Ο Νικόλαος ντε Μαρτόνι (Nicola de Martoni) ήταν Ιταλός νοτάριος από την Καρινόλα, ο οποίος το 1394-1395 πραγματοποίησε ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους της ύστερης μεσαιωνικής περιόδου.
Το ταξίδι του και οι αναλυτικές του σημειώσεις διασώθηκαν στο έργο του Io notaio Nicola de Martoni. Il pellegrinaggio ai Luoghi Santi da Carinola a Gerusalemme, 1394–1395, που αποτελεί πολύτιμη πηγή για την ιστορία των μεσαιωνικών προσκυνηματικών διαδρομών και των τόπων λατρείας της εποχής.
Ο Νικόλαος ξεκίνησε από την Καρινόλα της Ιταλίας, ταξίδεψε δια θαλάσσης μέσω Μεσογείου, με ενδιάμεσους σταθμούς όπως η Κύπρος, και έφτασε στην Ιερουσαλήμ, όπου επισκέφθηκε τα ιερά προσκυνήματα υπό την καθοδήγηση δύο Φραγκισκανών μοναχών του μοναστηριού του Όρους Σιών.
Η διαδρομή του περιλάμβανε σημαντικούς σταθμούς όπως η Φαμαγκούστα, η Λευκωσία και το μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού (Stavrovouni) στην Κύπρο, το οποίο περιγράφει με λεπτομέρειες, αναφέροντας τα ιερά λείψανα που είδε και προσκύνησε.
Στην Ιερουσαλήμ, ο Μαρτόνι περιγράφει με ακρίβεια τα ιερά προσκυνήματα, τις τελετές, καθώς και τις πρακτικές και τα έθιμα των Φραγκισκανών που διακονούσαν εκείνη την περίοδο.
Το οδοιπορικό του Μαρτόνι θεωρείται από τα πιο λεπτομερή της εποχής του, τόσο για τις περιγραφές των τόπων όσο και για τις κοινωνικές και θρησκευτικές πρακτικές που καταγράφει.
Η αφήγησή του αποτελεί βασική πηγή για τη γεωγραφία, την αρχιτεκτονική, την κατάσταση των μοναστηριών και των προσκυνημάτων, αλλά και για τις διαδρομές των προσκυνητών στη Μεσόγειο του 14ου αιώνα.
Η καταγραφή του Μαρτόνι αναδεικνύει τη σημασία της Κύπρου ως κομβικού σταθμού για τους προσκυνητές από τη Δύση προς τους Αγίους Τόπους, αλλά και τη δράση των δυτικών μοναχικών ταγμάτων (Φραγκισκανοί, Δομινικανοί) στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μέσα από τις περιγραφές του, διακρίνεται ο έντονος θρησκευτικός ζήλος, η σημασία των λειψάνων και των θαυμάτων, καθώς και η αίσθηση κινδύνου και περιπέτειας που χαρακτήριζε τα μεσαιωνικά προσκυνήματα.
Το έργο του αποτελεί σημαντικό τεκμήριο για τη μελέτη της προσκυνηματικής λογοτεχνίας, της ιστορίας των Αγίων Τόπων και της διαπολιτισμικής επαφής στη μεσαιωνική Μεσόγειο.
Το οδοιπορικό του Νικόλαου ντε Μαρτόνι συμπληρώνει τα κενά στην ιστορική γνώση για τη λειτουργία των προσκυνηματικών διαδρομών μετά τις σταυροφορίες, όταν οι χριστιανοί προσκυνητές ταξίδευαν πλέον υπό μουσουλμανική κυριαρχία.
Αποτυπώνει τη διασύνδεση μεταξύ Δύσης και Ανατολής, τόσο σε θρησκευτικό όσο και σε πολιτισμικό επίπεδο, μέσω των δικτύων μοναστηριών και των ιερών λειψάνων.
Αναδεικνύει την Κύπρο ως κομβικό σημείο της μεσαιωνικής χριστιανικής γεωγραφίας, με πλούσια προσκυνηματική και θρησκευτική ζωή.
Το έργο του Μαρτόνι, όπως εκδόθηκε από τον Michele Piccirillo, παραμένει βασικό ανάγνωσμα για όσους μελετούν τη μεσαιωνική προσκυνηματική εμπειρία και τη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης γύρω από τους Αγίους Τόπους.
Ποια όμως ήταν η σημασία του ταξιδιού του Nicola de Martoni το 1394-1395;Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο έντονων πολιτικών και στρατιωτικών αλλαγών στην Ανατολική Μεσόγειο, με την Οθωμανική επέκταση και τις συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντίου, Φραγκικών κρατών και Οθωμανών. Η διαδρομή του Μαρτόνι, που ξεκινά από την Καρινόλα και περνά από την Κύπρο, αναδεικνύει την Κύπρο ως κρίσιμο σταθμό για τους προσκυνητές και το ρόλο των Φραγκισκανών στην περιοχή.
Το ταξίδι του Μαρτόνι επιβεβαιώνει τη λειτουργία των προσκυνηματικών διαδρομών ως δίαυλο επικοινωνίας και πολιτισμικής ανταλλαγής μεταξύ Δύσης και Ανατολής, ειδικά σε μια εποχή όπου η πολιτική κυριαρχία στην περιοχή είχε αλλάξει σημαντικά.
Πηγές για την ιστορία των Αγίων Τόπων: Το οδοιπορικό του Μαρτόνι προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την κατάσταση των ιερών τόπων, των μοναστηριών και των προσκυνημάτων υπό μουσουλμανική κυριαρχία, καθώς και για τη ζωή των χριστιανικών κοινοτήτων και μοναστικών ταγμάτων, ιδιαίτερα των Φραγκισκανών.
Είχε σχέση το ταξίδι του με τη γεωπολιτική κατάσταση της εποχής;
Το ταξίδι του Nicola de Martoni το 1394-1395 δεν φαίνεται να είχε άμεση επίδραση στη γεωπολιτική κατάσταση της εποχής με τη μορφή πολιτικών ή στρατιωτικών αλλαγών, καθώς ήταν κυρίως ένα θρησκευτικό και προσκυνηματικό οδοιπορικό.
Αποτυπώνει την κατάσταση της Ανατολικής Μεσογείου στα τέλη του 14ου αιώνα, όπου η περιοχή βρισκόταν υπό μουσουλμανική κυριαρχία (με τους μεσογειακούς σταθμούς όπως η Κύπρος υπό Φραγκική ή Λατινική επιρροή). Μέσα από τις περιγραφές του, καταγράφεται η λειτουργία των προσκυνηματικών διαδρομών και η παρουσία δυτικών μοναστικών ταγμάτων, που αποτελούσαν παράγοντες πολιτισμικής και θρησκευτικής επιρροής σε μια περιοχή με σύνθετο γεωπολιτικό χάρτη.
Το ταξίδι ενίσχυσε τη διασύνδεση μεταξύ Δυτικής Ευρώπης και Ανατολικών χριστιανικών κοινοτήτων, διατηρώντας ζωντανή την παρουσία και επιρροή των Φραγκισκανών μοναχών και των προσκυνημάτων, γεγονός με πολιτικό και πολιτισμικό αντίκτυπο σε μια περιοχή όπου οι θρησκευτικές κοινότητες συνδέονταν στενά με πολιτικές ισορροπίες.
Η λεπτομερής αναφορά του Μαρτόνι στην Κύπρο υπογραμμίζει το ρόλο του νησιού ως κρίσιμου κόμβου για τα προσκυνήματα και τη δυτική επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο, γεγονός που είχε γεωστρατηγική σημασία για τη διατήρηση των χριστιανικών δυνάμεων στην περιοχή.
Στις 27 Νοεμβρίου του 1394 έφτασε στο νησί ο συμβολαιογράφος, ο νοτάριος, Νικολάι ντε Μαρτόνι, από την Καρινόλα, στην Καμπανία της Γαλλίας, ταξιδεύοντας από τη Βηρυτό, μετά από το προσκύνημά του στους Αγίους Τόπους. Ο ταξιδιώτης μας αποβιβάστηκε στην Αμμόχωστο, που πλέον βρίσκεται υπό την κυριαρχία της Γένοβας… Η πόλη του φαίνεται μεγάλη, «Civitas Famagusta est magna» όπως περίπου η Κάπουα της Ιταλίας, έχει όμορφες πλατείες και μέγαρα, πάλι όπως την Κάπουα. Ο ταξιδιώτης παρατηρεί επίσης ότι το ένα τρίτο της πόλης είναι ακατοίκητο και τα κτήρια σε αυτό το σημείο είναι κατεστραμμένα… από τον καιρό που η πόλη καταλήφθηκε από τη Γένοβα… Αυτό συνέβη πριν από περίπου 20 χρόνια… το 1374.
Ο Νικολάι ντε Μαρτόνι περιγράφει την πόλη, το φρούριό της και πολλές από τις εκκλησίες της. Σημειώνει πως μέρος της πόλης κατοικείται από Γενουάτες και στο μεγαλύτερο μέρος της από Έλληνες «pro certa parte habitant Januenses et pro certa parte majori parte habitant Greci». Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στον ταξιδιώτη είναι ότι ο αέρας της πόλης δεν είναι υγιεινός «Est in dicta civitate pessimus aer» και εξαιτίας αυτού παρατηρείται πολύ μεγάλη θνησιμότητα… Πολύτιμες οι περιγραφές του προσκυνητή για την Αμμόχωστο, αλλά εμείς, λόγω και των ημερών θα επικεντρωθούμε σε ό,τι είδε τις μέρες των Χριστουγέννων. Ο Νικολάι ντα Μαρτόνι, λοιπόν, επισκέφθηκε –όπως ήταν φυσικό– και τον καθεδρικό της Αμμοχώστου, τον Άγιο Νικόλαο, τον επιβλητικό γοτθικό ναό του Αγίου Νικολάου, τη «Mater ecclesia Famagoste». Είναι ναός αψιδωτός, μας λέει, πολύ όμορφο, με πολλά παρεκκλήσια τριγύρω της.
Στον Άγιο Νικόλαο ο Μαρτόνι παρακολούθησε και τον όρθρο την ημέρα των Χριστουγέννων, τη θεία λειτουργία και άλλες επίσημες λειτουργίες την ίδια ημέρα. Εντύπωση έκανε στον Νικόλαο και ο μικρός κήπος μεταξύ του καθεδρικού και τον ξενώνα (hospicium) όπου κατοικεί o διοικητής της πόλης, που παλαιότερα ανήκε στον βασιλιά της Κύπρου, όταν βασίλευε σε εκείνη την πόλη. Πρόκειται για ένα ωραίο κτήριο, όπως μας λέει, με μεγάλο προαύλιο, πολλά κτίρια και έναν όμορφο κήπο, στο προαύλιο πωλούν ψωμί, λαχανικά και φρούτα, όπως και στην Κάπουα. Την ημέρα της εορτής του Αγίου Στεφάνου, στις 27 Δεκεμβρίου 1394, ο προσκυνητής μας παρακολούθησε τη θεία λειτουργία και επί τη ευκαιρία μάς περιγράφει και τον ναό. Ο ναός που είναι αρκετά πλούσιος και μάλιστα διαθέτει νοσοκομείο, το οποίο όμως υποστηρίζεται με δυσκολία. Μάλιστα, σε αυτή την εκκλησία ο Μαρτόνι είδε λείψανα του αγίου, καθώς και άλλων αγίων. Στο θησαυροφυλάκιο του ναού –υποθέτουμε– μάς σημειώνει ότι φυλάσσεται ωραίος, διακοσμημένος Εσταυρωμένος, από καθαρό χρυσό, ο ωραιότερος που έχει δει.
Ο προσκυνητής και ταυτόχρονα περιηγητής της Κύπρου επέλεξε να επισκεφθεί και τη μονή, όπου εγκατοικούσαν Βενεδικτίνοι μοναχοί, που όπως έμαθε φυλασσόταν ο σταυρός του Καλού Ληστή, στις 9 του Δεκέμβρη, έφυγε από την Αμμόχωστο για τη Λευκωσία, την έδρα του βασιλιά της Κύπρου. Έφτασε στην έδρα του βασιλιά καταταλαιπωρημένος, αφού το οδήγημα του καραγωγέα με τη βοϊδάμαξα που προσέλαβε ήταν μάλλον αδέξιο, στους ήδη κακούς δρόμους της διαδρομής Αμμόχωστος – Λευκωσία. Ο Νικόλαος έμεινε μερικές ημέρες στην πόλη, επισκέφθηκε τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της, εντυπωσιάστηκε από τα περισσότερα και στις 15 του Δεκέμβρη ξεκίνησε για το Σταυροβούνι. Μεγάλη η ταλαιπωρία του ώσπου να φτάσει στη μονή, έχοντας ενοικιάσει ένα γαϊδούρι. Μετά πολλών βασάνων έφτασε στο μοναστήρι το απόγευμα… αφού είχε διανυκτερεύσει κάτω από ένα υπόστεγο με τις μύγες να τον τσιμπούν ασταμάτητα. Η εκκλησία, όπως μας την περιγράφει, είναι μικρή και στα δεξιά της υπάρχει μικρό παρεκκλήσιο, όπου βρίσκεται ο τίμιος σταυρός που αιωρείται χωρίς να στηρίζεται πουθενά, πράγμα που φαίνεται να είναι μεγάλο θαύμα «quod magnum videtur miraculum». Σε αυτόν τον σταυρό υπάρχει μικρό ξύλινο τεμάχιο από τον Τίμιο Σταυρό, καλυμμένο με ασήμι. Στον προσκυνητή οι μοναχοί έδειξαν επίσης τμήματα από τα λείψανα της Αγίας Αγνής, του Αγίου Βλάσιου, της αγίας Άννας και του αγίου Γεωργίου, ένα καρφί απ' αυτά που κάρφωσαν τον Χριστό, μια πέτρα απ' αυτές που λιθοβόλησαν τον άγιο Στέφανο.
Μετά την ξενάγηση ο κουρασμένος προσκυνητής ζήτησε από τους μοναχούς να τον φιλοξενήσουν… αλλά φευ, αυτοί του το αρνήθηκαν «Tanta fuit inpietas illorum», τόση ήταν η απονιά τους! Η δικαιολογία ότι ο αβάς κρατούσε τα κλειδιά των ξενώνων. Ο ταλαιπωρημένος προσκυνητής τότε πήρε τον δρόμο της επιστροφής και στο χωριό, στους πρόποδες της μονής συνάντησε τον αβά και κύριος του χωριού, ο οποίος, ακούγοντας ότι οι μοναχοί του δεν τού επέτρεψαν τη διανυκτέρευση, θύμωσε και τού προσέφερε κρασί και ψωμί, ξύλα, καθώς και ένα μικρό υπόστεγο για να κοιμηθεί. Ο Νικόλαος, ο προσκυνητής και περιηγητής επέστρεψε στην Αμμόχωστο και στις 7 Ιανουαρίου 1394 μπήκε στο πλοίο και μέσω της Ρόδου επέστρεψε στην πατρίδα του, έχοντας αφήσει στο ημερολόγιό του («Nicolai de Marthono Notarii Liber Peregrinationis ad Loca Sancta» μια πολύτιμη καταγραφή για την Κύπρο και τις πόλεις της
Η καταγραφή του ταξιδιού πρόσφερε πολύτιμες πληροφορίες για τις συνθήκες ζωής, τις θρησκευτικές πρακτικές και τις τοπικές ισορροπίες, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες για τη διαχείριση των σχέσεων μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνολικά, το ταξίδι του Nicola de Martoni συνέβαλε στη διατήρηση και ενίσχυση των χριστιανικών δεσμών και της δυτικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, αναδεικνύοντας τη σημασία των προσκυνηματικών διαδρομών ως παράγοντα πολιτισμικής και έμμεσης πολιτικής επιρροής σε μια περίοδο γεωπολιτικής ρευστότητας.
Οι πολιτιστικές ανταλλαγές έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις των προσκυνηματικών μονοπατιών, επηρεάζοντας τόσο τη διαμόρφωση των διαδρομών όσο και τη λειτουργία τους σε θρησκευτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Δεν ήταν απλώς γεωγραφικές οδοί, αλλά και δίαυλοι ανταλλαγής θρησκευτικών τελετουργιών, τεχνογνωσίας, και πολιτισμικών στοιχείων μεταξύ διαφορετικών λαών και κοινοτήτων. Αυτό συνέβαλε στην τυποποίηση και βελτίωση των προσκυνηματικών πρακτικών, κάνοντας τα ταξίδια πιο οργανωμένα και ασφαλή.
Οι προσκυνητές, περνώντας από διάφορες περιοχές και πολιτισμούς, μετέφεραν μαζί τους στοιχεία της γλώσσας, της τέχνης, της θρησκείας και των εθίμων, δημιουργώντας μια πολιτισμική γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Αυτό ενίσχυσε την αμοιβαία κατανόηση και συνεργασία, όπως φαίνεται και από σύγχρονες πολιτιστικές ανταλλαγές που προωθούν την αμοιβαία κατανόηση μέσω της τέχνης, της μουσικής και της λογοτεχνίας.
Μέσω των πολιτιστικών ανταλλαγών, υπήρξε μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση για τη σημασία της προστασίας και συντήρησης των θρησκευτικών και πολιτιστικών μνημείων που βρίσκονταν κατά μήκος των προσκυνηματικών διαδρομών. Αυτό συνέβαλε στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και στην ενίσχυση του πολιτιστικού τουρισμού.
Οι πολιτιστικές ανταλλαγές προώθησαν τη συνεργασία μεταξύ θρησκευτικών κοινοτήτων, μοναστηριών και τοπικών αρχών, που ήταν απαραίτητη για τη διαχείριση και ασφάλεια των προσκυνηματικών μονοπατιών. Η συνεργασία αυτή διευκόλυνε την οργάνωση των ταξιδιών και την παροχή υποστήριξης στους προσκυνητές.
Μέσα από την αλληλεπίδραση διαφορετικών πολιτισμών, οι προσκυνηματικές διαδρομές διαμορφώθηκαν ως χώροι πνευματικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ανταλλαγής, εμπλουτίζοντας την εμπειρία των ταξιδιωτών και ενισχύοντας τη διατήρηση της θρησκευτικής παράδοσης.
«Civitas Famagusta est magna»
δια χειρός αλεξίου
03.07.2025
με πληροφορίες από το διαδίκτυο και Καθημερινή Κύπρου
φωτογραφίες από Καθημερινή Κύπρου







