Συγγραφέας: Ανώνυμος
Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης είναι ένας θρήνος για την άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς. Αποτελείται από 118 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους και είναι γραμμένο σε κοινή απλή γλώσσα, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν ορισμένοι αρχαϊσμοί αλλά και κάποια ιδιωματικά στοιχεία κυπριακής προέλευσης. Εικάζεται, λοιπόν, ότι το ποίημα γράφτηκε στην Κύπρο ή ότι ο συγγραφέας του, που πρέπει να έζησε τα γεγονότα της Άλωσης, ήταν Κύπριος. Η σύνταξή του τοποθετείται αμέσως μετά την πτώση της Πόλης, την οποία και περιγράφει. Στο ποίημα παρουσιάζεται αρχικά η είδηση της Άλωσης (στ. 1-56), η οποία μεταδίδεται μέσα από τον διάλογο που πραγματοποιείται ανάμεσα σε ένα καράβι και ένα κάτεργο. Έπειτα τονίζεται ο ρόλος του τελευταίου αυτοκράτορα και στη συνέχεια (στ. 57-88) ο ποιητής θρηνεί για τις λεηλασίες που συνέβησαν στη Βασιλεύουσα. Ακολουθεί (στ. 89-118) η ανάμνηση του πρότερου κάλλους της, στο οποίο συνέβαλαν ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Ιουστινιανός.
ΑΝΑΚΑΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΛΗΣ Θρήνος, κλαυμὸς καὶ ὀδυρμὸς καὶ στεναγμὸς καὶ λύπη, θλῖψις ἀπαραμύθητος ἔπεσεν τοῖς Ρωμαίοις. Ἐχάσασιν τὸ σπίτιν τους, τὴν Πόλην τὴν ἁγία, τὸ θάρρος καὶ τὸ καύχημα καὶ τὴν ἀπαντοχήν τους. | ||
5 | Τίς τό ’πεν; Τίς τὸ μήνυσε; Πότέ ’λθεν τὸ μαντάτο; Καράβιν ἐκατέβαινε στὰ μέρη τῆς Τενέδου καὶ κάτεργον τὸ ὑπάντησε, στέκει καὶ ἀναρωτᾶ το: —«Καράβιν, πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις;» —«Ἔρκομαι ἀκ τ’ ἀνάθεμα ǀ κ’ ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος, | |
10 | ἀκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἀκ τὴν ἀνεμοζάλην· ἀπὲ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην. Ἐγὼ γομάριν δὲ βαστῶ, ἀμμὲ μαντάτα φέρνω κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα: Οἱ Τοῦρκοι ὅτε ήρθασιν, ἐπήρασιν τὴν Πόλην, | |
15 | ἀπώλεσαν τοὺς χριστιανούς ἐκεῖ καὶ πανταχόθεν». —«Στάσου, καράβι, νὰ χαρῆς, πάλι νὰ σὲ ρωτήσω: Ἐκεῖ ’λαχε ὁ βασιλεύς, ὁ κύρης Κωνσταντῖνος, ὁ φρένιμος, ὁ δυνατός, ὁ περισσὰ ἀνδρειωμένος, ὁ πράγος, ὁ καλόλογος, ἡ φήμη τῶν Ρωμαίων;» | |
20 | —«Εκεῖ ’λαχεν ὁ Δράγασης ὁ κακομοιρασμένος. Σὰν εἶδεν τ’ ἄνομα σκυλιὰ κ’ ἐχάλασαν τοὺς τοίχους κ’ ἐτρέξασιν κ’ ἐμπήκασιν πεζοὶ καὶ καβαλλάροι κ’ ἐκόπταν τοὺς χριστιανοὺς ὡς χόρτο στὸ λιβάδιν, βαριὰ-βαριὰ ’ναστέναξεν μετὰ κλαυθμοῦ ǀ καὶ εἶπε: | |
25 | «Ἐλέησον! πράγμα τὸ θωροῦν τὰ δολερὰ μου μάτια! Πῶς ἔχω μάτια καὶ θωρῶ! Πῶς ἔχω φῶς καὶ βλέπω! Πῶς ἔχω νοῦν καὶ πορπατῶ στὸν ἄτυχον τὸν κόσμον! Θωρῶ, οἱ Τοῦρκοι ’νέβησαν εἰς τὴν ἁγίαν Πόλην καὶ τῶρα ἀφανίζουσιν ἐμὲν καὶ τὸν λαόν μου». | |
30 | Ἐβίγλισεν ὁ ταπεινὸς δεξιὰ καὶ ἀριστερά του· θωρεῖ, φεύγουν οἱ Κρητικοί, φεύγουν οἱ Γενουβῆσοι· φεύγουσιν οἱ Βενέτικοι κ’ ἐκεῖνος ἀπομένει. Ἐλάλησεν ὁ ταπεινὸς μὲ τὰ καμένα χείλη: —«Ἐσεῖς, παιδιά μου, φεύγετε, πᾶτε νὰ γλυτωθῆτε· | |
35 | κ’ ἐμέναν ποῦ μ’ ἀφήνετε, τὸν κακομοιρασμένο; Ἀφήνετέ με στὰ σκυλιὰ κ’ εἰς τοῦ θεριοῦ τὸ στόμα. Κόψετε τὸ κεφάλιν μου, χριστιανοὶ Ρωμαῖοι· ἐπάρετέ το, Κρητικοί, βαστᾶτε το στὴν Κρήτην νὰ τὸ ἰδοῦν οἱ Κρητικοί, νὰ καρδιοπονέσουν, | |
40 | νὰ δείρουσι τὰ στήθη τους, νὰ χύσουν μαῦρα δάκρυα καὶ νὰ μὲ μακαρίσουσιν ǀ ὅτι οὕλους τοὺς ἀγάπουν· μηδὲν μὲ πιάσουν τὰ σκυλιά, μηδὲν μὲ κυριεύσουν· (ὅτι ἀνελεήμονα τῶν ἀσεβῶν τὰ σπλάχνα) μηδὲν μὲ πᾶν στὸν ἀμιρά, τὸ σκύλον Μαχουμέτην, | |
45 | μὲ τὸ θλιμμένον πρόσωπον, μὲ τὰ θλιμμένα μάτια, μὲ τὴν τρεμούραν τὴν πολλήν, μὲ τὰ καμένα χείλη· καὶ θέση πόδαν ἄτακτο εἰς τὸν ἐμὸν αὐχένα· (εἰς βασιλέως τράχηλον δὲν πρέπει ποὺς ἀνόμου) μὴ μὲ ρωτήσ’ ὁ ἄνομος, νὰ πῆ: «Ποῦ ’ν’ ὁ Θεός σου;», | |
50 | νὰ ρίση ὁ σκύλος τὰ σκυλιὰ νὰ μὲ κακολογήσουν, νὰ παίξουσιν τὸ στέμμα μου, νὰ βρίσουν τὴν τιμήν μου∙ ἀπὴν μὲ βασανίσουσιν καὶ τυραννίσουσίν με, νὰ κόψουν τὸ κεφάλιν μου, νὰ μπήξουν εἰς κοντάριν, νὰ σκίσουν τὴν καρδία μου, νὰ φᾶν τὰ σωτικά μου, ǀ | |
55 | νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ αἷμα μου, νὰ βάψουν τὰ σπατιά τους καὶ νὰ καυχοῦντ’ οἱ ἄνομοι εἰς τὴν ἀπώλειάν μου». Ἥλιε μου, ἀνάτειλε παντοῦ, σ’ οὗλον τὸν κόσμον φέγγε κ’ ἔκτεινε τὰς ἀκτῖνας σου σ’ ὅλην τὴν οἰκουμένη κ’ εἰς τὴν Κωσταντινόπολην, τὴν πρώην φουμισμένην | |
60 | καὶ τώρα τὴν Τουρκόπολην, δὲν πρέπει πιὸ νὰ φέγγης. Ἀλλ’ οὐδὲ τὰς ἀκτῖνας σου πρέπει ἐκεῖ νὰ στέλλης νὰ βλέπουν τ’ ἄνομα σκυλιὰ τὲς ἀνομιές νὰ κάμνουν, νὰ ποίσου στάβλους ἐκκλησιές, νὰ καίουν τὰς εἰκόνας, νὰ σχίζουν, νὰ καταπατοῦν τὰ ’λόχρουσα βαγγέλια, | |
65 | νὰ καθυβρίζουν τοὺς σταυρούς, νὰ τοὺς κατατσακίζουν, νὰ παίρνουσιν τ’ ἀσήμια τους καὶ τὰ μαργαριτάρια καὶ τῶν ἁγίων τὰ λείψανα τὰ μοσχομυρισμένα νὰ καίουν, ν’ ἀφανίζουσιν, στὴν θάλασσα νὰ ρίπτουν, νὰ παίρνουν | τὰ λιθάρια των καὶ τὴν εὐκόσμησίν των | |
70 | καὶ στ’ ἅγια δισκοπότηρα κοῦπες κρασὶ νὰ πίνουν. Ἄρχοντες, ἀρκοντόπουλοι, ἀρχόντισσες μεγάλες, εὐγενικὲς καὶ φρένιμες, ἀκριβαναθρεμμένες, ἀνέγλυτες πανεύφημες, ὕπανδρες καὶ χηράδες καὶ καλογριὲς εὐγενικές, παρθένες, ἡγουμένες | |
75 | (Ἄνεμος δὲν τοὺς ἔδιδε, ἥλιος οὐκ ἔβλεπέν τες, ἐψάλλαν, ἐνεγνώθασι εἰς τ’ ἅγια μοναστήρια) ἡρπάγησαν ἀνηλεῶς ὡς καταδικασμένες! Πῶς νὰ τὲς πάρουν στὴν Τουρκιά, σκλάβες νὰ πουληθοῦσιν καὶ νὰ τὲς διασκορπίσουσιν Ἀνατολήν καὶ Δύσην! | |
80 | Γυμνὲς καὶ ἀνυπόλυτες, δαρμένες, πεινασμένες, νὰ βλέπουν βούδια, πρόβατα, ἄλογα καὶ βουβάλια, παπίτσες, χῆνες καὶ ἕτερα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . | καὶ τὸ βραδὺ νὰ μένουσιν με τοὺς μουσουλουμάνους καὶ νὰ τὲς μαγαρίζουσιν, μπαστάρδια νὰ γεννοῦσιν, | |
85 | μουσουλουμάνοι νὰ γενοῦ καὶ σκύλοι ματοπίνοι, νὰ πολεμοῦν χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀφανίζουν! Μὴν τὸ πομένης, οὐρανέ, καὶ, γῆ, μὴν τὸ βαστάξης· ἥλιε, σκότασε τὸ φῶς, σελήνη, μὲν τοὺς δώσης. Εἴπω καὶ τίποτε μικρὸν ἀλληγορίας λόγον: | |
90 | Ἥλιον τάξε νοητὸν τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνο· σελήνη ἐπονόμασε τὴν νέαν του τὴν Πόλην. Μὴ σοῦ φανῆ παράξενο τοῦτον ἀποὺ σοῦ λέγω: κόσμο μέγαν τὸν ἄνθρωπον Θεὸς ἐπονομάζει, ὃν ἔθετο εἰς τὸν μικρὸν κόσμον, τὴν πάσα κτίση. | |
95 | Αὐτὸς λοιπὸν ἐκόσμησε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὴν Πόλην τὴν ἐξάκουστην, ἣν βλέπεις καὶ ἀκούεις, καθὼς τὴν κλῆσιν ἔλαβεν καὶ τὴν ἐπωνυμίαν· Ὁμοίως Οὐστινιανὸς | ἐκόσμησεν μεγάλως, ἔκτισεν τὴν Ἁγιὰν Σοφιά, τὸ θέαμαν τὸ μέγα· | |
100 | παραπλησίον γέγονε Σιὼν τῆς παναγίας. Ἐκεῖνοι ἦσαν ἥλιος κ’ ἡ Πόλη ’ν’ ἡ σελήνη. (Xωρὶς ἡλίου πούποτε σελήνη οὐδὲν λάμπει). Ἐκεῖνοι γὰρ οἱ βασιλεῖς, οἱ εὐσεβεῖς, οἱ θεῖοι, ἕλαμπον, ἐφωτίζασιν τὴν παναγίαν Πόλην, | |
105 | τὴν Δύσην, τὴν Ἀνατολήν, ὅλην τὴν οἰκουμένην. Ὅταν εἰς νοῦν ἀθυμηθῶ τῆς Πόλεως τὰ κάλλη, στενάζω καὶ οδύρομαι καὶ τύπτω εἰς τὸ στῆθος, κλαίω καὶ χύνω δάκρυα μεθ’ οἰμωγῆς καὶ μόχθου. Ὁ κόσμος τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς, τὰ πέπλα της Τραπέζας | |
110 | τῆς παναγίας, τῆς σεπτῆς, τὰ καθιερωμένα τὰ σκεύη τὰ πανάγια καὶ ποῦ νὰ καταντήσαν; Ἆρα ἔβλεπεν ὁ ἄγγελος, ὡς ἦτον τεταγμένος, ὅστις καὶ ἔταξεν ποτὲ τοῦ πάλαι νεανίσκου; Εἶπεν | γὰρ «οὐκ ἐξέρχομαι ἕως ὅτου νὰ ἔλθης». | |
115 | Ὁ νεανίας ἔρχεται, ὁ ἄγγελος ἀπῆλθεν· οὐχὶ ἐκεῖνος ὁ ποτὲ παίδας τῶν ἐκτητόρων, ἀλλ’ ἄλλος παίδας ἔφθασε, πρόδρομος Ἀντιχρίστου, καὶ ἄγγελοι καὶ ἅγιοι πλέον οὐ βοηθοῦσι. |