Η Πρέβεζα, το Κοντινέντε, ο Αλή πασάς Δύοανέκδοτα έγγραφα του Αβδουλάχ και του Αλήπασά
'Έγγραφα
Δύο Ανέκδοτα Έγγραφα του Αβδουλάχ και του Αλή Πασά.
Η περίοδος των τελών του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα υπήρξε μια εποχή ραγδαίων γεωπολιτικών ανακατατάξεων στην Ευρώπη, με τις επιπτώσεις τους να γίνονται άμεσα αισθητές στην περιοχή του Ιονίου και της Ηπείρου. Η ήττα των Αυστριακών και ο τερματισμός της νικηφόρας εκστρατείας του Ναπολέοντα στην Ιταλία το 1797 οδήγησαν στη διάλυση της Δημοκρατίας της Βενετίας, θέτοντας τέλος σε μια μακραίωνη, από το 1386, βενετική κατοχή των Επτανήσων.
Με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, που υπογράφηκε στις 17 Οκτωβρίου 1797, τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν στη Γαλλία. Παράλληλα, η Γαλλία απέκτησε και μια διοικητικά συνδεδεμένη ηπειρωτική λωρίδα, η οποία εκτεινόταν από το Βουθρωτό μέχρι τη Βόνιτσα και περιλάμβανε σημαντικές πόλεις όπως η Πάργα, η Πρέβεζα και η Βόνιτσα. Αυτή η παραχώρηση σηματοδότησε μια επέκταση της γαλλικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο, ανατρέποντας τις παραδοσιακές ισορροπίες δυνάμεων.
Ωστόσο, η γαλλική κυριαρχία αποδείχθηκε βραχύβια. Η καταστροφή του γαλλικού στόλου από τον Άγγλο ναύαρχο Οράτιο Νέλσον στη ναυμαχία του Αμπουκίρ της Αιγύπτου, την 1η Αυγούστου 1798, άλλαξε άρδην το σκηνικό. Ως απάντηση στις επεκτατικές βλέψεις του Ναπολέοντα στην Ανατολή, η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμάχησαν, με τη συγκατάθεση της Αγγλίας. Ο ρωσοτουρκικός στόλος προχώρησε στην κατάληψη των Επτανήσων, ξεκινώντας από τα Κύθηρα τον Σεπτέμβριο του 1798 και ολοκληρώνοντας την επιχείρηση με την κατάληψη της Κέρκυρας στις 20 Φεβρουαρίου 1799.
Η νέα ισορροπία δυνάμεων που διαμορφώθηκε οδήγησε στη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία υπογράφηκε στις 21 Μαρτίου 1800. Με αυτή τη συνθήκη, αποφασίστηκε η αυτονόμηση των Επτανήσων, καθώς και του Continente – των πρώην ενετικών κτήσεων στις ηπειρωτικές ακτές. Αυτές οι περιοχές τέθηκαν υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης, ενώ παράλληλα, η προστασία των θρησκευτικών δικαιωμάτων των κατοίκων τους ανατέθηκε στον Αυτοκράτορα της Ρωσίας.
Η Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη δημιουργία του πρώτου ημιαυτόνομου ελληνικού κρατιδίου, της Επτανήσου Πολιτείας, περίπου 350 χρόνια μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα, οι ενετικές κτήσεις στον ηπειρωτικό χώρο, γνωστές ως Continente ή Πολιτεία του Ακρωτηρίου, αποτέλεσαν μια αυτόνομη πολιτεία με πρωτεύουσα την Πρέβεζα. Αυτή η πολιτεία περιλάμβανε την Πρέβεζα, τη Βόνιτσα, την Πάργα, τη Σαγιάδα και το Βουθρωτό. Ωστόσο, το Continente είχε ήδη αποσυντεθεί μετά την κατάκτηση της Πρέβεζας το 1798 από τον Αλή πασά, μια κατάκτηση που συνοδεύτηκε από λεηλασία, σφαγή και πυρκαγιά, γεγονότα γνωστά ως ο «χαλασμός της Πρέβεζας».
Η περίοδος αυτή της σχετικής αυτονομίας ήταν, ωστόσο, σύντομη και ευάλωτη. Μετά τη νίκη του Ναπολέοντα στο Αούστερλιτς και τη σύναψη της Συνθήκης του Τιλσίτ στις 8 Ιουλίου 1807 μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας, τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν και πάλι στη Γαλλία. Αυτό σήμανε το τέλος της Επτανήσου Πολιτείας (που υφίστατο από 21 Μαρτίου 1800 έως 8 Ιουλίου 1807) και, συνεπακόλουθα, και της Πολιτείας του Ακρωτηρίου.
Η συνεχής και ραγδαία μεταβολή κυριαρχίας στην Πρέβεζα και την ευρύτερη περιοχή του Continente (από Βενετία σε Γαλλία, μετά σε Ρωσοτουρκική συμμαχία/Οθωμανική επικυριαρχία, και τελικά στην άμεση κυριαρχία του Αλή Πασά) δεν είναι τυχαία. Η γεωγραφική της θέση, ως πύλη προς την Ήπειρο και με άμεση πρόσβαση στα Ιόνια Νησιά και την Αδριατική, την καθιστούσε στρατηγικό σημείο ελέγχου. Κάθε μεγάλη δύναμη ή ισχυρός τοπικός ηγεμόνας που εποφθαλμιούσε την κυριαρχία στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων έπρεπε να ελέγχει την Πρέβεζα. Αυτό την κατέστησε πεδίο μάχης και αντικείμενο διαπραγματεύσεων σε διεθνείς συνθήκες, υπογραμμίζοντας τη σημασία της πέρα από τα τοπικά της όρια. Ως εκ τούτου, η στρατηγική γεωγραφική της θέση οδήγησε σε αυξημένο γεωπολιτικό ενδιαφέρον από τις Μεγάλες Δυνάμεις, προκαλώντας συχνές αλλαγές κυριαρχίας και διοικητικών καθεστώτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μεγάλη αβεβαιότητα και αναταραχή για τους τοπικούς πληθυσμούς, αλλά παράλληλα ανέδειξε την Πρέβεζα σε κομβικό σημείο της ιστορίας της εποχής.
Η δημιουργία της Επτανήσου Πολιτείας και της Πολιτείας του Ακρωτηρίου ως ημιαυτόνομων κρατιδίων υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης, με ρωσική προστασία, φανερώνει μια προσπάθεια των Μεγάλων Δυνάμεων να δημιουργήσουν ζώνες ασφαλείας ή "buffer states" σε μια περίοδο έντονης γεωπολιτικής αναταραχής. Ωστόσο, η ταχύτητα με την οποία καταλύθηκαν υπογραμμίζει την εγγενή αδυναμία αυτών των σχηματισμών. Η αυτονομία τους ήταν περισσότερο μια διπλωματική διευθέτηση παρά μια σταθερή πολιτική οντότητα, εύκολα υποκείμενη σε χειραγώγηση ή διάλυση από ισχυρότερους τοπικούς παράγοντες, όπως ο Αλή Πασάς, ή από τις ανακατατάξεις στις σχέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι, η δημιουργία αυτών των ημιαυτόνομων κρατιδίων ως διπλωματική λύση, λόγω της εγγενούς αδυναμίας τους και της εξάρτησής τους από εξωτερικές δυνάμεις και τοπικούς παράγοντες, οδήγησε στην κατάλυσή τους από επεκτατικές φιλοδοξίες ή από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αποδεικνύοντας ότι η αυτονομία τους ήταν περισσότερο ονομαστική παρά ουσιαστική, και ότι η τύχη των περιοχών αυτών καθοριζόταν από εξωτερικά συμφέροντα.
Η Ανακοίνωση του Βοεβόδα Αβδουλάχ (1800)
Περιεχόμενο και Σκοπός της Ανακοίνωσης
Σε εφαρμογή της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, ο σουλτάνος Σελίμ Γ΄ εξέδωσε φιρμάνι, διορίζοντας τον Αβδουλάχ μπέη ως βοεβόδα (διοικητή) στην περιοχή του Continente, η οποία περιλάμβανε την Πρέβεζα, τη Βόνιτσα, την Πάργα και το Βουθρωτό. Το σουλτανικό φιρμάνι όριζε σημαντικά προνόμια για τους κατοίκους: πλήρη φορολογική ασυδοσία για δύο χρόνια, με εξαίρεση μόνο τα έσοδα από τα Βιβάρια και τη Δουγάνα, δηλαδή τους τελωνειακούς φόρους και τους φόρους των ιχθυοτροφείων, που αποτελούσαν τους σημαντικότερους. Επιπλέον, οι Χριστιανοί κάτοικοι θα διατηρούσαν την ελευθερία στην πίστη, τα έθιμα, τους νόμους και τις κρίσεις τους, ενώ απαγορευόταν στους Τούρκους να κατοικούν μόνιμα σε αυτές τις περιοχές με τις οικογένειές τους.
Η ανακοίνωση του Αβδουλάχ, χρονολογημένη την 1η Αυγούστου 1800, φέρει τον τίτλο "Ἀμπντουλάχ μπέη ἐλέῳ Θεοῦ βοεβόδας τῶν ἐμλάτι χουμαγινίνων τῆς τε πρέβεζ, πάργ, βόνιτζαν καὶ βοθροντὸ". Απευθύνεται στους "Εὐγενεῖς ἄρχοντες τῆς πολιτείας πρεβέζης, καὶ λοιποὶ κάτοικοι τοῦ αὐτοῦ τόπου". Σε αυτήν, ο Αβδουλάχ δηλώνει την επιστροφή του στην Πρέβεζα, αφού προηγουμένως είχε συναντηθεί με τον "ὑψηλότατον βεζύρην ἀλῆ πασσᾶ ἐφένδη μας". Ο σκοπός της ανακοίνωσης είναι η άμεση πρόσκληση των κατοίκων της Πρέβεζας (καθώς και της Πάργας και Βόνιτσας, όπου ήδη είχαν σταλεί προσκλητικά μπουγιουρουλδιά) να συγκεντρωθούν στην Πρέβεζα.
Ο στόχος της συγκέντρωσης ήταν η δημόσια ανάγνωση των "ὑψηλαὶ προσκυνηταὶ βασιλικαὶ προσταγαί", οι οποίες περιείχαν το "νιζαμιοῦ & καλῆς ἀποκαταστάσεως" (κανόνες και καλή αποκατάσταση) που θα δινόταν στις αναφερόμενες περιοχές από την "εὐσπλαγχνίαν & γεναιότητα τοῦ κραταιοτάτου, ἀηττήτου & πολυχρονίου ημῶν ἄνακτος" (του παντοδύναμου, αήττητου και μακρόβιου ηγεμόνα τους). Ο Αβδουλάχ στέλνει τον δραγουμάνο και γραμματικό του, Φιλιππάκη, για να μεταφέρει προφορικά όσα του έχουν ανατεθεί, τονίζοντας την επείγουσα ανάγκη για την άμεση άφιξη των κατοίκων.
Το έγγραφο του Αβδουλάχ αποτελεί μια άμεση απόδειξη της εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως από την Υψηλή Πύλη. Δείχνει την πρόθεση της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας να αποκαταστήσει την τάξη και την αποτελεσματική διοίκηση στις στρατηγικής σημασίας περιοχές του Continente, μετά την αποχώρηση των Γάλλων και τις προηγούμενες αναταραχές, όπως ο «χαλασμός της Πρέβεζας» του 1798.
Τα προνόμια που χορηγούνται στους κατοίκους του Continente (φορολογικές ελαφρύνσεις, θρησκευτική ελευθερία, απαγόρευση μόνιμης εγκατάστασης Τούρκων) δεν ήταν απλώς μια πράξη γενναιοδωρίας. Αντιθέτως, αποτελούσαν μια συνειδητή και ρεαλιστική στρατηγική της Υψηλής Πύλης για την αποκατάσταση της τάξης και της παραγωγικότητας σε μια περιοχή που είχε υποστεί σοβαρές καταστροφές και δημογραφική διασπορά. Η Πύλη, αντί να επιβάλει σκληρή κυριαρχία που θα οδηγούσε σε περαιτέρω αντίσταση και φυγή, επέλεξε να προσφέρει κίνητρα για τον επαναπατρισμό και την επανεγκατάσταση των πληθυσμών, αναγνωρίζοντας ότι η σταθερότητα και η οικονομική ανάκαμψη ήταν προϋποθέσεις για την αποτελεσματική διοίκηση και τη μακροπρόθεσμη φορολόγηση. Έτσι, οι πολεμικές καταστροφές και η διασπορά του πληθυσμού δημιούργησαν την ανάγκη για επαναπατρισμό και οικονομική ανάκαμψη, οδηγώντας στην παραχώρηση προνομίων (φορολογικών, θρησκευτικών) ως στρατηγική της Πύλης για επανεγκατάσταση και εδραίωση ελέγχου με «μαλακά» μέσα, με στόχο την αποφυγή περαιτέρω αποσταθεροποίησης και την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης υποταγής.
Η αναφορά στην ανακοίνωση του Αβδουλάχ ότι επέστρεψε στην Πρέβεζα αφού συναντήθηκε με τον "ὑψηλότατον βεζύρην ἀλῆ πασσᾶ ἐφένδη μας" είναι κρίσιμη. Παρόλο που ο Αβδουλάχ διορίστηκε απευθείας από τον σουλτάνο ως βοεβόδας του Continente, η υποχρέωσή του να συναντήσει τον Αλή πασά πριν αναλάβει τα καθήκοντά του στην Πρέβεζα, υποδηλώνει την ήδη ισχυρή de facto επιρροή και εξουσία του Αλή στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Αυτό προμήνυε την επικείμενη σύγκρουση μεταξύ της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας (που εκπροσωπείτο από τον Αβδουλάχ) και των επεκτατικών φιλοδοξιών του Αλή Πασά. Ο διορισμός του βοεβόδα από την Πύλη, ως εκπροσώπου της κεντρικής εξουσίας, και η υποχρεωτική συνάντησή του με τον Αλή Πασά, ως ισχυρού τοπικού παράγοντα, αποκάλυπτε την ύπαρξη μιας διπλής εξουσίας και σύγκρουσης συμφερόντων. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε μια εγγενή αστάθεια και την πιθανότητα σύγκρουσης για τον έλεγχο της περιοχής, με την κεντρική εξουσία να αντιμετωπίζει την πρόκληση από έναν ανερχόμενο τοπικό ηγεμόνα.
Ο Ρόλος και οι Φιλοδοξίες του Αλή Πασά στην Περιοχή
Ο Αλή πασάς, γνωστός για τις επεκτατικές του βλέψεις και την αδίστακτη επιδίωξη της εξουσίας, εποφθαλμιούσε την Πρέβεζα. Είχε ήδη κατακτήσει την πόλη από τους Γάλλους το 1798, αλλά την είχε χάσει με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως του 1800, καθώς η περιοχή του Continente είχε τεθεί υπό την άμεση διοίκηση του σουλτάνου μέσω του βοεβόδα Αβδουλάχ.
Παρά την απώλεια, ο Αλή πασάς διατήρησε με επιμονή τον έλεγχο του Βουθρωτού, ενός άλλου σημαντικού τμήματος του Continente. Αυτή η άρνησή του να παραχωρήσει το Βουθρωτό, παρά τις επίμονες απαιτήσεις της Ρωσίας για την ενσωμάτωσή του στην Επτανησιακή Πολιτεία, συνέβαλε στην έκρηξη του ρωσοτουρκικού πολέμου το 1805. Η σύρραξη αυτή αποτέλεσε την ιδανική ευκαιρία για τον Αλή πασά να δράσει και να ενισχύσει την επιρροή του στην περιοχή, εκμεταλλευόμενος την προσοχή της Υψηλής Πύλης στον πόλεμο.
Ο Αλή Πασάς δεν ήταν απλώς ένας τοπικός πολέμαρχος που δρούσε απομονωμένα. Η εκμετάλλευση του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1805 για να προωθήσει τις δικές του φιλοδοξίες, κατηγορώντας τον Αβδουλάχ και καταλαμβάνοντας την Πρέβεζα, δείχνει την οξυδέρκεια και την ικανότητά του να διαβάζει τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις. Ενώ η Υψηλή Πύλη ήταν απασχολημένη με τον πόλεμο και τις σχέσεις της με τις Μεγάλες Δυνάμεις, ο Αλή Πασάς εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία της κεντρικής εξουσίας να επικεντρωθεί στην περιφέρεια, δρώντας ανεξέλεγκτα και εδραιώνοντας τη δική του κυριαρχία. Αυτή η στρατηγική υπογραμμίζει τον κυνισμό του και την ικανότητά του να μετατρέπει τις διεθνείς κρίσεις σε προσωπικό όφελος. Έτσι, η διεθνής σύγκρουση οδήγησε σε αδυναμία της κεντρικής εξουσίας να επικεντρωθεί στην περιφέρεια, δημιουργώντας ευκαιρία για τοπικούς παράγοντες να δράσουν ανεξέλεγκτα και να καταλάβουν εδάφη, εδραιώνοντας την τοπική κυριαρχία με επίφαση νομιμότητας, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του Σουλτάνου να επιβάλει την τάξη.
Προκειμένου να δικαιολογήσει τις ενέργειές του και να αποσπάσει την έγκριση της Πύλης, ο Αλή πασάς κατηγόρησε τον βοεβόδα Αβδουλάχ μπέη στην Υψηλή Πύλη. Οι κατηγορίες αφορούσαν την υποστήριξη που φέρεται να παρείχε ο Αβδουλάχ στους καπεταναίους της Ακαρνανίας, με το επιχείρημα ότι υπήρχε κίνδυνος το Κοντινέντε να ενσωματωθεί πλήρως στην Επτανησιακή Πολιτεία, κάτι που θα ήταν αντίθετο στα συμφέροντα της Πύλης. Εκμεταλλευόμενος την κατάσταση, οι δυνάμες του Αλή πασά, υπό την ηγεσία του γιου του Βελή, κατέλαβαν την Πρέβεζα το 1806, θέτοντας τέλος στην de jure οθωμανική διοίκηση μέσω του βοεβόδα.
Ως άμεσο αποτέλεσμα των ενεργειών του Αλή πασά, ο Αβδουλάχ ανακλήθηκε το 1807 στην Κωνσταντινούπολη. Όπως αναφέρεται, φέρεται να δηλητηριάστηκε καθ' οδόν, με διαταγή του Αλή πασά, εξαλείφοντας έτσι το τελευταίο εμπόδιο στην απόλυτη κυριαρχία του στην περιοχή. Με τον τρόπο αυτό, ο Αλή πασάς απέσπασε από τον σουλτάνο ένα διάταγμα (χάτι μπεράτι βασιλικόν μελικανέ), με το οποίο όχι μόνο ανακτούσε τα μέρη του Κοντινέντε (Πρέβεζα, Βόνιτσα, Πάργα, Βουθρωτό), αλλά γινόταν και ο απόλυτος κύριος των ιδιοκτησιών, των κτημάτων και όλων των κατοίκων αυτών των περιοχών. Αυτή η νομική κατοχύρωση της de facto κατάκτησης ήταν κρίσιμη για την εδραίωση της εξουσίας του.
Η αλληλουχία των γεγονότων – η επιμονή του Αλή Πασά να κρατήσει το Βουθρωτό, οι κατηγορίες κατά του Αβδουλάχ, η στρατιωτική κατάληψη της Πρέβεζας, και ο φερόμενος θάνατος του Αβδουλάχ από δηλητήριο – αποκαλύπτει μια συστηματική και αδίστακτη στρατηγική εξάλειψης κάθε πιθανού εμποδίου στην απόλυτη εξουσία του. Ο Αβδουλάχ, ως απευθείας διορισμένος από τον Σουλτάνο, αποτελούσε άμεση απειλή για τις φιλοδοξίες του Αλή Πασά στο Continente, καθώς εκπροσωπούσε τη νομιμότητα της κεντρικής εξουσίας. Η «νομιμοποίηση» της κατάκτησης μέσω σουλτανικού φιρμανιού μετά την εξόντωση του Αβδουλάχ δείχνει την προσπάθεια του Αλή Πασά να δώσει επίφαση νομιμότητας σε de facto καταστάσεις που είχε δημιουργήσει με τη βία και την πολιτική μηχανορραφία. Έτσι, η φιλοδοξία για απόλυτη κυριαρχία οδήγησε στην αναγνώριση των εμποδίων, στην εφαρμογή μιας στρατηγικής εξάλειψής τους, και τέλος στη νομιμοποίηση της κατάστασης, με τη βία να αποτελεί το πρωταρχικό μέσο και τη νομιμότητα ένα δευτερεύον εργαλείο για την εδραίωσή της.
Το Δεύτερο Ανέκδοτο Έγγραφο: Το Φιρμάνι του Αλή Πασά (1807)
Περιεχόμενο του Φιρμανιού: Η Ανακήρυξη της Πρέβεζας και του Κοντινέντε ως Προσωπική Ιδιοκτησία (Μούλκι)
Το δεύτερο ανέκδοτο έγγραφο είναι ένα φιρμάνι του Αλή πασά, χρονολογημένο 9 Απριλίου 1807, το οποίο απευθύνεται στους "προεστότας καὶ ἐπιλοίπους κατοίκους" της Πρέβεζας και της Βόνιτσας. Στο φιρμάνι αυτό, ο Αλή πασάς δηλώνει με σαφήνεια ότι ο "Κραταιότατος βασιλεύς μας" τον ελέησε και του παραχώρησε, μέσω "χάτι μπεράτι βασιλικὸν μελικανὲ" (βασιλικό διάταγμα ιδιοκτησίας), την Πρέβεζα, τη Βόνιτσα, την Πάργα και το Βουθρωτό.
Επισημαίνει κατηγορηματικά ότι οι περιοχές αυτές έχουν γίνει πλέον "μοῦλκι ἐδικόν μας καὶ σπήτι μας" (ιδιωτική περιουσία και σπίτι του), και οι κάτοικοι "ἴδιοι ἐδικοί μου ραγιάδες καὶ σπήτια μου" (δικοί του υπήκοοι και μέρος του οίκου του). Αυτή η διατύπωση υπογραμμίζει την απόλυτη και προσωπική κυριότητά του επί των εδαφών και των κατοίκων. Ο Αλή πασάς υπόσχεται στους κατοίκους ότι θα λάβει τη "μεγαλυτέραν φροντίδα" και θα τους έχει "φυλαγμένους καλύτερα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον". Διαβεβαιώνει ότι τα προνόμια που τους είχε χαρίσει ο βασιλιάς όχι μόνο δεν θα χαθούν, αλλά θα "συγουρευθοῦν" (εξασφαλιστούν) ακόμη περισσότερο, καθώς τώρα θα έχουν και τη δική του "ἔγνοια καὶ προστασία". Τέλος, καλεί τους απομακρυσμένους συμπατριώτες τους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους "χωρὶς νὰ βάλλῃ κανένας τὸν παραμικρὸν φόβον", καθώς πλέον είναι δικοί του υπήκοοι.
Η διακήρυξη του Αλή Πασά ότι οι κάτοικοι της Πρέβεζας και του Continente είναι "ίδιοι εδικοί μου ραγιάδες και σπίτια μου" ξεπερνά την απλή διοικητική εξουσία ενός βοεβόδα ή πασά. Αυτή η φράση υποδηλώνει μια φεουδαρχική αντίληψη της εξουσίας, όπου η γη και οι άνθρωποι που ζουν σε αυτήν θεωρούνται προσωπική περιουσία του ηγεμόνα, σε αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς όπου οι κάτοικοι ήταν "ραγιάδες" (υπήκοοι) του Σουλτάνου, με συγκεκριμένα προνόμια και υποχρεώσεις που θεσπίζονταν από την Πύλη. Η μεταβολή αυτή σηματοδοτεί μια βαθύτερη αλλαγή στη σχέση μεταξύ κυβερνώντος και κυβερνωμένων, με πιθανές αρνητικές συνέπειες για τα δικαιώματα και την ασφάλεια των κατοίκων, καθώς η προσωπική βούληση του Αλή Πασά αντικατέστησε οποιοδήποτε θεσμικό πλαίσιο. Έτσι, από τη σουλτανική επικυριαρχία με προνόμια για τους ραγιάδες, μέσω της εξόντωσης του αντιπάλου και της απόκτησης "μελικανέ" (νομιμοποίηση κατοχής), ο Αλή Πασάς διακήρυξε την περιοχή ως "μούλκι" και τους κατοίκους ως "ραγιάδες μου", μετατρέποντας τη διοικητική εξουσία σε προσωπική ιδιοκτησία, με άμεσες επιπτώσεις στην καθημερινότητα και τα δικαιώματα των κατοίκων.
Παρά τις δελεαστικές υποσχέσεις για προστασία και ευημερία, οι πρώτες ενέργειες του Αλή πασά στην Πρέβεζα μετά την απόκτηση του ελέγχου αποκαλύπτουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Προχώρησε άμεσα στην ανέγερση σαραγιών – το πρώτο του μέσα στο κάστρο του Αγίου Ανδρέα και αργότερα ένα μεγαλύτερο στο νότιο τμήμα της πόλης. Αυτές οι κατασκευές ήταν ορατά σύμβολα της νέας του κυριαρχίας και της προσωπικής του παρουσίας.
Πιο σημαντικά, ο Αλή πασάς εγκατέστησε στην Πρέβεζα "τοὺς διασωθέντας ἐκ τῆς καταστροφῆς τοῦ Γαρδικίου Ηπειρώτας Ἀλβανοτούρκους". Σε αυτούς παραχώρησε "τὰ ἀξιολογώτερα κακεντρεχῶς οἰκήματα, ἐλαιόδενδρα καὶ γαίας καὶ αὐτὸ τὸ Ἄκτιον", περιουσίες που ανήκαν τόσο στους εκπατρισθέντες Πρεβεζάνους όσο και σε όσους παρέμειναν στην πόλη. Αυτή η ενέργεια δείχνει μια σαφή πολιτική απαλλοτρίωσης και δημογραφικής αναδιάρθρωσης.
Ο Αλή Πασάς, στο φιρμάνι του, υπόσχεται "μεγαλύτερη φροντίδα" και "συγουρευμένα προνόμια" στους κατοίκους. Ωστόσο, οι άμεσες ενέργειές του μετά την ανάληψη της εξουσίας, όπως η ανέγερση σαραγιών και, κυρίως, η εγκατάσταση Αλβανοτούρκων από το Γαρδίκι και η διανομή των περιουσιών των εκπατρισθέντων Πρεβεζάνων σε αυτούς, δείχνουν ότι οι υποσχέσεις αυτές ήταν κενές περιεχομένου ή απλώς ρητορικές για να προσελκύσει τους διασκορπισμένους πληθυσμούς και να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του. Η πραγματικότητα ήταν η επιβολή μιας νέας, σκληρότερης κυριαρχίας που περιλάμβανε απαλλοτριώσεις και αλλαγές στον κοινωνικό ιστό της πόλης. Αυτή η αντίφαση αναδεικνύει την κυνική και ωφελιμιστική φύση της εξουσίας του Αλή Πασά, ο οποίος χρησιμοποιούσε υποσχέσεις για να επιτύχει τους στόχους του, χωρίς πρόθεση να τις τηρήσει πλήρως. Επομένως, οι υποσχέσεις προστασίας και προνομίων ήταν απλώς ρητορική για την προσέλκυση του πληθυσμού, ενώ οι πραγματικές ενέργειες περιλάμβαναν απαλλοτριώσεις, εγκατάσταση νέων πληθυσμών και καταπίεση, δημιουργώντας μια νέα κοινωνική και οικονομική τάξη. Αυτή η αντίφαση μεταξύ λόγων και έργων αποτελεί χαρακτηριστικό της εξουσίας του Αλή Πασά, αποκαλύπτοντας την πραγματική του πρόθεση για απόλυτο έλεγχο και εκμετάλλευση.
Το φιρμάνι του 1807 σηματοδότησε την επίσημη κατάλυση της ημιαυτόνομης Πολιτείας του Ακρωτηρίου, η οποία είχε ιδρυθεί με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως του 1800. Αυτή η κατάλυση συνέβη παράλληλα με το τέλος της Επτανήσου Πολιτείας, ως άμεσο αποτέλεσμα των ευρύτερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων που έφερε η Συνθήκη του Τιλσίτ.
Με αυτό το διάταγμα, ο Αλή πασάς νομιμοποίησε την de facto κατάληψη των εδαφών του Κοντινέντε και απέκτησε πλήρη ιδιοκτησία και απόλυτη κυριότητα ("μελικανέ", "μούλκι") επί αυτών, ενισχύοντας σημαντικά την εξουσία του στην Ήπειρο. Η Πρέβεζα και οι άλλες περιοχές έπαψαν να υπάγονται απευθείας στον σουλτάνο μέσω του βοεβόδα και πέρασαν υπό την άμεση και απόλυτη διοίκηση του Αλή πασά, ο οποίος τις θεωρούσε πλέον προσωπική του περιουσία. Η Πρέβεζα παρέμεινε υπό την οθωμανική κατοχή (πλέον μέσω της κυριαρχίας του Αλή πασά) μέχρι την απελευθέρωσή της από τον Ελληνικό Στρατό τον Οκτώβριο του 1912.
Επιπτώσεις της Κυριαρχίας του Αλή Πασά στην Πρέβεζα
Η κατάλυση της Πολιτείας του Ακρωτηρίου το 1807 σήμανε το οριστικό τέλος της ημιαυτόνομης διοίκησης στην Πρέβεζα και την πλήρη ενσωμάτωσή της στην επικράτεια του Αλή πασά. Η πόλη, από πρωτεύουσα μιας αυτόνομης πολιτείας, μετατράπηκε σε προσωπικό "μούλκι" του Αλή πασά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διοίκηση, την εκμετάλλευση των πόρων της και τη ζωή των κατοίκων.
Η αλλαγή αυτή είχε άμεσες επιπτώσεις στην καθημερινότητα των Πρεβεζάνων, καθώς οι αποφάσεις πλέον λαμβάνονταν από τον Αλή πασά προσωπικά, χωρίς τους περιορισμούς ή τις διαβουλεύσεις που υπήρχαν έστω και ονομαστικά υπό το προηγούμενο καθεστώς. Η εγκατάσταση Αλβανοτούρκων από το Γαρδίκι στην Πρέβεζα και η διανομή των περιουσιών των εκπατρισθέντων Πρεβεζάνων σε αυτούς, καθώς και η απαλλοτρίωση περιουσιών όσων παρέμειναν στην πόλη, οδήγησαν σε σημαντικές δημογραφικές και κοινωνικές ανακατατάξεις. Ο κοινωνικός ιστός της πόλης μεταβλήθηκε, με την εισαγωγή νέων πληθυσμιακών ομάδων και την αναδιανομή του πλούτου και της γης, δημιουργώντας μια νέα ιεραρχία και δυσαρέσκεια μεταξύ των παλαιών κατοίκων.
Η ανάλυση των δύο ανέκδοτων εγγράφων, της ανακοίνωσης του βοεβόδα Αβδουλάχ του 1800 και του φιρμανιού του Αλή πασά του 1807, φωτίζει μια περίοδο έντονης γεωπολιτικής ρευστότητας και ανακατατάξεων στην περιοχή της Πρέβεζας και του Continente. Η τύχη αυτών των περιοχών καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ευρύτερες διεθνείς συνθήκες, όπως οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι και οι συμμαχίες των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες επηρέασαν άμεσα την κυριαρχία και το διοικητικό τους καθεστώς.
Ο Αλή πασάς αναδεικνύεται ως μια κομβική φυσιογνωμία αυτής της περιόδου, επιδεικνύοντας στρατηγική οξυδέρκεια και αδίστακτη αποφασιστικότητα στην επιδίωξη των στόχων του. Εκμεταλλεύτηκε μεθοδικά τις αδυναμίες της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας και τις διεθνείς συγκρούσεις για να εδραιώσει την προσωπική του κυριαρχία. Η εξάλειψη του βοεβόδα Αβδουλάχ και η απόκτηση του φιρμανιού του 1807 αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της πολιτικής του μηχανορραφίας και της χρήσης βίας για την επίτευξη των φιλοδοξιών του.
Η μετατροπή της Πρέβεζας και του Continente σε προσωπική ιδιοκτησία του Αλή πασά, όπως διακηρύσσεται στο φιρμάνι του 1807, σηματοδότησε το τέλος κάθε μορφής αυτονομίας και την επιβολή μιας νέας, συγκεντρωτικής εξουσίας. Παρά τις υποσχέσεις για προστασία, η πραγματικότητα για τους κατοίκους περιλάμβανε απαλλοτριώσεις και δημογραφικές αναδιαρθρώσεις, αποκαλύπτοντας την κυνική φύση της διακυβέρνησής του.
Συνολικά, τα δύο ανέκδοτα έγγραφα προσφέρουν πολύτιμες πρωτογενείς πληροφορίες για τις διοικητικές, πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές που συνέβησαν στην Πρέβεζα και το Continente στις αρχές του 19ου αιώνα, αναδεικνύοντας τη δυναμική σχέση μεταξύ κεντρικής εξουσίας, τοπικών ηγεμόνων και διεθνών συμφερόντων. Η Πρέβεζα, ως στρατηγικό σημείο, παρέμεινε υπό την οθωμανική κυριαρχία, μέσω του Αλή πασά, μέχρι την απελευθέρωσή της το 1912.
Στο πλούσιο σε στρώσεις ταπισερί της μεσαιωνικής Ευρώπης, λίγες μορφές είναι τόσο αινιγματικές και αξιαγάπητες όσο ο Ρενέ του Ανζού - ένας πρίγκιπας με ευγενείς τίτλους, υψηλά όνειρα και ευγενική καρδιά, που θυμάται περισσότερο για την καλλιτεχνική του ψυχή παρά για τις στρατιωτικές του κατακτήσεις. Αποκαλούμενος από ορισμένους ως ο «Καλός Βασιλιάς Ρενέ» και από άλλους, πιο ειρωνικά, ως «ο βασιλιάς χωρίς βασίλειο», η ιστορία της ζωής του είναι ένα περίεργο μείγμα ιπποτικών ιδανικών, αποτυχημένων αξιώσεων και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Μια Βασιλική Συλλογή Τίτλων
Γεννημένος το 1409 στο Κάστρο της Ανζέ, ο Ρενέ κληρονόμησε μια εκπληκτική ποικιλία τίτλων σε όλη του τη ζωή: Βασιλιάς της Νάπολης, της Ιερουσαλήμ και της Αραγωνίας· Δούκας του Ανζού, του Μπαρ και της Λωρραίνης· και Κόμης της Προβηγκίας, του Πεδεμοντίου και άλλων. Ωστόσο, ενώ η υπογραφή του μπορεί να έσταζε μεγαλοπρέπεια, η πραγματικότητα ήταν πιο επισφαλής.
Οι διεκδικήσεις του Ρενέ σε πολλούς από αυτούς τους θρόνους προήλθαν μέσω περίπλοκων κληρονομιών ή συζυγικών συμμαχιών. Στέφθηκε βασιλιάς της Νάπολης το 1435, μόνο και μόνο για να χάσει το βασίλειο από τους Αραγωνέζους μέσα σε λίγα χρόνια. Η διεκδίκησή του στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ ήταν εντελώς συμβολική - η Ιερουσαλήμ είχε περιέλθει προ πολλού σε μουσουλμανικές δυνάμεις, αλλά ο τίτλος παρέμενε θέμα δυναστικής υπερηφάνειας στις ευρωπαϊκές αυλές.
Ένας μονάρχης με καρδιά ποιητή
Σε αντίθεση με πολλούς συγχρόνους του, βασιλιάδες πολεμιστές, ο Ρενέ ήταν πάνω απ' όλα άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών. Ζωγράφιζε, έγραφε ποίηση, συνέθετε αλληγορικές ιστορίες και σχεδίαζε περίτεχνες εκδηλώσεις και τουρνουά. Το έργο του Livre du Cœur d'Amour Épris (« Το βιβλίο της καρδιάς που καταλαμβάνεται από τον έρωτα ») είναι μια ρομαντική αλληγορία γεμάτη μελαγχολία και ιδεαλισμό, που αντανακλά τις ευαισθησίες ενός περιπλανώμενου ιππότη σε μια εποχή που ήδη κλίνει προς την Αναγέννηση.
Η αυλή του Ρενέ —ειδικά στην Αιξ-αν-Προβάνς— έγινε καταφύγιο καλλιτεχνών, ποιητών και στοχαστών. Περιέβαλε τον εαυτό του με διαφωτιστές, μουσικούς και αρχιτέκτονες και διατηρούσε αλληλογραφία με ουμανιστικούς κύκλους.
Ο ευγενικός βασιλιάς της Προβηγκίας
Αφού έχασε το ναπολιτάνικο στέμμα και την πολιτική του επιρροή στη Λωρραίνη, ο Ρενέ εγκαταστάθηκε στην Προβηγκία, όπου έγινε αγαπητή τοπική προσωπικότητα. Σε αντίθεση με πολλούς μεσαιωνικούς ηγεμόνες, οι οποίοι ήταν γνωστοί για τη φορολόγηση των αγροτών και τη διεξαγωγή αδιάκοπων πολέμων, ο Ρενέ έχαιρε θαυμασμού για τη δικαιοσύνη του, τη φιλανθρωπία του, ακόμη και για την ιδιοσυγκρασία του. Συχνά τον έβλεπαν να περπατάει ανάμεσα στον λαό του, να ανταλλάσσει καλά λόγια και να ακούει τα παράπονά του.
Η δημοτικότητά του στην περιοχή ήταν τέτοια που μέχρι σήμερα, η λαϊκή παράδοση της Προβηγκίας τον θυμάται ως τον bon roi René — έναν ηγεμόνα που δεν τον φοβόντουσαν, αλλά τον αγαπούσαν.
Κληρονομιά Πέρα από τους Θρόνους
Αν και οι πολιτικές φιλοδοξίες του Ρενέ ματαιώθηκαν ως επί το πλείστον, η πολιτιστική του επιρροή παρέμεινε. Υποστήριξε την παραγωγή εικονογραφημένων χειρογράφων, τη διακόσμηση κήπων και τη θρησκευτική τέχνη. Η Ταπισερί της Αποκάλυψης , αν και παραγγέλθηκε από τον πατέρα του, διατηρήθηκε και εκτέθηκε υπό το άγρυπνο βλέμμα του Ρενέ στην Ανζέ - σήμερα, παραμένει ένα από τα πιο αξιοσημείωτα μεσαιωνικά έργα τέχνης στην Ευρώπη.
Ο Ρενέ πέθανε το 1480, ήσυχα, στην Αιξ-αν-Προβάνς. Χωρίς άμεσο άρρεν κληρονόμο για να συνεχίσει τον οίκο του, η Κομητεία της Προβηγκίας πέρασε στο γαλλικό στέμμα, εντάσσοντας την περιοχή στο αναπτυσσόμενο βασίλειο της Γαλλίας.
Από τον Λόρις Σεβαλιέ
www.medievalists.net