Ο Δίων Κάσσιος Κοκκηιανός ένας Ρωμαίος σημαντικός πολιτικός και συγγραφέας ελληνικής καταγωγής από τη Νίκαια της Βιθυνίας (περίπου 155-235 μ.Χ.), έγραψε την «Ρωμαϊκή Ιστορία» σε ογδόντα τόμους στην κοινή αττική γλώσσα, καλύπτοντας μια χιλιετία, από την άφιξη του Αινεία στο Λάτιο μέχρι το 229 μ.Χ.. Κατείχε υψηλά αξιώματα στη Ρώμη, όπως συγκλητικός, πραίτωρ, ανθύπατος και ύπατος.
Στο ευρύτερο πλαίσιο των γυναικών ηγετίδων στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, οι πηγές αναδεικνύουν τόσο τις δυνάμεις όσο και τις αδυναμίες της ιστοριογραφίας του Δίωνος Κασσίου, ιδιαίτερα μέσα από τη σύγκριση της Αγριππίνας της Νεότερης με την Κλυταιμνήστρα.
Το έργο του καλύπτει μια τεράστια χρονική περίοδο, προσφέροντας ένα ευρύ ιστορικό πλαίσιο. Παρόλο που οι πηγές δεν αναφέρουν λεπτομερή αποσπάσματα από τον Δίωνα Κάσσιο για την Αγριππίνα, επιβεβαιώνουν ότι οι Σουητώνιος και Δίων Κάσσιος (εκτός από τον Τάκιτο) χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή της Αγριππίνας.
Ως συγκλητικός και κάτοχος άλλων σημαντικών αξιωμάτων, ο Δίων Κάσσιος είχε άμεση εμπειρία στην πολιτική ζωή, γεγονός που του επέτρεπε να αναπτύσσει πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα με επάρκεια. Η αναφορά των διοικητικών του θέσεων χρησίμευε στην προβολή της αξιοπιστίας του έργου του.
Οι οικονομικές του αναφορές συνδέονται στενά με ηθικές αρχές της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, όπως η δικαιοσύνη και η αυτάρκεια, με στόχο την κοινωνική ευημερία. Φαίνεται να επικροτεί αυτοκράτορες που χειρίστηκαν τις υποθέσεις με γνώμονα το κοινό όφελος, όχι το προσωπικό συμφέρον. Αυτό υποδηλώνει μια προσπάθεια για κρίση με βάση ηθικά κριτήρια.
Ο Δίων Κάσσιος, μαζί με τον Ηρωδιανό, ψέγει την αυξανόμενη επιρροή των γυναικών της αυτοκρατορικής οικογένειας, όπως της Ιουλίας Μαμαίας, μητέρας του Αλεξάνδρου Σεβήρου.
Η παρούσα εργασία,βασίζεται στη σύγκριση της ιστορικής Αγριππίνας με τον τραγικό χαρακτήρα της Κλυταιμνήστρας. Αυτό υποδηλώνει ότι η απεικόνιση της Αγριππίνας από τους ιστοριογράφους, συμπεριλαμβανομένου του Δίωνος Κασσίου, μπορεί να είναι λογοτεχνικό κατασκεύασμα παρά ακριβής εικόνα της Ρωμαίας γυναίκας, επηρεασμένο από τα τραγικά πρότυπα
Οι ιστοριογράφοι, όπως ο Τάκιτος και, πιθανώς, ο Δίων Κάσσιος, χρησιμοποιούσαν την απεικόνιση γυναικών όπως η Αγριππίνα, με "ανδρικά χαρακτηριστικά" όπως οργή, συμμετοχή στην πολιτική και δολοπλοκία, για να δείξουν ότι αποτελούσαν κίνδυνο για το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Η μοιχεία της Αγριππίνας, για παράδειγμα, θεωρήθηκε ως ευκαιρία για πολιτική ενίσχυση και η αιμομιξία του γάμου της με τον θείο της ως αποκορύφωση των ανοσιουργημάτων της. Αυτή η εστίαση σε χαρακτηριστικά που θεωρούνταν αρνητικά για τις γυναίκες της εποχής, και η σύνδεσή τους με την καταστροφή, υποδηλώνει μια προκατάληψη έναντι της γυναικείας εξουσίας.
Η τάση των ιστορικών να "ψέγουν" την αυξανόμενη επιρροή των γυναικών της αυτοκρατορικής οικογένειας, καθώς και οι φημολογίες για σεξουαλικά εγκλήματα της Αγριππίνας που πιθανώς αποτελούσαν μέρος της πολιτικής προπαγάνδας εναντίον της, δείχνουν ότι η ιστοριογραφία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να ενισχύσει συγκεκριμένες αφηγηματικές τακτικές, επηρεάζοντας την αντικειμενικότητα.
Η ιστοριογραφία του Δίωνος Κασσίου, όπως και άλλων, φαίνεται να λειτουργεί μέσα σε ένα πλαίσιο όπου η γυναίκα-ηγέτιδα πρέπει να συμμορφώνεται με τα ανδρικά χαρακτηριστικά για να θεωρηθεί αποτελεσματική, αλλά ταυτόχρονα να επικρίνεται όταν αυτά ξεπερνούν τα "γυναικεία όρια". Η Κλυταιμνήστρα και η Αγριππίνα, ως δολερές, με ρητορική δεινότητα και επιθυμία για απόλυτη κυριαρχία, θεωρούνται "κίνδυνος για το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι".
Συνοψίζοντας, ενώ ο Δίων Κάσσιος προσέφερε μια εκτενή ιστορική καταγραφή με ηθικές προεκτάσεις, η απεικόνιση των γυναικών ηγετίδων στην ιστοριογραφία του, όπως και σε άλλους σύγχρονους ιστορικούς, φαίνεται να είναι επηρεασμένη από τα λογοτεχνικά πρότυπα και τις κοινωνικές προκαταλήψεις της εποχής έναντι της γυναικείας εξουσίας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια λιγότερο αντικειμενική και πιο ηθικολογική ή προπαγανδιστική σκιαγράφηση των χαρακτήρων τους, κάτι που αποτελεί μια σημαντική αδυναμία από τη σκοπιά της σύγχρονης ιστορικής ανάλυσης.
Ο ελληνικός πολιτισμός και η φιλοσοφία άσκησαν **βαθιά και πολυεπίπεδη επιρροή στη ρωμαϊκή σκέψη και δημιουργία**, παρόλο που αρχικά υπήρξε κάποια αντίσταση από τους Ρωμαίους. Αυτή η αλληλεπίδραση οδήγησε σε έναν πνευματικό εξελληνισμό των Ρωμαίων, οι οποίοι υιοθέτησαν, προσάρμοσαν και τελικά εξέλιξαν ελληνικά πρότυπα για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες και αξίες.
Η Ρωμαϊκή λογοτεχνία βασίστηκε σε ελληνικά πρότυπα, παραλαμβάνοντας και εξελίσσοντας ήδη αποκρυσταλλωμένα λογοτεχνικά είδη. Οι Ρωμαίοι συγγραφείς δεν ένιωθαν ντροπή για τους Έλληνες δασκάλους τους και συχνά επικαλούνταν τους πνευματικούς τους προγόνους.
Το ρωμαϊκό έπος, όπως η Αινειάδα του Βιργιλίου, εμπνεύστηκε από την ομηρική παράδοση και την ελληνιστική επική ποίηση. Ο Βιργίλιος μετέφερε ιδεολογικό, διδακτικό και ψυχολογικό φορτίο από την ελληνική τραγωδία (Αισχύλο, Ευριπίδη, Σοφοκλή)
Οι Ρωμαίοι γνώριζαν τους τρεις μεγάλους Έλληνες τραγικούς, αλλά έδειχναν προτίμηση στην ελληνιστική τραγωδία που ανταποκρινόταν στην τάση τους για μεγαλοπρέπεια και πάθος. Η ελληνική κωμωδία, ιδίως η Νέα Κωμωδία του Μενάνδρου, επηρέασε τους Ρωμαίους κωμωδιογράφους όπως τον Πλαύτο και τον Τερέντιο, οι οποίοι προσάρμοσαν την ελληνική κωμωδία σε ρωμαϊκά δεδομένα, ενσωματώνοντας στοιχεία του ρωμαϊκού βίου.
Υιοθετήθηκε από την ελληνική παράδοση του Ησίοδου, των Ελεατών φιλοσόφων, και ελληνιστικών ποιητών όπως ο Άρατος. Το *De Rerum Natura* του Λουκρητίου αποτελεί γνήσια επικούρεια επιρροή στη ρωμαϊκή σκέψη.
Επηρεάστηκε από την ελληνιστική ποίηση, ιδιαίτερα τον Καλλίμαχο, καθώς και από λυρικούς ποιητές όπως η Σαπφώ και ο Αλκαίος. Η ρωμαϊκή ελεγεία, αν και καθαρά υποκειμενική, δεχόταν στοιχεία από την ελληνιστική.
Ο Βιργίλιος στις Εκλογές του παρέλαβε το είδος από τα Ειδύλλια του Θεόκριτου και το προσάρμοσε στις ρωμαϊκές συνθήκες.
Οι πρώτοι Ρωμαίοι ιστορικοί έγραφαν στα ελληνικά. Ο Πολύβιος, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς και ο Δίων Κάσσιος έγραψαν ρωμαϊκή ιστορία με επιρροές από ελληνικά πρότυπα. Ο Τάκιτος επίσης αντλούσε από την ελληνική και ρωμαϊκή τραγωδία για την ιστοριογραφία του.
Η ανάπτυξη της βιογραφίας στη Ρώμη είχε σχέση με ελληνικά πρότυπα, ενισχύοντας το ενδιαφέρον για την ατομική προσωπικότητα.
Το ρωμαϊκό μυθιστόρημα εξέλιξε τα χαρακτηριστικά του ελληνιστικού μυθιστορήματος, προσθέτοντας κωμικά και ρεαλιστικά στοιχεία.
Η ρητορική ήταν κεντρική για τους Ρωμαίους και επηρεάστηκε από τις ελληνικές σχολές (Ασιανισμός, Αττικισμός). Ο Κικέρωνας θεωρείται κορυφαίος ρήτορας που συνέθεσε τα ελληνικά ρεύματα. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ευνοούσαν την ανάπτυξη της ρητορικής στην ελληνόφωνη Ανατολή.
Οι Ρωμαίοι στράφηκαν στην ελληνική φιλοσοφία για να επιλύσουν ανθρώπινες και μεταφυσικές ανησυχίες, προσαρμόζοντάς την στις δικές τους ανάγκες, με έμφαση στην ηθική και τον πρακτικό χαρακτήρα.
Η Νέα Στοά, με εκπροσώπους όπως ο Σενέκας, ο Επίκτητος και ο Μάρκος Αυρήλιος, είχε τη μεγαλύτερη απήχηση. Γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ διαφορετικών απόψεων, καθιερώνοντας τον πολιτισμό της humanitas, και συμφιλιώθηκε με τις παραδοσιακές ρωμαϊκές αξίες όπως η αγάπη για την οικογένεια και η συμμετοχή στα κοινά.
Παρά τις αρχικές αντιθέσεις με τις ρωμαϊκές αξίες, ο Επικουρισμός απέκτησε οπαδούς λόγω της απλότητας της διδασκαλίας του, της ελκυστικής θεωρίας της ηδονής και της απελευθέρωσης από τον φόβο του θανάτου και της θεϊκής παρέμβασης.
Η σκεπτική φιλοσοφία συνδυάστηκε με πρακτικές της κυνικής φιλοσοφίας, επηρεάζοντας λογοτεχνικά έργα. Ο Κικέρωνας υπήρξε υπέρμαχος της ελεύθερης αναζήτησης.
Η αναβίωση του Αριστοτελισμού, με την επανέκδοση και υπομνηματισμό των έργων του Αριστοτέλη, ήταν σημαντική, αν και δεν δημιούργησε ιδιαίτερη παράδοση στη Ρώμη.
Εμφανίστηκαν ως απάντηση στις ταραχώδεις κοινωνικές συνθήκες, με έμφαση στον ανορθολογισμό, τη θρησκευτικότητα, τον ασκητικό βίο και τον μυστικισμό.
Η συνάντηση του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό ήταν καθοριστική. Χριστιανοί στοχαστές και απολογητές, όπως ο Φίλων, ο Απόστολος Παύλος, ο Ιουστίνος, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο Ωριγένης, χρησιμοποίησαν την ελληνική φιλοσοφία και γλώσσα για να διατυπώσουν και να διαδώσουν τη χριστιανική διδασκαλία, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ των δύο κόσμων.
Οι Ρωμαίοι διδάχθηκαν τεχνοτροπίες και μορφές από τα ελληνικά καλλιτεχνήματα, ενστερνιζόμενοι το ανθρωποκεντρικό ενδιαφέρον, την αφηγηματικότητα και τον παιδευτικό χαρακτήρα της τέχνης.
Δανείστηκαν ελληνικά μορφολογικά στοιχεία και τα συνδύασαν με ρωμαϊκές καινοτομίες (όπως αψίδες και θόλους) για να δημιουργήσουν επιβλητικά κτίρια που αντανακλούσαν το μεγαλείο της Ρώμης. Παραδείγματα περιλαμβάνουν το Κολοσσαίο, το Θέατρο του Μαρκέλλου, το Πάνθεον και την ιπποδάμειο πολεοδομική σχεδίαση.
Τα πομπηιανά στυλ ζωγραφικής δείχνουν άμεση συνέχεια της ελληνικής ζωγραφικής, με ελληνιστικές επιρροές σε θέματα και τεχνοτροπίες. Τα ψηφιδωτά, συχνά φιλοτεχνημένα από Έλληνες καλλιτέχνες, εμπνεύστηκαν από ελληνιστικές συνθέσεις.
Από τον ρεαλισμό (βερισμό) της δημοκρατικής περιόδου, η ρωμαϊκή τέχνη στράφηκε στον ιδεαλισμό (κλασικισμό) υπό την επίδραση της ελληνικής τέχνης, δίνοντας στις μορφές θεϊκή υπόσταση. Ο Αδριανός εισήγαγε το γενειοφόρο πορτρέτο, εμπνευσμένος από Έλληνες ήρωες.
Η αγάπη των Ρωμαίων για την ελληνική τέχνη οδήγησε σε μαζική αντιγραφή σημαντικών έργων, με εργαστήρια σε Αθήνα και Αφροδισιάδα. Αυτή η δραστηριότητα δεν ήταν στείρα μίμηση, αλλά μια δημιουργική αντιγραφή που τα καθιστούσε προϊόντα της ρωμαϊκής παράδοσης.
Οι Ρωμαίοι διέπρεψαν στα ιστορικά ανάγλυφα, συνδυάζοντας αρχιτεκτονική και γλυπτική. Σε αντίθεση με τους Έλληνες που χρησιμοποιούσαν μυθολογικές αλληγορίες, οι Ρωμαίοι ήταν πιο άμεσοι στην αφήγησή τους, ακολουθώντας τη μορφή του χρονικού, αλλά η μορφολογική αντιμετώπιση ακολουθούσε τις αρχές της ελληνικής τέχνης. Παραδείγματα αποτελούν ο Βωμός της Σεβαστής Ειρήνης, η Αψίδα του Τίτου και η Στήλη του Τραϊανού.
Συνοπτικά, παρά τις αρχικές ανησυχίες για την καταστροφή των πατροπαράδοτων ρωμαϊκών ηθών, ο ελληνικός πολιτισμός έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τη ρωμαϊκή κοινωνία. Οι Ρωμαίοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες όχι μόνο μιμήθηκαν και αφομοίωσαν τα ελληνικά διδάγματα, αλλά τα ανασύνθεσαν δημιουργικά, οδηγώντας σε αξιοσημείωτα πρωτότυπα έργα που αντανακλούσαν τους προβληματισμούς και τις σκοπιμότητες της ρωμαϊκής πραγματικότητας.
Οι Ρωμαίοι συγγραφείς και φιλόσοφοι επηρεάστηκαν βαθύτατα από τον Ελληνισμό, υιοθετώντας, διασκευάζοντας και εξελίσσοντας ελληνικά πρότυπα για να διαμορφώσουν τη δική τους πνευματική παραγωγή. Αυτή η αλληλεπίδραση ήταν τόσο σημαντική που οδήγησε σε έναν «πνευματικό εξελληνισμό των Ρωμαίων».
Ανάμεσα στους σημαντικότερους Ρωμαίους συγγραφείς και φιλοσόφους που δέχτηκαν ελληνική επίδραση συγκαταλέγονται:
Ιστοριογράφοι:
• Δίων Κάσσιος: Γεννημένος στη Νίκαια της Βιθυνίας, υπήρξε συγκλητικός και ύπατος στη Ρώμη και συνέγραψε τη «Ρωμαϊκή Ιστορία» σε ογδόντα τόμους στην κοινή αττική γλώσσα, καλύπτοντας μια χιλιετία μέχρι το 229 μ.Χ.. Συνέδεσε στενά τις οικονομικές αναφορές με ηθικές αρχές ριζωμένες στην αρχαία ελληνική κοινωνία, όπως η δικαιοσύνη, η αυτάρκεια και η ισορροπία.
• Τάκιτος: Ο Ρωμαίος ιστορικός αντλούσε από τον κόσμο της ελληνικής και ρωμαϊκής τραγωδίας για τη σκιαγράφηση των προσώπων του, προσδίδοντας τραγική διάσταση στα γεγονότα της ιουλιοκλαυδιανής περιόδου. Είχε έρθει σε επαφή με έργα των Σοφοκλή και Ευριπίδη, καθώς και με ρωμαϊκά τραγικά έργα επηρεασμένα από ελληνικά, όπως του Άκκιου, του Πακούβιου, του Έννιου και του Σενέκα. Χρησιμοποίησε σκόπιμα λέξεις που παρέπεμπαν στην Κλυταιμνήστρα για να ταυτίσει την Αγριππίνα με αυτήν.
• Σουητώνιος: Συμπεριλαμβάνεται στους ιστοριογράφους που σκιαγράφησαν την Αγριππίνα τη Νεότερη. Συνέχισε την παράδοση της βιογραφικής συγγραφής στη Ρώμη.
• Πολύβιος: Αν και Έλληνας, έζησε ως όμηρος στη Ρώμη και συνέγραψε ιστορία για τη ρωμαϊκή άνοδο, εκτιμώντας το ρωμαϊκό πολίτευμα και τον στρατιωτικό τρόπο ζωής. Καλλούσε τους συμπατριώτες του να αποδεχτούν την αναπόφευκτη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ήταν ένας από τους ιστορικούς που έκαναν συχνές παρεμβάσεις σε πρώτο πρόσωπο για να εκφράσουν την άποψή τους και να καθοδηγήσουν την πρόσληψη των έργων τους.
• Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς: Στο έργο του «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», εκτιμούσε ότι οι ρωμαϊκές επιτυχίες οφείλονταν στις παραδοσιακές ρωμαϊκές αρετές και υποστήριζε την ενότητα του ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου, θεωρώντας τον ρωμαϊκό πολιτισμό ως συνέχεια του ελληνικού.
Ρήτορες και Φιλόσοφοι:
• Κικέρων: Θεωρείται ο κορυφαίος Ρωμαίος ρήτορας, ακόμη και ισάξιος του Δημοσθένη. Η μόρφωσή του περιλάμβανε μαθητεία σε ελληνικές φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές στην Αθήνα, τη Μικρά Ασία και τη Ρόδο, με σημαντικές επιρροές από τον Φίλωνα τον Λαρισσαίο και τον Απολλώνιο Μόλωνα. Το ύφος του εξελίχθηκε από ασιανικές και ισοκρατικές επιδράσεις σε ένα πιο πειθαρχημένο και εκλεπτυσμένο ύφος. Μετέφρασε την «Οδύσσεια» και συνέθεσε ύμνους με ελληνικά πρότυπα για πρακτικούς λόγους. Ενδιαφέρθηκε για τη φιλοσοφία, αν και έθετε όρια στη μελέτη της για τους Ρωμαίους άνδρες κύρους. Πίστευε ότι η ρωμαϊκή ρητορική δεν υστερούσε σε σχέση με την ελληνική. Στο έργο του De finibus bonorum et malorum αναλύει την ηθική διδασκαλία του Επίκουρου.
• Σενέκας (ο Νεότερος): Σημαντικός εκπρόσωπος της Νέας Στοάς, έστρεψε τον Στωικισμό προς έναν μετρημένο και συνεπή βίο, τονίζοντας τον εσωτερικό αγώνα ενάντια στα πάθη. Οι τραγωδίες του, όπως ο «Αγαμέμνων», λειτουργούν ως «φιλοσοφία», αναδεικνύοντας τις τιμωρίες για τους παθιασμένους και άλογους ανθρώπους. Το ρητορικό του ύφος ήταν επαναστατικό για την πεζογραφία, με κοφτές προτάσεις και έντονη αντιπαράθεση χρωμάτων, επηρεασμένο από ελληνιστικές σχολές.
• Μάρκος Αυρήλιος: Ο αυτοκράτορας-φιλόσοφος ήταν πιστός ακόλουθος του Στωικισμού, πιστεύοντας στην ισότητα των ανθρώπων και στην καλλιέργεια του εσωτερικού κόσμου, εκπληρώνοντας το καθήκον του ως λειτουργός της ανθρωπότητας. Έλαβε λαμπρή κλασική παιδεία και απολάμβανε τη συντροφιά Ελλήνων φιλοσόφων.
• Λουκρήτιος: Στο διδακτικό του ποίημα De Rerum Natura, εκθειάζει την επικούρεια φυσική και καταπολεμά τη δεισιδαιμονία, αποτελώντας την πιο γνήσια επικούρεια επιρροή στη ρωμαϊκή σκέψη.
• Κάτων ο Πρεσβύτερος: Αν και γνωστός για την ανθελληνική του τάση, το ύφος του λόγου του έδειχνε ασιατικές επιδράσεις.
Ποιητές και Δραματουργοί:
• Βιργίλιος: Στην «Αινειάδα», συνδέει τον μύθο με τον σύγχρονο κόσμο για να εδραιώσει την κυριαρχία των Ιουλίων, αντλώντας κύρια έμπνευση από την ομηρική επική ποίηση και τον ελληνιστικό ποιητή Απολλώνιο τον Ρόδιο. Ενσωμάτωσε επίσης το ιδεολογικό, διδακτικό και ψυχολογικό φορτίο της ελληνικής τραγωδίας (Αισχύλου, Ευριπίδη, Σοφοκλή).
• Οράτιος: Παρατήρησε ότι «η κατακτημένη Ελλάδα υπέταξε τον αγροίκο νικητή της και εισήγαγε τις τέχνες στο απολίτιστο Λάτιο». Στην λυρική του ποίηση, επικαλείται τον Αλκαίο και τη Σαπφώ ως πρότυπα.
• Πλαύτος: Στις κωμωδίες του, ενσωμάτωνε τον ρωμαϊκό βίο και συνέπλεκε ελληνικές και ρωμαϊκές αντιλήψεις, καθιστώντας το έργο του γνήσια ρωμαϊκό. Χρησιμοποιούσε τυποποιημένους, στερεοτυπικούς χαρακτήρες της Νέας Κωμωδίας.
• Τερέντιος: Έδινε στους πρωταγωνιστές του χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής κοινωνίας, ανεβάζοντας τις αναφορές στο ελληνικό στοιχείο στη σφαίρα του πανανθρώπινου.
• Έννιος, Πακούβιος, Άκκιος: Αναφέρονται ως πρώτοι τραγικοί και κωμικοί συγγραφείς, δείχνοντας ελληνική επιρροή στην πρώιμη ρωμαϊκή λογοτεχνία. Ο Έννιος, ειδικότερα, χρησιμοποιήθηκε ως πηγή εικόνων και φράσεων από τον Βιργίλιο, ο οποίος θαύμαζε το εθνικό του πνεύμα και την επιστροφή στις ρίζες.
Συνοψίζοντας, οι Ρωμαίοι συγγραφείς και φιλόσοφοι, ακόμη και όταν εξέφραζαν ανθελληνικές τάσεις, δεν μπορούσαν να αγνοήσουν την πνευματική και πολιτιστική υπεροχή του Ελληνισμού. Αντλώντας από την ελληνική γλώσσα, ρητορική, φιλοσοφία, μυθολογία και δραματική παράδοση, δημιούργησαν ένα πλούσιο και πρωτότυπο σώμα έργων, προσαρμοσμένο στις ανάγκες και τις αξίες της ρωμαϊκής κοινωνίας.
δια χειρός αλεξίου
27.08.25
με πληροφορίες από το αχανές διαδίκτυο