Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

Le Boucicaut: Ένας Μεσαιωνικός Γάλλος Στρατάρχης στο Βυζάντιο

 Η ιστορία του Ζαν Β΄ Λε Μεντρ, γνωστού ως Le Boucicaut (1366-1421), είναι μια συναρπαστική ιστορία μεσαιωνικού ιππότη, στρατιωτικού ηγέτη και διπλωμάτη του οποίου η ζωή τον οδήγησε από τα πεδία των μαχών της Γαλλίας στην αυλή της Κωνσταντινούπολης, στην τελευταία περίοδο ακμής του Βυζαντινού Αυτοκρατορία.



Ποιος ήταν ο Le Boucicaut;
Ο Boucicaut ήταν ένα από τα πιο διάσημα ονόματα της Γαλλίας στα τέλη του 14ου - αρχές του 15ου αιώνα. Ήταν:

Ιππότης και Στρατάρχης της Γαλλίας: Ένας από τους υψηλότερους στρατιωτικούς τίτλους.

Παλαδίνος του Βασιλιά: Εξαιρετικός πολεμιστής, διάσημος για τη γενναιότητά του στις μάχες (π.χ., στη Μάχη της Νικόπολης, 1396).

Ιδρυτής του Τάγματος του "Πράσινης Ασπίδος": Ένα διακριτικό τάγματος αφοσιωμένο στην υπεράσπιση γυναικών και στην εφαρμογή των ιπποτικών αρχών.

Ο θάνατος του πατέρα του, επίσης στρατάρχη, και η επιθυμία του για δόξα και σταυροφορικό ζήλο τον ώθησαν σε περιπέτειες σε όλη την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.

Το Βυζάντιο στις αρχές του 15ου αιώνα
Για να κατανοήσουμε τη σημασία της παρουσίας του Boucicaut, πρέπει να θυμόμαστε την κατάσταση του Βυζαντινού Κράτους εκείνη την εποχή:

Αποσύνθεση της Αυτοκρατορίας: Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε συρρικνωθεί σε μια μικρή περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και την Πελοπόννησο.

Οθωμανική Απειλή: Οι Οθωμανοί Τούρκοι, υπό τον σουλτάνο Βαγιαζίτ Α', είχαν περικυκλώσει πλήρως την Κωνσταντινούπολη και απειλούσαν να την κατακτήσουν.

Αναζήτηση για Δυτική Βοήθεια: Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος απευθυνόταν απεγνωσμένα στη Δύση για στρατιωτική βοήθεια, προσφέροντας ακόμη και την ένωση των Εκκλησιών (Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας) σε αντάλλαγμα για στήριξη.

Η Αποστολή του Boucicaut στο Βυζάντιο (1399-1400)

Το 1399, ο Βασιλιάς Κάρολος ΣΤ' της Γαλλίας, απαντώντας στα παράπονα του Αυτοκράτορα Μανουήλ Β', αποφάσισε να στείλει μια αποστολή βοήθειας. Ο ηγέτης αυτής της αποστολής ήταν ο Στρατάρχης Boucicaut.

Οι Στόχοι της Αποστολής:

Στρατιωτική Υποστήριξη: Ενίσχυση των αμυνών της Κωνσταντινούπολης και αποτροπή άμεσης πτώσης της πόλης.

Διπλωματική Μεσολάβηση: Ο Boucicaut θα προσπαθούσε να συμφιλιώσει τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Β' με τον σφετεριστή γιο του, Ιωάννη Ζ', ο οποίος ελεγχόσε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου. Η ενότητα ήταν απαραίτητη για την αντιμετώπιση της οθωμανικής απειλής.

Συγκέντρωση Πληροφοριών: Να αξιολογήσει την πραγματική κατάσταση στην περιοχή και τις προοπτικές επιβίωσης του Βυζαντίου.

Οι Δράσεις του στην Κωνσταντινούπολη:

Στρατιωτική Οργάνωση: Ο Boucicaut, ως έμπειρος στρατιωτικός, αναμόρφωσε και οργάνωσε τις βυζαντινές δυνάμεις. Ενίσχυσε τα τείχη της πόλης και βελτίωσε τις τακτικές άμυνας.




Προσέλαβε Μισθοφόρους: Με γαλλικά χρήματα, προσέλαβε μια μικρή δύναμη μισθοφόρων (κυρίως Ισπανούς και Γάλλους) που παρέμεινε στην πόλη για να την υπερασπιστεί.

Στρατιωτικές Εκστρατείες: Δεν περιορίστηκε στην άμυνα. Οργάνωσε προληπτικές επιδρομές εναντίον οθωμανικών φρουρίων και θέσεων στις ασιατικές ακτές του Βοσπόρου, αποδείχνοντας ότι οι Βυζαντινοί μπορούσαν ακόμη να χτυπήσουν.

Διπλωματία: Πράγματι, κατάφερε να φέρει σε συμφωνία τον Αυτοκράτορα Μανουήλ και τον γιο του Ιωάννη, αποκαθιστώντας προσωρινά την οικογενειακή και πολιτική ενότητα.

Η Σημασία και οι Περιορισμοί της Παρουσίας του
Η παρουσία του Boucicaut ήταν κρίσιμη για το Βυζάντιο, αλλά είχε και τα όριά της.

Η άφιξη ενός γαλλικού στρατού υπό έναν θρυλικό στρατάρχη ανέβασε το ηθικό των Κωνσταντινουπολιτών, που αισθάνθηκαν ότι δεν είχαν εγκαταλειφθεί πλήρως.

Η στρατιωτική του δράση και οι οχυρώσεις βοήθησαν αποφασιστικά να αποτραπεί η άμεση πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1399. Η πόλη θα αντέξει για άλλα 50+ χρόνια μέχρι την τελική κατάκτηση το 1453.

Δραστηριοποιήθηκε ως γέφυρα μεταξύ των δύο κόσμων.

Η αποστολή του ήταν μικρή και βραχύβια. Δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το αμείλικτο γεγονός της οθωμανικής υπεροχής.

Η βοήθειά του ήταν αμυντική και τοπική. Δεν μπορούσε να αλλάξει τη ροή της ιστορίας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι συμβουλές και οι πρωτοβουλίες του συχνά συγκρούονταν με τη γραφειοκρατία και τις πολιτικές διχόνειες της βυζαντινής αυλής.

Τι Έγινε Μετά;

Το 1400, ο Boucicaut συνόδεψε τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Β' σε μια μεγάλη περιοδεία στις ευρωπαϊκές αυλές (Βενετία, Παρίσι, Λονδίνο) για να ζητήσει περισσότερη βοήθεια. Αν και έτυχε μεγάλης υποδοχής, τα αποτελέσματα ήταν περιορισμένα.




Αργότερα, ο Boucicaut διορίστηκε Κυβερνήτης της Γένοβας. Το 1415, τραυματίστηκε και συνελήφθη στη Μάχη του Αζενκούρ, όπου πολέμησε στο πλευρό των Γάλλων εναντίον του Ερρίκου Ε' της Αγγλίας. Πέθανε ως αιχμάλωτος στην Αγγλία το 1421.

Κληρονομιά
Ο Ζαν Le Boucicaut παραμένει ένα σύμβολο της τελευταίας προσπάθειας συνεργασίας μεταξύ Δύσης και Ανατολής πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Η ιστορία του είναι η ιστορία ενός ιππότη που, πιστός στα ιδανικά του, πολέμησε σε έναν κόσμο που άλλαζε γρήγορα, προσφέροντας μια προσωρινή ανάσα σε μια αυτοκρατορία που βρισκόταν στα τελευταία της.

Η αφήγηση του βυζαντινού ιστορικού Γεωργίου Σφραντζή για την εποχή αυτή μας δίνει μια ζωντανή εικόνα των γεγονότων και του ρόλου που έπαιξε ο "Μπουσικός", όπως τον αποκαλούσαν οι Βυζαντινοί.




Ένα νεολιθικό «αμφιθέατρο» 11.000 ετών ανακαλύφθηκε στο Καραχάν τεπέ

 


Το «Αμφιθέατρο» του Καραχάν Τεπέ
Δεν πρόκειται για αμφιθέατρο με την κλασική έννοια (για θεαματικές παραστάσεις), αλλά για μια μοναδική δομή κοινωνικής συγκέντρωσης από τη Νεολιθική εποχή.

Χρονολογείται περίπου στα 11.000-10.000 χρόνια πριν, δηλαδή στην ίδια εποχή με το γειτονικό Γκιομπεκλί Τεπέ. 
Αυτό το καθιστά ένα από τα παλαιότερα γνωστά δομημένα χώρους συγκέντρωσης στην ανθρώπινη ιστορία.
Η δομή είναι χτισμένη γύρω από μια μεγάλη, στρογγυλή κοιλότητα στη γη. Γύρω από αυτή την κεντρική "αρένα" υπάρχουν 11 πέτρινες "θέσεις" ή πάγκοι, σκαλισμένοι απευθείας από το βράχο. 
Στη βάση της κοιλότητας υπάρχει μια μοναδική στήλη, παρόμοια με τις περίφημες στήλες του Γκιομπεκλί Τεπέ, αλλά σε μικρότερη κλίμακα.
Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι αυτός ο χώρος χρησιμοποιούνταν για τελετουργικές ή κοινωνικές συγκεντρώσεις. 
Θα μπορούσε να ήταν ένας χώρος όπου μια μικρή ομάδα ανθρώπων (ίσως οι πρεσβύτεροι ή οι θρησκευτικοί ηγέτες) κάθονταν γύρω-γύρω για να παρακολουθήσουν μια τελετή ή να λάβουν μια σημαντική απόφαση για την κοινότητα. 
Είναι ένα πρώιμο "συμβούλιο" ή "θέατρο" κοινωνικής αλληλεπίδρασης

Η ανακάλυψη του "αμφιθεάτρου" είναι μόνο ένα μέρος της εικόνας. 

Το Καραχάν Τεπέ είναι ένα τεράστιο και εξαιρετικά σημαντικό θέρετρο που αναδεικνύει την πολυπλοκότητα των κοινωνιών των κυνηγών-συλλεκτών πριν από την εμφάνιση της γεωργίας.

Οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 2019 υπό την ηγεσία του τουρκικού αρχαιολόγου Νετζντέτ Καρσλ.

Βρέθηκαν εκατοντάδες πέτρινες στήλες σε σχήμα Τ (όπως στο Γκιομπεκλί Τεπέ), διακοσμημένες με ρεαλιστικά ανάγλυφα ζώων (φαλακρογύπαδες, φίδια, πρόβατα) και αφηρημένες μορφές.

Αποκαλύφθηκαν πολυάριθμοι ορθογώνιοι και στρογγυλοί χώροι, συνδεδεμένοι μεταξύ τους με στενές σήραγγες ή διαδρόμους.

Βρέθηκαν γλυπτά ανθρώπινων κεφαλών, με ρεαλιστικά χαρακτηριστικά, που υποδηλώνουν μια ανεπτυγμένη λατρεία προγόνων ή μια περίπλοκη κοσμολογία.

Όπως και στο Γκιομπεκλί Τεπέ, φαίνεται ότι ο χώρος εγκαταλείφθηκε σκόπιμα πριν από χιλιάδες χρόνια και επικαλύφθηκε με χώμα, γεγονός που τον διατήρησε σε εξαιρετική κατάσταση.

Η ανακάλυψη στο Καραχάν Τεπέ αναθεωρεί ριζικά την κατανόησή μας για την ανάπτυξη του πολιτισμού. Δείχνει ότι:

Οι κοινωνίες των κυνηγών-συλλεκτών ήταν ικανές για πολύπλοκες κοινωνικές δομές και συλλογικά έργα.

Η ανάπτυξη της θρησκείας, της τέχνης και της κοινωνικής οργάνωσης προηγήθηκε της γεωργίας, και όχι το αντίθετο όπως πιστευόταν παλιά.

Η περιοχή της Ανατολίας ήταν ένα επίκεντρο πολιτισμικής καινοτομίας κατά τη Μετάβαση από τον Παλαιολιθικό στον Νεολιθικό αιώνα.

Το Καραχάν Τεπέ, μαζί με το Γκιομπεκλί Τεπέ και άλλους γειτονικούς χώρους, σχηματίζουν ένα "νεολιθικό λεκανοπέδιο" που συνεχίζει να αποκαλύπτει τα μυστήρια των απαρχών του πολιτισμού όπως τον ξέρουμε σήμερα.

πηγή arkeonews

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

Πίστη και Ελπίδα στον Ορισμό του Δάντη (Adolfo Faggi)

Τα αποσπάσματα προέρχονται από μια δημοσίευση του Adolfo Faggi με τίτλο "Πίστη και Ελπίδα στον Ορισμό του Δάντη", η οποία χρονολογείται το 1935 και εκδόθηκε στο Τορίνο. 
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από τους τόμους 70 των Πρακτικών της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών του Τορίνο, του έτους 1934-35. 
Ο συγγραφέας, ο οποίος σημειώνεται ως Μέλος του Εθνικού Συλλόγου, παρουσίασε αυτή τη σημείωση σε συνεδρίαση στις 7 Φεβρουαρίου του 1935. 
Το κύριο θέμα της εργασίας είναι η διευκρίνιση του νοήματος των ελπιζομένων πραγμάτων στον ορισμό του Δάντη σε αντιπαράθεση με τη Λατινική Βουλγάτα και η εξέταση της σχέσης μεταξύ πίστης και ελπίδας υπό τη χριστιανική έννοια. 
Ο Faggi αναλύει συγκεκριμένα το πώς ο Δάντης αντιλαμβάνεται την πίστη και την ελπίδα, συζητώντας ταυτόχρονα τις ερμηνείες άλλων μελετητών, όπως ο Prof. Annibale Pastore. 
 Το κείμενο του Adolfo Faggi επικεντρώνεται στη διευκρίνιση του νοήματος των «ελπιζομένων πραγμάτων» (cose sperate) στον ορισμό που δίνει ο Δάντης για την Πίστη, συγκρίνοντάς το με το κείμενο του Παύλου (Vulgate), και καθορίζοντας τη σχέση μεταξύ Πίστης και Ελπίδας υπό τη χριστιανική έννοια. 
Η ανάλυση του Faggi είναι θεμελιώδης, καθώς διερευνά τις θεολογικές αρετές μέσα από το πρίσμα της φιλολογικής και εννοιολογικής ακρίβειας, κυρίως όσον αφορά τη μετάφραση και την ερμηνεία των λατινικών όρων που χρησιμοποιήθηκαν στη μεσαιωνική θεολογία.
 Ι. Ο Ορισμός της Πίστης (Fede) Ο Δάντης, στο Paradiso (Κάντο XXIV, 64-65), δίνει τον περίφημο ορισμό της Πίστης: «Fede è sustanza di cose sperate / Ed argumento delle non parventi» (Πίστη είναι η ουσία των ελπιζομένων  (και επιχείρημα αυτών που δεν φαίνονται). 
Αυτός ο ορισμός είναι γνωστό ότι προέρχεται από την Επιστολή του Αγίου Παύλου προς Εβραίους (Εβρ. ΧΙ, 1): «ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». 
Ο Faggi εστιάζει σε δύο βασικά ζητήματα ερμηνείας: 
1. Η Έννοια της Substantia (Ουσία/Υπόσταση) Το λατινικό substantia μεταφράζει την ελληνική λέξη «ὑπόστασις». 
Ο Faggi τονίζει ότι ο όρος substantia στον ορισμό της Πίστης δεν πρέπει να εκληφθεί με την αυστηρή φιλοσοφική του έννοια (δηλαδή ως ουσία έναντι συμβεβηκότος), όπως ίσως παρερμηνεύτηκε από σχολιαστές όπως ο Scartazzini. 
Αντιθέτως, ο όρος πρέπει να γίνει δεκτός σύμφωνα με τη λατινική Vulgata, τον Πέτρο Λομβαρδό (Pietro Lombardo) και την ιταλική χρήση. 
Η Substantia νοείται με την κυριολεκτική έννοια του «αυτού που βρίσκεται κάτω, που στηρίζει, που είναι θεμέλιο». 
Σύμφωνα με τον Πέτρο Λομβαρδό, «δια την πίστην υπάρχουσι [subsistunt] και ελπίζονται τα πράγματα και έχουν θεμέλιον (fundamentum)». 
Επομένως, η Πίστη είναι το θεμέλιο των πραγμάτων που ελπίζουμε. 
2. Η Διαμάχη για το Sperate (Ελπιζόμενα) 
Ο Δάντης χρησιμοποιεί τον παθητικό αόριστο μετοχή sperate (ελπισμένες), ενώ κάποιοι μελετητές, όπως ο καθηγητής Pastore, υποστήριξαν ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο τύπος sperandum (αυτά που πρέπει να ελπίσουμε), υπονοώντας την αναγκαιότητα. 
Ο Faggi αντικρούει αυτό το επιχείρημα, δηλώνοντας ότι η αλήθεια είναι πως το sperandum της Vulgate μεταφράζει ακριβώς το ελληνικό ἐλπιζομένων. 
Το sperandum (μέλλοντα μετοχή) στο μεσαιωνικό Λατινικό δεν περιλαμβάνει την έννοια της αναγκαιότητας (necessità), αλλά μόνο τη δυνατότητα. 
Ο Δάντης, χρησιμοποιώντας το sperate (σε συμφωνία με το sperabile — ελπιστό), απλώς αναπαρήγαγε τον παύλειο τύπο. 
3. Η Έννοια του Argumento (Επιχείρημα) Η δεύτερη φράση του ορισμού, «argumento delle non parventi» (επιχείρημα των μη φαινομένων), αναφέρεται στο ελληνικό «ἔλεγχος» (elenchos). 
Η Vulgata μεταφράζει το ἔλεγχος ως αποδεικτικό ή διαφανές επιχείρημα. 
Η Πίστη λειτουργεί ως «επιχείρημα» για τα μη φαινόμενα (τα μη παρόντα), διότι αυτά τα «ελπιζόμενα πράγματα» δεν είναι δυνατόν να αποδειχθούν ή να τεκμηριωθούν με άλλο μέσο παρά μέσω της Πίστης. ΙΙ. Ο Ορισμός της Ελπίδας (Speranza) Η Ελπίδα, ως θεολογική αρετή, εξετάζεται από τον Δάντη στο Κάντο XXV του Paradiso. 
1. Ο Χαρακτήρας της Ελπίδας 
Η ουσία της Ελπίδας έγκειται στην προσμονή (attendere). 
Είναι σημαντικό να σημειωθεί η διαφορά μεταξύ του αντικειμενικού και του υποκειμενικού χαρακτήρα της Ελπίδας σε σχέση με την Πίστη. 
Ενώ μπορεί να επιβληθεί η υποχρέωση της Πίστης (βασισμένη στην αποκάλυψη), δεν μπορεί να επιβληθεί η υποχρέωση της Ελπίδας. 
Η Ελπίδα είναι μια υποκειμενική κατάσταση – δεν μπορούμε να επιβάλουμε την ευθυμία ή τον απαισιόδοξο στον άνθρωπο. 
Ο Δάντης αναγνωρίζει τον υποκειμενικό χαρακτήρα της ελπίδας, ειδικά όταν αναφέρει: «La speme, che laggiù innamora» (Η ελπίδα, που εκεί κάτω γοητεύει). 
Αυτή η «υψηλή ελπίδα» (alta spene) αναφέρεται στη δόξα την αιώνια, σε αντίθεση με τις κοσμικές ελπίδες που συχνά οδηγούν σε απογοήτευση. 
2. Ο Ορισμός του Δάντη για την Ελπίδα 
Ο Δάντης ορίζει την Ελπίδα ως: «un attender certo Della gloria futura, il qual produce  Grazia divina e precedente merto» (μια βέβαιη προσμονή Της μελλοντικής δόξας), την οποία παράγουν  Θεία χάρις και προηγούμενη αξία). 
Αυτός ο ορισμός συμφωνεί με τον ορισμό του Πέτρου Λομβαρδού: «Η ελπίδα είναι βέβαιη προσδοκία μελλοντικής μακαριότητας, που προέρχεται από τη Θεία Χάρη και τις προηγούμενες αξίες (meritis praecedentibus)». 
Ο χριστιανικός ορισμός της Ελπίδας, λοιπόν, μετριάζεται, καθώς απαιτεί αναγνώριση των αξιών που η Χάρη επιτρέπει στον άνθρωπο να παράγει. 
ΙΙΙ. Η Σχέση Πίστης και Ελπίδας 
Ο Faggi καταλήγει στο ότι η Πίστη και η Ελπίδα είναι φυσικά και θεολογικά αχώριστες στον χριστιανικό νόμο. 
Όπου υπάρχει Πίστη, η Ελπίδα δεν μπορεί να απουσιάζει. 
Η Πίστη είναι: • Η ουσία/υπόσταση (sustanza) των πραγμάτων που ελπίζονται. • Είναι θεμελιωμένη στη Θεία Αποκάλυψη. 
Η Ελπίδα είναι: • Η προσμονή (attendere) των πραγμάτων που η Πίστη θεμελιώνει. • Είναι παρηγοριά της ψυχής απέναντι στις θλίψεις και τα δάκρυα του κόσμου. • Είναι ένα επιχείρημα κατά της απιστίας και των αμφιβολιών που μπορεί να πολιορκήσουν τη διάνοια σχετικά με την αποκάλυψη. 
Ακόμη και η ύπαρξη μιας «εδραιωμένης θρησκευτικής πίστης» που επιτρέπει την προσδοκία μιας μελλοντικής ζωής (αυτό που οι Άγγλοι αποκαλούν intimations of immortality), δεν είναι η βέβαιη προσμονή της χριστιανικής Ελπίδας, η οποία θεμελιώνεται στην Αποκάλυψη. 
Συνοψίζοντας, ο Faggi επιβεβαιώνει ότι ο Δάντης χρησιμοποιεί τους θεολογικούς όρους της Πίστης και της Ελπίδας με ακρίβεια, βασιζόμενος στις πηγές του (Άγιος Παύλος, Πέτρος Λομβαρδός), αναδεικνύοντας τη θεμελιώδη και αποδεικτική λειτουργία της Πίστης έναντι της βέβαιης προσδοκίας της Ελπίδας. 
 Φιλοσοφική Ερμηνεία και Αξιολόγηση της Ισχύος 
 Το κείμενο του Faggi, «Πίστη και Ελπίδα στον ορισμό του Δάντη», είναι μια ακτινογραφία της ακρίβειας της δαντικής σκέψης. 
Η ισχύς των συμπερασμάτων του βασίζεται στην επιστροφή στις πρωτογενείς πηγές (Άγιος Παύλος και Πέτρος Λομβαρδός) και στη διόρθωση παρερμηνειών που προέκυψαν από την αφαίρεση των όρων από το θεολογικό τους πλαίσιο. 
Ι. Η Ισχύς της Φιλολογικής Διόρθωσης: Η έννοια της Sustanza (Ουσία) Ισχύει απόλυτα η ανάλυση του Faggi όσον αφορά την έννοια της Sustanza (Υπόσταση) στον ορισμό της Πίστης. 
Ο Faggi αποδεικνύει ότι η Πίστη είναι θεμέλιο (fondamento) ή στήριγμα των ελπιζομένων πραγμάτων. Ο ορισμός του Δάντη: «Fede è sustanza di cose sperate» δεν πρέπει να ερμηνεύεται με την αυστηρή φιλοσοφική έννοια της «ουσίας έναντι του συμβεβηκότος» (sustanza e accidente), όπως ίσως παρερμηνεύτηκε από σχολιαστές όπως ο Scartazzini. 
Ο Faggi επιβεβαιώνει ότι η Πίστη είναι η Υπόστασις (substantia) όχι με την αριστοτελική έννοια της φιλοσοφικής ουσίας, αλλά με την κυριολεκτική και λατινική έννοια του «αυτού που βρίσκεται κάτω, που στηρίζει». 
Αυτή η ερμηνεία είναι σύμφωνη με τον Πέτρο Λομβαρδό, ο οποίος λέει ότι «δια την πίστην υπάρχουσι [subsistunt] και ελπίζονται τα πράγματα και έχουν θεμέλιον (fundamentum)». 
Η ισχύς του επιχειρήματος είναι η πιστότητα στη θεολογική γλώσσα. 
ΙΙ. Η Ισχύς της Γραμματικής Ακρίβειας: 
Sperate έναντι Sperandum Ισχύει επίσης η άρνηση του Faggi να δεχτεί την κριτική του Pastore σχετικά με τον μετοχικό τύπο sperate (ελπισμένες) του Δάντη. 
Η διαφωνία αφορούσε το εάν ο Δάντης έπρεπε να χρησιμοποιήσει το sperandum (αυτό που πρέπει να ελπίσουμε, υπονοώντας αναγκαιότητα). 
Τι ισχύει: Ο Faggi αποδεικνύει ότι το λατινικό μέλλον μετοχή (sperandum) στη μεσαιωνική Λατινική δεν περιλαμβάνει απαραίτητα την έννοια της αναγκαιότητας (necessità), αλλά μόνο τη δυνατότητα. Κατά συνέπεια, ο Δάντης χρησιμοποίησε νόμιμα τον τύπο sperate, ο οποίος μεταφράζει ακριβώς το ελληνικό ἐλπιζομένων της Επιστολής του Παύλου. 
Ο Δάντης απλώς αναγνώρισε το sperabile (ελπιστό) με το sperato (ελπισμένο), αναπαράγοντας τον τύπο του πρωτοτύπου χωρίς λάθος. 
ΙΙΙ. Η Ισχύς της Εννοιολογικής Διαφοροποίησης: 
Πίστη ως Υποχρέωση, Ελπίδα ως Υποκειμενική Κατάσταση 
Η πιο σημαντική εννοιολογική συνεισφορά του Faggi είναι η σαφής διάκριση μεταξύ του αντικειμενικού χαρακτήρα της Πίστης και του υποκειμενικού χαρακτήρα της Ελπίδας. 
Τι ισχύει: Είναι μια θεμελιώδης θεολογική και φιλοσοφική αλήθεια (εντός του χριστιανικού πλαισίου) ότι μπορεί να επιβληθεί η υποχρέωση της Πίστης (ως πίστη στην αποκάλυψη), αλλά δεν μπορεί να επιβληθεί η υποχρέωση της Ελπίδας. 
1. Πίστη (Fede): Λειτουργεί ως επιχείρημα (argumento) και αποδεικτικό στοιχείο (prova probante e dimostrativo) για τα πράγματα που δεν γίνονται αντιληπτά. Η Πίστη είναι θεμελιωμένη στην αποκάλυψη. 
2. Ελπίδα (Speranza): Ο χαρακτήρας της είναι υποκειμενικός (stato soggettivo). Ορίζεται ως «μια βέβαιη προσμονή (un attender certo) της μελλοντικής δόξας», η οποία παράγεται από τη Θεία Χάρη και τις προηγούμενες αξίες (precedente merto). 
Αυτή η διάκριση τονίζει ότι, ενώ η Πίστη είναι η νοητική βεβαιότητα που βασίζεται στην αποκάλυψη, η Ελπίδα είναι η ψυχική παρηγοριά και προσδοκία που πηγάζει από αυτή τη βεβαιότητα. 
Συμπέρασμα:
Ο Faggi καταλήγει στο ότι η Πίστη και η Ελπίδα είναι φυσικά και θεολογικά αχώριστες στο χριστιανικό νόμο: «όπου υπάρχει η πίστη, η ελπίδα δεν μπορεί να απουσιάζει». 
Ωστόσο, αναγνωρίζει τη δυνατότητα ύπαρξης πίστης χωρίς την χριστιανική Ελπίδα. 
Κάποιος μπορεί να έχει μια γενική «εδραιωμένη θρησκευτική πίστη» (αυτό που οι Άγγλοι αποκαλούν intimations of immortality), η οποία οδηγεί σε μια πιθανότητα ανανέωσης της ζωής μετά τον θάνατο. Όμως, αυτές οι υποθέσεις δεν αποτελούν τη «βέβαιη προσμονή» της χριστιανικής Ελπίδας, η οποία θεμελιώνεται αποκλειστικά στην Αποκάλυψη. 
Συνεπώς, ισχύει η τελική θέση του Faggi: 
Ο Δάντης παρουσιάζει τις θεολογικές αρετές με απόλυτη ακρίβεια, διατηρώντας την Πίστη ως το αντικειμενικό, αποδεικτικό θεμέλιο, και την Ελπίδα ως την υποκειμενική, βέβαιη προσδοκία της σωτηρίας, καθιστώντας τις αχώριστες, αλλά διακριτές. 
 dia xeiros alexiou 
 με πηγές από το διαδίκτυο

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

Με το καράβι της εξορίας-ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΠΕΡΙ ΡΟΣΣΙ

ΝΈΟΝΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

ΕΛΛΑΔΑ (χαρακτική)

                                                              Κανάς Αντώνης (1915-1995)



Τίτλος έργου
Ελλάδα
Καλλιτέχνης
Κανάς Αντώνης (1915-1995)
Χρονολογία έργου
1946
Συλλογή
Συλλογή Γεωργίου Ι. Κατσίγρα
Κατηγορία
Χαρακτική
Υλικό
Μελάνη
Κύρια χρώματα
Μαύρο
Σύντομη περιγραφή
Συμβολιστικό
Απεικόνιση
Γυμνόστηθη γυναίκα
Τρόπος κατασκευής
Λιθογραφία
ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΙΣΑΙΩΝ





Η Ελλάδα για την Ελλάδα Θίασος Καλουτά Σταυρίδη 1955-56

 


                                                         Θεατρική περίοδος 1955-1956

                                                                              Συγγραφείς

ΣυγγραφέαςΓιαλαμάς, Ασημάκης
Θίσβιος, Γιώργος
Πρετεντέρης, Κώστας

Μουσικός/συνθέτηςΘεοφανίδης, Μενέλαος
ΣκηνογράφοςΓκοργκάκης, Μελέτιος
ΕνδυματολόγοςΓκανάκης, Θανάσης
ΧορογράφοςΦλερύ, Γιάννης
ΘίασοςΚαλουτά Άννας - Καλουτά Μαρίας - Σταυρίδη Νίκου Αθήνα
Θέατρο

Κυβέλης (πρώην Διονύσια) Αθήνα, πλατεία Συντάγματος 



Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

Οι μεταφράσεις του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και η ιστορία του Thomas Gordon

 

Στη μνήμη του Άγγελου Μαντά  και της Αγλαΐας Κάσδαγλη

 

Ο Αλεξάνδρος Παπαδιαμάντης εργαζόταν ως μεταφραστής σε εφημερίδες, από τα γαλλικά και τα αγγλικά. Ήταν αυτοδίδακτος, ως επί το πλείστον, στις ξένες γλώσσες (είχε διδαχθεί μόνο λίγα γαλλικά στο Ελληνικό Σχολείο και το  Γυμνάσιο). Παρακολούθησε τις πρώτες σχολικές τάξεις στη Σκιάθο, την τελευταία τάξη του Ελληνικού Σχολείου στη Σκόπελο, τις γυμνασιακές τάξεις στη Χαλκίδα, τον Πειραιά και την Αθήνα. Η σχολική εκπαίδευσή του ήταν άτακτη, με δύο τριετείς παύσεις και άλλες μικρότερες διακοπές, που οφείλονταν κυρίως σε οικονομικές δυσχέρειες.

 

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης το 1908. Κάτω δεξιά η υπογραφή του. Συλλογή Δ. Φιλάρετου.

 

Πήρε το  απολυτήριό του  από το Βαρβάκειο  Γυμνάσιο τον Σεπτέμβριο του 1874, σε ηλικία 23 ετών. Το ίδιο έτος γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, όπου  παρακολούθησε μερικά μαθήματα. Είχε φιλικές σχέσεις με τον εκδότη και βιβλιοπώλη Σπυρίδωνα Κουσουλίνο  και στο βιβλιοπωλείο του είχε την ευκαιρία να μελετήσει και ξενόγλωσσα βιβλία και να γνωρίσει τα έργα ξένων συγγραφέων από το πρωτότυπο. Συντηρήθηκε κατά τα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα με οικονομική βοήθεια από την οικογένειά του και με παραδόσεις μαθημάτων. Πτυχίο δεν πήρε, καθώς δεν προσήλθε ποτέ στις εξετάσεις του Πανεπιστημίου. Κλήθηκε στο στρατό σχεδόν τριαντάχρονος, κατά την επιστράτευση του 1880 και υπηρέτησε μέχρι το καλοκαίρι του 1881.

Το 1882 προσλαμβάνεται στην Εφημερίδα και μέχρι το 1908 που επιστρέφει οριστικά στο νησί του, βιοπορίζεται ως μεταφραστής στα αθηναϊκά δημοσιογραφικά γραφεία. Σ᾽ ένα όψιμο διήγημά του, με τίτλο «Το γράμμα στην Αμερική», γράφει:

 

«[…] ὅπως κυβερνᾶται, ἢ μᾶλλον ὅπως φέρεται ὁ κόσμος, μὲ τὴν ψευδομανίαν, μὲ τὴν τυφλὴν πρόληψιν, μὲ τὴν κωφὴν φήμην, εἶχε διαδοθῆ καὶ πιστευθῆ εἰς τὸ χωρίον ὅτι τάχα ἐγὼ ἤξευρα πολλὲς γλῶσσες.“ Ὅλες μὲ τὰ γράμματά τους καὶ τὶς μιλιὲς φαρσί”.

Κ᾿ ἐγὼ πράγματι δὲν ἤξευρα οὔτε μισὴν γλῶσσαν νὰ μιλήσω, εἶχα δὲ ἐκμελετήσει κατ᾿ ἰδίαν ὅ,τι ἐκ τῶν ξένων γλωσσῶν εἶχα μάθει, χάριν φιλολογικῆς ἀπολαύσεως, εἶτα ἐξ ἀνάγκης καὶ πρὸς βιοπορισμόν, καὶ εἰργαζόμην ὡς μεταφραστὴς εἰς τὰς ἐφημερίδας, οὐδέποτε ὡς κουριέρης εἰς τὰ ξενοδοχεῖα ἀλλ᾿ οὔτε εἶχον ἀνατραφῆ μὲ γκουβερνάνταν  διὰ νὰ ὁμιλῶ ξένας γλώσσας».

 

Στις εφημερίδες μετέφραζε κάθε λογής κείμενα, ό,τι του ανέθεταν κάθε φορά οι εργοδότες. Άλλοτε τηλεγραφήματα, ειδήσεις και άρθρα, άλλοτε μυθιστορήματα που δημοσιεύονταν σε συνέχειες. Οι μεταφράσεις του δημοσιεύονταν ανυπόγραφες στις εφημερίδες, αλλά ορισμένα μυθιστορήματα κυκλοφόρησαν  έπειτα σε τομίδια και αναφέρεται  εκεί το όνομά του. Με τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο (τον πατέρα μου) είχαμε πραγματοποιήσει παλαιότερα έρευνα στις ανυπόγραφες μεταφράσεις των εντύπων που συνεργάστηκε. Συνδυάζοντας τις εξωτερικές μαρτυρίες που συγκεντρώσαμε με τα εσωτερικά τεκμήρια που μας παρέχει το ίδιο το κείμενο των μεταφράσεων, έχουμε σε μεγάλο μέρος ιχνηλατήσει  τη μεταφραστική του διαδρομή, επιβεβαιώνοντας την πατρότητα πολλών ανυπόγραφων μεταφρασμάτων.

Από το 1882  μέχρι το 1890  εργάζεται  κυρίως στην Εφημερίδα, με εργοδότη αρχικά τον Δημήτριο Κορομηλά και κατόπιν τον Αριστείδη Ρούκη. Μεταφράζει άρθρα, ειδήσεις, λογοτεχνικά έργα δημοφιλών τότε Γάλλων συγγραφέων – του Ζωρζ Ονέ, του Ζιλ Κλαρετί, του Φρανσουά Κοππέ.  Στις μεταφράσεις του περιλαμβάνονται περιπετειώδη μυθιστορήματα λησμονημένων σήμερα επιφυλλιδογράφων  – έργα με τίτλους όπως Ο Ανδρείος των ΑνδρείωνΟλωναίος ο υιός της τρικυμίαςΟ Βασιλεύς των επαιτών – αλλά και έργα μεγάλων συγγραφέων, όπως μια νουβέλα του Γκυ ντε Μωπασσάν και Το έγκλημα και τιμωρία, του Ντοστογιέφσκι, που μεταφράστηκε από τα γαλλικά.

Ακολούθως, για ένα διάστημα γύρω στο 1891-1892 δίνει μεταφράσεις άρθρων και διηγημάτων στο περιοδικό Εικονογραφημένη Εστία, που διηύθυνε τότε ο Γεώργιος Δροσίνης.

Προς το τέλος του 1892 τον προσλαμβάνει ο εκδότης Βλάσης Γαβριηλίδης, ο οποίος του αναθέτει μεταφράσεις όχι μόνο για την εφημερίδα Ακρόπολη, αλλά και για τις άλλες εκδόσεις του, όπως το περιοδικό Το Νέον Πνεύμα (1893-1894). Για τον Γαβριηλίδη εργάστηκε ως μεταφραστής κυρίως «εκ του αγγλικού». Σταχυολογεί από τις εφημερίδες παράξενες ειδήσεις για τη στήλη «νέα και περίεργα» και μεταφράζει κείμενα κάθε λογής: άρθρα που αφορούν επιστημονικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις, ένα αμερικανικό βιβλίο με ασκήσεις γυμναστικής, ευθυμογραφήματα του Μαρκ Τουέιν και του Τζέρoμ Τζέρoμ, μυθιστόρηματα, βιβλία ανταποκριτών για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 κ.ά.

 

Ο Παπαδιαμάντης στα γραφεία της Ακροπόλεως (σχέδιο του Νίκου Νομικού).

 

Από τις ωραιότερες μεταφράσεις του ήταν το μυθιστόρημα The Manxman του Χωλ Κέιν, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Ακρόπολη το 1895 με τίτλο Ο Μαξιώτης και αγαπήθηκε από το αναγνωστικό κοινό. Ο λογοτέχνης Γιάννης Βλαχογιάννης είχε στείλει επαινετική επιστολή προς τη σύνταξη:

 

«Νομίζω ὅτι πρώτην φορὰν ἐδημοσιεύθη ἐν Ἑλλάδι τόσον ἔξοχον μυθιστόρημα, σὰν τὸν Μαξιώτη σας. Ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία, ἡ διεφθαρμένη ἐκ τῶν ἀφυσίκων καὶ ψευδῶν γαλλικῶν μυθιστορημάτων, ἡ ἑλληνικὴ φιλολογία, ἡ μὴ γνωρίζουσα ποῦ πορεύεται, ἡ ἑλληνικὴ μυθιστορία, ἡ ἑλληνικὴ διηγηματογραφία ὀφείλουν μεγάλην εὐγνωμοσύνην εἰς τὴν Ἀκρόπολιν διὰ τὸ γερὸν καὶ ὄχι σάπιον ἀνάγνωσμα ποὺ τοὺς χορηγεῖ, διὰ τὸ θαυμάσιον ὑπόδειγμα ποὺ τοὺς χαρίζει […]. Ἐπίσης ἄξιος θερμῶν συγχαρητηρίων εἶνε καὶ ὁ κ. Μεταφραστὴς διὰ τὴν ἔξοχον μετάφρασίν του, τὴν ὁποίαν μετὰ τόσης φιλοκαλίας μᾶς ἐχάρισε».

 

Τον Μάρτιο του 1898 ο Παπαδιαμάντης είχε αποχωρήσει από το μεταφραστικό επιτελείο του Γαβριηλίδη αλλά αποδέχτηκε την πρόταση να μεταφράσει τον Βίο του Χριστού του αγγλικανού κληρικού Φρειδερίκου Φάρραρ που κυκλοφόρησε σε φυλλάδια από τα «Καταστήματα της Ακροπόλεως».

Καθώς περνούν τα χρόνια ο Παπαδιαμάντης δεν αντέχει πλέον  την  καλύτερα αμειβόμενη αλλά εξουθενωτική εργασία του συντάκτη ξένων ειδήσεων, με το πιεστικό και απρόβλεπτο ωράριο, και περιορίζεται σε  μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων για τις επιφυλλίδες. Οι μεταφραστές όμως έχουν πληθύνει, οι  αμοιβές είναι χαμηλότερες και δύσκολα τα βγάζει πέρα.  Κατά τα έτη 1900 -1903 στις εφημερίδες Το Άστυ και Νέον Άστυ όπου εργάζεται, με διευθυντή τον Δημήτριο Κακλαμάνο, μεταφράζει μέσω γαλλικού  τέσσερα διηγήματα του Τσέχωφ και τα μυθιστορήματα Quo Vadis? και Οι ιππότες του Σταυρού του πολωνού συγγραφέα Ερρίκου Σιέγκεβιτς· επίσης μεταφράζει τα έργα The Invisible Man του H.G. Wells, Ben-Hur: A Tale of the Christ του Lew Wallace, Dracula του Bram Stoker κ.ά.

Ο Φιλέλληνας, ιστορικός και επικεφαλής του μικτού τάγματος στην πολιορκία της Τρίπολης, Τόμας Γκόρντον, έργο του Καρλ Κρατσάιζεν, Πόρος, 13 Απριλίου 1827.
Επιζωγραφισμένη λιθογραφία.

Από το 1882, που ξεκίνησε το μεταφραστικό στάδιό του, μέχρι τον Μάρτιο του 1908 που επιστρέφει οριστικά στη Σκιάθο, ο Παπαδιαμάντης  επισκέφτηκε 5-6 φορές την γενέτειρά του. Οι επισκέψεις αυτές κατά κανόνα διαρκούσαν μερικούς μήνες· πήγαινε στο νησί γύρω στο Πάσχα ή το καλοκαίρι κι επέστρεφε στην Αθήνα κατά το φθινόπωρο. Εξαίρεση, κατά την οποία διαχειμάζει στη Σκιάθο, ήταν η επίσκεψη των ετών 1903-1904:  πηγαίνει τον Ιούνιο και παραμένει σχεδόν ενάμιση χρόνο. Κατά την διαμονή αυτή μετέφρασε την Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Τόμας Γκόρντον.

Στην Αθήνα ο Παπαδιαμάντης νοίκιαζε φτωχικά δωμάτια, «χαμόγεια», στις αυλές της συνοικίας του  Ψυρρή,  όπως εκείνο που περιγράφει στο αφήγημα «Το ζωντανό κιβούρι μου».  Πηγαίνει εκεί μόνο για να κοιμηθεί. Μοιράζει  τον χρόνο του  στα γραφεία των εφημερίδων, στις μπακαλοταβέρνες και τα καφενεία γύρω από του Ψυρρή και το Θησείο  και στις αγρυπνίες στον ναΐσκο του Αγίου Ελισσαίου της οδού Άρεως, όπου ψέλνει. Με τους συναδέλφους του, τους λογίους των Αθηνών, ανταλλάσσει λιγοστές κουβέντες στο γραφείο αλλά δεν έχει ιδιαίτερες κοινωνικές σχέσεις· δεν συχνάζει στα φιλολογικά καφενεία και σαλόνια των Αθηνών.

 

Ο Παπαδιαμάντης στην οδό Άρεως (σχέδιο του Νίκου Νομικού).

 

Με τον λογοτέχνη Γιάννη Βλαχογιάννη, αρκετά νεότερό του (1867-1945) καταγόμενο από την Ναύπακτο, πρωτογνωρίστηκε στην Εφημερίδα του Αριστείδη Ρούκη. Αργότερα, κατά την δεκαετία του 1900, η γνωριμία τους θα εξελιχθεί σε αδελφική φιλία. Ο Βλαχογιάννης αναφέρει ότι από το 1903 βλέπονταν συχνά, όταν βρίσκονταν κι οι δύο στην Αθήνα.

«Αναίρεσις» του Νικολάου Σπηλίαδη

Κατά το πρώτο εξάμηνο του 1903 ο Παπαδιαμάντης δημοσίευσε σε συνέχειες στο περιοδικό Παναθήναια τη Φόνισσα. Το έργο εδραίωσε τη φήμη του, αλλά οι συνθήκες της ζωής του παραμένουν δύσκολες. Μια προσπάθειά του, το προηγούμενο έτος, να εκδώσει σε βιβλίο τα διηγήματά του (τα «Θαλασσινά ειδύλλια», όπως τα ονόμαζε) είχε ναυαγήσει, όπως η παλαιότερη του 1891. Την  περίοδο αυτή ο Βλαχογιάννης, που ενδιαφερόταν για τη διάσωση τεκμηρίων της νεότερης ιστορίας μας και αγόραζε παλαιά έγγραφα, του αναθέτει να μεταφράσει ένα χειρόγραφο που είχε αποκτήσει. Ήταν ένα ανέκδοτο έργο του Νικολάου Σπηλιάδη (γραμματέα του Καποδίστρια), γραμμένο στα γαλλικά, με τίτλο Refutation (Αναίρεσις).

Με το έργο αυτό ο Σπηλιάδης ανασκεύαζε έργο του Γερμανού παιδαγωγού  Φρίντριχ Τίερς (ή Ειρηναίου Θειρσίου), De l‘état actuel de la Grèce et des moyens darriver à sa restauration (Περὶ τῆς ἐνεστώσης καταστάσεως τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν ἀπαιτουμένων πρὸς ἀποκατάστασιν αὐτῆς) που είχε εκδοθεί στα γαλλικά σε δύο τόμους το 1833. Ο Παπαδιαμάντης μετέφρασε έναντι αμοιβής το έργο και το παρέδωσε.

 

Η πρώτη σελίδα της μετάφρασης του έργου Refutation του Νικολάου Σπηλιάδη.

 

Ο Βλαχογιάννης του ανέθεσε κατόπιν να μεταφράσει το έργο History of the Greek Revolution  του Thomas Gordon[1] και συμφώνησαν να εργαστεί στη Σκιάθο. Οι γονείς του Παπαδιαμάντη είχαν πεθάνει από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Στο πατρικό ζούσαν οι τρεις ανύπαντρες αδελφές του και στο διπλανό σπίτι η μόνη παντρεμένη, η Ουρανία,  με την οικογένειά της. Αργότερα ο  Βλαχογιάννης θα αφηγηθεί:

 

«[…] τοῦ εἶπα ν᾽ ἀρχίσει στὴ Σκιάθο νὰ μεταφράζει καὶ θὰ τοῦ στέλνω μ᾽ ὅλη τὴ δική μου στενοχώρια (μὲ μαθήματα ἰδιωτικὰ ζοῦσα κι ἐγώ, φτωχὸς δάσκαλος) ὅ,τι μποροῦσα κάθε μῆνα γιὰ νὰ οἰκονομιέται καὶ νὰ μένει στὸ νησί. Μποροῦσε ἐκεῖ νὰ περνάει ὑποφερτά, ἅμα μάλιστα ἐρχότανε καλὴ λ α δ ι ά (εἶχε λίγες ἐλιὲς ἐκεῖ μὲ τὶς φτωχοῦλες τὶς ἀδερφές του)».

 

Η σελίδα τίτλου του αγγλικού πρωτοτύπου.

            

Τον Ιούνιο του  1903 ο Παπαδιαμάντης φτάνει στη Σκιάθο, ύστερα από πενταετή απουσία, με τους δύο τόμους στις αποσκευές του. Συναντιέται με παλιούς φίλους στα καφενεία της προκυμαίας, ακολουθεί τους πανηγυριστές στις εξοχές και στα ξωκλήσια, όπου ψέλνει, και αφήνει να περάσει το καλοκαίρι χωρίς να καταπιαστεί με τη μετάφραση.

 

Σκιάθος, ανατολική παραλία• η γειτονιά του Παπαδιαμάντη γύρω στα 1900.

 

Ο Βλαχογιάννης στην Αθήνα, κατά τη συνήθεια της εποχής, τυπώνει μια δίφυλλη αγγελία, αναζητώντας συνδρομητές που θα χρηματοδοτήσουν την έκδοση:

 

«[…] ἀγγέλλω [έγραφε] τὴν προσεχῆ ἔκδοσιν τοῦ πολυτίμου συγγράμματος τοῦ Γόρδωνος κατὰ μετάφραση φιλοτεχνηθεῖσαν χάριν ἐμοῦ ὑπὸ τοῦ ἐξόχου λόγου φίλου μου κ. Ἀλεξάνδρου Παππαδιαμάντη, βαθέος γνώστου τῆς Ἀγγλικῆς γλώσσης καὶ ἀριστοτέχνου χειριστοῦ τῆς Ἑλληνικῆς. Ἡ μετάφρασις τοῦ ὅλου ἔργου θὰ ἀποτελέσῃ δύο τόμους ἐξ 600 ἕως 700 σελίδων ἕκαστον, σχήματος μεγάλου ὀγδόου. Ἡ συνδρομὴ τῶν δύο τόμων προπληρωμένη εἶναι δραχμαὶ 15. Πᾶσα αἴτησις ἀπευθύνεται πρὸς τὸν ἐκδότην Ἰωάννην Βλαχογιάννην, εἰς Ἀθήνας.»

 

 

Η πρώτη σελίδα της δίφυλλης αγγελίας του 1903.

 

Έχουν σωθεί αρκετές επιστολές του Παπαδιαμάντη προς τον Βλαχογιάννη, οι οποίες  ρίχνουν αρκετό  φως στις συνθήκες της εργασίας του, αλλά από τις  επιστολές του Βλαχογιάννη ελάχιστες σώθηκαν[2] και ορισμένες πτυχές παραμένουν αδιευκρίνιστες.

Στις αρχές του φθινοπώρου ο Παπαδιαμάντης λαμβάνει ένα ποσό έναντι καθώς και αγγελίες για να εγγράψει συνδρομητές στη Σκιάθο. Αποφασίζει να στρωθεί στη δουλειά και στις 6 Σεπτεμβρίου 1903 γράφει: «Αἱ ἀγγελίαι, ὅπως καὶ τὰ χρήματα, θὰ μοῦ χρησιμεύσουν ὡς μαστίγιον, διότι, ἕνεκα τῶν περιστάσεων, τὸ θέρος ὀλίγον ἐπροχώρησα εἰς τὸν Γόρδωνα· τώρα ὅμως τὸ ἔβαλα ἐμπρός, καί, ἂν πρόκειται ν᾽ ἀρχίσῃ νὰ τυπώνεται, ἐντὸς δύο ἑβδομάδων θὰ ἔχω ἑκατοντάδας χειρογράφων νὰ σοῦ στείλω».

Στις 2 Ιανουαρίου του 1904 έχει ολοκληρώσει τη μετάφραση του πρώτου τόμου. Νωρίτερα, κατά τα μέσα Δεκεμβρίου, είχε  στείλει  με συγγενείς του στον Βλαχογιάννη ένα  μέρος των χειρογράφων. Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Παπαδιαμάντη, η καθημερινή εργασία του ήταν πεντάωρη (έχει πόνους στα χέρια και δεν μπορεί να δουλέψει περισσότερο) και την διέκοπτε κατά τις Κυριακές και τις γιορτές. Γράφει ότι για τον πρώτο τόμο δούλεψε συνολικά 65 ημέρες.

 

Επιστολή του Παπαδιαμάντη στον Βλαχογιάννη (20.9.1903).

 

Ο Βλαχογιάννης τον πιέζει να τελειώσει γρήγορα αλλά στις αρχές του Φεβρουαρίου ο Παπαδιαμάντης δέχεται ένα μεγάλο πλήγμα: παραφρόνησε ο μοναδικός αδελφός του, ο Γιώργος, που ζούσε με την δεύτερη σύζυγό του και τα πέντε ανήλικα παιδιά του στην Πορταριά, άνθρωπος με παρορμητικό χαρακτήρα και ταραχώδη βίο. Στις 13.2.1904 ο Παπαδιαμάντης γράφει  από τον  Βόλο:

 

«Ὁ ἀδελφός μου, ὁ ἐν Πορταριᾷ Δημογραμματεύς, ἔπαθε τὰς φρένας, καὶ ἀνάρπαστος ἔγεινα, […] ὅπως ἔλθω νὰ φροντίσω δι᾽ αὐτόν. Ἔχει πέντε παιδιά.… Ἡ μετάφρασις τοῦ Γόρδωνος ἔχει φθάσει εἰς τὰ 3/4 […] καὶ θὰ τὴν εἶχα τελειώσει […], ἂν δὲν ἐνέσκηπτε τὸ δυστύχημα περὶ οὗ ἐν ἀρχῇ εἶπα».

 

Ο Γεώργιος Παπαδιαμάντης με την πρώτη του σύζυγο στις Σέρρες (1885).

 

Ο Γιώργος απολύεται από την θέση του και έρχεται  οικογενειακώς στη Σκιάθο.  Όταν η  μετάφραση ολοκληρώνεται τον Μάρτιο, ο Παπαδιαμάντης ζητά χρήματα για να την ταχυδρομήσει συστημένη, αλλά δεν τα λαμβάνει. Το καλοκαίρι η αλληλογραφία των δύο φίλων διακόπτεται. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1904 ο Παπαδιαμάντης γράφει:

 

«Τί γίνεσαι; Ἐγὼ ἐκόλλησα ἐδῶ ἐν δυστυχίᾳ, καὶ δὲν εἰξεύρω ἂν θὰ ἔλθω γρήγορα εἰς τὰς Ἀθήνας. Δὲν ἔχω λεπτὰ οὔτε διὰ νὰ σοῦ στείλω ταχυδρομικῶς ἐκεῖνα τὰ 1400 χειρόγραφα καὶ τοὺς 2 τόμους. Στεῖλέ μου λεπτὰ διὰ νὰ μπορέσω νὰ σοῦ τὰ στείλω».

 

Τελικά παρέδωσε ο ίδιος τα χειρόγραφα και τους τόμους του πρωτοτύπου,  όταν κατά τα τέλη Οκτωβρίου του 1904 πήγε στην Αθήνα να  αναζητήσει εργασία. Την τελευταία  αυτή μετάβαση μνημονεύει στο διήγημα «Νεκράνθεμα»:

 

«…Φεῦ! Τίς μοι δώσει ὕδωρ, καὶ δάκρυα; Ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον τῆς δοκιμασίας, καὶ τὸν τόπον τῆς μικρᾶς ἀναψυχῆς, ἦλθα εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης – ὅπου ἀπὸ πολλοῦ σύρω τὸν σταυρόν μου, μὴ ἔχων πλέον δυνάμεις νὰ τὸν βαστάζω – εἰς τὴν πόλιν τῆς δουλοπαροικίας καὶ τῶν πλουτοκρατῶν. Ἔφθασα εἰς τὰς Ἀθήνας τὴν 28 Ὀκτωβρίου. […] Καὶ ὀλίγους μῆνας ὕστερον, τὴν Δευτέραν τοῦ Πάσχα, λευκὴν καὶ μυροβολοῦσαν μὲ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», ἐσβήνετο, ἀφήσας τόσην ὀρφάνιαν ξοπίσω του, ὁ ταλαίπωρος ἀδελφός μου».

 

Γιατί άραγε ο Βλαχογιάννης, που πρώτα πίεζε, δεν έσπευσε να στείλει τα ταχυδρομικά έξοδα, ώστε να παραλάβει από την άνοιξη τη μετάφραση; Οι σχετικές επιστολές του δεν έχουν σωθεί· πιθανόν η ολιγωρία του να σχετιζόταν με την έναρξη της δημοσίευσης, το καλοκαίρι εκείνο του 1904, των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη στην εφημερίδα Ακρόπολη. Ο Βλαχογιάννης είχε ανακαλύψει το χειρόγραφο του στρατηγού, το οποίο με επίπονη εργασία μετέγραψε κατά τα προηγούμενα έτη· η δημοσίευση της Ακροπόλεως, που συνεχίστηκε και τους φθινοπωρινούς μήνες, προξένησε αίσθηση και κίνησε το ενδιαφέρον των εκδοτών. Κατά τα επόμενα έτη ο Βλαχογιάννης ασχολήθηκε με την ετοιμασία της έκδοσης των δύο τόμων του Αρχείου Μακρυγιάννη. Όταν κυκλοφόρησαν το 1907, ο επιμελητής είχε ήδη δρομολογήσει  την επόμενη, μακρά και επίμοχθη εργασία του, την έκδοση του Χιακού αρχείου, για την οποία ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια και το Λονδίνο  προκειμένου να εξασφαλίσει χορηγίες από εύπορους Χιώτες εμπόρους. Τον Ιούνιο  του 1907 ο Βλαχογιάννης έγραφε από το Λονδίνο στον Αλέξανδρο Πάλλη:

 

«Ὁ λόγος ποὺ ἦρθα στὴ Λόντρα εἶναι γιὰ μένα πολὺ σπουδαῖος. Ἐδῶ καὶ δυὸ τρία χρόνια ηὗρα στὴν Ἀθήνα τὸ ἱστορικὸ ἀρχεῖο τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Χίων ποὺ ἔλαβε σπουδαῖο μέρος στὰ ἐθνικὰ πράγματα ἀπὸ τὸ 1822-1862. Ἐγὼ δὲν περιμένω νὰ τελειώσω μιὰ δουλειὰ γιὰ νὰ ἀρχίσω τὴν ἄλλη. Λοιπόν, μόλις ἔβγαλα τὸ Ἀρχεῖο Μακρυγιάννη εἶμαι κιόλας ἕτοιμος νὰ καταπιαστῶ τὸ χιακὸ ἀρχεῖο. Προτίμησα αὐτὸ κι ὄχι ἄλλο τίποτα, γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἐλπίδα πὼς θὰ μπορέσω νὰ τὸ τυπώσω».

 

Φαίνεται ότι λόγω των συγκυριών οι προτεραιότητές του άλλαξαν και η σχεδιαζόμενη έκδοση της Ιστορίας του Γόρδωνος, για την οποία ίσως δεν είχε υπάρξει ικανοποιητική ανταπόκριση από συνδρομητές και χορηγούς, παραμερίστηκε.

Ο Παπαδιαμάντης παράδωσε το φθινόπωρο του 1904 την εργασία, εξοφλήθηκε σταδιακά από τον Βλαχογιάννη και δεν φαίνεται να τον απασχόλησε  η τύχη των χειρογράφων του. Το 1905 εργάστηκε ως μεταφραστής στην εφημερίδα Μεταρρύθμισις καθώς και στη σειρά των εκλεκτών μυθιστορημάτων «Πανδώρα» των εκδοτών  Μπεκ και Μπαρτ, αλλά η εργασία του διακόπτεται στις αρχές του 1906, καθώς για αρκετούς μήνες τα χέρια του είχαν σχεδόν παραλύσει από τους ρευματισμούς. Ο Βλαχογιάννης τον φιλοξενεί αρχικά στο σπίτι του στη Δεξαμενή και κατόπιν τού βρίσκει ένα δωμάτιο εκεί κοντά. Αργότερα θα αφηγηθεί:

 

«Στὰ παλιά του χρόνια, τὰ χρόνια τῆς πνευματικῆς του ἀκμῆς, ἦταν αὐτὸς τέλεια ἀπλησίαστος. Ὅταν ὅμως ἡ δυστυχία του ἔγινε ἀβάσταχτη, καὶ ἡ ζωή του βάσανο τυραννικὸ στὸ φριχτὸ δωμάτιο τοῦ Ψυρρῆ, καὶ τόνε σήκωσα μὲ τὸ στανιὸ καὶ τὸν ἀνέβασα στὸ σπίτι μου, στὴ Δεξαμενή, κι ἀργότερα τοῦ βρῆκα μικρό-φτηνὸ δωμάτιο σιμὰ στὸ δάσος τοῦ Λυκαβηττοῦ, καὶ τέλος τὸν παρουσίασα δειλὸν κι ἀνήσυχο στὸ καφενεδάκι τῆς Δεξαμενῆς, τότε πολλοὶ δεξαμενίτες λογιώτατοι, μπόρεσαν νὰ διπλαρώσουν τὸν ἀζύγωτον αὐτὸν βράχο, τὸν μοναχικὸ ποὺ φοβέριζε ἀπὸ μακριά του, τὸν Παπαδιαμάντη».[3]

 

Ο Παπαδιαμάντης φωτογραφημένος από τον Παύλο Νιρβάνα στο καφενείο στην πλατεία Δεξαμενής της Αθήνας το 1906. Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παναθήναια» και έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί ήταν η μοναδική του μεγάλου πεζογράφου.

 

Ο κάποτε «κρυψίβιος» Παπαδιαμάντης – όπως τον είχε αποκαλέσει ο Ιω. Καμπούρογλου – γίνεται αξιοθέατο της Δεξαμενής για τους λογίους των Αθηνών.  Η πολυσυζητημένη φωτογραφία του και η αφήγηση του επεισοδίου της φωτογράφησης από τον Παύλο Νιρβάνα στο περ. Παναθήναια τον Οκτώβριο του 1906 έκανε μεγάλη αίσθηση. Δημοσιεύματα στον τύπο διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι το έργο του παραμένει ανέκδοτο και οι υπεύθυνοι της Βιβλιοθήκης Μαρασλή αποφασίζουν να συμπεριλάβουν τα διηγήματά του στο εκδοτικό τους πρόγραμμα. Ο καταπονημένος συγγραφέας ζητά τη βοήθεια του φίλου του και τον περιμένει να επιστρέψει από το Λονδίνο για να τον βοηθήσει στην ετοιμασία της έκδοσης. Ο Γρηγόριος Μαρασλής πεθαίνει τον Μάιο του 1907 και η έκδοση των παπαδιαμαντικών διηγημάτων ματαιώνεται και πάλι. Στις 13 Μαρτίου του 1908 διοργανώθηκε η γνωστή εσπερίδα στην αίθουσα του «Παρνασσού», ο Παπαδιαμάντης έλαβε χρηματικό βοήθημα 500 δραχμών από τον πρίγκιπα Γεώργιο και μπόρεσε  να επιστρέψει στη Σκιάθο.

 

Ο Παπαδιαμάντης με τον Βλαχογιάννη στη Δεξαμενή το 1908.

 

Πηγαίνοντας στο  νησί, κατά τα τέλη Μαρτίου, παίρνει και τους δύο τόμους της Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως του Τζωρτζ Φίνλεϋ,[4] και μέχρι το φθινόπωρο έχει ολοκληρώσει κι αποστείλει τη μετάφραση στον Βλαχογιάννη, που τον εξοφλεί σταδιακά με μικρά εμβάσματα.[5]

Η μετάφραση του Γκόρντον είχε ήδη μπει στο συρτάρι και ο Βλαχογιάννης ήταν απασχολημένος αλλού, αναρωτιέται λοιπόν κανείς για ποιο λόγο του αναθέτει να μεταφράσει και τη δεύτερη ιστορία. Σημαντικό κίνητρο θα ήταν η επιθυμία του να βοηθήσει τον φίλο του χωρίς να τον θίξει στη φιλοτιμία του, προσφέροντάς του  εργασία και όχι ελεημοσύνη.  (Ο Βλαχογιάννης έχει χαρακτηρίσει «ωμή κοινωνική διαπόμπεψη» την εορτή του «Παρνασσού» και έχει γράψει βαρείς χαρακτηρισμούς για ορισμένους από τους διοργανωτές).

Ο Βλαχογιάννης συνέχισε να εργάζεται για την έκδοση του Χιακού αρχείου αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του Παπαδιαμάντη. Δεν είχε  πάντως εγκαταλείψει ολοσχερώς το σχέδιο να εκδώσει την ιστορία του Γόρδωνος. Με αφορμή τα  εκατοντάχρονα της Ελληνικής Επανάστασης μίλησε  για το ανέκδοτο χειρόγραφο στον πρίγκιπα Νικόλαο. Ο τελευταίος του γράφει στις 28 Ιανουαρίου 1922:

 

«Θυμᾶμαι τὴν ὁμιλία ποὺ μοῦ κάνατε γιὰ τὸ σύγγραμμα τοῦ Gordon καὶ γιὰ τὴν ἔξοχη μετάφραση τοῦ Παπαδιαμάντη. Σᾶς ὑπόσχομαι πὼς μόλις μπῆ ἡ δουλειὰ τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἑκατονταετηρίδος σὲ καλὸ δρόμο καὶ καταρτίσομε καὶ τὴν ἐπιτροπὴ τῶν δημοσιευμάτων, νὰ ὑποδείξω τὴν ἀνάγκη τῆς δημοσιεύσεως τοῦ βιβλίου ποὺ θὰ συντελέση τόσο πολὺ στὴν ἀκριβὴ γνώση τοῦ ἀγῶνος τῆς Ἐλευθερίας. Ὡς τότε ὅμως δυστυχῶς, καθὼς καὶ γιὰ τὰ ἄλλα ζητήματα ποὺ ἔχετε μιλήσει, πρέπει νὰ κάνομε ὑπομονή».[6]

 

Το 1924 η πεντάτομη έκδοση του Χιακού αρχείου ολοκληρώνεται. Το επόμενο έτος ο Βλαχογιάννης, σε άρθρο του στην εφημερίδα Πολιτεία, μνημονεύει τις ανέκδοτες μεταφράσεις:

 

  «… μεῖναν οἱ μεταφράσεις τῶν δύο βιβλίων ποὺ σημείωσατέσσεροι τόμοιδουλειὰ μεγάλη ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ΠαπαδιαμάντηΠοιὸς δὲ θυμᾶται ἐκεῖνα τὰ δάχτυλαποὺ εἴχανε βγάλει κάλους χοντρούςβαστώντας τὴν πέννα καὶ γράφοντας ἄνθρωπος  πιὸ πρωτότυπος ἤτανε γραμμένο του νὰ μεταφράζῃμεταφράζῃ… Τώρα τί νὰ τὰ κάμω αὐτὰ τὰ χειρόγραφα τοῦ πεθαμένου φίλου μου;»

 

Τα «χειρόγραφα του πεθαμένου φίλου» έμειναν πολλές δεκαετίες ανέκδοτα. Οι  4.524 χειρόγραφες σελίδες όλων των μεταφράσεων που εκπόνησε ο Παπαδιαμάντης για λογαριασμό του φίλου του[7] βρίσκονται στο Αρχείο Βλαχογιάννη, που δωρήθηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (των οποίων ο Βλαχογιάννης υπήρξε ο πρώτος διευθυντής). Τα τρία ιστορικά έργα εκδόθηκαν στον αιώνα μας:

  1. Η δίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Γεωργίου  Φίνλεϋ εκδόθηκε το 2008 σε επιμέλεια Άγγελου Μαντά από το Ίδρυμα  της Βουλής των Ελλήνων.

Η δίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Γεωργίου Φίνλεϋ εκδόθηκε το 2008.

 

  1. Η Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Θωμά Γόρδωνος εκδόθηκε το 2015 από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης.
  2. Η Αναίρεσις του Νικολάου Σπηλιάδη, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ποταμός» το 2019, με επιμέλεια, προλεγόμενα και σχόλια του Γιώργου Καλπαδάκη.

Για τον Τόμας Γκόρντον και το ιστορικό έργο του μίλησε ήδη ο ακαδημαϊκός κ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης. Ο Παπαδιαμάντης μετέφρασε την ιστορία από την β’ έκδοση του 1844[8] σε 2000 χειρόγραφες σελίδες.  Όπως αναφέρθηκε, η μετάφραση εκδόθηκε από το ΜΙΕΤ το 2015.  Το πρωτότυπο έργο είναι δίτομο, αλλά η δική μας έκδοση  έγινε σε τρεις τόμους. Συνεπιμελητές στην έκδοση είχα τον Άγγελο Μαντά και τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο.  Την εισαγωγή έγραψε η Αγλαΐα Κάσδαγλη.

Ο πατέρας μου είχε αρχίσει να ετοιμάζει  την έκδοση από τη δεκαετία του 1990. Είχε   ολοκληρώσει την μεταγραφή του παπαδιαμαντικού χειρογράφου  και έγραψε και τον πρόλογο. Το κείμενο είχε στοιχειοθετηθεί σε μονοτυπία, όμως η προσπάθεια καθυστέρησε για διάφορους λόγους και ματαιώθηκε μετά τον θάνατο του Εμμανουήλ Κάσδαγλη, που είχε την τυπογραφική επιμέλεια.

 

Η Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Θωμά Γόρδωνος.

 

Το 2009 αναλάβαμε με τον αείμνηστο, πλέον, Άγγελο Μαντά να συνεχίσουμε το έργο. Με τη βοήθεια της προηγούμενης μεταγραφής, το κείμενο πληκτρολογήθηκε σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Δυο σημαντικοί λόγοι δυσκόλεψαν και καθυστέρησαν την έκδοση:

Ο πρώτος ήταν το πρόβλημα των κύριων ονομάτων. Στο έργο συναντούμε  μεγάλο  πλήθος τοπωνυμίων και ονομάτων προσώπων, που συχνά στο αγγλικό κείμενο έχουν καταντήσει αγνώριστα, άλλοτε λόγω της δυσκολίας του Γκόρντον να διαβάσει σωστά τα ελληνικά χειρόγραφα που είχε στη διάθεσή του, άλλοτε λόγω του ανορθόδοξου τρόπου που επιλέγει για να τα αποδώσει στο αγγλικό αλφάβητο, άλλοτε λόγω τυπογραφικών λαθών του πρωτοτύπου (όχι σπάνιων, αφού οι Άγγλοι τυπογράφοι δεν ήταν εξοικειωμένοι με τα ονόματα αυτά).

Ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει όλα τα τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου, των Ηγεμονιών, της Μικράς Ασίας,  ούτε όλα τα ονόματα δευτερευόντων προσώπων που συναντούμε στο έργο. Δεν είχε άλλωστε αναλάβει να κάνει  έρευνες και εξακριβώσεις. Αποδίδει τα ονόματα με βάση αυτό που διαβάζει στο αγγλικό. Κάποιες φορές παραθέτει στο περιθώριο την αγγλική γραφή  και  εικασίες του για την απόδοση. Γράφει στον Βλαχογιάννη «Εἰς τὰ περιθώρια σημειῶ τινας ἀπορίας, μάλιστα εἰς τὰ κύρια ὀνόματα». Αν ο τελευταίος είχε εκδώσει το έργο, θα έπρεπε να αφιερώσει αρκετό χρόνο στην επιμέλεια και στη διόρθωση των ονομάτων.

Ο δεύτερος λόγος ήταν η ανάγκη να εντοπιστούν και να διορθωθούν ορισμένες παραδρομές του μεταφραστή. Όπως προκύπτει από τις επιστολές του Παπαδιαμάντη, η μετάφραση γίνεται βιαστικά. Δεν είχε ελέγξει τα χειρόγραφά του, γιατί κάποιες απροσεξίες του γίνονται αντιληπτές με απλή ανάγνωση, όταν, λ.χ., γράφει «ἱστοὺς» αντί «φανοὺς» στο χωρίο «ὑψώσαντα ἕκαστον τέσσαρας ἢ πέντε ἱστοὺς ἐπὶ τῆς κορυφῆς τῶν ἱστῶν». Υπάρχουν όμως και λάθη που δεν γίνονται αμέσως αντιληπτά με την  ανάγνωση του κειμένου και συνεπώς  έπρεπε να γίνει διεξοδική αντιπαραβολή με το πρωτότυπο. Για παράδειγμα  σ᾽ ένα σημείο γράφει  τρεῖς ἱππεῖς ἀντὶ τριακόσιοι ἱππεῖς (300 horsemen), κάπου γράφει  ἀριστερόθεν αντί δεξιόθεν κι αλλού βορειοδυτικὴν αντί βορειανατολικὴν  κ.ά. Δεδομένου ότι το έργο αφορά ιστορικά γεγονότα, θεωρήσαμε απαραίτητο να εντοπίσουμε και να διορθώσουμε τέτοιας λογής λάθη· πρόκειται για μικρές επεμβάσεις  των επιμελητών που δεν αλλοιώνουν το μεταφραστικό ύφος.

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Αφιέρωμα». Νέα Εστία, (Χριστούγεννα 1941) – Ξυλογραφία Τάσσος.

 

Αν παραβλέψουμε τις σποραδικές αυτές απροσεξίες, διαπιστώνουμε ότι ο Παπαδιαμάντης μεταφράζει με ευσυνειδησία και ακρίβεια το κείμενο. Οι σημειώσεις του στο περιθώριο, οι οποίες απευθύνονται στον Βλαχογιάννη ή τον τυπογράφο ποικίλλουν. Συνήθως σημειώνει  ερωτήματα  για τα κύρια ονόματα,  κάποτε  προτείνει εναλλακτικές γραφές (λ.χ. έχει γραψει «πυργίσκους ἀντιβομβικος» και στο περιθώριο προτείνει «ἢ ἂς γραφῆ ἀντέχοντας εἰς τας βόμβας»), άλλοτε δίνει οδηγίες για να μην του μεταβάλουν ορισμένες γραφές· υπογραμμίζει, λ.χ. ότι γράφει «Αἰκατερίνα μὲ ἄλφα» και «τόν Πίνδον» σε αρσενικό γένος και δικαιολογεί φαινομενικά ανακόλουθες συντάξεις γράφοντας «κατὰ τὸ νοούμενον, οὕτως εἶνε τὸ ὀρθόν».

Εκτεταμένες παραλείψεις δεν συναντούμε. Στο Παράρτημα της Εισαγωγής αποδίδει συνοπτικά κάποιους στατιστικούς πίνακες (θεωρώντας ίσως περιττές τις αναλυτικές πληροφορίες) και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις αποδίδει επίσης συνοπτικά λεπτομερείς περιγραφές της κατάστασης του πυροβολικού και των στρατιωτικών οχυρώσεων (μάλλον επειδή τον δυσκολεύει  η εξειδικευμένη ορολογία). Παραλείπει επίσης τη μετατροπή των χρηματικών ποσών σε στερλίνες, θεωρώντας,  εύλογα, ότι δεν ενδιαφέρει τους Έλληνες αναγνώστες. Δεν συναντούμε παραλείψεις που να οφείλονται σε διάθεση λογοκρισίας και κατά κανόνα δεν συναντούμε αντιρρητικές σημειώσεις.

Αναφέρω εν παρενθέσει ότι η πρώτη απόπειρα μετάφρασης του έργου στα ελληνικά είχε γίνει το 1849 από τον πολιτικό και νομικό Στυλιανό Ι. Κασιμάτη. Κυκλοφόρησαν όμως μόνο δύο φυλλάδια, συνολικά 192 σελίδες, που περιλαμβάνουν την Εισαγωγή και τα  δύο πρώτα κεφάλαια. Εκεί συναντούμε εκτενέστατες σημειώσεις, με τις οποίες ο Κασιμάτης επιχειρεί να ανασκευάσει τις κρίσεις του Γόρδωνος και να υπερασπιστεί τον Πετρόμπεη και τους Μανιάτες, κι άλλα πρόσωπα. Απεναντίας ο  Παπαδιαμάντης δεν διατυπώνει αντιρρήσεις και φαίνεται να μεταφράζει ασκανδάλιστος τις αυστηρές κάποτε κρίσεις του συγγραφέα για πράξεις και συμπεριφορές  Ελλήνων. Η μόνη ουσιαστική  αντίρρηση που διατυπώνει αφορά την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Όταν ο Γκόρντον μιλά υποτιμητικά στην εισαγωγή, ο μεταφραστής υποσημειώνει: «Ὁ συγγραφεὺς ἀνήκει εἰς χρονικὴν περίοδον ὁπότε εὐσυνείδητοι ἔρευναι δὲν εἶχον διασκεδάσει τὴν ὑπερβάλλουσαν καὶ ἄδικον προκατάληψιν κατὰ τοῦ Βυζ. Κράτους».

Το ότι ο  Παπαδιαμάντης μεταφράζει βιαστικά και για βιοποριστικούς λόγους δεν σημαίνει ότι το έργο τον αφήνει αδιάφορο. Σε επιστολή του λίγο πριν τελειώσει τη μετάφραση του α’ τόμου έγραφε στον Βλαχογιάννη  «Τὸ ἔργον εἶναι σπουδαῖον καὶ τὸ ἐπόνεσα». Το ενδιαφέρον του για τα ιστορούμενα, το φανερώνει επισημαίνοντας με κάποιο σημάδι στο περιθώριο, διάφορα χωρία που του φαίνονται αξιοσημείωτα.

 

Επισήμανση του Παπαδιαμάντη στο περιθώριο του χειρογράφου.

 

Η πρώτη σελίδα της παπαδιαμαντικής μετάφρασης.

 

Επισημαίνει, λ.χ., ένα χωρίο που αφορά τις εμφύλιες συγκρούσεις στην Πελοπόννησο: «[…] καὶ διάφοροι ἁψιμαχίαι συνεκροτήθησαν, μετ’ ὀλιγίστης ὅμως αἱματοχυσίας, διότι ἦτο πάλι μᾶλλον χρημάτων καὶ ῥᾳδιουργίας ἢ τοῦ ξίφους· οἱ στρατιῶται, ἀδιάφοροι πρὸς τὰ πάθη τῶν ἀρχηγῶν των, ἐν γένει ἐπυροβόλουν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ οἱ αἰχμάλωτοι οἱ συλλαμβανόμενοι, ἐν τῇ πράξει ἀπηλευθεροῦντο».

Ένα άλλο χωρίο αφορά αιχμαλώτους που αποκεφαλίστηκαν: «Εἷς τούτων Ἰταλός, ὁ ἄλλος Ἕλλην ὑπολοχαγὸς τοῦ πυροβολικοῦ ὀνόματι Ἴβος, ὡραιότατος νέος. Ὁ Σερασκέρης τοῦ ἔκαμε μεγάλης προσφοράς, ἐὰν ἤθελε ν’ ἀλλάξῃ τὴν θρησκείαν του, ἀλλ’ ὁ νέος ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ’ ἐξέφρασε φρίκην πρὸς τὴν πρότασιν».

Άξιο σημείωσης θεώρησε και το εξής:

«Ἐπὶ ἓξ ὥρας θανασίμου ἀγωνίας Μαυροκορδᾶτος ἐκάθητο εἰς τὸν θαλαμίσκονκρατῶν πιστόλιοντὸ ὁποῖον θὰ ἠδύνατο νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τὸ ὄνειδος τοῦ νὰ σταλῇ δέσμιος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν· δὲν ἐξεστόμιζε λέξινἐκτὸς ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν βραχεῖαν φράσιν παραστατικὴν τῆς ματαιότητος πάσης φιλοδοξίαςκαὶ ἐκφράζουσαν τὴν ἀπόφασινἐὰν ἐπέζην’ ἀποσυρθῇ εἰς τὸν ἰδιωτικὸν βίον· αἴσθημα τόσον παροδικὸν ὅσον καὶ  κίνδυνος».

Αρκετά από τα χωρία που έχει σημειώσει αφορούν περιστατικά έκτακτης τόλμης ή αυτοθυσίας. Οι επισημάνσεις πυκνώνουν ιδιαίτερα στην αφήγηση της πολιορκίας και της εξόδου του Μεσολογγίου. Μεταξύ άλλων επισημαίνει:

«[…] μία βόμβα πεσοῦσα ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, διέρρηξε τὸ λιθόστρωτον καὶ ἀνεκάλυψεν ἄγνωστον πηγὴν ὕδατος, ἥτις ἐδρόσισε τὴν δίψαν τῶν κατοίκων, περιελθόντων ἤδη εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ πίνωσιν ἀπὸ τοὺς βάλτους· τοὺς ἐνέπνευσε δὲ ἐνθουσιασμόν, ἀποδώσαντας τὸ θαῦμα εἰς τὴν Θείαν Πρόνοιαν».

Αργότερα γράφει στο διήγημα «Ἀγάπη στὸν Κρεμνό»: «ὅστις διεξέλθῃ τὴν ἱστορίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀγῶνος τοῦ φιλέλληνος στρατηγοῦ Γόρδωνος, θὰ μάθῃ ἀπὸ ξένον ἀξιόπιστον μάρτυρα τί συνέβη εἰς τὸ Ἀνατολικόν, οὐ μακρὰν τοῦ Μεσολογγίου, ὅταν οἱ πολιορκούμενοι Ἕλληνες ἐλιποψύχουν δι᾽ ἔλλειψιν νεροῦ. Βόμβα δὲ πεσοῦσα καὶ κτυπήσασα εἰς τὸν τοῖχον τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων, ἔκαμε ν᾽ ἀναβλύσῃ ἄφθονος πηγὴ κρύου νεροῦ ἀπὸ τὰ θεμέλια τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀρχαγγέλου. Καὶ οἱ γενναῖοι ἔλαβαν θάρρος, καὶ δὲν ἐσυνθηκολόγησαν».

Πρόκειται, εξ όσων γνωρίζω για τη μοναδική περίπτωση που ο Παπαδιαμάντης μνημονεύει σε διήγημά του κάποιο από τα πολυάριθμα βιβλία  που μετέφρασε.

 

Μουσείο Παπαδιαμάντη. Δωμάτιο του σπιτιού του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο (σήμερα μουσείο). Φωτ. Μουσείο Παπαδιαμάντη.

 

Ο νεότερος αναγνώστης, που δεν είναι εξοικειωμένος με τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, θα αναρωτηθεί ίσως γιατί να διαβάσει μια μετάφραση που τη βαραίνουν τόσα χρόνια· τη στιγμή μάλιστα που μπορεί να διαβάσει το έργο σε απόδοση στην σύγχρονη γλώσσα, αφού το 2010, προτού δηλαδή εκδοθεί η μετάφραση του Παπαδιαμάντη, είχε κυκλοφορήσει η μετάφραση της Αλεξάνδρας Κοτσώνη από τις εκδόσεις Αρχιπέλαγος. Ο Βλαχογιάννης είχε χαρακτηρίσει την μετάφραση του φίλου του «έξοχη»· γοητευμένος από την παπαδιαμαντική  γλώσσα είχε δηλώσει κι ο μακαρίτης Εμμανουήλ Κάσδαγλης, όταν πρωτοδιάβασε το έργο. Ο αναγνώστης που θα επιχειρήσει να διαβάσει το έργο στη «δύσκολη» για τους νεότερους αναγνώστες γλώσσα του Παπαδιαμάντη αποζημιώνεται από την χάρη ενός κειμένου που φέρει  την σφραγίδα της ιδιοφυΐας του μεταφραστή.

Πηγή Αργολική Βιβλιοθήκη

Le Boucicaut: Ένας Μεσαιωνικός Γάλλος Στρατάρχης στο Βυζάντιο

 Η ιστορία του Ζαν Β΄ Λε Μεντρ, γνωστού ως Le Boucicaut (1366-1421), είναι μια συναρπαστική ιστορία μεσαιωνικού ιππότη, στρατιωτικού ηγέτη κ...