Διατροφή και Υγεία-Μπρόκολο
#διατροφή #υγεία #vegeterian #vegan #vegetable
Διατροφή και Υγεία-Μπρόκολο
#διατροφή #υγεία #vegeterian #vegan #vegetable
1.0 Εισαγωγή
Η «Εισαγωγή των Δογμάτων Πλάτωνος» του Αλκίνοου, φιλοσόφου του Μέσου Πλατωνισμού (2ος αι. μ.Χ.), αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σωζόμενα εγχειρίδια που επιχειρούν να παρουσιάσουν τη σκέψη του Πλάτωνα με συστηματικό και οργανωμένο τρόπο. Σε μια εποχή που η φιλοσοφία αναζητούσε δογματική συνοχή, ο Αλκίνοος δεν παραθέτει απλώς αποσπάσματα, αλλά οργανώνει το σύνολο των πλατωνικών ιδεών σε ένα συνεκτικό φιλοσοφικό οικοδόμημα. Το έργο του συνιστά μια πολύτιμη πύλη εισόδου στον πλατωνισμό, όχι μόνο όπως αυτός διαμορφώθηκε αιώνες μετά τον θάνατο του ιδρυτή της Ακαδημίας, αλλά και όπως τον αντιλαμβάνονταν οι διανοητές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Το παρόν άρθρο υποστηρίζει ότι η «Εισαγωγή» του Αλκίνοου δεν αποτελεί μια απλή παράθεση, αλλά μια βαθιά ερμηνευτική αναδόμηση της πλατωνικής σκέψης. Μέσα από την αυστηρή ταξινόμηση και την ιεράρχηση των φιλοσοφικών κλάδων, ο Αλκίνοος αποκαλύπτει τη δομική συνοχή και την αλληλεξάρτηση μεταξύ της μεταφυσικής, της γνωσιολογίας, της ηθικής και της πολιτικής φιλοσοφίας του Πλάτωνα, παρουσιάζοντας τον πλατωνισμό ως ένα ολοκληρωμένο σύστημα που προσφέρει έναν συνεκτικό τρόπο θεώρησης του κόσμου και του βίου.
Για τη θεμελίωση ενός συστήματος σκέψης, η στρατηγική σημασία του αρχικού ορισμού και της ταξινόμησης είναι κεφαλαιώδης. Ο Αλκίνοος, ακολουθώντας αυτή την αρχή, θέτει από την αρχή τις βάσεις για την κατανόηση του πλατωνισμού, οριοθετώντας το πεδίο της φιλοσοφίας και προσδιορίζοντας με σαφήνεια τον τελικό σκοπό της φιλοσοφικής ζωής. Αυτή η θεμελίωση λειτουργεί ως οδικός χάρτης για την πλοήγηση στο σύνθετο πλατωνικό οικοδόμημα.
Στο Κεφάλαιο Β', ο Αλκίνοος εισάγει τη διάκριση μεταξύ του θεωρητικού και του πρακτικού βίου, αποδίδοντας σαφή υπεροχή στον πρώτο. Ο θεωρητικός βίος, που συνίσταται στη «γνώσει τῆς ἀληθείας», είναι ανώτερος και τιμιότερος, ενώ ο πρακτικός, που αφορά τις πράξεις μέσω του σώματος, έπεται. Ωστόσο, οι δύο βίοι δεν είναι ασύνδετοι. Ο τελικός σκοπός της φιλοσοφίας, ο οποίος αποτελεί και τον σκοπό της ανθρώπινης ζωής, είναι η ὁμοίωσις Θεῷ κατὰ τὸ δυνατόν (ομοίωση με τον Θεό, στο μέτρο του δυνατού). Αυτός ο υπέρτατος στόχος επιτυγχάνεται μέσα από την άσκηση της αρετής (που συνδέεται με τον πρακτικό βίο) και, κυρίως, μέσα από τη θεωρητική γνώση της αλήθειας και των πρώτων αρχών, μια γνώση που μας εξομοιώνει με τη θεία φύση.
Αφού θέτει τον τελικό σκοπό, ο Αλκίνοος προχωρά στο Κεφάλαιο Γ' στην τριμερή διαίρεση της φιλοσοφίας, μια ταξινόμηση που οργανώνει το σύνολο της πλατωνικής διδασκαλίας:
Αυτή η αρχική ταξινόμηση δεν είναι απλώς σχηματική. Προετοιμάζει το έδαφος για την εξέταση των εργαλείων που απαιτούνται για την επίτευξη της φιλοσοφικής γνώσης, οδηγώντας μας λογικά στην επόμενη ενότητα, που είναι αφιερωμένη στη γνωσιολογία και τη διαλεκτική μέθοδο.
Στο πλατωνικό σύστημα, όπως το παρουσιάζει ο Αλκίνοος, η γνωσιολογία και η μεθοδολογία κατέχουν κεντρικό ρόλο. Η κατανόηση του πώς γνωρίζουμε είναι αδιαχώριστη από το τι μπορούμε να γνωρίσουμε. Η ορθή μέθοδος δεν είναι απλώς ένα εργαλείο, αλλά η ίδια η οδός που οδηγεί την ψυχή από τον κόσμο των αισθήσεων και της δόξας στον κόσμο της αλήθειας και της επιστήμης.
Στο Κεφάλαιο Δ', ο Αλκίνοος αναλύει τη διττή έννοια του κριτηρίου της αλήθειας. Κάνει μια θεμελιώδη διάκριση μεταξύ:
Αυτή η διάκριση θεμελιώνει μια ορθολογική προσέγγιση της γνώσης. Ο «λόγος φυσικός» είναι το καθολικό, ακατέργαστο όργανο της λογικής που ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο. Ο φιλόσοφος, μέσω της εκπαίδευσης και της διαλεκτικής, οφείλει να το γυμνάσει και να το τελειοποιήσει, ώστε να το μετατρέψει στον έγκυρο και αυθεντικό «λόγο» που κρίνει την αλήθεια.
Στο ίδιο κεφάλαιο, ο Αλκίνοος αποσαφηνίζει την πλατωνική διάκριση μεταξύ της επιστήμης (ἐπιστήμη) και της δόξας (δόξα). Η επιστήμη έχει ως αντικείμενό της τα αιώνια και αμετάβλητα νοητά όντα, δηλαδή τις Ιδέες. Η γνώση αυτή είναι σταθερή και αληθής. Αντίθετα, η δόξα αφορά τον μεταβλητό και φθαρτό κόσμο των αισθητών πραγμάτων. Η δόξα βρίσκεται μεταξύ γνώσης και άγνοιας, καθώς τα αντικείμενά της είναι μιμήσεις των αληθινών όντων. Αυτή η οντολογική και γνωσιολογική ιεραρχία ορίζει με σαφήνεια τα όρια και τις δυνατότητες της ανθρώπινης γνώσης.
Η μέθοδος που επιτρέπει στην ψυχή να υπερβεί τη δόξα και να φτάσει στην επιστήμη είναι η διαλεκτική. Στα Κεφάλαια Ε' και ΣΤ', ο Αλκίνοος την παρουσιάζει ως τη «βασιλική οδό» της φιλοσοφίας, αναλύοντας τις τέσσερις βασικές διαδικασίες της:
Για τον Αλκίνοο, η διαλεκτική δεν είναι μια αόριστη τέχνη, αλλά μια αυστηρά δομημένη επιστήμη που χρησιμοποιεί ως εργαλεία τη λογική, δηλαδή τη θεωρία των προτάσεων και των συλλογισμών (ΚΕΦ. ΣΤ'). Η διαλεκτική είναι, συνεπώς, η πρακτική οδός για την ανάβαση της ψυχής· ο στόχος δεν είναι απλώς η γνώση των Ιδεών, αλλά η εξομοίωση με τον θείο Νου του οποίου οι Ιδέες αποτελούν τις νοήσεις, εκπληρώνοντας έτσι τον τελικό σκοπό της φιλοσοφίας.
Έχοντας καθορίσει τη μέθοδο για την απόκτηση της γνώσης, το επόμενο λογικό βήμα είναι η εφαρμογή της στο ύψιστο αντικείμενό της: την ίδια τη φύση της πραγματικότητας, δηλαδή τη μεταφυσική.
Αφού εδραίωσε τη μέθοδο για την απόκτηση της γνώσης, ο Αλκίνοος στρέφεται τώρα στο ύψιστο αντικείμενό της: τη μεταφυσική αρχιτεκτονική της πραγματικότητας, η οποία αποτελεί το ακλόνητο θεμέλιο για ολόκληρο το πλατωνικό σύστημα. Εδώ θεμελιώνονται οι πρώτες αρχές που διέπουν όχι μόνο τη δομή του σύμπαντος, αλλά και την ανθρώπινη ύπαρξη και τον τελικό της σκοπό.
Στα Κεφάλαια Θ' και Ι', ο Αλκίνοος συστηματοποιεί την πλατωνική μεταφυσική γύρω από τρεις θεμελιώδεις αρχές (ἀρχαί) του παντός: τον Θεό, τις Ιδέες και την Ύλη.
νόησις Θεοῦ). Λειτουργούν ως τα αιώνια και αμετάβλητα παραδείγματα (παραδειγματική αιτία) με βάση τα οποία ο Θεός δημιουργεί και οργανώνει τον αισθητό κόσμο.ὑποκείμενον) που δέχεται τις μορφές που της επιβάλλει ο Δημιουργός, σύμφωνα με τα ιδεατά πρότυπα. Είναι η αρχή της πολλαπλότητας, της μεταβολής και της ατέλειας στον αισθητό κόσμο.Η κοσμολογία του Αλκίνοου (ΚΕΦ. ΙΒ') περιγράφει τη διαδικασία με την οποία ο Δημιουργός Θεός επιβάλλει τάξη στο αρχέγονο χάος της ύλης. Αυτή η δημιουργία δεν είναι μια πράξη που συμβαίνει στον χρόνο, αλλά μια αιώνια σχέση εξάρτησης. Ο Θεός, ως αγαθός, χρησιμοποίησε ως εργαλεία τα μαθηματικά πρότυπα και την αναλογία, η οποία αποτελεί τον θεϊκό δεσμό που συνέχει τα στοιχεία του σύμπαντος. Αυτή η κοσμική τάξη αποτελεί το τέλειο έλλογο πρότυπο που η ψυχή του φιλοσόφου επιδιώκει να μιμηθεί.
Κεντρικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία κατέχει η Ψυχή του Κόσμου (ΚΕΦ. ΙΔ'). Ο Θεός τη δημιουργεί ως μια ενδιάμεση οντότητα μεταξύ του αδιαίρετου νοητού κόσμου και του διαιρετού αισθητού κόσμου. Η Ψυχή του Κόσμου είναι η αρχή της κίνησης, της ζωής και της τάξης στο σύμπαν, εμψυχώνοντας το σώμα του κόσμου και διασφαλίζοντας την αρμονική λειτουργία του.
Η κοσμική τάξη, που πηγάζει από έναν αγαθό και νοήμονα Θεό, θέτει το πλαίσιο μέσα στο οποίο καλούμαστε να κατανοήσουμε τη φύση της δικής μας ψυχής και να ευθυγραμμίσουμε τη ζωή μας με την παγκόσμια αρμονία.
Με το μεταφυσικό και κοσμολογικό πλαίσιο σταθερά εδραιωμένο, ο Αλκίνοος προχωρά λογικά στην τοποθέτηση του ανθρώπου εντός αυτής της θείας τάξης. Η πλατωνική ψυχολογία και ηθική δεν είναι ανεξάρτητοι κλάδοι, αλλά άμεσες συνέπειες της μεταφυσικής, καθώς περιγράφουν την πορεία μέσω της οποίας η ατομική ψυχή μπορεί να αντικατοπτρίσει την κοσμική αρμονία και να επιτύχει τον τελικό της σκοπό (τέλος).
Στο Κεφάλαιο ΚΕ', ο Αλκίνοος παραθέτει τα βασικά πλατωνικά επιχειρήματα για την αθανασία της ψυχής. Δίνει έμφαση στη θεωρία της ανάμνησης (ἀνάμνησις), σύμφωνα με την οποία η μάθηση είναι ανάκληση γνώσεων που η ψυχή κατείχε πριν την ενσάρκωσή της. Το σημαντικότερο, όμως, επιχείρημα βασίζεται στον ορισμό της ψυχής ως αυτενέργητης και αιώνιας αρχής της κίνησης («ἀρχὴ κινήσεως αὐτοκίνητος»). Επειδή είναι η πηγή κάθε κίνησης και ζωής, δεν μπορεί η ίδια να υπόκειται σε θάνατο.
Στη συνέχεια (ΚΕΦ. ΚΓ' και ΚΔ'), ο Αλκίνοος περιγράφει την τριμερή δομή της ψυχής, αντιστοιχίζοντας κάθε μέρος της με μια συγκεκριμένη περιοχή του σώματος:
Η ηθική φιλοσοφία του Πλάτωνα, σύμφωνα με τον Αλκίνοο, βασίζεται στην ιδέα ότι η αρετή είναι η υγεία και η τελειότητα της ψυχής (ΚΕΦ. ΚΗ'). Ορίζεται ως μεσότης (μεσότης) μεταξύ υπερβολής και έλλειψης σε σχέση με τα πάθη (ΚΕΦ. ΚΘ'). Κάθε μέρος της ψυχής έχει τη δική του αρετή, ενώ η αρμονική συνύπαρξή τους οδηγεί στη συνολική αρετή της δικαιοσύνης. Αυτή η ψυχική υγεία είναι η ίδια η κατάσταση της ομοίωσης με τον Θεό, καθώς αντικατοπτρίζει την τέλεια τάξη του σύμπαντος που κυβερνάται από τον θείο Νου.
Μέρος της Ψυχής | Αντίστοιχη Αρετή | Περιγραφή |
Λογική | Σοφία / Φρόνησις | Η γνώση του καλού και του κακού. |
Θυμοειδές | Ἀνδρεία | Η υποταγή του θυμού στον λόγο για το τι είναι δίκαιο. |
Επιθυμία | Σωφροσύνη | Ο έλεγχος των επιθυμιών από τη λογική. |
Όλη η Ψυχή | Δικαιοσύνη | Η αρμονία των τριών μερών, όπου το καθένα πράττει το δικό του έργο. |
Ο Αλκίνοος αναλύει επίσης δύο κεντρικά ηθικά δόγματα. Πρώτον, το δόγμα ότι «η μεν αρετή εκούσιον, η δε κακία ακούσιον» (ΚΕΦ. Λ'). Κανείς δεν επιλέγει το κακό γνωρίζοντάς το ως κακό· η κακία πηγάζει από την άγνοια του αληθινού αγαθού. Δεύτερον, εξετάζει τη σχέση μεταξύ Ειμαρμένης και ελεύθερης βούλησης (αὐτεξούσιον) (ΚΕΦ. ΚΣΤ'). Τονίζει ότι, ενώ τα γεγονότα εντάσσονται σε μια ευρύτερη κοσμική τάξη (Ειμαρμένη), οι ανθρώπινες πράξεις παραμένουν στην ευθύνη του ατόμου.
Η πολιτική φιλοσοφία (ΚΕΦ. ΛΓ') αποτελεί την προέκταση και εφαρμογή της ηθικής σε συλλογικό επίπεδο. Η ιδανική Πολιτεία δομείται κατ' αναλογίαν προς την τριμερή ψυχή:
Η δικαιοσύνη στην πόλη, όπως και στην ψυχή, επιτυγχάνεται όταν κάθε τάξη επιτελεί τον ρόλο που της αρμόζει, υπό την καθοδήγηση των σοφότερων, δηλαδή των φιλοσόφων-βασιλέων. Ο φιλόσοφος-βασιλέας είναι η πολιτική ενσάρκωση της επιτυχούς ομοίωσης με τον Θεό, μια ψυχή της οποίας η εσωτερική αρμονία εκπορεύεται για να δομήσει την πόλη κατ' εικόνα της.
Έχοντας καλύψει το σύνολο του πλατωνικού συστήματος, απομένει να εξαχθούν τα τελικά συμπεράσματα για τη συνθετική συνεισφορά του Αλκίνοου.
Η «Εισαγωγή των Δογμάτων Πλάτωνος» του Αλκίνοου αποτελεί ένα έργο μνημειώδους σημασίας για την κατανόηση της πλατωνικής φιλοσοφίας, όχι ως μιας συλλογής διάσπαρτων διαλογικών αναζητήσεων, αλλά ως ενός στέρεου και ολοκληρωμένου φιλοσοφικού συστήματος. Όπως αναλύθηκε, ο Αλκίνοος προσφέρει μια εξαιρετικά δομημένη και συστηματική πύλη εισόδου στον πλατωνισμό, ξεκινώντας από τον ορισμό και τον σκοπό της φιλοσοφίας και καταλήγοντας στην εφαρμογή των αρχών της στην ηθική και την πολιτική ζωή.
Η συνολική σημασία της «Εισαγωγής» έγκειται στην ικανότητά της να καταδεικνύει την εσωτερική λογική και τη βαθιά συνοχή της πλατωνικής σκέψης. Ο Αλκίνοος αναδεικνύει πώς η μεταφυσική θεωρία των αρχών θεμελιώνει τη γνωσιολογία, η οποία με τη σειρά της απαιτεί μια συγκεκριμένη μεθοδολογία για την προσέγγιση της αλήθειας. Αυτό το θεωρητικό πλαίσιο καθορίζει την ψυχολογία και την ηθική, καθώς ο τελικός σκοπός του ανθρώπου, η ὁμοίωσις Θεῷ, δεν είναι παρά η εναρμόνιση της ψυχής με τις αιώνιες αρχές της πραγματικότητας. Με τον τρόπο αυτό, ο Αλκίνοος παρουσιάζει τον πλατωνισμό ως ένα ενιαίο και συνεκτικό οικοδόμημα, όπου η θεωρία συνδέεται άρρηκτα με την πράξη. Το συστηματικό του εγχείρημα όχι μόνο διαφύλαξε την πλατωνική παράδοση για το ρωμαϊκό κοινό, αλλά προετοίμασε και το έδαφος για τις μεγάλες μεταφυσικές συνθέσεις του ύστερου Νεοπλατωνισμού.
(δια χειρός αλεξίου με πηγές από το αχανές διαδίκτυο)
Στις 12 Οκτωβρίου 1944, η Αθήνα απελευθερώθηκε από τη γερμανική κατοχή, σηματοδοτώντας το τέλος μιας περιόδου που διήρκεσε 1.264 ημέρες. Η αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων οδήγησε σε αυθόρμητους, πανηγυρικούς εορτασμούς στους δρόμους της πρωτεύουσας, όπου οι κάτοικοι ξεχύθηκαν για να γιορτάσουν την ελευθερία τους.
Σημαντικά γεγονότα της ημέρας:
Το πρωί, τμήμα του γερμανικού στρατού κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και λίγο αργότερα ένας στρατιώτης υπέστειλε τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη.
Οι δρόμοι πλημμύρισαν με κόσμο που πανηγύριζε, κρατώντας σημαίες και πανό.
Στη συνέχεια, έφτασαν οι πρώτες βρετανικές δυνάμεις στον Πειραιά, όπου τους υποδέχτηκαν θερμά οι Αθηναίοι.
Επίσης, μέλη αντιστασιακών οργανώσεων παρέλασαν και ο κόσμος τους επευφήμησε.
Σημασία της ημερομηνίας:
Η 12η Οκτωβρίου 1944 θεωρείται η επίσημη λήξη της κατοχικής περιόδου για την Αθήνα.
Αν και η εθνική εορτή της Ελλάδας είναι η 28η Οκτωβρίου (ΟΧΙ), η 12η Οκτωβρίου σηματοδοτεί την απελευθέρωση της πρωτεύουσας και του λαού της από τον ναζιστικό ζυγό.
Ομιλία για τον αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στον φασισμό/ναζισμό κατά την περίοδο του Β´ Παγκόσμιου Πολέμου και η διάχυση της σχετικής με την περίοδο επιστημονικής γνώσης.
(πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ, Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων στο Πάρκο Ελευθερίας.)
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017.
Συγγραφείς
| Συγγραφέας | Γιαλαμάς, Ασημάκης | ||||||||||||
| Θίσβιος, Γιώργος | |||||||||||||
Πρετεντέρης, Κώστας
|
Στη μνήμη του Άγγελου Μαντά και της Αγλαΐας Κάσδαγλη
Ο Αλεξάνδρος Παπαδιαμάντης εργαζόταν ως μεταφραστής σε εφημερίδες, από τα γαλλικά και τα αγγλικά. Ήταν αυτοδίδακτος, ως επί το πλείστον, στις ξένες γλώσσες (είχε διδαχθεί μόνο λίγα γαλλικά στο Ελληνικό Σχολείο και το Γυμνάσιο). Παρακολούθησε τις πρώτες σχολικές τάξεις στη Σκιάθο, την τελευταία τάξη του Ελληνικού Σχολείου στη Σκόπελο, τις γυμνασιακές τάξεις στη Χαλκίδα, τον Πειραιά και την Αθήνα. Η σχολική εκπαίδευσή του ήταν άτακτη, με δύο τριετείς παύσεις και άλλες μικρότερες διακοπές, που οφείλονταν κυρίως σε οικονομικές δυσχέρειες.
Πήρε το απολυτήριό του από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο τον Σεπτέμβριο του 1874, σε ηλικία 23 ετών. Το ίδιο έτος γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, όπου παρακολούθησε μερικά μαθήματα. Είχε φιλικές σχέσεις με τον εκδότη και βιβλιοπώλη Σπυρίδωνα Κουσουλίνο και στο βιβλιοπωλείο του είχε την ευκαιρία να μελετήσει και ξενόγλωσσα βιβλία και να γνωρίσει τα έργα ξένων συγγραφέων από το πρωτότυπο. Συντηρήθηκε κατά τα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα με οικονομική βοήθεια από την οικογένειά του και με παραδόσεις μαθημάτων. Πτυχίο δεν πήρε, καθώς δεν προσήλθε ποτέ στις εξετάσεις του Πανεπιστημίου. Κλήθηκε στο στρατό σχεδόν τριαντάχρονος, κατά την επιστράτευση του 1880 και υπηρέτησε μέχρι το καλοκαίρι του 1881.
Το 1882 προσλαμβάνεται στην Εφημερίδα και μέχρι το 1908 που επιστρέφει οριστικά στο νησί του, βιοπορίζεται ως μεταφραστής στα αθηναϊκά δημοσιογραφικά γραφεία. Σ᾽ ένα όψιμο διήγημά του, με τίτλο «Το γράμμα στην Αμερική», γράφει:
«[…] ὅπως κυβερνᾶται, ἢ μᾶλλον ὅπως φέρεται ὁ κόσμος, μὲ τὴν ψευδομανίαν, μὲ τὴν τυφλὴν πρόληψιν, μὲ τὴν κωφὴν φήμην, εἶχε διαδοθῆ καὶ πιστευθῆ εἰς τὸ χωρίον ὅτι τάχα ἐγὼ ἤξευρα πολλὲς γλῶσσες.“ Ὅλες μὲ τὰ γράμματά τους καὶ τὶς μιλιὲς φαρσί”.
Κ᾿ ἐγὼ πράγματι δὲν ἤξευρα οὔτε μισὴν γλῶσσαν νὰ μιλήσω, εἶχα δὲ ἐκμελετήσει κατ᾿ ἰδίαν ὅ,τι ἐκ τῶν ξένων γλωσσῶν εἶχα μάθει, χάριν φιλολογικῆς ἀπολαύσεως, εἶτα ἐξ ἀνάγκης καὶ πρὸς βιοπορισμόν, καὶ εἰργαζόμην ὡς μεταφραστὴς εἰς τὰς ἐφημερίδας, οὐδέποτε ὡς κουριέρης εἰς τὰ ξενοδοχεῖα –ἀλλ᾿ οὔτε εἶχον ἀνατραφῆ μὲ γκουβερνάνταν – διὰ νὰ ὁμιλῶ ξένας γλώσσας».
Στις εφημερίδες μετέφραζε κάθε λογής κείμενα, ό,τι του ανέθεταν κάθε φορά οι εργοδότες. Άλλοτε τηλεγραφήματα, ειδήσεις και άρθρα, άλλοτε μυθιστορήματα που δημοσιεύονταν σε συνέχειες. Οι μεταφράσεις του δημοσιεύονταν ανυπόγραφες στις εφημερίδες, αλλά ορισμένα μυθιστορήματα κυκλοφόρησαν έπειτα σε τομίδια και αναφέρεται εκεί το όνομά του. Με τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο (τον πατέρα μου) είχαμε πραγματοποιήσει παλαιότερα έρευνα στις ανυπόγραφες μεταφράσεις των εντύπων που συνεργάστηκε. Συνδυάζοντας τις εξωτερικές μαρτυρίες που συγκεντρώσαμε με τα εσωτερικά τεκμήρια που μας παρέχει το ίδιο το κείμενο των μεταφράσεων, έχουμε σε μεγάλο μέρος ιχνηλατήσει τη μεταφραστική του διαδρομή, επιβεβαιώνοντας την πατρότητα πολλών ανυπόγραφων μεταφρασμάτων.
Από το 1882 μέχρι το 1890 εργάζεται κυρίως στην Εφημερίδα, με εργοδότη αρχικά τον Δημήτριο Κορομηλά και κατόπιν τον Αριστείδη Ρούκη. Μεταφράζει άρθρα, ειδήσεις, λογοτεχνικά έργα δημοφιλών τότε Γάλλων συγγραφέων – του Ζωρζ Ονέ, του Ζιλ Κλαρετί, του Φρανσουά Κοππέ. Στις μεταφράσεις του περιλαμβάνονται περιπετειώδη μυθιστορήματα λησμονημένων σήμερα επιφυλλιδογράφων – έργα με τίτλους όπως Ο Ανδρείος των Ανδρείων, Ολωναίος ο υιός της τρικυμίας, Ο Βασιλεύς των επαιτών – αλλά και έργα μεγάλων συγγραφέων, όπως μια νουβέλα του Γκυ ντε Μωπασσάν και Το έγκλημα και τιμωρία, του Ντοστογιέφσκι, που μεταφράστηκε από τα γαλλικά.
Ακολούθως, για ένα διάστημα γύρω στο 1891-1892 δίνει μεταφράσεις άρθρων και διηγημάτων στο περιοδικό Εικονογραφημένη Εστία, που διηύθυνε τότε ο Γεώργιος Δροσίνης.
Προς το τέλος του 1892 τον προσλαμβάνει ο εκδότης Βλάσης Γαβριηλίδης, ο οποίος του αναθέτει μεταφράσεις όχι μόνο για την εφημερίδα Ακρόπολη, αλλά και για τις άλλες εκδόσεις του, όπως το περιοδικό Το Νέον Πνεύμα (1893-1894). Για τον Γαβριηλίδη εργάστηκε ως μεταφραστής κυρίως «εκ του αγγλικού». Σταχυολογεί από τις εφημερίδες παράξενες ειδήσεις για τη στήλη «νέα και περίεργα» και μεταφράζει κείμενα κάθε λογής: άρθρα που αφορούν επιστημονικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις, ένα αμερικανικό βιβλίο με ασκήσεις γυμναστικής, ευθυμογραφήματα του Μαρκ Τουέιν και του Τζέρoμ Τζέρoμ, μυθιστόρηματα, βιβλία ανταποκριτών για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 κ.ά.
Από τις ωραιότερες μεταφράσεις του ήταν το μυθιστόρημα The Manxman του Χωλ Κέιν, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Ακρόπολη το 1895 με τίτλο Ο Μαξιώτης και αγαπήθηκε από το αναγνωστικό κοινό. Ο λογοτέχνης Γιάννης Βλαχογιάννης είχε στείλει επαινετική επιστολή προς τη σύνταξη:
«Νομίζω ὅτι πρώτην φορὰν ἐδημοσιεύθη ἐν Ἑλλάδι τόσον ἔξοχον μυθιστόρημα, σὰν τὸν Μαξιώτη σας. Ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία, ἡ διεφθαρμένη ἐκ τῶν ἀφυσίκων καὶ ψευδῶν γαλλικῶν μυθιστορημάτων, ἡ ἑλληνικὴ φιλολογία, ἡ μὴ γνωρίζουσα ποῦ πορεύεται, ἡ ἑλληνικὴ μυθιστορία, ἡ ἑλληνικὴ διηγηματογραφία ὀφείλουν μεγάλην εὐγνωμοσύνην εἰς τὴν Ἀκρόπολιν διὰ τὸ γερὸν καὶ ὄχι σάπιον ἀνάγνωσμα ποὺ τοὺς χορηγεῖ, διὰ τὸ θαυμάσιον ὑπόδειγμα ποὺ τοὺς χαρίζει […]. Ἐπίσης ἄξιος θερμῶν συγχαρητηρίων εἶνε καὶ ὁ κ. Μεταφραστὴς διὰ τὴν ἔξοχον μετάφρασίν του, τὴν ὁποίαν μετὰ τόσης φιλοκαλίας μᾶς ἐχάρισε».
Τον Μάρτιο του 1898 ο Παπαδιαμάντης είχε αποχωρήσει από το μεταφραστικό επιτελείο του Γαβριηλίδη αλλά αποδέχτηκε την πρόταση να μεταφράσει τον Βίο του Χριστού του αγγλικανού κληρικού Φρειδερίκου Φάρραρ που κυκλοφόρησε σε φυλλάδια από τα «Καταστήματα της Ακροπόλεως».
Καθώς περνούν τα χρόνια ο Παπαδιαμάντης δεν αντέχει πλέον την καλύτερα αμειβόμενη αλλά εξουθενωτική εργασία του συντάκτη ξένων ειδήσεων, με το πιεστικό και απρόβλεπτο ωράριο, και περιορίζεται σε μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων για τις επιφυλλίδες. Οι μεταφραστές όμως έχουν πληθύνει, οι αμοιβές είναι χαμηλότερες και δύσκολα τα βγάζει πέρα. Κατά τα έτη 1900 -1903 στις εφημερίδες Το Άστυ και Νέον Άστυ όπου εργάζεται, με διευθυντή τον Δημήτριο Κακλαμάνο, μεταφράζει μέσω γαλλικού τέσσερα διηγήματα του Τσέχωφ και τα μυθιστορήματα Quo Vadis? και Οι ιππότες του Σταυρού του πολωνού συγγραφέα Ερρίκου Σιέγκεβιτς· επίσης μεταφράζει τα έργα The Invisible Man του H.G. Wells, Ben-Hur: A Tale of the Christ του Lew Wallace, Dracula του Bram Stoker κ.ά.

Ο Φιλέλληνας, ιστορικός και επικεφαλής του μικτού τάγματος στην πολιορκία της Τρίπολης, Τόμας Γκόρντον, έργο του Καρλ Κρατσάιζεν, Πόρος, 13 Απριλίου 1827.
Επιζωγραφισμένη λιθογραφία.
Από το 1882, που ξεκίνησε το μεταφραστικό στάδιό του, μέχρι τον Μάρτιο του 1908 που επιστρέφει οριστικά στη Σκιάθο, ο Παπαδιαμάντης επισκέφτηκε 5-6 φορές την γενέτειρά του. Οι επισκέψεις αυτές κατά κανόνα διαρκούσαν μερικούς μήνες· πήγαινε στο νησί γύρω στο Πάσχα ή το καλοκαίρι κι επέστρεφε στην Αθήνα κατά το φθινόπωρο. Εξαίρεση, κατά την οποία διαχειμάζει στη Σκιάθο, ήταν η επίσκεψη των ετών 1903-1904: πηγαίνει τον Ιούνιο και παραμένει σχεδόν ενάμιση χρόνο. Κατά την διαμονή αυτή μετέφρασε την Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Τόμας Γκόρντον.
Στην Αθήνα ο Παπαδιαμάντης νοίκιαζε φτωχικά δωμάτια, «χαμόγεια», στις αυλές της συνοικίας του Ψυρρή, όπως εκείνο που περιγράφει στο αφήγημα «Το ζωντανό κιβούρι μου». Πηγαίνει εκεί μόνο για να κοιμηθεί. Μοιράζει τον χρόνο του στα γραφεία των εφημερίδων, στις μπακαλοταβέρνες και τα καφενεία γύρω από του Ψυρρή και το Θησείο και στις αγρυπνίες στον ναΐσκο του Αγίου Ελισσαίου της οδού Άρεως, όπου ψέλνει. Με τους συναδέλφους του, τους λογίους των Αθηνών, ανταλλάσσει λιγοστές κουβέντες στο γραφείο αλλά δεν έχει ιδιαίτερες κοινωνικές σχέσεις· δεν συχνάζει στα φιλολογικά καφενεία και σαλόνια των Αθηνών.
Με τον λογοτέχνη Γιάννη Βλαχογιάννη, αρκετά νεότερό του (1867-1945) καταγόμενο από την Ναύπακτο, πρωτογνωρίστηκε στην Εφημερίδα του Αριστείδη Ρούκη. Αργότερα, κατά την δεκαετία του 1900, η γνωριμία τους θα εξελιχθεί σε αδελφική φιλία. Ο Βλαχογιάννης αναφέρει ότι από το 1903 βλέπονταν συχνά, όταν βρίσκονταν κι οι δύο στην Αθήνα.
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 1903 ο Παπαδιαμάντης δημοσίευσε σε συνέχειες στο περιοδικό Παναθήναια τη Φόνισσα. Το έργο εδραίωσε τη φήμη του, αλλά οι συνθήκες της ζωής του παραμένουν δύσκολες. Μια προσπάθειά του, το προηγούμενο έτος, να εκδώσει σε βιβλίο τα διηγήματά του (τα «Θαλασσινά ειδύλλια», όπως τα ονόμαζε) είχε ναυαγήσει, όπως η παλαιότερη του 1891. Την περίοδο αυτή ο Βλαχογιάννης, που ενδιαφερόταν για τη διάσωση τεκμηρίων της νεότερης ιστορίας μας και αγόραζε παλαιά έγγραφα, του αναθέτει να μεταφράσει ένα χειρόγραφο που είχε αποκτήσει. Ήταν ένα ανέκδοτο έργο του Νικολάου Σπηλιάδη (γραμματέα του Καποδίστρια), γραμμένο στα γαλλικά, με τίτλο Refutation (Αναίρεσις).
Με το έργο αυτό ο Σπηλιάδης ανασκεύαζε έργο του Γερμανού παιδαγωγού Φρίντριχ Τίερς (ή Ειρηναίου Θειρσίου), De l‘état actuel de la Grèce et des moyens d‘arriver à sa restauration (Περὶ τῆς ἐνεστώσης καταστάσεως τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν ἀπαιτουμένων πρὸς ἀποκατάστασιν αὐτῆς) που είχε εκδοθεί στα γαλλικά σε δύο τόμους το 1833. Ο Παπαδιαμάντης μετέφρασε έναντι αμοιβής το έργο και το παρέδωσε.
Ο Βλαχογιάννης του ανέθεσε κατόπιν να μεταφράσει το έργο History of the Greek Revolution του Thomas Gordon[1] και συμφώνησαν να εργαστεί στη Σκιάθο. Οι γονείς του Παπαδιαμάντη είχαν πεθάνει από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Στο πατρικό ζούσαν οι τρεις ανύπαντρες αδελφές του και στο διπλανό σπίτι η μόνη παντρεμένη, η Ουρανία, με την οικογένειά της. Αργότερα ο Βλαχογιάννης θα αφηγηθεί:
«[…] τοῦ εἶπα ν᾽ ἀρχίσει στὴ Σκιάθο νὰ μεταφράζει καὶ θὰ τοῦ στέλνω μ᾽ ὅλη τὴ δική μου στενοχώρια (μὲ μαθήματα ἰδιωτικὰ ζοῦσα κι ἐγώ, φτωχὸς δάσκαλος) ὅ,τι μποροῦσα κάθε μῆνα γιὰ νὰ οἰκονομιέται καὶ νὰ μένει στὸ νησί. Μποροῦσε ἐκεῖ νὰ περνάει ὑποφερτά, ἅμα μάλιστα ἐρχότανε καλὴ λ α δ ι ά (εἶχε λίγες ἐλιὲς ἐκεῖ μὲ τὶς φτωχοῦλες τὶς ἀδερφές του)».
Τον Ιούνιο του 1903 ο Παπαδιαμάντης φτάνει στη Σκιάθο, ύστερα από πενταετή απουσία, με τους δύο τόμους στις αποσκευές του. Συναντιέται με παλιούς φίλους στα καφενεία της προκυμαίας, ακολουθεί τους πανηγυριστές στις εξοχές και στα ξωκλήσια, όπου ψέλνει, και αφήνει να περάσει το καλοκαίρι χωρίς να καταπιαστεί με τη μετάφραση.
Ο Βλαχογιάννης στην Αθήνα, κατά τη συνήθεια της εποχής, τυπώνει μια δίφυλλη αγγελία, αναζητώντας συνδρομητές που θα χρηματοδοτήσουν την έκδοση:
«[…] ἀγγέλλω [έγραφε] τὴν προσεχῆ ἔκδοσιν τοῦ πολυτίμου συγγράμματος τοῦ Γόρδωνος κατὰ μετάφραση φιλοτεχνηθεῖσαν χάριν ἐμοῦ ὑπὸ τοῦ ἐξόχου λόγου φίλου μου κ. Ἀλεξάνδρου Παππαδιαμάντη, βαθέος γνώστου τῆς Ἀγγλικῆς γλώσσης καὶ ἀριστοτέχνου χειριστοῦ τῆς Ἑλληνικῆς. Ἡ μετάφρασις τοῦ ὅλου ἔργου θὰ ἀποτελέσῃ δύο τόμους ἐξ 600 ἕως 700 σελίδων ἕκαστον, σχήματος μεγάλου ὀγδόου. Ἡ συνδρομὴ τῶν δύο τόμων προπληρωμένη εἶναι δραχμαὶ 15. Πᾶσα αἴτησις ἀπευθύνεται πρὸς τὸν ἐκδότην Ἰωάννην Βλαχογιάννην, εἰς Ἀθήνας.»
Έχουν σωθεί αρκετές επιστολές του Παπαδιαμάντη προς τον Βλαχογιάννη, οι οποίες ρίχνουν αρκετό φως στις συνθήκες της εργασίας του, αλλά από τις επιστολές του Βλαχογιάννη ελάχιστες σώθηκαν[2] και ορισμένες πτυχές παραμένουν αδιευκρίνιστες.
Στις αρχές του φθινοπώρου ο Παπαδιαμάντης λαμβάνει ένα ποσό έναντι καθώς και αγγελίες για να εγγράψει συνδρομητές στη Σκιάθο. Αποφασίζει να στρωθεί στη δουλειά και στις 6 Σεπτεμβρίου 1903 γράφει: «Αἱ ἀγγελίαι, ὅπως καὶ τὰ χρήματα, θὰ μοῦ χρησιμεύσουν ὡς μαστίγιον, διότι, ἕνεκα τῶν περιστάσεων, τὸ θέρος ὀλίγον ἐπροχώρησα εἰς τὸν Γόρδωνα· τώρα ὅμως τὸ ἔβαλα ἐμπρός, καί, ἂν πρόκειται ν᾽ ἀρχίσῃ νὰ τυπώνεται, ἐντὸς δύο ἑβδομάδων θὰ ἔχω ἑκατοντάδας χειρογράφων νὰ σοῦ στείλω».
Στις 2 Ιανουαρίου του 1904 έχει ολοκληρώσει τη μετάφραση του πρώτου τόμου. Νωρίτερα, κατά τα μέσα Δεκεμβρίου, είχε στείλει με συγγενείς του στον Βλαχογιάννη ένα μέρος των χειρογράφων. Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Παπαδιαμάντη, η καθημερινή εργασία του ήταν πεντάωρη (έχει πόνους στα χέρια και δεν μπορεί να δουλέψει περισσότερο) και την διέκοπτε κατά τις Κυριακές και τις γιορτές. Γράφει ότι για τον πρώτο τόμο δούλεψε συνολικά 65 ημέρες.
Ο Βλαχογιάννης τον πιέζει να τελειώσει γρήγορα αλλά στις αρχές του Φεβρουαρίου ο Παπαδιαμάντης δέχεται ένα μεγάλο πλήγμα: παραφρόνησε ο μοναδικός αδελφός του, ο Γιώργος, που ζούσε με την δεύτερη σύζυγό του και τα πέντε ανήλικα παιδιά του στην Πορταριά, άνθρωπος με παρορμητικό χαρακτήρα και ταραχώδη βίο. Στις 13.2.1904 ο Παπαδιαμάντης γράφει από τον Βόλο:
«Ὁ ἀδελφός μου, ὁ ἐν Πορταριᾷ Δημογραμματεύς, ἔπαθε τὰς φρένας, καὶ ἀνάρπαστος ἔγεινα, […] ὅπως ἔλθω νὰ φροντίσω δι᾽ αὐτόν. Ἔχει πέντε παιδιά.… Ἡ μετάφρασις τοῦ Γόρδωνος ἔχει φθάσει εἰς τὰ 3/4 […] καὶ θὰ τὴν εἶχα τελειώσει […], ἂν δὲν ἐνέσκηπτε τὸ δυστύχημα περὶ οὗ ἐν ἀρχῇ εἶπα».
Ο Γιώργος απολύεται από την θέση του και έρχεται οικογενειακώς στη Σκιάθο. Όταν η μετάφραση ολοκληρώνεται τον Μάρτιο, ο Παπαδιαμάντης ζητά χρήματα για να την ταχυδρομήσει συστημένη, αλλά δεν τα λαμβάνει. Το καλοκαίρι η αλληλογραφία των δύο φίλων διακόπτεται. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1904 ο Παπαδιαμάντης γράφει:
«Τί γίνεσαι; Ἐγὼ ἐκόλλησα ἐδῶ ἐν δυστυχίᾳ, καὶ δὲν εἰξεύρω ἂν θὰ ἔλθω γρήγορα εἰς τὰς Ἀθήνας. Δὲν ἔχω λεπτὰ οὔτε διὰ νὰ σοῦ στείλω ταχυδρομικῶς ἐκεῖνα τὰ 1400 χειρόγραφα καὶ τοὺς 2 τόμους. Στεῖλέ μου λεπτὰ διὰ νὰ μπορέσω νὰ σοῦ τὰ στείλω».
Τελικά παρέδωσε ο ίδιος τα χειρόγραφα και τους τόμους του πρωτοτύπου, όταν κατά τα τέλη Οκτωβρίου του 1904 πήγε στην Αθήνα να αναζητήσει εργασία. Την τελευταία αυτή μετάβαση μνημονεύει στο διήγημα «Νεκράνθεμα»:
«…Φεῦ! Τίς μοι δώσει ὕδωρ, καὶ δάκρυα; Ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον τῆς δοκιμασίας, καὶ τὸν τόπον τῆς μικρᾶς ἀναψυχῆς, ἦλθα εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης – ὅπου ἀπὸ πολλοῦ σύρω τὸν σταυρόν μου, μὴ ἔχων πλέον δυνάμεις νὰ τὸν βαστάζω – εἰς τὴν πόλιν τῆς δουλοπαροικίας καὶ τῶν πλουτοκρατῶν. Ἔφθασα εἰς τὰς Ἀθήνας τὴν 28 Ὀκτωβρίου. […] Καὶ ὀλίγους μῆνας ὕστερον, τὴν Δευτέραν τοῦ Πάσχα, λευκὴν καὶ μυροβολοῦσαν μὲ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», ἐσβήνετο, ἀφήσας τόσην ὀρφάνιαν ξοπίσω του, ὁ ταλαίπωρος ἀδελφός μου».
Γιατί άραγε ο Βλαχογιάννης, που πρώτα πίεζε, δεν έσπευσε να στείλει τα ταχυδρομικά έξοδα, ώστε να παραλάβει από την άνοιξη τη μετάφραση; Οι σχετικές επιστολές του δεν έχουν σωθεί· πιθανόν η ολιγωρία του να σχετιζόταν με την έναρξη της δημοσίευσης, το καλοκαίρι εκείνο του 1904, των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη στην εφημερίδα Ακρόπολη. Ο Βλαχογιάννης είχε ανακαλύψει το χειρόγραφο του στρατηγού, το οποίο με επίπονη εργασία μετέγραψε κατά τα προηγούμενα έτη· η δημοσίευση της Ακροπόλεως, που συνεχίστηκε και τους φθινοπωρινούς μήνες, προξένησε αίσθηση και κίνησε το ενδιαφέρον των εκδοτών. Κατά τα επόμενα έτη ο Βλαχογιάννης ασχολήθηκε με την ετοιμασία της έκδοσης των δύο τόμων του Αρχείου Μακρυγιάννη. Όταν κυκλοφόρησαν το 1907, ο επιμελητής είχε ήδη δρομολογήσει την επόμενη, μακρά και επίμοχθη εργασία του, την έκδοση του Χιακού αρχείου, για την οποία ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια και το Λονδίνο προκειμένου να εξασφαλίσει χορηγίες από εύπορους Χιώτες εμπόρους. Τον Ιούνιο του 1907 ο Βλαχογιάννης έγραφε από το Λονδίνο στον Αλέξανδρο Πάλλη:
«Ὁ λόγος ποὺ ἦρθα στὴ Λόντρα εἶναι γιὰ μένα πολὺ σπουδαῖος. Ἐδῶ καὶ δυὸ τρία χρόνια ηὗρα στὴν Ἀθήνα τὸ ἱστορικὸ ἀρχεῖο τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Χίων ποὺ ἔλαβε σπουδαῖο μέρος στὰ ἐθνικὰ πράγματα ἀπὸ τὸ 1822-1862. Ἐγὼ δὲν περιμένω νὰ τελειώσω μιὰ δουλειὰ γιὰ νὰ ἀρχίσω τὴν ἄλλη. Λοιπόν, μόλις ἔβγαλα τὸ Ἀρχεῖο Μακρυγιάννη εἶμαι κιόλας ἕτοιμος νὰ καταπιαστῶ τὸ χιακὸ ἀρχεῖο. Προτίμησα αὐτὸ κι ὄχι ἄλλο τίποτα, γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἐλπίδα πὼς θὰ μπορέσω νὰ τὸ τυπώσω».
Φαίνεται ότι λόγω των συγκυριών οι προτεραιότητές του άλλαξαν και η σχεδιαζόμενη έκδοση της Ιστορίας του Γόρδωνος, για την οποία ίσως δεν είχε υπάρξει ικανοποιητική ανταπόκριση από συνδρομητές και χορηγούς, παραμερίστηκε.
Ο Παπαδιαμάντης παράδωσε το φθινόπωρο του 1904 την εργασία, εξοφλήθηκε σταδιακά από τον Βλαχογιάννη και δεν φαίνεται να τον απασχόλησε η τύχη των χειρογράφων του. Το 1905 εργάστηκε ως μεταφραστής στην εφημερίδα Μεταρρύθμισις καθώς και στη σειρά των εκλεκτών μυθιστορημάτων «Πανδώρα» των εκδοτών Μπεκ και Μπαρτ, αλλά η εργασία του διακόπτεται στις αρχές του 1906, καθώς για αρκετούς μήνες τα χέρια του είχαν σχεδόν παραλύσει από τους ρευματισμούς. Ο Βλαχογιάννης τον φιλοξενεί αρχικά στο σπίτι του στη Δεξαμενή και κατόπιν τού βρίσκει ένα δωμάτιο εκεί κοντά. Αργότερα θα αφηγηθεί:
«Στὰ παλιά του χρόνια, τὰ χρόνια τῆς πνευματικῆς του ἀκμῆς, ἦταν αὐτὸς τέλεια ἀπλησίαστος. Ὅταν ὅμως ἡ δυστυχία του ἔγινε ἀβάσταχτη, καὶ ἡ ζωή του βάσανο τυραννικὸ στὸ φριχτὸ δωμάτιο τοῦ Ψυρρῆ, καὶ τόνε σήκωσα μὲ τὸ στανιὸ καὶ τὸν ἀνέβασα στὸ σπίτι μου, στὴ Δεξαμενή, κι ἀργότερα τοῦ βρῆκα μικρό-φτηνὸ δωμάτιο σιμὰ στὸ δάσος τοῦ Λυκαβηττοῦ, καὶ τέλος τὸν παρουσίασα δειλὸν κι ἀνήσυχο στὸ καφενεδάκι τῆς Δεξαμενῆς, τότε πολλοὶ δεξαμενίτες λογιώτατοι, μπόρεσαν νὰ διπλαρώσουν τὸν ἀζύγωτον αὐτὸν βράχο, τὸν μοναχικὸ ποὺ φοβέριζε ἀπὸ μακριά του, τὸν Παπαδιαμάντη».[3]

Ο Παπαδιαμάντης φωτογραφημένος από τον Παύλο Νιρβάνα στο καφενείο στην πλατεία Δεξαμενής της Αθήνας το 1906. Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παναθήναια» και έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί ήταν η μοναδική του μεγάλου πεζογράφου.
Ο κάποτε «κρυψίβιος» Παπαδιαμάντης – όπως τον είχε αποκαλέσει ο Ιω. Καμπούρογλου – γίνεται αξιοθέατο της Δεξαμενής για τους λογίους των Αθηνών. Η πολυσυζητημένη φωτογραφία του και η αφήγηση του επεισοδίου της φωτογράφησης από τον Παύλο Νιρβάνα στο περ. Παναθήναια τον Οκτώβριο του 1906 έκανε μεγάλη αίσθηση. Δημοσιεύματα στον τύπο διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι το έργο του παραμένει ανέκδοτο και οι υπεύθυνοι της Βιβλιοθήκης Μαρασλή αποφασίζουν να συμπεριλάβουν τα διηγήματά του στο εκδοτικό τους πρόγραμμα. Ο καταπονημένος συγγραφέας ζητά τη βοήθεια του φίλου του και τον περιμένει να επιστρέψει από το Λονδίνο για να τον βοηθήσει στην ετοιμασία της έκδοσης. Ο Γρηγόριος Μαρασλής πεθαίνει τον Μάιο του 1907 και η έκδοση των παπαδιαμαντικών διηγημάτων ματαιώνεται και πάλι. Στις 13 Μαρτίου του 1908 διοργανώθηκε η γνωστή εσπερίδα στην αίθουσα του «Παρνασσού», ο Παπαδιαμάντης έλαβε χρηματικό βοήθημα 500 δραχμών από τον πρίγκιπα Γεώργιο και μπόρεσε να επιστρέψει στη Σκιάθο.
Πηγαίνοντας στο νησί, κατά τα τέλη Μαρτίου, παίρνει και τους δύο τόμους της Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως του Τζωρτζ Φίνλεϋ,[4] και μέχρι το φθινόπωρο έχει ολοκληρώσει κι αποστείλει τη μετάφραση στον Βλαχογιάννη, που τον εξοφλεί σταδιακά με μικρά εμβάσματα.[5]
Η μετάφραση του Γκόρντον είχε ήδη μπει στο συρτάρι και ο Βλαχογιάννης ήταν απασχολημένος αλλού, αναρωτιέται λοιπόν κανείς για ποιο λόγο του αναθέτει να μεταφράσει και τη δεύτερη ιστορία. Σημαντικό κίνητρο θα ήταν η επιθυμία του να βοηθήσει τον φίλο του χωρίς να τον θίξει στη φιλοτιμία του, προσφέροντάς του εργασία και όχι ελεημοσύνη. (Ο Βλαχογιάννης έχει χαρακτηρίσει «ωμή κοινωνική διαπόμπεψη» την εορτή του «Παρνασσού» και έχει γράψει βαρείς χαρακτηρισμούς για ορισμένους από τους διοργανωτές).
Ο Βλαχογιάννης συνέχισε να εργάζεται για την έκδοση του Χιακού αρχείου αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του Παπαδιαμάντη. Δεν είχε πάντως εγκαταλείψει ολοσχερώς το σχέδιο να εκδώσει την ιστορία του Γόρδωνος. Με αφορμή τα εκατοντάχρονα της Ελληνικής Επανάστασης μίλησε για το ανέκδοτο χειρόγραφο στον πρίγκιπα Νικόλαο. Ο τελευταίος του γράφει στις 28 Ιανουαρίου 1922:
«Θυμᾶμαι τὴν ὁμιλία ποὺ μοῦ κάνατε γιὰ τὸ σύγγραμμα τοῦ Gordon καὶ γιὰ τὴν ἔξοχη μετάφραση τοῦ Παπαδιαμάντη. Σᾶς ὑπόσχομαι πὼς μόλις μπῆ ἡ δουλειὰ τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἑκατονταετηρίδος σὲ καλὸ δρόμο καὶ καταρτίσομε καὶ τὴν ἐπιτροπὴ τῶν δημοσιευμάτων, νὰ ὑποδείξω τὴν ἀνάγκη τῆς δημοσιεύσεως τοῦ βιβλίου ποὺ θὰ συντελέση τόσο πολὺ στὴν ἀκριβὴ γνώση τοῦ ἀγῶνος τῆς Ἐλευθερίας. Ὡς τότε ὅμως δυστυχῶς, καθὼς καὶ γιὰ τὰ ἄλλα ζητήματα ποὺ ἔχετε μιλήσει, πρέπει νὰ κάνομε ὑπομονή».[6]
Το 1924 η πεντάτομη έκδοση του Χιακού αρχείου ολοκληρώνεται. Το επόμενο έτος ο Βλαχογιάννης, σε άρθρο του στην εφημερίδα Πολιτεία, μνημονεύει τις ανέκδοτες μεταφράσεις:
«… μεῖναν οἱ μεταφράσεις τῶν δύο βιβλίων ποὺ σημείωσα, τέσσεροι τόμοι, δουλειὰ μεγάλη ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Παπαδιαμάντη. Ποιὸς δὲ θυμᾶται ἐκεῖνα τὰ δάχτυλα, ποὺ εἴχανε βγάλει κάλους χοντρούς, βαστώντας τὴν πέννα καὶ γράφοντας; Ὁ ἄνθρωπος ὁ πιὸ πρωτότυπος ἤτανε γραμμένο του νὰ μεταφράζῃ, μεταφράζῃ… Τώρα τί νὰ τὰ κάμω αὐτὰ τὰ χειρόγραφα τοῦ πεθαμένου φίλου μου;»
Τα «χειρόγραφα του πεθαμένου φίλου» έμειναν πολλές δεκαετίες ανέκδοτα. Οι 4.524 χειρόγραφες σελίδες όλων των μεταφράσεων που εκπόνησε ο Παπαδιαμάντης για λογαριασμό του φίλου του[7] βρίσκονται στο Αρχείο Βλαχογιάννη, που δωρήθηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (των οποίων ο Βλαχογιάννης υπήρξε ο πρώτος διευθυντής). Τα τρία ιστορικά έργα εκδόθηκαν στον αιώνα μας:
Για τον Τόμας Γκόρντον και το ιστορικό έργο του μίλησε ήδη ο ακαδημαϊκός κ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης. Ο Παπαδιαμάντης μετέφρασε την ιστορία από την β’ έκδοση του 1844[8] σε 2000 χειρόγραφες σελίδες. Όπως αναφέρθηκε, η μετάφραση εκδόθηκε από το ΜΙΕΤ το 2015. Το πρωτότυπο έργο είναι δίτομο, αλλά η δική μας έκδοση έγινε σε τρεις τόμους. Συνεπιμελητές στην έκδοση είχα τον Άγγελο Μαντά και τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο. Την εισαγωγή έγραψε η Αγλαΐα Κάσδαγλη.
Ο πατέρας μου είχε αρχίσει να ετοιμάζει την έκδοση από τη δεκαετία του 1990. Είχε ολοκληρώσει την μεταγραφή του παπαδιαμαντικού χειρογράφου και έγραψε και τον πρόλογο. Το κείμενο είχε στοιχειοθετηθεί σε μονοτυπία, όμως η προσπάθεια καθυστέρησε για διάφορους λόγους και ματαιώθηκε μετά τον θάνατο του Εμμανουήλ Κάσδαγλη, που είχε την τυπογραφική επιμέλεια.
Το 2009 αναλάβαμε με τον αείμνηστο, πλέον, Άγγελο Μαντά να συνεχίσουμε το έργο. Με τη βοήθεια της προηγούμενης μεταγραφής, το κείμενο πληκτρολογήθηκε σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Δυο σημαντικοί λόγοι δυσκόλεψαν και καθυστέρησαν την έκδοση:
Ο πρώτος ήταν το πρόβλημα των κύριων ονομάτων. Στο έργο συναντούμε μεγάλο πλήθος τοπωνυμίων και ονομάτων προσώπων, που συχνά στο αγγλικό κείμενο έχουν καταντήσει αγνώριστα, άλλοτε λόγω της δυσκολίας του Γκόρντον να διαβάσει σωστά τα ελληνικά χειρόγραφα που είχε στη διάθεσή του, άλλοτε λόγω του ανορθόδοξου τρόπου που επιλέγει για να τα αποδώσει στο αγγλικό αλφάβητο, άλλοτε λόγω τυπογραφικών λαθών του πρωτοτύπου (όχι σπάνιων, αφού οι Άγγλοι τυπογράφοι δεν ήταν εξοικειωμένοι με τα ονόματα αυτά).
Ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει όλα τα τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου, των Ηγεμονιών, της Μικράς Ασίας, ούτε όλα τα ονόματα δευτερευόντων προσώπων που συναντούμε στο έργο. Δεν είχε άλλωστε αναλάβει να κάνει έρευνες και εξακριβώσεις. Αποδίδει τα ονόματα με βάση αυτό που διαβάζει στο αγγλικό. Κάποιες φορές παραθέτει στο περιθώριο την αγγλική γραφή και εικασίες του για την απόδοση. Γράφει στον Βλαχογιάννη «Εἰς τὰ περιθώρια σημειῶ τινας ἀπορίας, μάλιστα εἰς τὰ κύρια ὀνόματα». Αν ο τελευταίος είχε εκδώσει το έργο, θα έπρεπε να αφιερώσει αρκετό χρόνο στην επιμέλεια και στη διόρθωση των ονομάτων.
Ο δεύτερος λόγος ήταν η ανάγκη να εντοπιστούν και να διορθωθούν ορισμένες παραδρομές του μεταφραστή. Όπως προκύπτει από τις επιστολές του Παπαδιαμάντη, η μετάφραση γίνεται βιαστικά. Δεν είχε ελέγξει τα χειρόγραφά του, γιατί κάποιες απροσεξίες του γίνονται αντιληπτές με απλή ανάγνωση, όταν, λ.χ., γράφει «ἱστοὺς» αντί «φανοὺς» στο χωρίο «ὑψώσαντα ἕκαστον τέσσαρας ἢ πέντε ἱστοὺς ἐπὶ τῆς κορυφῆς τῶν ἱστῶν». Υπάρχουν όμως και λάθη που δεν γίνονται αμέσως αντιληπτά με την ανάγνωση του κειμένου και συνεπώς έπρεπε να γίνει διεξοδική αντιπαραβολή με το πρωτότυπο. Για παράδειγμα σ᾽ ένα σημείο γράφει τρεῖς ἱππεῖς ἀντὶ τριακόσιοι ἱππεῖς (300 horsemen), κάπου γράφει ἀριστερόθεν αντί δεξιόθεν κι αλλού βορειοδυτικὴν αντί βορειανατολικὴν κ.ά. Δεδομένου ότι το έργο αφορά ιστορικά γεγονότα, θεωρήσαμε απαραίτητο να εντοπίσουμε και να διορθώσουμε τέτοιας λογής λάθη· πρόκειται για μικρές επεμβάσεις των επιμελητών που δεν αλλοιώνουν το μεταφραστικό ύφος.
Αν παραβλέψουμε τις σποραδικές αυτές απροσεξίες, διαπιστώνουμε ότι ο Παπαδιαμάντης μεταφράζει με ευσυνειδησία και ακρίβεια το κείμενο. Οι σημειώσεις του στο περιθώριο, οι οποίες απευθύνονται στον Βλαχογιάννη ή τον τυπογράφο ποικίλλουν. Συνήθως σημειώνει ερωτήματα για τα κύρια ονόματα, κάποτε προτείνει εναλλακτικές γραφές (λ.χ. έχει γραψει «πυργίσκους ἀντιβομβικος» και στο περιθώριο προτείνει «ἢ ἂς γραφῆ ἀντέχοντας εἰς τας βόμβας»), άλλοτε δίνει οδηγίες για να μην του μεταβάλουν ορισμένες γραφές· υπογραμμίζει, λ.χ. ότι γράφει «Αἰκατερίνα μὲ ἄλφα» και «τόν Πίνδον» σε αρσενικό γένος και δικαιολογεί φαινομενικά ανακόλουθες συντάξεις γράφοντας «κατὰ τὸ νοούμενον, οὕτως εἶνε τὸ ὀρθόν».
Εκτεταμένες παραλείψεις δεν συναντούμε. Στο Παράρτημα της Εισαγωγής αποδίδει συνοπτικά κάποιους στατιστικούς πίνακες (θεωρώντας ίσως περιττές τις αναλυτικές πληροφορίες) και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις αποδίδει επίσης συνοπτικά λεπτομερείς περιγραφές της κατάστασης του πυροβολικού και των στρατιωτικών οχυρώσεων (μάλλον επειδή τον δυσκολεύει η εξειδικευμένη ορολογία). Παραλείπει επίσης τη μετατροπή των χρηματικών ποσών σε στερλίνες, θεωρώντας, εύλογα, ότι δεν ενδιαφέρει τους Έλληνες αναγνώστες. Δεν συναντούμε παραλείψεις που να οφείλονται σε διάθεση λογοκρισίας και κατά κανόνα δεν συναντούμε αντιρρητικές σημειώσεις.
Αναφέρω εν παρενθέσει ότι η πρώτη απόπειρα μετάφρασης του έργου στα ελληνικά είχε γίνει το 1849 από τον πολιτικό και νομικό Στυλιανό Ι. Κασιμάτη. Κυκλοφόρησαν όμως μόνο δύο φυλλάδια, συνολικά 192 σελίδες, που περιλαμβάνουν την Εισαγωγή και τα δύο πρώτα κεφάλαια. Εκεί συναντούμε εκτενέστατες σημειώσεις, με τις οποίες ο Κασιμάτης επιχειρεί να ανασκευάσει τις κρίσεις του Γόρδωνος και να υπερασπιστεί τον Πετρόμπεη και τους Μανιάτες, κι άλλα πρόσωπα. Απεναντίας ο Παπαδιαμάντης δεν διατυπώνει αντιρρήσεις και φαίνεται να μεταφράζει ασκανδάλιστος τις αυστηρές κάποτε κρίσεις του συγγραφέα για πράξεις και συμπεριφορές Ελλήνων. Η μόνη ουσιαστική αντίρρηση που διατυπώνει αφορά την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Όταν ο Γκόρντον μιλά υποτιμητικά στην εισαγωγή, ο μεταφραστής υποσημειώνει: «Ὁ συγγραφεὺς ἀνήκει εἰς χρονικὴν περίοδον ὁπότε εὐσυνείδητοι ἔρευναι δὲν εἶχον διασκεδάσει τὴν ὑπερβάλλουσαν καὶ ἄδικον προκατάληψιν κατὰ τοῦ Βυζ. Κράτους».
Το ότι ο Παπαδιαμάντης μεταφράζει βιαστικά και για βιοποριστικούς λόγους δεν σημαίνει ότι το έργο τον αφήνει αδιάφορο. Σε επιστολή του λίγο πριν τελειώσει τη μετάφραση του α’ τόμου έγραφε στον Βλαχογιάννη «Τὸ ἔργον εἶναι σπουδαῖον καὶ τὸ ἐπόνεσα». Το ενδιαφέρον του για τα ιστορούμενα, το φανερώνει επισημαίνοντας με κάποιο σημάδι στο περιθώριο, διάφορα χωρία που του φαίνονται αξιοσημείωτα.
Επισημαίνει, λ.χ., ένα χωρίο που αφορά τις εμφύλιες συγκρούσεις στην Πελοπόννησο: «[…] καὶ διάφοροι ἁψιμαχίαι συνεκροτήθησαν, μετ’ ὀλιγίστης ὅμως αἱματοχυσίας, διότι ἦτο πάλι μᾶλλον χρημάτων καὶ ῥᾳδιουργίας ἢ τοῦ ξίφους· οἱ στρατιῶται, ἀδιάφοροι πρὸς τὰ πάθη τῶν ἀρχηγῶν των, ἐν γένει ἐπυροβόλουν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ οἱ αἰχμάλωτοι οἱ συλλαμβανόμενοι, ἐν τῇ πράξει ἀπηλευθεροῦντο».
Ένα άλλο χωρίο αφορά αιχμαλώτους που αποκεφαλίστηκαν: «Εἷς τούτων Ἰταλός, ὁ ἄλλος Ἕλλην ὑπολοχαγὸς τοῦ πυροβολικοῦ ὀνόματι Ἴβος, ὡραιότατος νέος. Ὁ Σερασκέρης τοῦ ἔκαμε μεγάλης προσφοράς, ἐὰν ἤθελε ν’ ἀλλάξῃ τὴν θρησκείαν του, ἀλλ’ ὁ νέος ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ’ ἐξέφρασε φρίκην πρὸς τὴν πρότασιν».
Άξιο σημείωσης θεώρησε και το εξής:
«Ἐπὶ ἓξ ὥρας θανασίμου ἀγωνίας, ὁ Μαυροκορδᾶτος ἐκάθητο εἰς τὸν θαλαμίσκον, κρατῶν πιστόλιον, τὸ ὁποῖον θὰ ἠδύνατο νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τὸ ὄνειδος τοῦ νὰ σταλῇ δέσμιος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν· δὲν ἐξεστόμιζε λέξιν, ἐκτὸς ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν βραχεῖαν φράσιν παραστατικὴν τῆς ματαιότητος πάσης φιλοδοξίας, καὶ ἐκφράζουσαν τὴν ἀπόφασιν, ἐὰν ἐπέζη, ν’ ἀποσυρθῇ εἰς τὸν ἰδιωτικὸν βίον· αἴσθημα τόσον παροδικὸν ὅσον καὶ ὁ κίνδυνος».
Αρκετά από τα χωρία που έχει σημειώσει αφορούν περιστατικά έκτακτης τόλμης ή αυτοθυσίας. Οι επισημάνσεις πυκνώνουν ιδιαίτερα στην αφήγηση της πολιορκίας και της εξόδου του Μεσολογγίου. Μεταξύ άλλων επισημαίνει:
«[…] μία βόμβα πεσοῦσα ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, διέρρηξε τὸ λιθόστρωτον καὶ ἀνεκάλυψεν ἄγνωστον πηγὴν ὕδατος, ἥτις ἐδρόσισε τὴν δίψαν τῶν κατοίκων, περιελθόντων ἤδη εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ πίνωσιν ἀπὸ τοὺς βάλτους· τοὺς ἐνέπνευσε δὲ ἐνθουσιασμόν, ἀποδώσαντας τὸ θαῦμα εἰς τὴν Θείαν Πρόνοιαν».
Αργότερα γράφει στο διήγημα «Ἀγάπη στὸν Κρεμνό»: «ὅστις διεξέλθῃ τὴν ἱστορίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀγῶνος τοῦ φιλέλληνος στρατηγοῦ Γόρδωνος, θὰ μάθῃ ἀπὸ ξένον ἀξιόπιστον μάρτυρα τί συνέβη εἰς τὸ Ἀνατολικόν, οὐ μακρὰν τοῦ Μεσολογγίου, ὅταν οἱ πολιορκούμενοι Ἕλληνες ἐλιποψύχουν δι᾽ ἔλλειψιν νεροῦ. Βόμβα δὲ πεσοῦσα καὶ κτυπήσασα εἰς τὸν τοῖχον τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων, ἔκαμε ν᾽ ἀναβλύσῃ ἄφθονος πηγὴ κρύου νεροῦ ἀπὸ τὰ θεμέλια τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀρχαγγέλου. Καὶ οἱ γενναῖοι ἔλαβαν θάρρος, καὶ δὲν ἐσυνθηκολόγησαν».
Πρόκειται, εξ όσων γνωρίζω για τη μοναδική περίπτωση που ο Παπαδιαμάντης μνημονεύει σε διήγημά του κάποιο από τα πολυάριθμα βιβλία που μετέφρασε.

Μουσείο Παπαδιαμάντη. Δωμάτιο του σπιτιού του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο (σήμερα μουσείο). Φωτ. Μουσείο Παπαδιαμάντη.
Ο νεότερος αναγνώστης, που δεν είναι εξοικειωμένος με τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, θα αναρωτηθεί ίσως γιατί να διαβάσει μια μετάφραση που τη βαραίνουν τόσα χρόνια· τη στιγμή μάλιστα που μπορεί να διαβάσει το έργο σε απόδοση στην σύγχρονη γλώσσα, αφού το 2010, προτού δηλαδή εκδοθεί η μετάφραση του Παπαδιαμάντη, είχε κυκλοφορήσει η μετάφραση της Αλεξάνδρας Κοτσώνη από τις εκδόσεις Αρχιπέλαγος. Ο Βλαχογιάννης είχε χαρακτηρίσει την μετάφραση του φίλου του «έξοχη»· γοητευμένος από την παπαδιαμαντική γλώσσα είχε δηλώσει κι ο μακαρίτης Εμμανουήλ Κάσδαγλης, όταν πρωτοδιάβασε το έργο. Ο αναγνώστης που θα επιχειρήσει να διαβάσει το έργο στη «δύσκολη» για τους νεότερους αναγνώστες γλώσσα του Παπαδιαμάντη αποζημιώνεται από την χάρη ενός κειμένου που φέρει την σφραγίδα της ιδιοφυΐας του μεταφραστή.
Πηγή Αργολική Βιβλιοθήκη
Η ιστορία του Ζαν Β΄ Λε Μεντρ, γνωστού ως Le Boucicaut (1366-1421), είναι μια συναρπαστική ιστορία μεσαιωνικού ιππότη, στρατιωτικού ηγέτη κ...