεπε τη δύναμή της να φθίνει, ο θρύλος του Όρους μεγάλωνε. Ανάμεσα σε δύσκολους καιρούς, φωτίστηκαν τέσσερις μονές: Διονυσίου, Παντοκράτορος, Σίμωνος Πέτρας, Άγιος Παύλος. Ο καθένας τους χώρος γεμάτος από ιστορίες, πάθος για δημιουργία και πολύ ιδρώτα.

    Μονή Διονυσίου: Από έναν πύργο, ένα μεγαλείο

    Το ξεκίνημα έγινε χάρη σ’ έναν χαρισματικό μοναχό με όραμα, τον όσιο Διονύσιο. Με τη βοήθεια ηγεμόνων και αυτοκρατόρων, έστησε πρώτα έναν πύργο στην πλαγιά του βράχου – σαν να φύτεψε μια σημαία ελπίδας. Οι πυρκαγιές και οι καταστροφές δεν τον σταμάτησαν: η μονή ξαναστήθηκε επιβλητική και το καθολικό μεθάει τον επισκέπτη με τον πλούσιο, αυθεντικά κρητικό διάκοσμό του. Και καλά κρατεί μέχρι σήμερα την αύρα εκείνου του παλιού θαυμαστού πάθους.

    Μονή Παντοκράτορος: Φρούριο και φάρος πίστης

    Λίγο πιο βόρεια, δυο αδέλφια της βυζαντινής ελίτ έχτισαν τη δικιά τους «πολιτεία». Ο Παντοκράτορας μοιάζει περισσότερο με κάστρο παρά με μοναστήρι – όλα τότε γύρω απειλούνταν, όλος ο κόσμος ήταν ασταθής. Μέσα όμως, το καθολικό φέρει ζωγραφιές που ξεπερνούν το χρόνο, γεμάτες χρώμα, συγκίνηση και επιρροές από τη μεγάλη Σχολή του Πανσέληνου και την ψυχή της Θεσσαλονίκης. Κάθε πέτρα, κάθε εικόνα, κάθε βιβλίο στη βιβλιοθήκη είναι ένα αποτύπωμα της ανάγκης του ανθρώπου να αντισταθεί στην παρακμή μέσω της τέχνης.

    Σιμωνόπετρα: Αρχιτεκτονικό ποίημα πάνω στον γκρεμό

    Αν ανέβεις ή αν βλέπεις από μακριά, η Σιμωνόπετρα φαίνεται να ισορροπεί ανάμεσα ουρανό και βράχο. Γερασμένοι μοναχοί έλεγαν ότι στην κορυφή αυτού του απίθανου βράχου διάλεξε να χτίσει ο όσιος Σίμων το όνειρό του – μια καινούρια «Βηθλεέμ». Δέσποζε στα σύννεφα, κι ας πέρασε φωτιές, πολέμους και φτώχεια. Την απογείωσε εντυπωσιακά και ο Σέρβος Ουγκλέσης το 1368. Τα βημόθυρα του τέμπλου σήμερα σώζονται για να μας θυμίζουν πόσο πολύτιμη ήταν η τέχνη, αλλά και τα υπόλοιπα κάηκαν στη μνήμη και στην καρδιά του τόπου.

    Άγιος Παύλος: Ταπεινοσύνη και μεγαλοσύνη μαζί

    Η μονή αυτή έχει κάτι σπάνιο: χτισμένη από τον όσιο Παύλο, κατάφερε να επιβιώσει σε φουρτούνες, να ερημωθεί και να αναστηθεί ξανά και ξανά, με τη βοήθεια Σέρβων μονάχων, αλληλέγγυων ευγενών και δωρητών από τα Βαλκάνια. Το καθολικό, αφιερωμένο στη Θεοτόκο και τον Άγιο Γεώργιο, κρατάει μέχρι σήμερα μια περίεργη μυσταγωγία. Εκεί μέσα μπορείς να σταθείς και να αφουγκραστείς την τελετουργία, το πανάρχαιο δέος και τον αντίλαλο αιώνων μοναστικής ζωής... Στο σκευοφυλάκιο βρίσκεις θησαυρούς τέχνης και πίστης – από τις παλιές εικόνες με τα χαρακτηριστικά της σχολής της Μακεδονίας αλλά και της διάσημης κρητικής ζωγραφικής μέχρι τα πολυτιμότερα κειμήλια.

    Πίσω από τη φήμη, την τέχνη και τον πλούτο συνωμοτούν ουσιαστικά η δύναμη του ανθρώπινου ονείρου και η συλλογική μνήμη. Κανείς δεν έμεινε μόνος – οι μοναχοί, οι καλλιτέχνες, οι ηγεμόνες κι οι ανώνυμοι εργάτες έβαλαν το χέρι τους σε κάθε πέτρα και κάθε ζωγραφιά. Όταν λες πως η τέχνη σώζει, εδώ το αισθάνεσαι: το Άγιο Όρος κράτησε όρθια την παράδοση, πάλεψε για να λάμψει ο λόγος, η εικόνα, η προσευχή. Και, ίσως το πιο σπουδαίο, έδωσε στην Ορθοδοξία μια ταυτότητα που αγγίζει ακόμη, τόσους αιώνες μετά, τις ψυχές όσων ανεβαίνουν αυτά τα πέτρινα μονοπάτια.

    Αλλά ας δούμε τις μονές μία-μία και ξεχωριστά και ας αφήσουμε το δέος να μας περιβάλλει...

    Μονή Διονυσίου: Από τον πύργο των θαυμάτων στη «φωλιά» του Τιμίου Προδρόμου


    Αν περπατήσεις στον στενό ακρωτήρι της νοτιοδυτικής πλευράς του Άθωνα, η Διονυσίου δε μοιάζει απλώς με μοναστήρι: μοιάζει με φρούριο, με πολυκατοικία άλλης εποχής, που είναι «καρφωμένη» στο βράχο, αγκαλιάζοντας τη θάλασσα. Η αρχή της ιστορίας της ξεκινά στα μέσα του 14ου αιώνα, γύρω στο 1374, με πρωταγωνιστή τον όσιο Διονύσιο από την Καστοριά, άνθρωπο με όραμα, που βρήκε αρωγό τον ίδιο τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό. Χτίζει πρώτα έναν πύργο, σύμβολο αμυντικό και ελπίδας, έπειτα με χορηγίες και προσπάθειες, χτίζεται ολόκληρο συγκρότημα που δεν σταματά να μεγαλώνει.

    Η Διονυσίου έζησε πυρκαγιές, λεηλασίες και χρόνους δύσκολους, αλλά πάντα «σηκωνόταν», με στήριξη ηγεμόνων της Μολδαβίας, της Βλαχίας, ακόμα και με... οικογενειακά δίκτυα προστασίας (ο ίδιος ο αδελφός του οσίου, Θεοδόσιος, είχε ισότιμο ρόλο στις επαφές με τους χορηγούς). Η πνευματική της αντοχή φαίνεται και στον πλούτο της βιβλιοθήκης της, τα χειρόγραφα, τα πολύτιμα κειμήλια και πάνω απ’ όλα το Καθολικό της –ένα αρχιτεκτονικό διαμάντι με ζωγραφικό διάκοσμο από αθωνίτικα και κρητικά εργαστήρια.

    Οχυρωμένη, με ψηλές πτέρυγες, εξώστες, παρεκκλήσια διάσπαρτα, υδραγωγείο και ξύλινες επενδύσεις– μια μικρή πολιτεία, που εκπέμπει πάντοτε την αρχέγονη ασφάλεια που αποζητά η ψυχή σε ταραγμένους αιώνες. Στο εσωτερικό, οι τοιχογραφίες, οι εικόνες και οι ξυλόγλυπτες δημιουργίες μιλούν για μια βαθιά πνευματική και ταυτόχρονα κοσμοπολίτικη κοινωνία μοναχών που συνάντησε, ανανέωσε και προσάρμοσε τα μεγάλα ρεύματα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης στη δική της καθημερινότητα.

    Μονή Παντοκράτορος: Τα τείχη που γίνονται παράθυρα στην τέχνη


    Τα τείχη της Παντοκράτορος, χτισμένης σ’ ένα λόφο κοντά στη θάλασσα, βγάζουν προς τα έξω τη φρουριακή πλευρά του Αγίου Όρους – μα μέσα της κρύβει κανονική καλλιτεχνική γιορτή. Η ιστορία της αρχίζει με δύο αδέλφια βυζαντινούς αξιωματούχους, τον Αλέξιο και τον Ιωάννη, γύρω στα 1357, που ονειρεύτηκαν ένα μοναστήρι μεγάλο, ακόμα και για τα δεδομένα του Άθωνα.

    Πύργοι, προμαχώνες, ισχυρά τείχη, με αμυντικό σχέδιο στο απόγειο της βυζαντινής ανασφάλειας, αλλά συγχρόνως μια βουτιά στην εικαστική μεγαλοπρέπεια. Το Καθολικό της, χτισμένο στον χαρακτηριστικό αγιορείτικο τύπο του τρίκογχου σταυροειδούς ναού, γίνεται άμβωνας τέχνης. Σώζει ακόμα στον κύριο ναό τοιχογραφίες που μαρτυρούν αμεσότητα με τους μεγάλους ζωγράφους της Σχολής Πανσέληνου και επιρροές της κοσμοπολίτικης Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης, ενώ οι γιγάντιες μορφές της Δέησης παραπέμπουν στις λαμπρές συνθέσεις της Αγίας Σοφίας. Ακόμα και σήμερα οι προσκυνητές στέκονται με δέος μπροστά στη θαυματουργή Γερόντισσα, τη μυστική συλλογή εικόνων και τα πολύτιμα μικροαντικείμενα που σώθηκαν στο χρόνο.

    Η Παντοκράτορος υπήρξε επίκεντρο λόγιων μοναχών και βιβλιογραφικών εργαστηρίων –μια μικρή κιβωτός γνώσης, εικόνας και ιστορίας μπλεγμένης με χορηγίες αυτοκρατόρων, πατριαρχών, βαλκάνιων και σλάβων ηγεμόνων. Κάθε γωνιά, κάθε μαρμάρινο προσκυνητάρι και κάθε τοίχος της κουβαλά τη μνήμη ενός κόσμου που πολεμούσε τη λήθη μέσω της ομορφιάς και της γνώσης

    Μονή Σίμωνος Πέτρας: Το θαύμα του γκρεμού και της επιμονής


    Στα πιο απόκρημνα βράχια του Άθωνα, η Σιμωνόπετρα μοιάζει ανέκαθεν σαν να αψηφούσε τη βαρύτητα. Ιδρυμένη από τον όσιο Σίμωνα το 1257, πήρε τη σημερινή της τελική μορφή χάρη στη μεγάλη ανακαίνιση που έκανε το 1368 ο Σέρβος δεσπότης Ιωάννης Ούγκλεσης, με αφορμή ένα θαύμα που συνέβη στον τάφο του αγίου. Ένα μοναστήρι-θαύμα, σαν να ήθελε ο θεός να κρεμάσει ένα «φανό» πάνω απ’ τον γκρεμό.

    Η αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα της Σιμωνόπετρας είναι θρυλική: ψηλές, κατακόρυφες προσθήκες και πολύπλοκα κτίσματα που στεγάζουν δραστήρια κοινωνία μοναχών πάνω σε ελάχιστο χώρο. Η πνευματική της ακτινοβολία τροφοδοτήθηκε και από τις διαδοχικές καταστροφικές πυρκαγιές, με πιο οδυνηρή αυτή του 1580, που σάρωσε σχεδόν κάθε παλιά καλλιτεχνική μνήμη. Παρ’ όλα αυτά, βημόθυρα του 14ου αιώνα με μοναδικό διάκοσμο, έργα προερχόμενα από σπουδαία εργαστήρια της εποχής, επέζησαν και θεωρούνται σήμερα κομψοτεχνήματα ώριμης παλαιολόγειας τέχνης.

    Η ζωή της μονής ήταν γεμάτη ανατροπές: περίοδοι ακμής, φτώχειας, ανακατασκευών, αλλεπάλληλων χορηγιών – από τη Σερβία και τα Βαλκάνια μέχρι τη Βλαχία και τη Μολδαβία. Η Σιμωνόπετρα από τότε μέχρι σήμερα εστιάζει στον αγώνα όχι μόνο της πνευματικότητας, αλλά και της αρχιτεκτονικής τόλμης και της επιμονής· κι όλα αυτά ανάμεσα σε σύννεφα και πέτρες, σαν ζωντανό θαύμα πάνω από το Αιγαίο.

    Μονή Αγίου Παύλου: Μια ιστορία πίστης και δεύτερης ευκαιρίας


    Αν η μοίρα της Αγίου Παύλου έδινε μαθήματα, θα ήταν στη δύναμη του να σηκώνεσαι ξανά και να χτίζεις από την αρχή. Η αρχική της ίδρυση χάνεται στους αιώνες (πιθανότατα στον 10ο), όμως ο 14ος αιώνας τη βρίσκει εγκαταλειμμένη – ώσπου δυο Σέρβοι μοναχοί (Αντώνιος Παγάσης και Γεράσιμος Ραδώνιας) ξεκινούν τη μεγάλη επανίδρυση. Με τη γενναία στήριξη της ισχυρής οικογένειας Μπράνκοβιτς και άλλων χορηγών, η μονή ανασταίνεται, αποκτά νέα λάμψη και επεκτείνεται.

    Το Καθολικό της, αρχιτεκτονικά στηριγμένο κυριολεκτικά πάνω στους βράχους, αιωρείται μεταξύ ουρανού κι απλώνει την αύρα της πίστης. Αφιερωμένο στη Θεοτόκο και στον Άγιο Γεώργιο, με κτητορικές τοιχογραφίες σπάνιας τέχνης, κουβαλά ζωγραφιές, εικόνες και κειμήλια που φέρνουν κοντά τη μακεδονίτικη ζωγραφική με το βαλκανικό μεγαλείο και την ανεπιτήδευτη πνευματικότητα. Τα Τίμια Δώρα των Μάγων, που έφερε από την Πόλη στην Αγίου Παύλου η Μάρα Μπράνκοβιτς –κόρη και σύζυγος ηγεμόνων, σύμβολο γυναίκας-διαμεσολαβήτριας ανάμεσα σε πολιτισμούς– αποτελούν θησαυρό και πηγή έμπνευσης.

    Περαστικοί από εποχές κατοχής και παρακμής, οι μοναχοί κράτησαν τη ζωή της μονής δημιουργικά, με ανασκαφές, νέα Κελλιά, βιβλιοθήκη που τολμούσε να συνδιαλέγεται με τους διανοούμενους της εποχής και με προσκυνητές από κάθε ορθόδοξη γη. Η συνέχεια της παράδοσης, η αντοχή στη φθορά, η στροφή προς τη συλλογικότητα σε μια εποχή ατομισμού – όλα συναντώνται ακόμα ανάμεσα στους βράχους και τις στριφογυριστές σκάλες της Αγίου Παύλου.

    δια χειρός αλεξίου

    31.07.2025

    Ρενέ ντε Ανζού: Ο μεσαιωνικός βασιλιάς χωρίς βασίλειο

     

    Ρενέ ντε Ανζού: Ο μεσαιωνικός βασιλιάς χωρίς βασίλειο


    Στο πλούσιο σε στρώσεις ταπισερί της μεσαιωνικής Ευρώπης, λίγες μορφές είναι τόσο αινιγματικές και αξιαγάπητες όσο ο Ρενέ του Ανζού - ένας πρίγκιπας με ευγενείς τίτλους, υψηλά όνειρα και ευγενική καρδιά, που θυμάται περισσότερο για την καλλιτεχνική του ψυχή παρά για τις στρατιωτικές του κατακτήσεις. Αποκαλούμενος από ορισμένους ως ο «Καλός Βασιλιάς Ρενέ» και από άλλους, πιο ειρωνικά, ως «ο βασιλιάς χωρίς βασίλειο», η ιστορία της ζωής του είναι ένα περίεργο μείγμα ιπποτικών ιδανικών, αποτυχημένων αξιώσεων και πολιτιστικής κληρονομιάς.

    Μια Βασιλική Συλλογή Τίτλων

    Ο Ρενέ λαμβάνει ένα χειρόγραφο το 1459 – De situ orbis geographia – Albi Ms77

    Γεννημένος το 1409 στο Κάστρο της Ανζέ, ο Ρενέ κληρονόμησε μια εκπληκτική ποικιλία τίτλων σε όλη του τη ζωή: Βασιλιάς της Νάπολης, της Ιερουσαλήμ και της Αραγωνίας· Δούκας του Ανζού, του Μπαρ και της Λωρραίνης· και Κόμης της Προβηγκίας, του Πεδεμοντίου και άλλων. Ωστόσο, ενώ η υπογραφή του μπορεί να έσταζε μεγαλοπρέπεια, η πραγματικότητα ήταν πιο επισφαλής.

    Οι διεκδικήσεις του Ρενέ σε πολλούς από αυτούς τους θρόνους προήλθαν μέσω περίπλοκων κληρονομιών ή συζυγικών συμμαχιών. Στέφθηκε βασιλιάς της Νάπολης το 1435, μόνο και μόνο για να χάσει το βασίλειο από τους Αραγωνέζους μέσα σε λίγα χρόνια. Η διεκδίκησή του στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ ήταν εντελώς συμβολική - η Ιερουσαλήμ είχε περιέλθει προ πολλού σε μουσουλμανικές δυνάμεις, αλλά ο τίτλος παρέμενε θέμα δυναστικής υπερηφάνειας στις ευρωπαϊκές αυλές.

    Ένας μονάρχης με καρδιά ποιητή

    Livre du cœur d'amour épris – ÖNB – Cod.Vid.2597 fol. 33r

    Σε αντίθεση με πολλούς συγχρόνους του, βασιλιάδες πολεμιστές, ο Ρενέ ήταν πάνω απ' όλα άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών. Ζωγράφιζε, έγραφε ποίηση, συνέθετε αλληγορικές ιστορίες και σχεδίαζε περίτεχνες εκδηλώσεις και τουρνουά. Το έργο του Livre du Cœur d'Amour Épris (« Το βιβλίο της καρδιάς που καταλαμβάνεται από τον έρωτα ») είναι μια ρομαντική αλληγορία γεμάτη μελαγχολία και ιδεαλισμό, που αντανακλά τις ευαισθησίες ενός περιπλανώμενου ιππότη σε μια εποχή που ήδη κλίνει προς την Αναγέννηση.

    Η αυλή του Ρενέ —ειδικά στην Αιξ-αν-Προβάνς— έγινε καταφύγιο καλλιτεχνών, ποιητών και στοχαστών. Περιέβαλε τον εαυτό του με διαφωτιστές, μουσικούς και αρχιτέκτονες και διατηρούσε αλληλογραφία με ουμανιστικούς κύκλους.

    Ο ευγενικός βασιλιάς της Προβηγκίας

    Ο Ρενέ απεικονίζεται στα αρχεία του Tarascon – Wikimedia Commons

    Αφού έχασε το ναπολιτάνικο στέμμα και την πολιτική του επιρροή στη Λωρραίνη, ο Ρενέ εγκαταστάθηκε στην Προβηγκία, όπου έγινε αγαπητή τοπική προσωπικότητα. Σε αντίθεση με πολλούς μεσαιωνικούς ηγεμόνες, οι οποίοι ήταν γνωστοί για τη φορολόγηση των αγροτών και τη διεξαγωγή αδιάκοπων πολέμων, ο Ρενέ έχαιρε θαυμασμού για τη δικαιοσύνη του, τη φιλανθρωπία του, ακόμη και για την ιδιοσυγκρασία του. Συχνά τον έβλεπαν να περπατάει ανάμεσα στον λαό του, να ανταλλάσσει καλά λόγια και να ακούει τα παράπονά του.

    Η δημοτικότητά του στην περιοχή ήταν τέτοια που μέχρι σήμερα, η λαϊκή παράδοση της Προβηγκίας τον θυμάται ως τον bon roi René — έναν ηγεμόνα που δεν τον φοβόντουσαν, αλλά τον αγαπούσαν.

    Κληρονομιά Πέρα από τους Θρόνους

    Αν και οι πολιτικές φιλοδοξίες του Ρενέ ματαιώθηκαν ως επί το πλείστον, η πολιτιστική του επιρροή παρέμεινε. Υποστήριξε την παραγωγή εικονογραφημένων χειρογράφων, τη διακόσμηση κήπων και τη θρησκευτική τέχνη. Η Ταπισερί της Αποκάλυψης , αν και παραγγέλθηκε από τον πατέρα του, διατηρήθηκε και εκτέθηκε υπό το άγρυπνο βλέμμα του Ρενέ στην Ανζέ - σήμερα, παραμένει ένα από τα πιο αξιοσημείωτα μεσαιωνικά έργα τέχνης στην Ευρώπη.

    Ο Ρενέ πέθανε το 1480, ήσυχα, στην Αιξ-αν-Προβάνς. Χωρίς άμεσο άρρεν κληρονόμο για να συνεχίσει τον οίκο του, η Κομητεία της Προβηγκίας πέρασε στο γαλλικό στέμμα, εντάσσοντας την περιοχή στο αναπτυσσόμενο βασίλειο της Γαλλίας.

    Από τον Λόρις Σεβαλιέ

    www.medievalists.net

    Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

    Η Πρέβεζα, το Κοντινέντε, ο Αλή πασάς Δύο ανέκδοτα έγγραφα του Αβδουλάχ και του Αλή πασά

    Η Πρέβεζα, το Κοντινέντε, ο Αλή πασάς Δύοανέκδοτα έγγραφα του Αβδουλάχ και του Αλήπασά


     'Έγγραφα

    Δύο Ανέκδοτα Έγγραφα του Αβδουλάχ και του Αλή Πασά.

    Η περίοδος των τελών του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα υπήρξε μια εποχή ραγδαίων γεωπολιτικών ανακατατάξεων στην Ευρώπη, με τις επιπτώσεις τους να γίνονται άμεσα αισθητές στην περιοχή του Ιονίου και της Ηπείρου. Η ήττα των Αυστριακών και ο τερματισμός της νικηφόρας εκστρατείας του Ναπολέοντα στην Ιταλία το 1797 οδήγησαν στη διάλυση της Δημοκρατίας της Βενετίας, θέτοντας τέλος σε μια μακραίωνη, από το 1386, βενετική κατοχή των Επτανήσων.

    Με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, που υπογράφηκε στις 17 Οκτωβρίου 1797, τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν στη Γαλλία. Παράλληλα, η Γαλλία απέκτησε και μια διοικητικά συνδεδεμένη ηπειρωτική λωρίδα, η οποία εκτεινόταν από το Βουθρωτό μέχρι τη Βόνιτσα και περιλάμβανε σημαντικές πόλεις όπως η Πάργα, η Πρέβεζα και η Βόνιτσα. Αυτή η παραχώρηση σηματοδότησε μια επέκταση της γαλλικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο, ανατρέποντας τις παραδοσιακές ισορροπίες δυνάμεων.   


    Ωστόσο, η γαλλική κυριαρχία αποδείχθηκε βραχύβια. Η καταστροφή του γαλλικού στόλου από τον Άγγλο ναύαρχο Οράτιο Νέλσον στη ναυμαχία του Αμπουκίρ της Αιγύπτου, την 1η Αυγούστου 1798, άλλαξε άρδην το σκηνικό. Ως απάντηση στις επεκτατικές βλέψεις του Ναπολέοντα στην Ανατολή, η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμάχησαν, με τη συγκατάθεση της Αγγλίας. Ο ρωσοτουρκικός στόλος προχώρησε στην κατάληψη των Επτανήσων, ξεκινώντας από τα Κύθηρα τον Σεπτέμβριο του 1798 και ολοκληρώνοντας την επιχείρηση με την κατάληψη της Κέρκυρας στις 20 Φεβρουαρίου 1799.   


    Η νέα ισορροπία δυνάμεων που διαμορφώθηκε οδήγησε στη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία υπογράφηκε στις 21 Μαρτίου 1800. Με αυτή τη συνθήκη, αποφασίστηκε η αυτονόμηση των Επτανήσων, καθώς και του Continente – των πρώην ενετικών κτήσεων στις ηπειρωτικές ακτές. Αυτές οι περιοχές τέθηκαν υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης, ενώ παράλληλα, η προστασία των θρησκευτικών δικαιωμάτων των κατοίκων τους ανατέθηκε στον Αυτοκράτορα της Ρωσίας. 

    Η Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη δημιουργία του πρώτου ημιαυτόνομου ελληνικού κρατιδίου, της Επτανήσου Πολιτείας, περίπου 350 χρόνια μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα, οι ενετικές κτήσεις στον ηπειρωτικό χώρο, γνωστές ως Continente ή Πολιτεία του Ακρωτηρίου, αποτέλεσαν μια αυτόνομη πολιτεία με πρωτεύουσα την Πρέβεζα. Αυτή η πολιτεία περιλάμβανε την Πρέβεζα, τη Βόνιτσα, την Πάργα, τη Σαγιάδα και το Βουθρωτό. Ωστόσο, το Continente είχε ήδη αποσυντεθεί μετά την κατάκτηση της Πρέβεζας το 1798 από τον Αλή πασά, μια κατάκτηση που συνοδεύτηκε από λεηλασία, σφαγή και πυρκαγιά, γεγονότα γνωστά ως ο «χαλασμός της Πρέβεζας».   


    Η περίοδος αυτή της σχετικής αυτονομίας ήταν, ωστόσο, σύντομη και ευάλωτη. Μετά τη νίκη του Ναπολέοντα στο Αούστερλιτς και τη σύναψη της Συνθήκης του Τιλσίτ στις 8 Ιουλίου 1807 μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας, τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν και πάλι στη Γαλλία. Αυτό σήμανε το τέλος της Επτανήσου Πολιτείας (που υφίστατο από 21 Μαρτίου 1800 έως 8 Ιουλίου 1807) και, συνεπακόλουθα, και της Πολιτείας του Ακρωτηρίου.   


    Η συνεχής και ραγδαία μεταβολή κυριαρχίας στην Πρέβεζα και την ευρύτερη περιοχή του Continente (από Βενετία σε Γαλλία, μετά σε Ρωσοτουρκική συμμαχία/Οθωμανική επικυριαρχία, και τελικά στην άμεση κυριαρχία του Αλή Πασά) δεν είναι τυχαία. Η γεωγραφική της θέση, ως πύλη προς την Ήπειρο και με άμεση πρόσβαση στα Ιόνια Νησιά και την Αδριατική, την καθιστούσε στρατηγικό σημείο ελέγχου. Κάθε μεγάλη δύναμη ή ισχυρός τοπικός ηγεμόνας που εποφθαλμιούσε την κυριαρχία στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων έπρεπε να ελέγχει την Πρέβεζα. Αυτό την κατέστησε πεδίο μάχης και αντικείμενο διαπραγματεύσεων σε διεθνείς συνθήκες, υπογραμμίζοντας τη σημασία της πέρα από τα τοπικά της όρια. Ως εκ τούτου, η στρατηγική γεωγραφική της θέση οδήγησε σε αυξημένο γεωπολιτικό ενδιαφέρον από τις Μεγάλες Δυνάμεις, προκαλώντας συχνές αλλαγές κυριαρχίας και διοικητικών καθεστώτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μεγάλη αβεβαιότητα και αναταραχή για τους τοπικούς πληθυσμούς, αλλά παράλληλα ανέδειξε την Πρέβεζα σε κομβικό σημείο της ιστορίας της εποχής.


    Η δημιουργία της Επτανήσου Πολιτείας και της Πολιτείας του Ακρωτηρίου ως ημιαυτόνομων κρατιδίων υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης, με ρωσική προστασία, φανερώνει μια προσπάθεια των Μεγάλων Δυνάμεων να δημιουργήσουν ζώνες ασφαλείας ή "buffer states" σε μια περίοδο έντονης γεωπολιτικής αναταραχής. Ωστόσο, η ταχύτητα με την οποία καταλύθηκαν υπογραμμίζει την εγγενή αδυναμία αυτών των σχηματισμών. Η αυτονομία τους ήταν περισσότερο μια διπλωματική διευθέτηση παρά μια σταθερή πολιτική οντότητα, εύκολα υποκείμενη σε χειραγώγηση ή διάλυση από ισχυρότερους τοπικούς παράγοντες, όπως ο Αλή Πασάς, ή από τις ανακατατάξεις στις σχέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι, η δημιουργία αυτών των ημιαυτόνομων κρατιδίων ως διπλωματική λύση, λόγω της εγγενούς αδυναμίας τους και της εξάρτησής τους από εξωτερικές δυνάμεις και τοπικούς παράγοντες, οδήγησε στην κατάλυσή τους από επεκτατικές φιλοδοξίες ή από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αποδεικνύοντας ότι η αυτονομία τους ήταν περισσότερο ονομαστική παρά ουσιαστική, και ότι η τύχη των περιοχών αυτών καθοριζόταν από εξωτερικά συμφέροντα.

    Η Ανακοίνωση του Βοεβόδα Αβδουλάχ (1800)

    Περιεχόμενο και Σκοπός της Ανακοίνωσης

    Σε εφαρμογή της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, ο σουλτάνος Σελίμ Γ΄ εξέδωσε φιρμάνι, διορίζοντας τον Αβδουλάχ μπέη ως βοεβόδα (διοικητή) στην περιοχή του Continente, η οποία περιλάμβανε την Πρέβεζα, τη Βόνιτσα, την Πάργα και το Βουθρωτό. Το σουλτανικό φιρμάνι όριζε σημαντικά προνόμια για τους κατοίκους: πλήρη φορολογική ασυδοσία για δύο χρόνια, με εξαίρεση μόνο τα έσοδα από τα Βιβάρια και τη Δουγάνα, δηλαδή τους τελωνειακούς φόρους και τους φόρους των ιχθυοτροφείων, που αποτελούσαν τους σημαντικότερους. Επιπλέον, οι Χριστιανοί κάτοικοι θα διατηρούσαν την ελευθερία στην πίστη, τα έθιμα, τους νόμους και τις κρίσεις τους, ενώ απαγορευόταν στους Τούρκους να κατοικούν μόνιμα σε αυτές τις περιοχές με τις οικογένειές τους.   


    Η ανακοίνωση του Αβδουλάχ, χρονολογημένη την 1η Αυγούστου 1800, φέρει τον τίτλο "Ἀμπντουλάχ μπέη ἐλέῳ Θεοῦ βοεβόδας τῶν ἐμλάτι χουμαγινίνων τῆς τε πρέβεζ, πάργ, βόνιτζαν καὶ βοθροντὸ". Απευθύνεται στους "Εὐγενεῖς ἄρχοντες τῆς πολιτείας πρεβέζης, καὶ λοιποὶ κάτοικοι τοῦ αὐτοῦ τόπου". Σε αυτήν, ο Αβδουλάχ δηλώνει την επιστροφή του στην Πρέβεζα, αφού προηγουμένως είχε συναντηθεί με τον "ὑψηλότατον βεζύρην ἀλῆ πασσᾶ ἐφένδη μας". Ο σκοπός της ανακοίνωσης είναι η άμεση πρόσκληση των κατοίκων της Πρέβεζας (καθώς και της Πάργας και Βόνιτσας, όπου ήδη είχαν σταλεί προσκλητικά μπουγιουρουλδιά) να συγκεντρωθούν στην Πρέβεζα.   


    Ο στόχος της συγκέντρωσης ήταν η δημόσια ανάγνωση των "ὑψηλαὶ προσκυνηταὶ βασιλικαὶ προσταγαί", οι οποίες περιείχαν το "νιζαμιοῦ & καλῆς ἀποκαταστάσεως" (κανόνες και καλή αποκατάσταση) που θα δινόταν στις αναφερόμενες περιοχές από την "εὐσπλαγχνίαν & γεναιότητα τοῦ κραταιοτάτου, ἀηττήτου & πολυχρονίου ημῶν ἄνακτος" (του παντοδύναμου, αήττητου και μακρόβιου ηγεμόνα τους). Ο Αβδουλάχ στέλνει τον δραγουμάνο και γραμματικό του, Φιλιππάκη, για να μεταφέρει προφορικά όσα του έχουν ανατεθεί, τονίζοντας την επείγουσα ανάγκη για την άμεση άφιξη των κατοίκων. 

    Το έγγραφο του Αβδουλάχ αποτελεί μια άμεση απόδειξη της εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως από την Υψηλή Πύλη. Δείχνει την πρόθεση της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας να αποκαταστήσει την τάξη και την αποτελεσματική διοίκηση στις στρατηγικής σημασίας περιοχές του Continente, μετά την αποχώρηση των Γάλλων και τις προηγούμενες αναταραχές, όπως ο «χαλασμός της Πρέβεζας» του 1798.   


    Τα προνόμια που χορηγούνται στους κατοίκους του Continente (φορολογικές ελαφρύνσεις, θρησκευτική ελευθερία, απαγόρευση μόνιμης εγκατάστασης Τούρκων) δεν ήταν απλώς μια πράξη γενναιοδωρίας. Αντιθέτως, αποτελούσαν μια συνειδητή και ρεαλιστική στρατηγική της Υψηλής Πύλης για την αποκατάσταση της τάξης και της παραγωγικότητας σε μια περιοχή που είχε υποστεί σοβαρές καταστροφές και δημογραφική διασπορά. Η Πύλη, αντί να επιβάλει σκληρή κυριαρχία που θα οδηγούσε σε περαιτέρω αντίσταση και φυγή, επέλεξε να προσφέρει κίνητρα για τον επαναπατρισμό και την επανεγκατάσταση των πληθυσμών, αναγνωρίζοντας ότι η σταθερότητα και η οικονομική ανάκαμψη ήταν προϋποθέσεις για την αποτελεσματική διοίκηση και τη μακροπρόθεσμη φορολόγηση. Έτσι, οι πολεμικές καταστροφές και η διασπορά του πληθυσμού δημιούργησαν την ανάγκη για επαναπατρισμό και οικονομική ανάκαμψη, οδηγώντας στην παραχώρηση προνομίων (φορολογικών, θρησκευτικών) ως στρατηγική της Πύλης για επανεγκατάσταση και εδραίωση ελέγχου με «μαλακά» μέσα, με στόχο την αποφυγή περαιτέρω αποσταθεροποίησης και την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης υποταγής.

    Η αναφορά στην ανακοίνωση του Αβδουλάχ ότι επέστρεψε στην Πρέβεζα αφού συναντήθηκε με τον "ὑψηλότατον βεζύρην ἀλῆ πασσᾶ ἐφένδη μας" είναι κρίσιμη. Παρόλο που ο Αβδουλάχ διορίστηκε απευθείας από τον σουλτάνο ως βοεβόδας του Continente, η υποχρέωσή του να συναντήσει τον Αλή πασά πριν αναλάβει τα καθήκοντά του στην Πρέβεζα, υποδηλώνει την ήδη ισχυρή de facto επιρροή και εξουσία του Αλή στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Αυτό προμήνυε την επικείμενη σύγκρουση μεταξύ της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας (που εκπροσωπείτο από τον Αβδουλάχ) και των επεκτατικών φιλοδοξιών του Αλή Πασά. Ο διορισμός του βοεβόδα από την Πύλη, ως εκπροσώπου της κεντρικής εξουσίας, και η υποχρεωτική συνάντησή του με τον Αλή Πασά, ως ισχυρού τοπικού παράγοντα, αποκάλυπτε την ύπαρξη μιας διπλής εξουσίας και σύγκρουσης συμφερόντων. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε μια εγγενή αστάθεια και την πιθανότητα σύγκρουσης για τον έλεγχο της περιοχής, με την κεντρική εξουσία να αντιμετωπίζει την πρόκληση από έναν ανερχόμενο τοπικό ηγεμόνα.

    Ο Ρόλος και οι Φιλοδοξίες του Αλή Πασά στην Περιοχή

    Ο Αλή πασάς, γνωστός για τις επεκτατικές του βλέψεις και την αδίστακτη επιδίωξη της εξουσίας, εποφθαλμιούσε την Πρέβεζα. Είχε ήδη κατακτήσει την πόλη από τους Γάλλους το 1798, αλλά την είχε χάσει με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως του 1800, καθώς η περιοχή του Continente είχε τεθεί υπό την άμεση διοίκηση του σουλτάνου μέσω του βοεβόδα Αβδουλάχ.   


    Παρά την απώλεια, ο Αλή πασάς διατήρησε με επιμονή τον έλεγχο του Βουθρωτού, ενός άλλου σημαντικού τμήματος του Continente. Αυτή η άρνησή του να παραχωρήσει το Βουθρωτό, παρά τις επίμονες απαιτήσεις της Ρωσίας για την ενσωμάτωσή του στην Επτανησιακή Πολιτεία, συνέβαλε στην έκρηξη του ρωσοτουρκικού πολέμου το 1805. Η σύρραξη αυτή αποτέλεσε την ιδανική ευκαιρία για τον Αλή πασά να δράσει και να ενισχύσει την επιρροή του στην περιοχή, εκμεταλλευόμενος την προσοχή της Υψηλής Πύλης στον πόλεμο.   


    Ο Αλή Πασάς δεν ήταν απλώς ένας τοπικός πολέμαρχος που δρούσε απομονωμένα. Η εκμετάλλευση του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1805 για να προωθήσει τις δικές του φιλοδοξίες, κατηγορώντας τον Αβδουλάχ και καταλαμβάνοντας την Πρέβεζα, δείχνει την οξυδέρκεια και την ικανότητά του να διαβάζει τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις. Ενώ η Υψηλή Πύλη ήταν απασχολημένη με τον πόλεμο και τις σχέσεις της με τις Μεγάλες Δυνάμεις, ο Αλή Πασάς εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία της κεντρικής εξουσίας να επικεντρωθεί στην περιφέρεια, δρώντας ανεξέλεγκτα και εδραιώνοντας τη δική του κυριαρχία. Αυτή η στρατηγική υπογραμμίζει τον κυνισμό του και την ικανότητά του να μετατρέπει τις διεθνείς κρίσεις σε προσωπικό όφελος. Έτσι, η διεθνής σύγκρουση οδήγησε σε αδυναμία της κεντρικής εξουσίας να επικεντρωθεί στην περιφέρεια, δημιουργώντας ευκαιρία για τοπικούς παράγοντες να δράσουν ανεξέλεγκτα και να καταλάβουν εδάφη, εδραιώνοντας την τοπική κυριαρχία με επίφαση νομιμότητας, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του Σουλτάνου να επιβάλει την τάξη.

    Προκειμένου να δικαιολογήσει τις ενέργειές του και να αποσπάσει την έγκριση της Πύλης, ο Αλή πασάς κατηγόρησε τον βοεβόδα Αβδουλάχ μπέη στην Υψηλή Πύλη. Οι κατηγορίες αφορούσαν την υποστήριξη που φέρεται να παρείχε ο Αβδουλάχ στους καπεταναίους της Ακαρνανίας, με το επιχείρημα ότι υπήρχε κίνδυνος το Κοντινέντε να ενσωματωθεί πλήρως στην Επτανησιακή Πολιτεία, κάτι που θα ήταν αντίθετο στα συμφέροντα της Πύλης. Εκμεταλλευόμενος την κατάσταση, οι δυνάμες του Αλή πασά, υπό την ηγεσία του γιου του Βελή, κατέλαβαν την Πρέβεζα το 1806, θέτοντας τέλος στην de jure οθωμανική διοίκηση μέσω του βοεβόδα.

    Ως άμεσο αποτέλεσμα των ενεργειών του Αλή πασά, ο Αβδουλάχ ανακλήθηκε το 1807 στην Κωνσταντινούπολη. Όπως αναφέρεται, φέρεται να δηλητηριάστηκε καθ' οδόν, με διαταγή του Αλή πασά, εξαλείφοντας έτσι το τελευταίο εμπόδιο στην απόλυτη κυριαρχία του στην περιοχή. Με τον τρόπο αυτό, ο Αλή πασάς απέσπασε από τον σουλτάνο ένα διάταγμα (χάτι μπεράτι βασιλικόν μελικανέ), με το οποίο όχι μόνο ανακτούσε τα μέρη του Κοντινέντε (Πρέβεζα, Βόνιτσα, Πάργα, Βουθρωτό), αλλά γινόταν και ο απόλυτος κύριος των ιδιοκτησιών, των κτημάτων και όλων των κατοίκων αυτών των περιοχών. Αυτή η νομική κατοχύρωση της de facto κατάκτησης ήταν κρίσιμη για την εδραίωση της εξουσίας του.   


    Η αλληλουχία των γεγονότων – η επιμονή του Αλή Πασά να κρατήσει το Βουθρωτό, οι κατηγορίες κατά του Αβδουλάχ, η στρατιωτική κατάληψη της Πρέβεζας, και ο φερόμενος θάνατος του Αβδουλάχ από δηλητήριο – αποκαλύπτει μια συστηματική και αδίστακτη στρατηγική εξάλειψης κάθε πιθανού εμποδίου στην απόλυτη εξουσία του. Ο Αβδουλάχ, ως απευθείας διορισμένος από τον Σουλτάνο, αποτελούσε άμεση απειλή για τις φιλοδοξίες του Αλή Πασά στο Continente, καθώς εκπροσωπούσε τη νομιμότητα της κεντρικής εξουσίας. Η «νομιμοποίηση» της κατάκτησης μέσω σουλτανικού φιρμανιού μετά την εξόντωση του Αβδουλάχ δείχνει την προσπάθεια του Αλή Πασά να δώσει επίφαση νομιμότητας σε de facto καταστάσεις που είχε δημιουργήσει με τη βία και την πολιτική μηχανορραφία. Έτσι, η φιλοδοξία για απόλυτη κυριαρχία οδήγησε στην αναγνώριση των εμποδίων, στην εφαρμογή μιας στρατηγικής εξάλειψής τους, και τέλος στη νομιμοποίηση της κατάστασης, με τη βία να αποτελεί το πρωταρχικό μέσο και τη νομιμότητα ένα δευτερεύον εργαλείο για την εδραίωσή της.

    Το Δεύτερο Ανέκδοτο Έγγραφο: Το Φιρμάνι του Αλή Πασά (1807)

    Περιεχόμενο του Φιρμανιού: Η Ανακήρυξη της Πρέβεζας και του Κοντινέντε ως Προσωπική Ιδιοκτησία (Μούλκι)

    Το δεύτερο ανέκδοτο έγγραφο είναι ένα φιρμάνι του Αλή πασά, χρονολογημένο 9 Απριλίου 1807, το οποίο απευθύνεται στους "προεστότας καὶ ἐπιλοίπους κατοίκους" της Πρέβεζας και της Βόνιτσας. Στο φιρμάνι αυτό, ο Αλή πασάς δηλώνει με σαφήνεια ότι ο "Κραταιότατος βασιλεύς μας" τον ελέησε και του παραχώρησε, μέσω "χάτι μπεράτι βασιλικὸν μελικανὲ" (βασιλικό διάταγμα ιδιοκτησίας), την Πρέβεζα, τη Βόνιτσα, την Πάργα και το Βουθρωτό.   


    Επισημαίνει κατηγορηματικά ότι οι περιοχές αυτές έχουν γίνει πλέον "μοῦλκι ἐδικόν μας καὶ σπήτι μας" (ιδιωτική περιουσία και σπίτι του), και οι κάτοικοι "ἴδιοι ἐδικοί μου ραγιάδες καὶ σπήτια μου" (δικοί του υπήκοοι και μέρος του οίκου του). Αυτή η διατύπωση υπογραμμίζει την απόλυτη και προσωπική κυριότητά του επί των εδαφών και των κατοίκων. Ο Αλή πασάς υπόσχεται στους κατοίκους ότι θα λάβει τη "μεγαλυτέραν φροντίδα" και θα τους έχει "φυλαγμένους καλύτερα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον". Διαβεβαιώνει ότι τα προνόμια που τους είχε χαρίσει ο βασιλιάς όχι μόνο δεν θα χαθούν, αλλά θα "συγουρευθοῦν" (εξασφαλιστούν) ακόμη περισσότερο, καθώς τώρα θα έχουν και τη δική του "ἔγνοια καὶ προστασία". Τέλος, καλεί τους απομακρυσμένους συμπατριώτες τους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους "χωρὶς νὰ βάλλῃ κανένας τὸν παραμικρὸν φόβον", καθώς πλέον είναι δικοί του υπήκοοι.   


    Η διακήρυξη του Αλή Πασά ότι οι κάτοικοι της Πρέβεζας και του Continente είναι "ίδιοι εδικοί μου ραγιάδες και σπίτια μου" ξεπερνά την απλή διοικητική εξουσία ενός βοεβόδα ή πασά. Αυτή η φράση υποδηλώνει μια φεουδαρχική αντίληψη της εξουσίας, όπου η γη και οι άνθρωποι που ζουν σε αυτήν θεωρούνται προσωπική περιουσία του ηγεμόνα, σε αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς όπου οι κάτοικοι ήταν "ραγιάδες" (υπήκοοι) του Σουλτάνου, με συγκεκριμένα προνόμια και υποχρεώσεις που θεσπίζονταν από την Πύλη. Η μεταβολή αυτή σηματοδοτεί μια βαθύτερη αλλαγή στη σχέση μεταξύ κυβερνώντος και κυβερνωμένων, με πιθανές αρνητικές συνέπειες για τα δικαιώματα και την ασφάλεια των κατοίκων, καθώς η προσωπική βούληση του Αλή Πασά αντικατέστησε οποιοδήποτε θεσμικό πλαίσιο. Έτσι, από τη σουλτανική επικυριαρχία με προνόμια για τους ραγιάδες, μέσω της εξόντωσης του αντιπάλου και της απόκτησης "μελικανέ" (νομιμοποίηση κατοχής), ο Αλή Πασάς διακήρυξε την περιοχή ως "μούλκι" και τους κατοίκους ως "ραγιάδες μου", μετατρέποντας τη διοικητική εξουσία σε προσωπική ιδιοκτησία, με άμεσες επιπτώσεις στην καθημερινότητα και τα δικαιώματα των κατοίκων.

    Παρά τις δελεαστικές υποσχέσεις για προστασία και ευημερία, οι πρώτες ενέργειες του Αλή πασά στην Πρέβεζα μετά την απόκτηση του ελέγχου αποκαλύπτουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Προχώρησε άμεσα στην ανέγερση σαραγιών – το πρώτο του μέσα στο κάστρο του Αγίου Ανδρέα και αργότερα ένα μεγαλύτερο στο νότιο τμήμα της πόλης. Αυτές οι κατασκευές ήταν ορατά σύμβολα της νέας του κυριαρχίας και της προσωπικής του παρουσίας.   


    Πιο σημαντικά, ο Αλή πασάς εγκατέστησε στην Πρέβεζα "τοὺς διασωθέντας ἐκ τῆς καταστροφῆς τοῦ Γαρδικίου Ηπειρώτας Ἀλβανοτούρκους". Σε αυτούς παραχώρησε "τὰ ἀξιολογώτερα κακεντρεχῶς οἰκήματα, ἐλαιόδενδρα καὶ γαίας καὶ αὐτὸ τὸ Ἄκτιον", περιουσίες που ανήκαν τόσο στους εκπατρισθέντες Πρεβεζάνους όσο και σε όσους παρέμειναν στην πόλη. Αυτή η ενέργεια δείχνει μια σαφή πολιτική απαλλοτρίωσης και δημογραφικής αναδιάρθρωσης.   


    Ο Αλή Πασάς, στο φιρμάνι του, υπόσχεται "μεγαλύτερη φροντίδα" και "συγουρευμένα προνόμια" στους κατοίκους. Ωστόσο, οι άμεσες ενέργειές του μετά την ανάληψη της εξουσίας, όπως η ανέγερση σαραγιών και, κυρίως, η εγκατάσταση Αλβανοτούρκων από το Γαρδίκι και η διανομή των περιουσιών των εκπατρισθέντων Πρεβεζάνων σε αυτούς, δείχνουν ότι οι υποσχέσεις αυτές ήταν κενές περιεχομένου ή απλώς ρητορικές για να προσελκύσει τους διασκορπισμένους πληθυσμούς και να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του. Η πραγματικότητα ήταν η επιβολή μιας νέας, σκληρότερης κυριαρχίας που περιλάμβανε απαλλοτριώσεις και αλλαγές στον κοινωνικό ιστό της πόλης. Αυτή η αντίφαση αναδεικνύει την κυνική και ωφελιμιστική φύση της εξουσίας του Αλή Πασά, ο οποίος χρησιμοποιούσε υποσχέσεις για να επιτύχει τους στόχους του, χωρίς πρόθεση να τις τηρήσει πλήρως. Επομένως, οι υποσχέσεις προστασίας και προνομίων ήταν απλώς ρητορική για την προσέλκυση του πληθυσμού, ενώ οι πραγματικές ενέργειες περιλάμβαναν απαλλοτριώσεις, εγκατάσταση νέων πληθυσμών και καταπίεση, δημιουργώντας μια νέα κοινωνική και οικονομική τάξη. Αυτή η αντίφαση μεταξύ λόγων και έργων αποτελεί χαρακτηριστικό της εξουσίας του Αλή Πασά, αποκαλύπτοντας την πραγματική του πρόθεση για απόλυτο έλεγχο και εκμετάλλευση.

    Το φιρμάνι του 1807 σηματοδότησε την επίσημη κατάλυση της ημιαυτόνομης Πολιτείας του Ακρωτηρίου, η οποία είχε ιδρυθεί με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως του 1800. Αυτή η κατάλυση συνέβη παράλληλα με το τέλος της Επτανήσου Πολιτείας, ως άμεσο αποτέλεσμα των ευρύτερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων που έφερε η Συνθήκη του Τιλσίτ.   


    Με αυτό το διάταγμα, ο Αλή πασάς νομιμοποίησε την de facto κατάληψη των εδαφών του Κοντινέντε και απέκτησε πλήρη ιδιοκτησία και απόλυτη κυριότητα ("μελικανέ", "μούλκι") επί αυτών, ενισχύοντας σημαντικά την εξουσία του στην Ήπειρο. Η Πρέβεζα και οι άλλες περιοχές έπαψαν να υπάγονται απευθείας στον σουλτάνο μέσω του βοεβόδα και πέρασαν υπό την άμεση και απόλυτη διοίκηση του Αλή πασά, ο οποίος τις θεωρούσε πλέον προσωπική του περιουσία. Η Πρέβεζα παρέμεινε υπό την οθωμανική κατοχή (πλέον μέσω της κυριαρχίας του Αλή πασά) μέχρι την απελευθέρωσή της από τον Ελληνικό Στρατό τον Οκτώβριο του 1912.   

    Επιπτώσεις της Κυριαρχίας του Αλή Πασά στην Πρέβεζα

    Η κατάλυση της Πολιτείας του Ακρωτηρίου το 1807 σήμανε το οριστικό τέλος της ημιαυτόνομης διοίκησης στην Πρέβεζα και την πλήρη ενσωμάτωσή της στην επικράτεια του Αλή πασά. Η πόλη, από πρωτεύουσα μιας αυτόνομης πολιτείας, μετατράπηκε σε προσωπικό "μούλκι" του Αλή πασά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διοίκηση, την εκμετάλλευση των πόρων της και τη ζωή των κατοίκων.   


    Η αλλαγή αυτή είχε άμεσες επιπτώσεις στην καθημερινότητα των Πρεβεζάνων, καθώς οι αποφάσεις πλέον λαμβάνονταν από τον Αλή πασά προσωπικά, χωρίς τους περιορισμούς ή τις διαβουλεύσεις που υπήρχαν έστω και ονομαστικά υπό το προηγούμενο καθεστώς. Η εγκατάσταση Αλβανοτούρκων από το Γαρδίκι στην Πρέβεζα και η διανομή των περιουσιών των εκπατρισθέντων Πρεβεζάνων σε αυτούς, καθώς και η απαλλοτρίωση περιουσιών όσων παρέμειναν στην πόλη, οδήγησαν σε σημαντικές δημογραφικές και κοινωνικές ανακατατάξεις. Ο κοινωνικός ιστός της πόλης μεταβλήθηκε, με την εισαγωγή νέων πληθυσμιακών ομάδων και την αναδιανομή του πλούτου και της γης, δημιουργώντας μια νέα ιεραρχία και δυσαρέσκεια μεταξύ των παλαιών κατοίκων.

    Η ανάλυση των δύο ανέκδοτων εγγράφων, της ανακοίνωσης του βοεβόδα Αβδουλάχ του 1800 και του φιρμανιού του Αλή πασά του 1807, φωτίζει μια περίοδο έντονης γεωπολιτικής ρευστότητας και ανακατατάξεων στην περιοχή της Πρέβεζας και του Continente. Η τύχη αυτών των περιοχών καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ευρύτερες διεθνείς συνθήκες, όπως οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι και οι συμμαχίες των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες επηρέασαν άμεσα την κυριαρχία και το διοικητικό τους καθεστώς.


    Ο Αλή πασάς αναδεικνύεται ως μια κομβική φυσιογνωμία αυτής της περιόδου, επιδεικνύοντας στρατηγική οξυδέρκεια και αδίστακτη αποφασιστικότητα στην επιδίωξη των στόχων του. Εκμεταλλεύτηκε μεθοδικά τις αδυναμίες της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας και τις διεθνείς συγκρούσεις για να εδραιώσει την προσωπική του κυριαρχία. Η εξάλειψη του βοεβόδα Αβδουλάχ και η απόκτηση του φιρμανιού του 1807 αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της πολιτικής του μηχανορραφίας και της χρήσης βίας για την επίτευξη των φιλοδοξιών του.


    Η μετατροπή της Πρέβεζας και του Continente σε προσωπική ιδιοκτησία του Αλή πασά, όπως διακηρύσσεται στο φιρμάνι του 1807, σηματοδότησε το τέλος κάθε μορφής αυτονομίας και την επιβολή μιας νέας, συγκεντρωτικής εξουσίας. Παρά τις υποσχέσεις για προστασία, η πραγματικότητα για τους κατοίκους περιλάμβανε απαλλοτριώσεις και δημογραφικές αναδιαρθρώσεις, αποκαλύπτοντας την κυνική φύση της διακυβέρνησής του.


    Συνολικά, τα δύο ανέκδοτα έγγραφα προσφέρουν πολύτιμες πρωτογενείς πληροφορίες για τις διοικητικές, πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές που συνέβησαν στην Πρέβεζα και το Continente στις αρχές του 19ου αιώνα, αναδεικνύοντας τη δυναμική σχέση μεταξύ κεντρικής εξουσίας, τοπικών ηγεμόνων και διεθνών συμφερόντων. Η Πρέβεζα, ως στρατηγικό σημείο, παρέμεινε υπό την οθωμανική κυριαρχία, μέσω του Αλή πασά, μέχρι την απελευθέρωσή της το 1912.


    Le Boucicaut: Ένας Μεσαιωνικός Γάλλος Στρατάρχης στο Βυζάντιο

     Η ιστορία του Ζαν Β΄ Λε Μεντρ, γνωστού ως Le Boucicaut (1366-1421), είναι μια συναρπαστική ιστορία μεσαιωνικού ιππότη, στρατιωτικού ηγέτη κ...