Τα Χειρόγραφα των Μοναστηριών της Ηλείας: Ιστορική Διαδρομή, Διαφύλαξη και Απώλεια
Η Αξία των Μοναστηριακών Χειρογράφων της Ηλείας ως Ιστορικές Πηγές
Οι μοναστηριακές βιβλιοθήκες και τα συναφή ιδρύματα έχουν διαχρονικά λειτουργήσει ως θεμελιώδεις αποθήκες γνώσης, φιλοξενώντας χειρόγραφα που είναι απαραίτητα για την προαγωγή της επιστημονικής έρευνας και την ενδελεχέστερη εξέταση του παρελθόντος. Αυτές οι συλλογές συχνά περιέχουν νέα, προηγουμένως ανεξερεύνητα στοιχεία, ικανά να εμπλουτίσουν ή ακόμα και να μεταβάλουν την κατανόηση των ιστορικών γεγονότων και των κοινωνικών δομών. Παρά την ύπαρξη καταλόγων για πολλές συλλογές, ένας σημαντικός αριθμός μοναστηριακών βιβλιοθηκών, είτε στο σύνολό τους είτε εν μέρει, παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστος στην ευρύτερη επιστημονική κοινότητα. Αυτές οι ακαταχώρητεςή μερικώς γνωστές συλλογές ενδέχεται να περιλαμβάνουν χειρόγραφα μεγάλης σπουδαιότητας, η ανακάλυψη και μελέτη των οποίων θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικές επιστημονικές συνεισφορές.
Πέρα από το εκκλησιαστικό τους περιεχόμενο, αυτά τα χειρόγραφα παρέχουν μοναδικές και ανεκτίμητες πληροφορίες για διάφορες πτυχές της καθημερινής ζωής, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας της ιατρικής και της φαρμακευτικής στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας. Για παράδειγμα, τα διασωθέντα ιατροσοφικά χειρόγραφα καταδεικνύουν μια ζωντανή και ενεργή ιατρική και φαρμακευτική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων, παρέχοντας λεπτομέρειες σχετικά με φάρμακα, παθήσεις και θεραπευτικές μεθόδους. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι «ενθυμήσεις» (σημειώσεις ή αναμνήσεις) που βρίσκονται εντός αυτών των χειρογράφων. Συχνά ρίχνουν φως σε άγνωστα ή αμφισβητούμενα εκκλησιαστικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, λειτουργώντας ως άμεσες πρωτογενείς πηγές που αποτυπώνουν τις αποχρώσεις της ιστορικής πραγματικότητας.
Η ίδια η επιβίωση αυτών των χειρόγραφων συλλογών, παρά τους αιώνες ξένης κυριαρχίας, τις επανειλημμένες συγκρούσεις και τις εθνικές περιπέτειες, αποτελεί απόδειξη της αφοσίωσης και της ανθεκτικότητας, κυρίως, των μοναστικών αδελφοτήτων που ανέλαβαν τη συλλογή, τη διαφύλαξη και συχνά, τη φυσική τους προστασία. Η ύπαρξη αυτών των συλλογών αναδεικνύει τον διττό ρόλο των μοναστηριών ως πολιτιστικών καταφυγίων και ταυτόχρονα ως ευάλωτων στόχων. Ενώ τα μοναστήρια ήταν ζωτικής σημασίας αποθήκες γνώσης και πολιτισμού, η σταθερή τους θέση και το πολύτιμο περιεχόμενό τους τα καθιστούσαν ιδιαίτερα επιρρεπή σε επιθέσεις κατά περιόδους πολέμου και αστάθειας. Η πράξη της καταλογογράφησης, μπορεί να θεωρηθεί ως μια άμεση πνευματική απάντηση σε αυτή τη φυσική ευπάθεια, με στόχο να διασφαλιστεί ότι η γνώση που περιέχεται σε αυτά τα χειρόγραφα παραμένει προσβάσιμη, ακόμα κι αν τα ίδια τα φυσικά αντικείμενα χαθούν ή καταστραφούν. Αυτή η κατάσταση υπογραμμίζει την εγγενή επισφάλεια της πολιτιστικής κληρονομιάς σε περιόδους έντονης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής και τον κρίσιμο, συχνά αντιδραστικό, ρόλο των επιστημονικών προσπαθειών στην τεκμηρίωση και διατήρηση όσων απομένουν.
Η παρούσα έκθεση βασίζεται στο θεμελιώδες έργο του Αθανασίου Θ. Φωτόπουλου, «Χειρόγραφα Μοναστηρίων της Ηλείας», που δημοσιεύθηκε στον «Μνήμονα», Τόμ. 3 (1973), σσ. 91-120. Η μελέτη του Φωτόπουλου, βασισμένη στην επίσκεψή του το καλοκαίρι του 1973, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα χειρόγραφα που περιέγραψε ήταν σημαντικά σε αριθμό και περιεχόμενο, δικαιολογώντας περαιτέρω επιστημονική προσοχή. Σκοπός αυτής της έκθεσης είναι να αξιοποιήσει τις πρωτοποριακές προσπάθειες καταλογογράφησης του Φωτόπουλου. Ενσωματώνοντας τα ευρήματά του με πρόσθετες επιστημονικές πηγές και ιστορικές αναφορές, επιδιώκεται η παροχή μιας πιο ολοκληρωμένης, πλαισιωμένης και αποκαλυπτικής κατανόησης της ιστορικής πορείας, των προκλήσεων διατήρησης, του ποικίλου περιεχομένου και της βαθιάς ιστορικής σημασίας αυτών των ανεκτίμητων μοναστηριακών συλλογών στην Ηλεία.
Οι Μονές της Ηλείας και οι Συλλογές Χειρογράφων τους: Ιστορία και Κατάσταση
Ιερά Μονή Σκαφιδιάς
Η Ιερά Μονή Σκαφιδιάς βρίσκεται σε μια πλαγιά κοντά στον ποταμό Ιάρδανο, κοντά στις εκβολές του όπου υπάρχουν ρωμαϊκές θέρμες, και σε κοντινή απόσταση από το βυζαντινό φρούριο Ποντικόκαστρο. Η ίδρυσή της χρονολογείται στα τέλη του 12ου ή αρχές του 13ου αιώνα, με βάση μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά, καθώς η ακριβής ημερομηνία ανέγερσής της δεν έχει διασωθεί. Αρχικά, το Καθολικό (κύριος ναός) ήταν μια τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, με μέρη της βυζαντινής δομής του, όπως η τρίπλευρη αψίδα και ο ανατολικός τοίχος, να σώζονται μέχρι σήμερα. Κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, η μονή υπέστη σημαντικές αρχιτεκτονικές μεταμορφώσεις, συμπεριλαμβανομένης της αναδιαμόρφωσης του Καθολικού και του νάρθηκα, της προσθήκης προστώου και της ανακατασκευής των πτερύγων και ενός αμυντικού πύργου. Ο νάρθηκας διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες γύρω στο 1710.
Όσον αφορά τα χειρόγραφα της μονής, ο Γάλλος λόγιος J.A. Buchon, κατά την επίσκεψή του το 1841, ανέφερε ότι βρήκε «εκκλησιαστικά τινα χειρόγραφα του δεκάτου πέμπτου και δεκάτου έκτου αιώνος, ευαγγέλια και λειτουργικά βιβλία, καθώς και ωραίον εις φύλλα χαρτώον κώδικα ομιλιών του Ιωάννου Χρυσοστόμου του δεκάτου τρίτου ή δεκάτου τετάρτου αιώνος». Ωστόσο, ο Σπυρίδων Λάμπρος, διακεκριμένος Έλληνας ιστορικός, σημείωσε μια σημαντική ασυμφωνία: κατά τη δεύτερη επίσκεψή του το 1907, ανέφερε ότι δεν βρήκε κανένα από αυτά τα συγκεκριμένα χειρόγραφα. Ο Φωτόπουλος αναγνωρίζει αυτό ως ένα «σοβαρό πρόβλημα», υποδηλώνοντας ότι ο κώδικας του Χρυσοστόμου που αναφέρει ο Buchon είναι, «κατά πάσαν πιθανότητα», το χειρόγραφο αρ. 9 στον δικό του κατάλογο του 1973, υποδηλώνοντας την παρουσία του σε μεταγενέστερη ημερομηνία παρά την προηγούμενη αδυναμία του Λάμπρου να το εντοπίσει. Αυτή η διαφορά στην καταγραφή υποδηλώνει την μεταβλητότητα των μοναστηριακών συλλογών και τις προκλήσεις στην αρχειακή τους ανίχνευση. Οι συλλογές αυτές δεν ήταν στατικές, αλλά υπόκειντο σε διάφορες δυνάμεις, όπως καταστροφές, μη καταγεγραμμένες μεταφορές, προσωρινές απομακρύνσεις για φύλαξη, ή απλή απώλεια λόγω παραμέλησης ή αλλαγής του μοναστικού προσωπικού. Η «εξαφάνιση» και «επανεμφάνιση» χειρογράφων υπογραμμίζει τις εγγενείς δυσκολίες στη δημιουργία ενός οριστικού, στατικού καταλόγου τέτοιων συλλογών, ιδιαίτερα σε μεγάλες περιόδους αστάθειας.
Κατά την έρευνα του Φωτόπουλου το 1973, 20 κώδικες φυλάσσονταν στη Σκαφιδιά, μαζί με έναν πρόχειρο χειρόγραφο κατάλογο, ο οποίος πιθανότατα είχε συνταχθεί από τον Μητροπολίτη Αντώνιο (1922-1945). Ένα ιδιαίτερα σημαντικό χειρόγραφο είναι ο κτητορικός κώδικας της μονής, τον οποίο ο Μητροπολίτης Αντώνιος χρησιμοποίησε για να καταρτίσει έναν κατάλογο των επισκόπων Ηλείας και Ωλένης. Ωστόσο, ο Φωτόπουλος σημείωσε ότι αυτός ο κτητορικός κώδικας, μαζί με εκείνον των Βλαχερνών, δεν βρέθηκε στην προβλεπόμενη θέση του κατά την έρευνά του. Ένας αξιόλογος κώδικας της Σκαφιδιάς (αρ. 13 (5)), ο οποίος ανήκε κάποτε στον Μητροπολίτη Ιωσήφ Ωλένης (18ος αιώνας), φαίνεται να προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη, όπως μαρτυρούν διάφορες σημειώσεις στο πρώτο μέρος του που αναφέρονται σε γεγονότα που συνέβησαν εκεί. Αυτό υποδηλώνει μια ευρύτερη γεωγραφική προέλευση για ορισμένα από τα κειμήλια της μονής. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ένας ωραίος μουσικός κώδικας από τη Σκαφιδιά, ο οποίος προηγουμένως ανήκε στη μονή Κουτλουμουσίου. Μια συγκινητική «ενθύμηση» που βρέθηκε σε χειρόγραφο της Σκαφιδιάς (αρ. 17 - 656) προσφέρει μια άμεση, προσωπική μαρτυρία από την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης: ένας μοναχός κατέγραψε πώς έσωσε αυτό το «χαρτίον» το 1821 από τους «αγαρινούς» (Τούρκους) «ύστερα από τόσας πυρπολήσεις όπου έλαβε το Μοναστήριον». Αυτό απεικονίζει ανάγλυφα τον άμεσο αντίκτυπο των συγκρούσεων και τις απεγνωσμένες προσπάθειες των ατόμων να διαφυλάξουν την κληρονομιά τους. Σήμερα, η μονή λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι και διαθέτει ενεργό αρχείο και βιβλιοθήκη, όπου φυλάσσονται χειρόγραφα και άλλα εκκλησιαστικά κειμήλια.
Ιερά Μονή Βλαχερνών
Η Μονή της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας στην Ηλεία φέρει το όνομα της περίφημης Παναγίας των Βλαχερνών της Κωνσταντινούπολης, υποδηλώνοντας μια σημαντική ιστορική και πνευματική σύνδεση. Βρίσκεται κοντά στην Κυλλήνη. Ενώ η ακριβής ημερομηνία ίδρυσής της είναι άγνωστη, το Καθολικό ενσωματώνει υλικά από παλαιοχριστιανικό ναό (330-630 μ.Χ.), υποδηλώνοντας την πιθανή ίδρυση της μονής πριν από τον 9ο αιώνα. Το Καθολικό είναι αφιερωμένο στο Γενέσιο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κατά την πρώτη Φραγκοκρατία (1204-1460), η μονή περιήλθε στον έλεγχο Δυτικών μοναχών του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Παρόλο που οι Βιλλεαρδουίνοι γενικά σεβάστηκαν τους Ορθοδόξους, η Βλαχέρνα δεν αποδόθηκε αμέσως στην Ορθόδοξη Εκκλησία μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261. Κατεχόταν από Λατίνους μοναχούς μέχρι μετά το 1628, οπότε ανακτήθηκε από Ορθοδόξους Έλληνες σε ερειπωμένη και εγκαταλελειμμένη κατάσταση. Η μονή υπέστη επανειλημμένες ζημιές από διαδοχικές τουρκικές και αλβανικές επιδρομές τον 17ο και 18ο αιώνα. Ειδικότερα, πυρπολήθηκε εκτεταμένα από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ Πασά το 1826 κατά την Ελληνική Επανάσταση, με αποτέλεσμα τον θάνατο ή την αιχμαλωσία των περισσότερων μοναχών της. Παρόλα αυτά, το ίδιο το Καθολικό σώθηκε από την πυρκαγιά.
Ο J.A. Buchon, κατά την επίσκεψή του το 1841, ενημερώθηκε από τους μοναχούς ότι τα περισσότερα χειρόγραφα είχαν καταστραφεί από την πυρπόληση του Ιμπραήμ. Αυτή η αφήγηση εκτεταμένης καταστροφής ήταν διαδεδομένη. Ωστόσο, μια κρίσιμη αντίθετη αφήγηση προέρχεται από τον ίδιο τον κτητορικό κώδικα της μονής (τον οποίο ο Φωτόπουλος σημείωσε ότι δεν βρισκόταν στη θέση του κατά την έρευνά του). Αυτός ο κώδικας κατέγραφε ότι κατά την ταραγμένη περίοδο της Επανάστασης, βιβλία και άλλα πολύτιμα αντικείμενα είχαν σταλεί στρατηγικά στη Ζάκυνθο για φύλαξη και στη συνέχεια επιστράφηκαν μετά την αποκατάσταση της τάξης. Αυτό έρχεται σε άμεση αντίθεση με την αφήγηση των μοναχών στον Buchon, υποδηλώνοντας μια πιο σύνθετη πραγματικότητα τόσο απώλειας όσο και επιτυχούς διατήρησης. Αυτή η ασυμφωνία στην καταγραφή των γεγονότων είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική, καθώς υποδεικνύει ότι η αφήγηση που παρουσιάστηκε σε έναν εξωτερικό παρατηρητή (Buchon) μπορεί να ήταν μια απλοποιημένη εκδοχή, πιθανώς για την προστασία των εναπομεινάντων περιουσιακών στοιχείων, ή ίσως οι μοναχοί κατά την επίσκεψη του Buchon αγνοούσαν ή επέλεξαν να μην αποκαλύψουν την επιτυχή εκκένωση.
Το 1893, ο Γ. Λαμπάκης ανακάλυψε αρκετούς κώδικες, συμπεριλαμβανομένου ενός νομοκανόνα του 16ου αιώνα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεοφάνους. Ωστόσο, αυτός ο συγκεκριμένος κώδικας δεν υπάρχει πλέον στη μονή σήμερα. Ο Κ.Δ. Ψυχογιός, γράφοντας περίπου 15 χρόνια πριν από τη μελέτη του Φωτόπουλου το 1973, δήλωσε ότι «δύο ή τρεις χειρόγραφοι νομοκανόνες του ιη΄ αιώνος» είχαν διασωθεί. Εξέφρασε επίσης βαθιά ανησυχία για την «αξιοθρήνητη» κατάσταση των βιβλιοθηκών Βλαχερνών και Σκαφιδιάς, τονίζοντας τη συνεχιζόμενη απειλή για αυτές τις πολύτιμες συλλογές. Αναφέρθηκε ότι ο Λίνος Πολίτης, διακεκριμένος λόγιος, μελέτησε σχολαστικά τα σωζόμενα χειρόγραφα στις Βλαχέρνες το καλοκαίρι του 1969, λίγα μόλις χρόνια πριν από την προσπάθεια καταλογογράφησης του Φωτόπουλου. Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση προέλευσης είναι ένα «Νόμιμον» (νομικό κείμενο) του 18ου αιώνα από τη Μονή Αγίου Νικολάου Καλαβρύτων (αναγνωρισμένο ως χειρόγραφο αρ. 24), το οποίο τώρα στεγάζεται στις Βλαχέρνες. Οι συνθήκες της μεταφοράς του παραμένουν άγνωστες. Σήμερα, η μονή διαθέτει μια πλούσια βιβλιοθήκη που διατηρεί αυθεντικά πατριαρχικά σιγίλλια (επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα), διάφορα χειρόγραφα, κώδικες, πολύτιμα έντυπα βιβλία και άλλα σημαντικά εκκλησιαστικά κειμήλια, όπως Ευαγγέλια και ιερά σκεύη.
Άνω Μονή Δίβρης (Παναγίας Χρυσοπηγής)
Ο Φωτόπουλος αρχικά σημείωσε ότι οι συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τον χειρόγραφο πλούτο της Άνω Μονής Δίβρης ήταν ελάχιστες. Ο Κ.Δ. Ψυχογιός είχε προηγουμένως δώσει μια αόριστη εκτίμηση για πάνω από 50 «χειρόγραφα ή έντυπα του 17ου-19ου αιώνα». Μια ιδιαίτερα σκληρή ιστορική λεπτομέρεια είναι η παράδοση ότι κατά τις σφοδρές μάχες με τους Λαλαίους τον Ιούνιο του 1821, βιβλία από τη μονή χρησιμοποιήθηκαν τραγικά για την πρακτική ανάγκη κατασκευής φυσεκίων. Αυτό καταδεικνύει τις απεγνωσμένες συνθήκες που αντιμετωπίστηκαν κατά την Ελληνική Επανάσταση. Παρά τις προκλήσεις αυτές, κατά την επίσκεψη του Φωτόπουλου, 16 χειρόγραφα εξακολουθούσαν να φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη της μονής.
Ιστορικά, η Άνω Μονή Δίβρης λειτούργησε ως ζωτικό καταφύγιο για πολλούς σημαντικούς ήρωες της Επανάστασης του 1821, υπογραμμίζοντας τον στρατηγικό και συμβολικό της ρόλο στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Η βιβλιοθήκη της είναι γνωστή για τη φιλοξενία σπάνιων χειρογράφων και μοναδικών εκδόσεων βιβλίων. Μια κρίσιμη πηγή λεπτομερών πληροφοριών είναι το «Δεφτέρι» της μονής, το οποίο περιέχει ένα αρχείο 25 χειρογράφων, σχολαστικά καταλογογραφημένων από τον Μητροπολίτη Αντώνιο. Αυτά τα έγγραφα παρέχουν ένα πλούσιο μωσαϊκό της τοπικής ιστορίας, συμπεριλαμβανομένων αρχείων δωρεών, αγορών γης, αποδείξεων πληρωμής, πατριαρχικών εισφορών, ακόμα και μιας διαθήκης. Η συλλογή αυτή ξεπερνά τα αμιγώς θρησκευτικά κείμενα και περιλαμβάνει πρακτικά, νομικά και κοινωνικά έγγραφα, όπως συναλλαγές γης, πατριαρχικά διατάγματα, και, κυρίως, κοινοτικές συμφωνίες. Η παρουσία τέτοιων λεπτομερών κοινωνικοπολιτικών εγγράφων εντός ενός μοναστηριακού «Δεφτεριού» υποδεικνύει τον κεντρικό, πολύπλευρο ρόλο της μονής στη ζωή της κοινότητας, που εκτείνεται πολύ πέρα από την εκκλησιαστική της λειτουργία.
Το «Δεφτέρι» διατηρεί επίσης πέντε Πατριαρχικά Σιγίλλια, τα οποία είναι ιδιαίτερα σημαντικά εκκλησιαστικά έγγραφα. Αυτά περιλαμβάνουν ένα Σιγίλλιο από τον Πατριάρχη Παΐσιο με χρονολογία 1732, και δύο από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ από το 1798, ένα εκ των οποίων αναγνώριζε επίσημα τη μονή ως σταυροπηγιακή (απευθείας υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου, αντί της τοπικής επισκοπής). Μεταξύ των πιο αποκαλυπτικών εγγράφων στο «Δεφτέρι» είναι ένα χειρόγραφο με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1823, από τον Πέρα Μαχαλά. Αυτό το έγγραφο περιγράφει μια επίσημη συμφωνία μεταξύ των κατοίκων για ενότητα και αλληλοβοήθεια σε περίπτωση «κακού» (πιθανώς αναφερόμενο σε εξωτερικές απειλές ή συγκρούσεις), με μια σοβαρή κατάρα να επικαλείται όποιος παραβίαζε αυτόν τον όρκο. Υπογράφεται ιδιοχείρως από αρκετές εξέχουσες τοπικές προσωπικότητες, συμπεριλαμβανομένων των Γιάννη Κοκκαλιάρη και Παπαδημήτρη. Επιπλέον, μια αχρονολόγητη πράξη (αν και χρονολογείται στις 14 Σεπτεμβρίου 1755 στο πρωτότυπο Δεφτέρι) καταγράφει μια επίσημη συμφωνία ενότητας μεταξύ των προκρίτων και των δημογερόντων της Δίβρης, που έγινε ενώπιον της εικόνας της Θεοτόκου στη μονή. Αυτή η συμφωνία, που έγινε την ημέρα της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, υποδηλώνει έντονα μια επείγουσα και σοβαρή υποκείμενη αιτία, πιθανότατα σχετιζόμενη με τις απειλές που έθεταν οι Λαλαίοι ή άλλοι σημαντικοί κίνδυνοι για το χωριό.
Κάτω Μονή Δίβρης
Μια ισχυρή παράδοση υποστηρίζει ότι η Κάτω Μονή Δίβρης κάηκε ολοσχερώς το 1809 από τους Λαλαίους, με αποτέλεσμα την καταστροφή όλων των ιερών σκευών, εικόνων και βιβλίων της. Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός δεν έγινε ρητά αποδεκτός από τον Μητροπολίτη Αντώνιο , εισάγοντας μια αντίφαση στις ιστορικές αναφορές. Αυτή η αντίφαση σχετικά με την τύχη των χειρογράφων της Κάτω Μονής Δίβρης αποτελεί μια σημαντική πρόκληση στην επαλήθευση ιστορικών αφηγήσεων καταστροφής. Ενώ η παράδοση της πλήρους καταστροφής είναι ισχυρή, η αμφισβήτησή της από τον Μητροπολίτη Αντώνιο υπογραμμίζει την ανάγκη για κριτική αξιολόγηση των πηγών. Η απουσία συγκεκριμένων λεπτομερειών χειρογράφων στον κατάλογο του Φωτόπουλου για αυτή τη μονή, παρά την επιμέλειά του αλλού, μπορεί να είναι συνέπεια αυτής της ιστορικής ασάφειας ή της πραγματικής απώλειας.
Το Καθολικό της μονής είναι ένας μονόχωρος ναός με ημικυλινδρικό θόλο, κατασκευασμένος από αδρά λαξευμένους ασβεστόλιθους. Διαθέτει ένα εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τέμπλο, χρονολογημένο στον 18ο αιώνα από μια επιγραφή, και ολόκληρος ο ναός είναι διακοσμημένος με τοιχογραφίες που χρονολογούνται από το 1746. Η κτητορική επιγραφή στην αψίδα της εισόδου πληροφορεί ότι το Καθολικό ιδρύθηκε από τον πατέρα Χρύσανθο, Ιερομόναχο Μαρκούρη, μαζί με τους πατέρες της μονής, μεταξύ 1746 και 1747, επί επισκοπής Συμεών Ωλένης. Ο ζωγράφος που ήταν υπεύθυνος για τις τοιχογραφίες ήταν ο Αντώνιος από τα Νεζερά Καλαβρύτων. Μια επιγραφή που βρέθηκε σε χειρόγραφο από την κοντινή Μονή Νοτενών αποκαλύπτει μια σύνδεση μεταξύ των μονών της Δίβρης και άλλων περιφερειακών. Αναφέρει ότι ο παπα-Ιωακείμ, αφού έκτισε τη Μονή Παναγίας στη Δίβρη (πιθανώς αναφερόμενος στην Άνω Μονή), έγινε αργότερα ηγούμενος της Μονής Νοτενών. Τελικά αποσύρθηκε σε μια σπηλιά πάνω από τη «νέα μονή» (Νοτενών), όπου έζησε ως ασκητής. Αυτό υποδηλώνει ένα ευρύτερο μοναστικό δίκτυο και κίνηση κληρικών. Το κείμενο του Φωτόπουλου δεν παρέχει συγκεκριμένες λεπτομέρειες για τυχόν σωζόμενα χειρόγραφα για την Κάτω Μονή, πέρα από την αμφισβητούμενη παράδοση της καταστροφής τους. Άλλα αποσπάσματα επικεντρώνονται κυρίως στα αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά της χαρακτηριστικά και όχι στη συλλογή χειρογράφων της.
Ιερά Μονή Κρεμαστής
Το αρχικό κείμενο του Φωτόπουλου αναφέρει εν συντομία την ύπαρξη ενός κτητορικού κώδικα για την Κρεμαστή , αλλά δεν επεκτείνεται στο περιεχόμενό του ή στην τρέχουσα κατάστασή του. Η Ιερά Μονή Παναγίας Κρεμαστής είναι ένα ελληνικό ορθόδοξο γυναικείο μοναστήρι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η παράδοση αναφέρει την ίδρυσή της γύρω στον 17ο αιώνα, προερχόμενη από τη θαυματουργή ανακάλυψή μιας εικόνας της Παναγίας που βρέθηκε «κρεμασμένη» σε μια απομακρυσμένη σπηλιά, γεγονός που έδωσε το όνομά της στη μονή. Ο πρώτος ναός λέγεται ότι χτίστηκε το 1601. Η μονή πιθανότατα άρχισε να διαμορφώνεται ως ανδρικό μοναστήρι λίγο πριν το 1700, υποστηριζόμενη από σχετικό φιρμάνι του Μουσταφά Β΄ (1695-1703) που αναφέρει επίσης τις εκτάσεις της μονής εκείνη την εποχή. Λόγω της φυσικά δυσπρόσιτης και οχυρωμένης θέσης της, η Κρεμαστή λειτούργησε ως ζωτικό σημείο συνάντησης για τους Ηλείους οπλαρχηγούς και ως ασφαλές καταφύγιο για τον τοπικό πληθυσμό κατά την ταραχώδη περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας και ιδιαίτερα κατά την εισβολή του Ιμπραήμ τον Νοέμβριο του 1825. Σήμερα, η μονή συνεχίζει να λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι και φιλοξενεί αρχείο και βιβλιοθήκη που διατηρούν χειρόγραφα και άλλα εκκλησιαστικά κειμήλια.
Ωστόσο, η μονή έχει υποστεί σημαντικές ζημιές σε πιο πρόσφατες εποχές, πέρα από την περίοδο της Επανάστασης. Υπέστη σοβαρές ζημιές από κατολισθήσεις το 1976 και το 1998. Επιπλέον, μια καταστροφική πυρκαγιά στις 9 Ιανουαρίου 2002 κατέστρεψε ολοσχερώς τον ναό του Αγίου Αντωνίου, μαζί με τα ιερά σκεύη, πολλά κειμήλια και εικόνες. Κατά θαυμαστό τρόπο, μόνο λίγα ιερά λείψανα και ένας σταυρός ευλογίας στην Αγία Τράπεζα διασώθηκαν, ενώ η κύρια εικόνα της Παναγίας χάθηκε εντελώς, με μόνο ένα μικρό τμήμα της αργυρής επένδυσής της να παραμένει. Αυτή η εκτενής καταγραφή των απειλών που αντιμετώπισε η Μονή Κρεμαστής αποκαλύπτει ότι η απώλεια πολιτιστικής κληρονομιάς δεν περιορίζεται μόνο σε ανθρώπινες συγκρούσεις, αλλά περιλαμβάνει επίσης φυσικές καταστροφές και ατυχήματα, τα οποία μπορούν να είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, καταστροφικά μακροπρόθεσμα. Η ολοσχερής καταστροφή της σεβαστής εικόνας της Παναγίας το 2002 αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας απώλειας που δεν σχετίζεται με συγκρούσεις.
Ιερά Μονή Πορετσού
Ο Φωτόπουλος αρχικά σημείωσε την πρόκληση της συλλογής συγκεκριμένων πληροφοριών για τα χειρόγραφα στο Πορετσού, υποδεικνύοντας την έλλειψη προηγούμενης λεπτομερούς τεκμηρίωσης. Ωστόσο, αμέσως μετά από αυτή την παρατήρηση, ο Φωτόπουλος καταγράφει μια σημαντική ανακάλυψη: ο Μητροπολίτης Αθανάσιος (πιθανώς αυτός που ήταν ενεργός το 1973, στον οποίο ο Φωτόπουλος εκφράζει ευγνωμοσύνη για την πρόσβαση στα χειρόγραφα ) είχε πρόσφατα βρει και θέσει υπό την κατοχή του ένα «ωραίον περγαμηνόν τετραευάγγελον των ιγ΄ - ιδ΄ αἰ.» από το Πορετσού. Αυτό το χειρόγραφο είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο καθώς περιγράφεται ως το μοναδικό περγαμηνό χειρόγραφο από τα μοναστήρια της Ηλείας, εκτός από ένα μικρό δίφυλλο σπάραγμα. Η άμεση αυτή αντίθεση, όπου ο Φωτόπουλος δηλώνει την αδυναμία του να συγκεντρώσει πληροφορίες, αλλά στη συνέχεια αναφέρει την ανακάλυψη και ασφάλιση ενός σημαντικού χειρογράφου από τον Μητροπολίτη, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Υπογραμμίζει ότι η φαινομενική «απουσία» πληροφοριών ή τεχνουργημάτων μπορεί να είναι προσωρινή ή παραπλανητική. Καταδεικνύει τον κρίσιμο ρόλο της ατομικής πρωτοβουλίας και της άμεσης παρέμβασης (στην προκειμένη περίπτωση, από έναν Μητροπολίτη) στην ανακάλυψη, διάσωση και κεντρική φύλαξη πολύτιμης πολιτιστικής κληρονομιάς. Η μεταφορά του χειρογράφου στη Μητρόπολη για «φύλαξη» υποδηλώνει επίσης την αναγνώριση της ευπάθειας της μονής ή την έλλειψη επαρκών δυνατοτήτων επιτόπιας διατήρησης.
Το ίδιο το Τετραευάγγελο περιγράφεται ως ακέφαλο, κολοβό και ελλιπές, με αρκετές σελίδες να λείπουν (φφ. 1, 54, 55, και αυτές που ακολουθούν το φ. 199). Περιέχει μια μικρογραφία του Ευαγγελιστή Λουκά και σήμερα φυλάσσεται στη Μητρόπολη Ηλείας για φύλαξη. Η μονή, αφιερωμένη στην Παναγία την Πορετζιώτισσα, είναι χτισμένη δραματικά σε έναν απόκρημνο βράχο σε υψόμετρο άνω των 1.100 μέτρων, μέσα στην χαράδρα του Ερύμανθου. Η ημερομηνία ίδρυσής της αποτελεί αντικείμενο ιστορικής συζήτησης, με ορισμένους ερευνητές να την αποδίδουν στον Όσιο Λουκά γύρω στον 10ο αιώνα, ενώ άλλοι προτείνουν τον Όσιο Μελέτιο τον 11ο αιώνα. Η μονή περιγράφεται ως φτωχή σε κειμήλια και ιερά σκεύη, κυρίως λόγω «λεηλασιών από τους Γερμανούς». Διαθέτει «μόνο λίγα χειρόγραφα σε περγαμηνή που χρονολογούνται από το 1698 και μετά», υποδεικνύοντας μια σχετικά μικρή και πιο πρόσφατη συλλογή σε σύγκριση με άλλες. Η Μονή Πορετσού έχει ιστορικά λειτουργήσει ως προπύργιο του Χριστιανισμού και καταφύγιο του Ελληνισμού κατά τα δύσκολα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, και συνέχισε να παρέχει καταφύγιο σε Έλληνες αγωνιστές κατά τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε την απελευθέρωση του 1821. Η μονή υποβλήθηκε σε ανακαίνιση το 2013 και είναι πλέον ανοιχτή για επισκέπτες, προσφέροντας υπηρεσίες φιλοξενίας.
Ιερά Μονή Φραγκοπηδήματος
Το αρχικό κείμενο του Φωτόπουλου αναφέρει εν συντομία την ύπαρξη ενός κτητορικού κώδικα για το Φραγκοπήδημα , αλλά δεν παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες για το περιεχόμενό του ή την τρέχουσα κατάστασή του εντός της ίδιας της μονής. Η μονή πιστεύεται ότι ιδρύθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα και είναι αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο. Το διακριτικό της όνομα, «Φραγκοπήδημα», έχει τις ρίζες του σε έναν σημαντικό τοπικό θρύλο που αφορά έναν Φράγκο ιππότη ο οποίος, για να ξεφύγει από Σαρακηνούς, πήδηξε με το άλογό του από έναν γκρεμό. Σώθηκε θαυματουργικά αφού προσευχήθηκε στον Άγιο Νικόλαο, και εκπλήρωσε τον όρκο του χτίζοντας έναν ναό προς τιμήν του αγίου στο ίδιο σημείο. Το μοναστηριακό συγκρότημα χαρακτηρίζεται από μεγάλα, διώροφα κτίρια που στεγάζουν κελιά, φιλοξενώντας γυναίκες μοναχές γνωστές για τις χειροτεχνίες τους, ιδίως την ύφανση.
Ενώ οι άμεσες πληροφορίες για τα τρέχοντα χειρόγραφα του Φραγκοπηδήματος είναι περιορισμένες στα παρεχόμενα αποσπάσματα, είναι ιστορικά σημαντικό ότι δύο κώδικες που προέρχονταν από τον Άγιο Νικόλαο (Φραγκοπήδημα) φυλάσσονταν προηγουμένως στη βιβλιοθήκη της φημισμένης Μονής Μεγάλου Σπηλαίου. Αυτοί περιλάμβαναν ένα περγαμηνό χειρόγραφο από τον 12ο αιώνα και ένα χάρτινο χειρόγραφο από τον 16ο αιώνα. Δυστυχώς, η βιβλιοθήκη του Μεγάλου Σπηλαίου καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1934. Η πληροφορία αυτή, σχετικά με τα χειρόγραφα του Φραγκοπηδήματος, αποκαλύπτει όχι τόσο την τρέχουσα κατάσταση, αλλά τις παρελθούσες διασυνδέσεις της μονής. Το γεγονός ότι δύο κώδικες της μονής βρέθηκαν στη Μονή Μεγάλου Σπηλαίου πριν από την καταστροφική πυρκαγιά του 1934 είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Αυτό υποδηλώνει ότι οι μοναστηριακές βιβλιοθήκες δεν ήταν απομονωμένες οντότητες, αλλά αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου, διασυνδεδεμένου δικτύου πολιτιστικής ανταλλαγής, πιθανώς μέσω δωρεών, μεταφορών για φύλαξη ή επιστημονικής χρήσης. Η καταστροφή του Μεγάλου Σπηλαίου είχε έτσι ένα φαινόμενο ντόμινο, οδηγώντας στην απώλεια κληρονομιάς που προερχόταν από άλλες μονές, όπως το Φραγκοπήδημα. Αυτό αναδεικνύει πώς η τύχη των χειρογράφων μπορούσε να συνδεθεί με γεγονότα μακριά από την αρχική τους τοποθεσία.
Επιπτώσεις Ιστορικών Γεγονότων στα Μοναστηριακά Χειρόγραφα
Τουρκοκρατία
Κατά τη μακρά περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, ο χειρόγραφος πλούτος των ελληνικών μοναστηριών συχνά υπέφερε από ανεπαρκή φροντίδα και προστασία. Οι κώδικες συχνά φυλάσσονταν σε ακατάλληλα, υγρά περιβάλλοντα, οδηγώντας στην φθορά τους. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων, το ίδιο το υλικό αυτών των χειρογράφων (περγαμηνή ή χαρτί) επαναχρησιμοποιήθηκε για κοινές ανάγκες, όπως μαρτυρεί ο ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρος. Παραδόξως, η αδιαφορία ορισμένων μοναχών προς «εξωτερικά» βιβλία (δηλαδή, αυτά που δεν σχετίζονταν άμεσα με λειτουργικές ή πνευματικές ανάγκες) συνέβαλε μερικές φορές στην τυχαία διατήρησή τους, καθώς παρέμειναν αδιάβαστα και ανενόχλητα.
Το «Δεφτέρι» της Άνω Μονής Δίβρης περιέχει πληθώρα εγγράφων που αντικατοπτρίζουν τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της Οθωμανικής περιόδου. Αυτά περιλαμβάνουν πατριαρχικά σιγίλλια, όπως αυτό του 1798 από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, το οποίο αναγνώριζε επίσημα τη μονή ως σταυροπηγιακή, υποδεικνύοντας την πολύπλοκη σχέση μεταξύ των τοπικών μοναστικών ιδρυμάτων και του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό την Οθωμανική εξουσία. Περιέχει επίσης κοινοτικές συμφωνίες, όπως το σύμφωνο του 1755 κατά των Λαλαίων, που καταδεικνύει τις τοπικές προσπάθειες αυτοοργάνωσης και άμυνας ενάντια σε εξωτερικές απειλές κατά αυτή την εποχή. Μια «ενθύμηση» στον κώδικα αρ. 27 (13) της Άνω Μονής Δίβρης παρέχει μια άμεση ιστορική διόρθωση: αναφέρει ότι η κώμη της Δίβρης βρισκόταν στα τέλη του 18ου αιώνα υπό τη δικαιοδοσία του Τούρκου Χουτουμάνη από τη Γαστούνη. Αυτό αναιρεί άμεσα προηγούμενους, ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς ότι Τούρκοι δεν είχαν ποτέ εισέλθει σε αυτή την περιοχή, προσφέροντας μια ακριβέστερη εικόνα της τοπικής διοίκησης υπό την Οθωμανική κυριαρχία.
Ο αντίκτυπος των πολιτικών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους στην μοναστηριακή περιουσία αντικατοπτρίζεται επίσης στα χειρόγραφα. Ένας ανώνυμος μοναχός, σε έναν κώδικα της Άνω Μονής Δίβρης (αρ. 29), θρηνεί κριτικά τα νομοθετικά μέτρα σχετικά με τα εκκλησιαστικά ζητήματα το 1834, γράφοντας: «1834 ο χαλασμός τον μοναστιριών και τον εκλισιον και η κατεσκήνη του ειερατήου». Αυτή η ισχυρή προσωπική σημείωση αποτυπώνει το αίσθημα διαταραχής και απώλειας που βίωσε η μοναστική κοινότητα λόγω των εκκοσμικευτικών μεταρρυθμίσεων του κράτους.
Ελληνική Επανάσταση του 1821
Οι επιπτώσεις της Ελληνικής Επανάστασης στα μοναστηριακά χειρόγραφα παρουσιάζουν μια σύνθετη εικόνα, που περιλαμβάνει τόσο καταστροφές όσο και στρατηγικές προσπάθειες διατήρησης.
Καταστροφές και Πυρπολήσεις: Η Μονή Σκαφιδιάς υπέστη άμεσες συνέπειες, με αναφορές να υποδεικνύουν ότι βιβλία κάηκαν από τις τουρκικές δυνάμεις κατά την Επανάσταση. Στις Βλαχέρνες, οι μοναχοί ενημέρωσαν τον J.A. Buchon ότι τα περισσότερα χειρόγραφα είχαν καταστραφεί από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ Πασά. Πράγματι, η μονή πυρπολήθηκε εκτεταμένα από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ το 1826. Σε μια απεγνωσμένη ενέργεια κατά τις μάχες με τους Λαλαίους τον Ιούνιο του 1821, βιβλία από την Άνω Μονή Δίβρης επαναχρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή φυσεκίων, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτιστικής απώλειας που προκλήθηκε από την άμεση ανάγκη του πολέμου. Η Κάτω Μονή Δίβρης συνδέεται με μια παράδοση πλήρους καταστροφής από πυρκαγιά το 1809 από τους Λαλαίους, αν και αυτός ο ισχυρισμός αμφισβητείται από τον Μητροπολίτη Αντώνιο. Η ευρύτερη περιοχή της Ηλείας υπέστη σημαντικές καταστροφές λόγω της εισβολής του Ιμπραήμ το 1825 και των προηγούμενων ενεργειών των Λαλαίων, επηρεάζοντας πολυάριθμα μοναστήρια. Η Πελοπόννησος στο σύνολό της υπέστη εκτεταμένες καταστροφές, λεηλασίες και πυρπολήσεις χωριών, πόλεων και μοναστηριών κατά την εννεαετή περίοδο της «Αλβανοκρατίας» (1770-1779), η οποία προηγήθηκε της κύριας Επανάστασης αλλά δημιούργησε ένα προηγούμενο ευπάθειας. Η Μονή Βαρθολομιού στην Ηλεία πολιορκήθηκε από τον Ιμπραήμ, με τους υπερασπιστές της να πέφτουν «μέχρις ενός» εντός της μονής.
Προσπάθειες Διάσωσης και Απόκρυψης: Σε αντίθεση με την καταστροφή, έγιναν ενεργές προσπάθειες για τη διατήρηση πολύτιμων αντικειμένων. Ο κτητορικός κώδικας της Βλαχέρνας καταγράφει ότι κατά την πιο κρίσιμη φάση του αγώνα, οι μοναχοί μετέφεραν με επιτυχία κειμήλια και βιβλία στη Ζάκυνθο για φύλαξη, επιστρέφοντάς τα μετά την αποκατάσταση της τάξης. Μια προσωπική σημείωση σε χειρόγραφο της Σκαφιδιάς (κώδικας 17-656) από έναν μοναχό αφηγείται ζωντανά την επιτυχία του να σώσει ένα «χαρτίον» από τους «αγαρηνούς» το 1821, παρά το γεγονός ότι η μονή είχε υποστεί πολλαπλές πυρπολήσεις. Η φυσικά δυσπρόσιτη θέση της Μονής Κρεμαστής της επέτρεψε να λειτουργήσει ως κρίσιμο σημείο συνάντησης για τους Ηλείους οπλαρχηγούς και ως ασφαλές καταφύγιο για τον τοπικό πληθυσμό κατά την εισβολή του Ιμπραήμ τον Νοέμβριο του 1825.
Ο Ρόλος των Μονών ως Καταφύγια και Κέντρα Αντίστασης: Η Άνω Μονή Δίβρης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο πέρα από την πνευματική της λειτουργία, χρησιμεύοντας ως καταφύγιο για σημαντικούς ήρωες της Επανάστασης του 1821. Η Μονή Πορετσού αναγνωρίστηκε ως προπύργιο του Χριστιανισμού και ασφαλές καταφύγιο για τον Ελληνισμό καθ' όλη τη διάρκεια των δύσκολων χρόνων της Οθωμανικής κυριαρχίας, και συνέχισε να παρέχει καταφύγιο σε Έλληνες αγωνιστές κατά τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε την απελευθέρωση του 1821. Η συμφωνία του 1823 που βρέθηκε στο «Δεφτέρι» της Άνω Μονής Δίβρης , η οποία περιγράφει ένα κοινοτικό σύμφωνο για ενότητα και αλληλοβοήθεια έναντι εξωτερικών απειλών, αντικατοπτρίζει άμεσα τις τοπικές οργανωτικές προσπάθειες και την ανθεκτικότητα που αναπτύχθηκε γύρω από τα μοναστικά κέντρα κατά την επαναστατική περίοδο.
Οι παραπάνω αναφορές παρουσιάζουν μια πολύπλοκη και συχνά αντιφατική εικόνα του αντίκτυπου της Ελληνικής Επανάστασης στην μοναστηριακή κληρονομιά. Από τη μία πλευρά, υπάρχουν σαφείς αναφορές καταστροφών: βιβλία της Σκαφιδιάς κάηκαν από τους Τούρκους , η Βλαχέρνα πυρπολήθηκε από τον Ιμπραήμ , και η τραγική χρήση βιβλίων για φυσεκίων στην Άνω Μονή Δίβρης. Αυτά υπογραμμίζουν την τεράστια απώλεια. Από την άλλη πλευρά, παρατηρούνται ενεργές, στρατηγικές προσπάθειες διατήρησης: οι μοναχοί της Βλαχέρνας έστειλαν βιβλία στη Ζάκυνθο και υπάρχει η προσωπική αφήγηση ενός μοναχού της Σκαφιδιάς που έσωσε ένα χειρόγραφο. Επιπλέον, μοναστήρια όπως η Κρεμαστή και η Άνω Μονή Δίβρης λειτούργησαν ως ζωτικά καταφύγια. Αυτή η αντιπαράθεση δείχνει ότι ο αντίκτυπος της σύγκρουσης δεν ήταν ομοιόμορφα καταστροφικός· μάλλον, περιλάμβανε μια δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ εξωτερικών δυνάμεων καταστροφής και εσωτερικών πράξεων ανθεκτικότητας και στρατηγικής προστασίας. Η χρήση βιβλίων για φυσεκίων είναι ένα ιδιαίτερα έντονο παράδειγμα όπου οι άμεσες ανάγκες επιβίωσης υπερίσχυσαν της πολιτιστικής διατήρησης, μια απεγνωσμένη επιλογή που έγινε υπό πίεση. Αυτό προσφέρει μια πιο λεπτομερή κατανόηση της πολιτιστικής κληρονομιάς σε καιρό πολέμου, υπερβαίνοντας μια απλή αφήγηση απώλειας για να συμπεριλάβει την δράση των κοινοτήτων και των ατόμων στην προσπάθεια διαφύλαξης της κληρονομιάς τους.
Σημαντικές Προσωπικότητες στη Μελέτη και Διάσωση των Ηλειακών Χειρογράφων
Η μελέτη και η διαφύλαξη των μοναστηριακών χειρογράφων της Ηλείας οφείλεται στις προσπάθειες διαφόρων σημαντικών προσωπικοτήτων, τόσο λογίων όσο και εκκλησιαστικών.
Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος:
Ο Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος είναι ο συγγραφέας του θεμελιώδους κειμένου για αυτή την έκθεση, «Χειρόγραφα Μοναστηρίων της Ηλείας», που δημοσιεύθηκε το 1973. Το έργο του αντιπροσωπεύει μια συστηματική προσπάθεια καταλογογράφησης μετά την άμεση επίσκεψή του στα μοναστήρια το καλοκαίρι του 1973, μια συμβολή που ο ίδιος ρητά σημειώνει ως σημαντική. Πέρα από την καταλογογράφηση, ο Φωτόπουλος ασχολείται ενεργά με την επιστημονική δημοσίευση ανακαλυφθέντων κειμένων. Προετοιμάζει για έκδοση δύο προηγουμένως «λανθάνοντα» (άγνωστα ή ανέκδοτα) κείμενα που βρέθηκαν στους κώδικες της Βλαχέρνας: ένα εγκώμιο στην Αικατερίνη Β΄ από τον Δανιήλ Κεραμέα και μια πραγματεία (πιθανώς ψευδώνυμη) κατά του επιφανούς διαφωτιστή Αθανασίου Ψαλίδα. Η ευρύτερη επιστημονική του βιβλιογραφία περιλαμβάνει έργα που επικεντρώνονται στην Πελοπόννησο, μια βιβλιογραφία των Καλαβρύτων, και δημοσιεύσεις σχετικές με την Ελληνική Επανάσταση του 1821, καταδεικνύοντας μια βαθιά και συνεπή ενασχόληση με την περιφερειακή ελληνική ιστορία και τις πρωτογενείς πηγές της.
Μητροπολίτης Ηλείας Αντώνιος (1922-1945):
Ο Μητροπολίτης Αντώνιος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην αρχική τεκμηρίωση των κειμηλίων των μοναστηριών. Πιθανότατα συνέταξε τον πρόχειρο χειρόγραφο κατάλογο των χειρογράφων της Σκαφιδιάς. Αξιοποίησε τον σημαντικό κτητορικό κώδικα της Σκαφιδιάς για να καταρτίσει και να εμπλουτίσει τον ιστορικό κατάλογο των αρχιερέων Ηλείας και Ωλένης. Κατά τα έτη 1922-1945, οργάνωσε τη Μητρόπολη και συνέγραψε εκκλησιαστικές, ιστορικές και άλλες μελέτες.
Σπυρίδων Λάμπρος (1851-1919):
Ο Σπυρίδων Λάμπρος, μια από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής ιστοριογραφίας, ανέλαβε την έρευνα μοναστηριακών αρχείων. Σημείωσε την ύπαρξη σιγιλλίων και άλλων εγγράφων της μονής Σκαφιδιάς. Ωστόσο, οι αναφορές του για τα χειρόγραφα της Σκαφιδιάς το 1907 έρχονται σε αντίθεση με προηγούμενες καταγραφές του Buchon, υποδηλώνοντας την κινητικότητα των συλλογών. Ο Λάμπρος ήταν πρωτοπόρος στην επιστημονική μελέτη της ιστορίας και το 1880, με εντολή της Ελληνικής Βουλής, ερεύνησε τις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους, καταγράφοντας περίπου 6.000 χειρόγραφα.
J.A. Buchon (1791-1849):
Ο Γάλλος λόγιος Jean Alexandre Buchon πραγματοποίησε περιοδείες στην Ελλάδα για τη μελέτη των φραγκικών καταλοίπων. Κατά την επίσκεψή του στην Ηλεία το 1841, αναζήτησε τις μοναστηριακές βιβλιοθήκες, ιδιαίτερα αυτές της Σκαφιδιάς και των Βλαχερνών. Οι παρατηρήσεις του, όπως η ανακάλυψη χειρογράφων στη Σκαφιδιά, αποτελούν πρώιμες και πολύτιμες μαρτυρίες για την κατάσταση των συλλογών τον 19ο αιώνα, παρόλο που ορισμένες από τις πληροφορίες του αμφισβητήθηκαν ή συμπληρώθηκαν από μεταγενέστερους ερευνητές.
Κ.Δ. Ψυχογιός (1915-1982):
Ο Ντίνος Δ. Ψυχογιός, ιστορικός και λαογράφος, ασχολήθηκε εκτενώς με την Ηλεία. Ανακοίνωσε την έκδοση καταλόγου των υπαρχόντων χειρογράφων, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Εξέφρασε έντονη ανησυχία για την «αξιοθρήνητη» κατάσταση των βιβλιοθηκών της Βλαχέρνας και της Σκαφιδιάς, τονίζοντας την ανάγκη για προστασία. Το έργο του περιλαμβάνει δημοσιεύσεις για τα μοναστήρια της Ηλείας και τον «Κώδικα Παναγίας της Λεχαινίτισσας».
Νίκος Α. Βέης (1883-1958):
Ο διακεκριμένος παλαιογράφος Νίκος Α. Βέης είχε υποσχεθεί στις αρχές του 20ού αιώνα να παράσχει μια «επιστημονική αναγραφή πάντων των εις κοινοτικάς, σχολικάς και μοναστηριακάς βιβλιοθήκας της Πελοποννήσου διασωθέντων κωδίκων». Εξέφρασε την ανησυχία του για την κατάσταση των χειρογράφων, τα οποία «απέκειντο κονισαλέα έρμαια των διαφόρων ζωϋφίων, διηρπάζοντο και εξεπατρίζοντο υπό των επιτηδείων και κατεστρέφοντο υπ’ αμαθών καλογήρων». Εντόπισε επίσης χειρόγραφα από ηλειακές μονές σε άλλες πελοποννησιακές βιβλιοθήκες, όπως κώδικες από το Φραγκοπήδημα στο Μέγα Σπήλαιο και έναν νομοκανόνα από τη διαλυμένη μονή Ρετεντούς στη μονή Αγίων Θεοδώρων στην Αροανία.
Λίνος Πολίτης (1906-1982):
Ο Λίνος Πολίτης, διακεκριμένος φιλόλογος και παλαιογράφος, μελέτησε επισταμένως τα σωζόμενα χειρόγραφα των Βλαχερνών το θέρος του 1969, λίγα χρόνια πριν από την έρευνα του Φωτόπουλου. Η εργασία του συνέβαλε στην τεκμηρίωση της κατάστασης των συλλογών.
Η έρευνα των χειρογράφων των μοναστηριών της Ηλείας, όπως αναδεικνύεται μέσα από το έργο του Αθανασίου Θ. Φωτόπουλου και τις συμπληρωματικές ιστορικές πηγές, αποκαλύπτει μια πλούσια αλλά και ευάλωτη πτυχή της πολιτιστικής κληρονομιάς. Τα μοναστήρια, πέρα από τον πνευματικό τους ρόλο, λειτουργούσαν ως ζωτικά κέντρα διατήρησης της γνώσης και της ιστορίας, φιλοξενώντας συλλογές που περιλάμβαναν όχι μόνο θρησκευτικά κείμενα αλλά και πολύτιμα αρχεία της τοπικής κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Η ιστορική διαδρομή αυτών των συλλογών χαρακτηρίζεται από μια συνεχή πάλη μεταξύ διατήρησης και απώλειας. Περίοδοι ακμής και συστηματικής καταλογογράφησης, όπως αυτές που επιχειρήθηκαν από τον Μητροπολίτη Αντώνιο και τον Αθανάσιο Φωτόπουλο, εναλλάσσονται με καταστροφές που προκλήθηκαν από πολεμικές συγκρούσεις (Οθωμανική κυριαρχία, Ελληνική Επανάσταση) και φυσικές καταστροφές (πυρκαγιές, κατολισθήσεις). Η αντιφατικότητα των ιστορικών αφηγήσεων σχετικά με την τύχη των χειρογράφων, όπως στην περίπτωση της Μονής Βλαχερνών, υπογραμμίζει την ανάγκη για κριτική προσέγγιση των πηγών και την αναζήτηση πολλαπλών μαρτυριών για την ανασύνθεση του παρελθόντος.
Η έρευνα αναδεικνύει επίσης την αλληλεξάρτηση των μοναστηριακών βιβλιοθηκών, καθώς χειρόγραφα μετακινούνταν μεταξύ μονών ή κατέληγαν σε μεγαλύτερες συλλογές, καθιστώντας την απώλεια σε ένα σημείο απώλεια για την ευρύτερη πολιτιστική γεωγραφία. Ο ρόλος των μεμονωμένων προσωπικοτήτων, όπως οι Μητροπολίτες και οι λόγιοι, στην ανακάλυψη, διάσωση και τεκμηρίωση αυτών των κειμηλίων είναι αδιαμφισβήτητος, συχνά λειτουργώντας ως η τελευταία γραμμή άμυνας απέναντι στην απώλεια.
Συνολικά, τα χειρόγραφα των μοναστηριών της Ηλείας αποτελούν ανεκτίμητες πηγές για την κατανόηση όχι μόνο της εκκλησιαστικής ιστορίας, αλλά και των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών που διαμόρφωσαν την περιοχή ανά τους αιώνες. Η μελέτη τους προσφέρει μια λεπτομερή εικόνα της ανθεκτικότητας των κοινοτήτων απέναντι στις προκλήσεις και της διαρκούς αξίας της διαφύλαξης της γραπτής κληρονομιάς. Η συνεχιζόμενη έρευνα και η ψηφιοποίηση αυτών των συλλογών παραμένουν κρίσιμες για τη διασφάλιση της προσβασιμότητας και της προστασίας τους για τις μελλοντικές γενιές.
Πηγές
1. Παραδοσιακή ιατρική και φαρμακογνωσία μέσα από ελληνικά χειρόγραφα ιατροσόφια (15ος-19ος αι.), https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2928941/file.pdf 2. Ιερά Μονή Παναγίας Σκαφιδιάς - Δήμος Πύργου, https://cityofpyrgos.gr/iera-moni-panagias-skafidias/ 3. Παναγία η Βλαχέρνα | Ιερά Μητρόπολη Ηλείας, https://www.imilias.gr/186-panagia-vlaxerna 4. Ι.Μ. Παναγίας Χρυσοπηγής Δίβρης ή Άνω Μονή ή Μονή Ζωοδόχου ..., https://www.visit-olympia.gr/portfolio/im-panagias-hrysopigis-dibris-i-ano-moni-i-moni-zoodohoy-pigis 5. Μονή Χρυσοπηγής Δίβρης (Λαμπείας) - Antroni, https://www.antroni.gr/o-topos-mas/aksiotheata/arxaiologikoi-xoroi/2008-11-16-20-01-39/879-moni-xrysopigis-divris-lampeias 6. Κάτω Μονή - Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=24391 7. Ι. Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Δίβρης (Κάτω Μονή) - visit-olympia.gr, https://www.visit-olympia.gr/listing/i-moni-koimiseos-tis-theotokoy-dibris-kato-moni 8. Ιερά Μονή Νοτενών στον Σκιαδά - Δήμος Ερυμάνθου, https://erymanthou.gov.gr/directory/%CE%99%CE%B5%CF%81%CE%AC-%CE%9C%CE%BF%CE%BD%CE%AE-%CE%9D%CE%BF%CF%84%CE%B5%CE%BD%CF%8E%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%A3%CE%BA%CE%B9%CE%B1%CE%B4%CE%AC/ 9. Ιερά Μονή Νοτενών στον Σκιαδά | Μονές-Ναοί-Θρησκευτικά μνημεία :: Δήμος Ερυμάνθου, https://www.visit-erymanthos.gr/frontend/points/view/36 10. Μονή Κρεμαστής στο νομό Ηλείας - Greece Destination, https://greecedestination.gr/%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%AE-%CE%BA%CF%81%CE%B5%CE%BC%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%82-%CE%B7%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%B1/ 11. Μονή Κρεμαστής - Βικιπαίδεια, https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BF%CE%BD%CE%AE_%CE%9A%CF%81%CE%B5%CE%BC%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%82 12. Ι.Μ ΠΟΡΕΤΣΟΥ :: ΑΓΡΑΜΠΕΛΑ ΑΧΑΪΑΣ, https://www.agrampela.gr/%CE%B9-%CE%BC-%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%B5%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%85/ 13. Ιερα Μονη Πορετσου - Ιερά Μονή Πορετσού - Discover Kalavrita, https://discoverkalavrita.gr/iera-moni-poretsoy 14. - Μονή Πορετσού, https://moniporetsou.gr/el/ 15. Ι. Μονή Φραγκοπηδήματος - visit-olympia.gr, https://www.visit-olympia.gr/listing/i-moni-fragkopidimatos 16. αγιου ορους - Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης - ΕΚΤ, https://www.ekt.gr/sites/ekt-site/files/reports/EKT_Vivliothikes_Agiou_Orous.pdf 17. η επικοινωνια στο βυζαντιο, https://helios.eie.gr/helios/bitstream/10442/3729/1/B07.002.0.pdf 18. «Η Ιερά Μονή Παναγίας Κρεμαστής της Ι. Μ.Ηλείας» - ΕΚΠΑ, https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2960855/file.pdf 19. Χρονολόγιο Ελληνικής Επανάστασης - Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας - Επίσημη Ιστοσελίδα, https://geetha.mil.gr/chronologio-ellinikis-epanastasis/ 20. Πολιορκία και άλωση του Λάλα - Βικιπαίδεια, https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%81%CE%BA%CE%AF%CE%B1_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%AC%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9B%CE%AC%CE%BB%CE%B1 21. Οι προύχοντες της Πελοποννήσου στα Ορλωφικά και πριν το 1821, https://argolikivivliothiki.gr/2021/09/15/orlofika/ 22. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Θ. – Παλαιοβιβλιοπωλείο Ερατώ | Αθήνα (Θησείου 9, Μοναστηράκι), https://eratobooks.gr/1-syggrafeas/%CF%86%CF%89%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%83-%CE%B1%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%83-%CE%B8/ 23. Βιβλία απο Φωτόπουλος Θ. ebooks.gr, https://www.ebooks.gr/gr/%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B5%CE%B1%CF%82-%CF%86%CF%89%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B8-37744 24. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ Θ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ - Βιβλιοπωλείο Πολιτεία, https://www.politeianet.gr/sygrafeas/fotopoulos-th-athanasios-48823 25. Αθανάσιος Φωτόπουλος | ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, https://argolikivivliothiki.gr/tag/%CE%B1%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CF%86%CF%89%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82/ 26. The Eusebius Lab International W orking Papers Series, https://eusebiuslab.past.auth.gr/wp-content/uploads/2019/06/%CE%A6%CE%AF%CF%84%CE%B6%CE%B9%CE%BF%CF%82-22-6-2019.pdf 27. Σπυρίδων Λάμπρος, ο διαμορφωτής του ελληνικού ιστορισμού - Zosimaia, https://zosimaia.gr/%CF%83%CF%80%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%B4%CF%89%CE%BD-%CE%BB%CE%AC%CE%BC%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%82-%CE%BF-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%BF%CF%81%CF%86%CF%89%CF%84%CE%AE%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BB/ 28. Απρίλιος | 2009 | ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, https://argolikivivliothiki.gr/2009/04/ 29. Buchon, Jean Alexandre (1791-1849) | ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, https://argolikivivliothiki.gr/2009/07/31/buchon-jean-alexandre/ 30. Ψυχογιός Ντίνος (1915- 1982) - Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Πύργου, https://www.vivliothiki-pirgou.gr/psychogios-ntinos-1915-1982/ 31. Ντίνος Ψυχογιός - Βικιπαίδεια, https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%82_%CE%A8%CF%85%CF%87%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CF%8C%CF%82