Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

«Ο μύθος της Ψωροκώσταινας»

«Ψωροκώσταινα» είναι ένας πολύ γνωστός μειωτικός και περιπαικτικός χαρακτηρισμός που λέμε για τη χώρα μας, ένας αυτοφαυλισμός που έχει πει και ο Ν. Σαραντάκος. Τον χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να αναφερθούμε στην υπανάπτυξη, την έλλειψη χρημάτων ή την ανοργανωσιά του νεοελληνικού κράτους, όπως γράφει και το ΛΚΝ [Λεξικό της κοινής νεοελληνικής]. Έχει χρησιμοποιηθεί επίσης, συνήθως απ’ τον χώρο της Αριστεράς, ο όρος «ιδεολογία ή σύνδρομο της Ψωροκώσταινας» ως κριτική απέναντι σε συντηρητικές απόψεις για την κατάσταση στη χώρα μας.
Ταυτόχρονα, επίσης, είναι αρκετά διαδεδομένη η άποψη ότι η λέξη «Ψωροκώσταινα» προήλθε από παρωνύμιο υπαρκτού προσώπου που έζησε στο Ναύπλιο στα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Πριν κάνουμε λόγο για την ιστορία αυτού του προσώπου, όπως μας παραδίδεται, ας δούμε πότε εμφανίζεται η λέξη στα γραπτά τεκμήρια που έχουμε.
Οι πρώτες ανευρέσεις της λέξης είναι σε απομνημονεύματα και ιστορικά κείμενα σχετικά με την Επανάσταση του 1821 και τα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους. Ο Νικόλαος Δραγούμης σε ιστορικές του αναμνήσεις (Πανδώρα, 1853) διηγείται ότι το 1833, όταν ήταν κυβερνητικός υπάλληλος στο Ναύπλιο, ζήτησε από έναν βαρκάρη να τον μεταφέρει στο πλοίο που βρισκόταν ο Όθωνας που μόλις είχε φτάσει στην Ελλάδα. Όταν είπε στον βαρκάρη ότι θα πληρωθεί από την κυβέρνηση μετά την επιστροφή τους, αυτός του γύρισε την πλάτη και του απάντησε απαξιωτικά «Η ψωροκώσταινα!». Την ίδια άρνηση αντιμετώπισε και απ’ τους υπόλοιπους βαρκάρηδες, και αναγκάστηκε να αναφέρει απογοητευμένος στον προϊστάμενό του ότι «την κυβέρνησιν ονομάζουσι όλοι ψωροκώσταινα και ουδέ λεπτόν εμπιστεύονται εις αυτήν».


Πανδώρα, 1853, σελίδα 261.

Επίσης και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του (γραμμένα λογικά στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα) αναφέρει ότι Ψωροκώσταινα έλεγαν την τελευταία κυβέρνηση πριν από την έλευση του Όθωνα. Το ίδιο και ο Αναστάσιος Γούδας στους «Παράλληλους Βίους» του (1873).


Γενναίου Κολοκοτρώνη «Απομνημονεύματα»

Σε άλλες πηγές, ο χαρακτηρισμός αυτός προσάπτεται σε κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Για παράδειγμα, ο Θεόδωρος Ρηγόπουλος, αγωνιστής του 1821 και γραμματικός του Θ. Κολοκοτρώνη, στα Απομνημονεύματά του γράφει (αναφερόμενος σε γεγονότα του 1824): «Ημείς ανήλθομεν εις Τρίπολιν κατά τα μέσα Ιουνίου, η δε φρουρά ηυτομόλησεν εις την Διοίκησιν, την τότε λεγομένην Βουλήν και μετά ταύτα ψωροκώσταινα». Και ο Δημήτριος Παπαντωνόπουλος ομοίως στο βιβλίο του «Πεντηκονταετηρίς της Ελληνικής Επαναστάσεως (1873)», αναφέρεται σε γεγονότα του 1824.


Δημήτριος Παπαντωνόπουλος «Πεντηκονταετηρίς της Ελληνικής Επαναστάσεως (1873)

Φαίνεται, λοιπόν, ότι αρχικά η λέξη ήταν σκωπτικός χαρακτηρισμός για κάποια κυβέρνηση ή κυβερνήσεις της παραπάνω ιστορικής περιόδου. Σιγά – σιγά θα γενικεύτηκε η χρήση της, εκτός των ιστορικών αυτών συμφραζομένων, και αφορούσε πλέον αφηρημένα το νεοελληνικό κράτος/χώρα. Στις πρώιμες αυτές ανευρέσεις της λέξης δεν υπάρχει καμία αναφορά ή σύνδεση με πραγματικό πρόσωπο. Πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο, όπως θα δούμε και παρακάτω, είναι στις αρχές του 20ου αιώνα.
Μια καλή παρουσίαση της ιστορίας της Ψωροκώσταινας, δηλαδή του προσώπου απ’ το οποίο φέρεται να προέρχεται η λέξη, υπάρχει εδώ από την ιστοσελίδα της Αργολικής Βιβλιοθήκης.
Οι περισσότερες πληροφορίες στην πραγματικότητα αντλούνται από άρθρο του Μιχαήλ Λαμπρυνίδη, Ναυπλιώτη λόγιου, συγγραφέα, βουλευτή και νομομαθούς, που δημοσιεύτηκε το 1904 (εφημερίδα Αθήναι, 1-2-1904, αναδημοσίευση στο Ημερολόγιον Σκόκου, 1905), το οποίο και αποτελεί την πρώτη χρονολογικά πηγή για το θέμα μας. Ας δούμε συνοπτικά τα κυριότερα σημεία της ιστορίας της, όπως την παραθέτει ο Λαμπρυνίδης:
«Η Ψωροκώσταινα στην πραγματικότητα λεγόταν Πανώρια, ήταν σύζυγος του έντιμου εμπόρου Χατζή – Κώστα Αϊβαλιώτη και ζούσε στο Αϊβαλί. Κατά την καταστροφή της πόλης από τους Τούρκους το 1821, σκοτώνονται μπροστά στα μάτια της ο σύζυγος της και τα τέσσερα παιδιά τους. Αυτή σώζεται και καταφεύγει στα Ψαρά. Εκεί αναγνωρίζεται από τον Βενιαμίν Λέσβιο, που δίδασκε στο Αϊβαλί, ο οποίος και την παίρνει μαζί της και καταλήγουν στο Ναύπλιο. Η Πανώρια προσφέρει τις φροντίδες της στον Βενιαμίν Λέσβιο μέχρι τον θάνατό του, το 1824. Στη συνέχεια, παρά τη φτώχεια της, παίρνει υπό την προστασία της ορφανά παιδιά του πολέμου, τα οποία τρέφει κάνοντας μεροκάματα και ζητιανεύοντας στους δρόμους. Τον Ιούνιο του 1826, στον έρανο που έγινε στο Ναύπλιο για τις ανάγκες του Αγώνα, η πάμφτωχη Ψωροκώσταινα προσφέρει ένα αργυρό δαχτυλίδι και ένα γρόσι, προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση. Όταν άνοιξε το πρώτο ορφανοτροφείο στο Ναύπλιο από τον Καποδίστρια, η Ψωροκώσταινα προσφέρει αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες της. Λίγους μήνες αργότερα πεθαίνει, και κηδεύεται από τα ορφανά σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης».


Εφημερίδα Αθήναι, 1-2-1904


Ημερολόγιον Σκόκου

Σε αυτή την ιστορία αργότερα προστίθενται μερικές ακόμη ψηφίδες. Ο Ευάγγελος Δαδιώτης, (1900 – 1992), [λόγιος, εκδότης, ιδρυτικό μέλος, Γενικός Γραμματέας και επίτιμο μέλος της Ένωσης Κυδωνιατών], με καταγωγή απ’ το Αϊβαλί, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αιγαιοπελαγίτικα τ. 13 [1], αφήνει να εννοηθεί ότι το παρωνύμιο Ψωροκώσταιναείναι στην πραγματικότητα παραφθορά του αρχικού παρωνυμίου της Ψαροκώσταινα, που της είχε δοθεί επειδή είχε βρεθεί στα Ψαρά μετά την καταστροφή του Αϊβαλιού. Επίσης, μας παραθέτει τα ακριβή λόγια της Ψωροκώσταινας στον έρανο του 1826: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».
Η ιστορία της Ψωροκώσταινας έκτοτε γνωρίζει μεγάλη διάδοση και εμφανίζεται ακόμη και σε ιστορικά βιβλία: Στην «Παιδεία επί Τουρκοκρατίας» του Τρύφωνος Ευαγγελίδου (1936), στην Ελληνική Επανάσταση του Διονύσιου Κόκκινου (5ος τόμος, σελ. 360), στα Ελληνικά Ιστορικά Ανέκδοτα του Τάκη Λάππα (1960), σε σημείωμα του Σπυρίδωνα Λάμπρου στο περιοδικό Νέος Ελληνομνήμων 13 (1916), 368 (ο οποίος επικαλείται δημοσίευμα της εφημερίδας Έθνος του 1915).


Παιδεία επί Τουρκοκρατίας» του Τρύφωνος Ευαγγελίδου (1936)


Σπυρίδωνας Λάμπρου «Νέος Ελληνομνήμων» 13 (1916), 368.

Αναφέρονται επίσης και άλλες εκδοχές της ιστορίας: Ο Τάσος Μουμτζής, με καταγωγή επίσης απ’ το Αϊβαλί, γράφει (Αναμνήσεις 1894-19241971) [2] ότι η κυρά Κώσταινα ήταν γυναίκα του δημάρχου του Αϊβαλιού. Όταν ήλθε πρόσφυγας στο Ναύπλιο τέθηκε επικεφαλής γυναικών προσφύγων που υπηρετούσαν τον αγώνα. Μετά την Επανάσταση αναγκάστηκε να ζητιανεύει για να ζήσει, και το παρωνύμιο Ψωροκώσταινα της το έδωσε ο Θ. Κολοκοτρώνης. Στο εγκυκλοπαιδικό λεξικό Ήλιου παρατίθεται μία τελείως διαφορετική εκδοχή: Η Ψωροκώσταινα ήταν γυναίκα κάποιου Κώστα από το χωριό Τζαφέρ Αγά (Ασίνη), ο οποίος σκοτώθηκε από τους ζηλωτές του Συντάγματος (προφανώς στις ταραχές μετά τον θάνατο του Καποδίστρια).


Εγκυκλοπαιδικό λεξικό Ήλιου

Η ιστορία της Ψωροκώσταινας, όπως μας είναι δοσμένη, δίνει την εντύπωση ότι έχει πολλά στοιχεία μύθου, παρηγορητικού μύθου, με αρκετούς συμβολισμούς: Η πραγματική Ψωροκώσταινα ήταν μια γυναίκα που πρώτα ήταν πλούσια και αρχόντισσα, τα έχασε όμως όλα από τους Τούρκους∙ παρά τη φτώχεια και τη δυστυχία της, προσέφερε στον Αγώνα ανιδιοτελώς και μεγαλόψυχα με όλες της τις δυνάμεις. Ίσως να μην είναι τυχαία και η σύνδεσή της με τον Βενιαμίν Λέσβιο, ο οποίος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και είχε προσφορά στην Επανάσταση. Μην ξεχνάμε ότι ο Μ. Λαμπρυνίδης γράφει το άρθρο του σε μια εποχή λίγο μετά τη χρεοκοπία, τον διεθνή οικονομικό έλεγχο, τον χαμένο πόλεμο του 1897, όταν και πιθανότατα θα ήταν πολύ δημοφιλής η λέξη.
Όπως είδαμε και παραπάνω, στην ιστορία της Ψωροκώσταινας κεντρικό ρόλο έχει ο έρανος που έγινε στο Ναύπλιο τον Ιούνιο του 1826. Για να θυμηθούμε τα γεγονότα, μετά την πτώση του Μεσολογγίου οι Έλληνες βρέθηκαν σε πολύ δυσχερή θέση, χωρίς οικονομικά μέσα, όπλα και πολεμοφόδια, και με τον Ιμπραήμ να λεηλατεί την Πελοπόννησο. Έτσι, στις 8-6-1826 διοργανώθηκε από τη Διοίκηση έρανος στην κεντρική πλατεία του Ναυπλίου. Εκεί, ο δάσκαλος Γεώργιος Γεννάδιος εκφώνησε εμπνευσμένη και συγκινητική ομιλία, συνεισέφερε ταυτόχρονα και τα λίγα χρήματα που είχε, παρακινώντας όλους να συνδράμουν με ό,τι είχαν. Ο Λαμπρυνίδης έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα και έχει γράψει και άλλα άρθρα για το περιστατικό αυτό. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Αρχικά, ο Λαμπρυνίδης είχε γράψει ένα άρθρο με τίτλο «Σκηναί πατριωτικαί εν Ναυπλίω κατά την κρισιμωτάτην περίοδον του εθνικού ημών αγώνος» (περιοδικό Αρμονία, τ. 3ος, 1902), όπου πραγματευόταν το περιστατικό του εράνου της 8-6-1826. Ως πηγές του επικαλείται: «Επιστολή του Γάλλου Στρατηγού Roche προς το εν Παρισίοις Φιλελληνικόν Κομιτάτον, γραφείσα εν Ναυπλίω κατά τον Ιούλιον του 1826 (Documents relatifs a l’etat present de la Grece: publies d’apres les communications du Comite Philhellenique de Paris, Νο II σελ. 30 και Νο III σελ. 46, 47)». Η μεν πρώτη πηγή, δηλαδή η αναφορά στο τεύχος ΙΙ σελ. 30 (ονλάιν εδώ) είναι πράγματι η επιστολή του Roche∙ η δεύτερη πηγή (τεύχος ΙΙΙ σελ. 46,47) είναι γαλλική μετάφραση άρθρου της Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος της 12-6-1826. Η Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος ήταν το επίσημο έντυπο της Διοίκησης, με αρχισυντάκτη τότε τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, στην οποία δεν δημοσιεύονταν μόνο νομοθετικά και διοικητικά κείμενα, αλλά και ειδησεογραφικά άρθρα∙ το συγκεκριμένο άρθρο είχε περιγραφή του εράνου που είχε γίνει μόλις λίγες μέρες πριν. (Ο Λαμπρυνίδης παραθέτει και μία ακόμη πηγή, την Ιστορία της πολιορκίας του Μεσολογγίου του Αυγ. Fabre, στην οποία όμως δεν υπάρχει καμία αναφορά για τον έρανο της 8-6-1826).
Ο Λαμπρυνίδης στη διήγησή του κρατά τον βασικό κορμό των πηγών του, δηλαδή της επιστολής του Roche και του άρθρου της Γενικής Εφημερίδας, παρεμβάλλοντας όμως πολλές προσθήκες με επώνυμους και ανώνυμους ανθρώπους που εμφανίζονται να συμμετέχουν στον έρανο. Πουθενά όμως σε αυτό το άρθρο δεν υπάρχει η Ψωροκώσταινα – ούτε άλλωστε στις πηγές του Λαμπρυνίδη.
Δύο χρόνια αργότερα, την 25η Μαρτίου 1904, ο Λαμπρυνίδης αναδημοσιεύει το ίδιο πιο πάνω άρθρο στην εφημερίδα Αθήναι με τον τίτλο «Σελίδες Πατριωτισμού: Σκούφος – Γεννάδιος».Έχει ελάχιστες αλλαγές σε σχέση με το προηγούμενο άρθρο του, με κυριότερη το ότι εμφανίζεται τώρα και η Ψωροκώσταινα να συμμετέχει στον έρανο. Τι είχε μεσολαβήσει; Είχε δημοσιεύσει λίγο πριν το άρθρο του για την ζωή της Ψωροκώσταινας που είδαμε παραπάνω (1-2-1904, εφ. Αθήναι).


Εφημερίδα Αθήναι: «Σελίδες Πατριωτισμού: Σκούφος – Γεννάδιος»

Στη συνέχεια, έρχεται ο γιος του Γεωργίου Γεννάδιου, Ιωάννης Γεννάδιος, και εκδίδει ολόκληρο βιβλίο με τίτλο «Ο Γεώργιος Γεννάδιος σωτήρ της όλης πατρίδος εν Ναυπλίω τω 1826»(1905), με αποκλειστικό σκοπό να αποδείξει ότι δεν ήταν ο Νικόλαος Σκούφος αυτός που είχε εκφωνήσει τον περίφημο λόγο στον έρανο του 1826, όπως ισχυριζόταν ο Λαμπρυνίδης (στην πραγματικότητα ο Roche). Έτσι, ερευνά όλες τις σχετικές πηγές και παραθέτει διηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων, άρθρα, αποσπάσματα από βιβλία ιστορίας κτλ., απ’ τα οποία πράγματι προκύπτει ότι ο Νικ. Σκούφος δεν είχε καμία σχέση με το γεγονός. (Σημειώνεται ότι ο Λαμπρυνίδης στο άρθρο του βάζει τον Ν. Σκούφο να εκφωνεί λόγο κάποια στιγμή πριν απ’ τον έρανο, και τον Γ. Γεννάδιο την ημέρα του εράνου, ενώ κάτι τέτοιο δεν προκύπτει απ’ την επιστολή του Roche – ούτε απ’ τις άλλες πηγές!).


«Ο Γεώργιος Γεννάδιος σωτήρ της όλης πατρίδος εν Ναυπλίω τω 1826»

Από τις ίδιες όμως αυτές πηγές προκύπτει επίσης ότι πουθενά δεν υπάρχει καμία αναφορά σε Ψωροκώσταινα ή Χατζηκώστα ή κάτι σχετικό. Σημειώνεται ότι στο πιο πάνω άρθρο της Γενικής Εφημερίδας της Ελλάδας, που είναι και η πιο κοντινή μαρτυρία στο γεγονός, αναφέρεται ότι το αποκορύφωμα της συγκίνησης κατά τη διάρκεια του εράνου ήταν όταν «… ως και έν παιδίον, το οποίον ζη πωλούν εις τους δρόμους νερόν, ή ζητούν ελεημοσύνην, επρόσφερεν και αυτό το πτωχόν, αλλά φίλον της πατρίδος τέκνον, δύο τάλληρα, και η πράξις αύτη εκίνησε πολλούς θεατάς εις δάκρυα …». Το ίδιο γράφει και ο Αλέξανδρος Σούτσος, που ήταν επίσης αυτόπτης μάρτυρας, σε βιβλίο του το 1829: «… καιπρος το εσπέρας το κίνημα κατέστη τόσον γενικόν, τόσον ένθουν, ώστε και παιδίον τί, αποζών εκ της ελεημοσύνης των διαβατών, εθεάθη αποσύρων εκ της ζώνης του δύο τάλληρα, προϊόν ενός έτους περισυλλογών, και προσφέρον αυτά μετά προθυμίας».
Ανακεφαλαιωτικά: Ο Λαμπρυνίδης δημοσιεύει ένα άρθρο το 1902 που περιγράφει με εξαντλητική λεπτομέρεια τον περίφημο έρανο του 1826, χωρίς καμία αναφορά σε Ψωροκώσταινα. Σημειωτέον ότι στις σύγχρονες πηγές ως η πιο συγκινητική στιγμή περιγράφεται αυτή με το ζητιανάκι που προσφέρει το υστέρημα του. Το 1904 ο Λαμπρυνίδης δημοσιεύει άρθρο με τη ζωή της Ψωροκώσταινας, που είναι και η πρώτη αναφορά για το πρόσωπο αυτό. Της δίνει μάλιστα στο άρθρο αυτό και πρωταγωνιστικό ρόλο στον έρανο της 8-6-1826. Λίγο μετά, στις 25-3-1904, αναδημοσιεύει το ίδιο άρθρο του 1902, προσθέτοντας τώρα και την Ψωροκώσταινα. Στο μεταξύ, από τις διαθέσιμες πηγές που υπάρχουν για τον έρανο αυτό, πουθενά δεν προκύπτει συμμετοχή της Ψωροκώσταινας. Αν πάλι υπήρχε κάποια παλιά προφορική παράδοση για την Ψωροκώσταινα, είναι εύλογο ότι θα την ήξερε ο Ναυπλιώτης Μ. Λαμπρυνίδης όταν έγραφε το άρθρο του το 1902, και δεν θα την ανακάλυπτε πρώτη φορά το 1904.
Βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να υπάρχει κάποιος κόκκος αλήθειαςσε όλα αυτά∙ δηλαδή να προήλθε πράγματι η λέξη από κάποιο υπαρκτό πρόσωπο της εποχής, μία πολύ φτωχή γυναίκα ή μια ζητιάνα, χωρίς όμως να είναι γνωστές και να μπορούν να τεκμηριωθούν οι λεπτομέρειες της ζωής της. Από την άλλη, μπορεί να μην προήλθε από το παρωνύμιο κάποιου συγκεκριμένου προσώπου, αλλά να είναι ένας, ας πούμε, αφηρημένος ονοματικός σχηματισμός, όπως για παράδειγμα η φράση «και η κουτσή Μαρία».
Μια παρόμοια και χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι ψωρομανώληδες (και μπαλτηριτζιμπλάκηδες, δηλαδή ξυπόλητοι) του Αδαμάντιου Κοραή, λέξεις με τις οποίες χαρακτηρίζει σε επιστολές του τους αβράκωτους, τους ακραίους της Γαλλικής Επανάστασης. Είναι μάλλον απίθανο να προέρχεται αυτή η λέξη του Κοραή από κάποιον συγκεκριμένο Μανώλη, αλλά, αντίθετα φαίνεται ότι σχηματίστηκε από τη σύνθεση του προθήματος ψωρο-, που έχει φυσικά μειωτική σημασία, και ενός κοινού, συνηθισμένου βαφτιστικού ονόματος. Κάτι ανάλογο είναι πιθανότατο να συνέβη και με τη λέξη Ψωροκώσταινα, χωρίς να κρύβεται πίσω της κανένα ιστορικό πρόσωπο και ευφάνταστες ιστορίες για τη ζωή της.
Ο κύριος Νίκος Σαραντάκος γράφει στο τέλος του άρθρου:
Εγώ δεν έχω κάτι να προσθέσω, νομίζω καταδεικνύεται με ατράνταχτα επιχειρήματα πως το πρόσωπο της Πανώριας Χατζηκώστα – Ψωροκώσταινας είναι κατασκευή. Προσθέτω μόνο ότι στις μεταγενέστερες αφηγήσεις το όνομα της ανύπαρκτης ηρωίδας έχει εξευγενιστεί ελαφρώς σε «Πανωραία Χατζηκώστα» – αφού «ήταν» αρχόντισσα έστω και ξεπεσμένη!

Σπύρος Ζερβόπουλος

Σημειώσεις Βιβλιοθήκης


[1] «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑΣ» Ευάγγελου Δαδιώτη.
Ψωροκώσταινα: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».
Το όνομα «Ψωροκώσταινα» το χρησιμοποιούμε σήμερα, όταν θέλουμε να περιγράψουμε την ανέχεια και τη φτώχεια και ειδικότερα όταν θέλουμε να καταδείξουμε κάποιον ή κάτι ως τον «φτωχό συγγενή» ενός συνόλου, ή με άλλα λόγια τον «τελευταίο τροχό της αμάξης». Στις μέρες μας, συνήθως χρησιμοποιούμε απαξιωτικά αυτή τη λέξη όταν πρόκειται να στηλιτευθεί μια κακομοιριά, υποχωρητικότητα, ανοργανωσιά, αδυναμία και φτώχια που κάποιοι θεωρούν ότι χαρακτηρίζει την Ελλάδα της νεότερης ιστορίας.
Όμως, η Ψαροκώσταινα ή Ψωροκώσταινα, ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο της νεοελληνικής ιστορίας και μάλιστα μια ηρωική και αξιέπαινη γυναίκα στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στην υπηρεσία της πατρίδας. Όταν το 1821 καταστράφηκε η πόλη των Κυδωνιών, της Μικράς Ασίας, μετά από την αποτυχημένη επαναστατική κίνηση που επιχειρήθηκε, ο πληθυσμός της σφάχτηκε και το σύνολό του εγκατέλειψε την όμορφη πόλη με ντόπια ή ψαριανά καράβια. Στην χαλασιά αυτή κατάφερε να σωθεί η Πανωραία Χατζηκώστα, μια όμορφη αρχόντισσα με μεγάλη περιουσία. Κατά αγαθή συγκυρία ένας ναύτης τη βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασαν σ’ ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά. Τόσο τον άντρα της, τον Κώστα Αϊβαλιώτη, που ήταν πάμπλουτος έμπορος, όσο και τα παιδιά της, τους έσφαξαν μπρος τα μάτια της οι Τούρκοι. Στα Ψαρά λοιπόν, όπου βρέθηκε (γι’ αυτό ονομάστηκε Ψαροκώσταινα) πάμφτωχη και ολομόναχη, οι συντοπίτες της και κυρίως ο Βενιαμίν ο Λέσβιος (δάσκαλος της Ακαδημίας των Κυδωνιών) την βοήθησαν και την προστάτεψαν. Η Πανωραία σύντομα άφησε τα Ψαρά και φθάνει στην τότε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο. Εκεί την ακολούθησε κι εγκαταστάθηκε και ο Βενιαμίν ο Λέσβιος. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, αφού ζούσε από τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε στον δάσκαλο και φιλόσοφο Βενιαμίν Λέσβιο, ο οποίος παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει. Τον Αύγουστο του 1824 όμως, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος πέθανε από τύφο. Από τότε για την Πανώρια άρχισε ένας δυσβάστακτος αγώνας επιβίωσης. Μόνη και άγνωστη, βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας την αχθοφόρο, πότε την πλύστρα και πότε χάρη στην ελεημοσύνη όσων την συμπονούσαν.
Την περίοδο εκείνη η Επανάσταση δοκιμαζόταν από την επέλαση του Ιμπραήμ, ο οποίος εκτός από τις άλλες καταστροφές άφηνε στο πέρασμά του και εκατοντάδες ορφανά που συγκεντρώνονταν στο Ναύπλιο. Παρά τα προβλήματά της, η Πανώρια ζήτησε και πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και την φώναζαν Ψωροκώσταινα.Το 1826 έγινε έρανος** στο Ναύπλιο για να βοηθήσουν το μαχόμενο Μεσολόγγι. Έτσι μια Κυριακή, στήθηκε στη κεντρική πλατεία ένα τραπέζι και οι υπεύθυνοι του εράνου ζητούσαν από τους καταστραμμένους, πεινασμένους και χαροκαμένους Έλληνες να βάλουν πάλι το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν τους μαχητές και τους αποκλεισμένους του Μεσολογγίου. Αλλά λόγω της φτώχιας και της εξαθλίωσης κανείς δεν πλησίαζε το τραπέζι. Όλων τα σπίτια δύσκολα τα έφερναν πέρα. Τότε η φτωχότερη όλων, η χήρα Χατζηκώσταινα, η Πανωραία, έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό της και ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της και τα ακούμπησε στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής, λέγοντας «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».
Ύστερα απ’ αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της» κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Άρχισαν να αποθέτουν στο τραπέζι του εράνου λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η εξέλιξη της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή απαθανατίστηκε «επίσημα» πλέον, με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα». Η πλύστρα Πανωραία όμως, δεν έδινε μόνο μαθήματα πατριωτισμού, αλλά και ανθρωπιάς, καθώς το ελάχιστο εισόδημά της το μοιραζόταν με ορφανά παιδιά αγωνιστών. Όταν μάλιστα ο Καποδίστριας ίδρυσε ορφανοτροφείο, προσφέρθηκε – γριά πια και με σαλεμένο τον νου από τον πόνο και τις στερήσεις – να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά αμοιβή. Και εκεί που άρχισε να χαίρεται για τα «παιδιά της» που είχαν βρει ρούχα και φαγητό, λίγους μόλις μήνες μετά τη λειτουργία του ιδρύματος η Πανώρια πέθανε. Οι επίσημοι δεν την τίμησαν. Την τίμησαν όμως με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά του ορφανοτροφείου, τα οποία μέσα σε λυγμούς την συνόδευσαν ως την τελευταία της κατοικία. Για το πώς η Ψωροκώσταινα έγινε «σύμβολο» υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, η οποία μάλλον οφείλεται στην αγάπη που έτρεφε ο απλός κόσμος για την Πανώρια. Σύμφωνα με αυτήν, η Ψωροκώσταινα, όπως την έλεγαν λόγω της φτώχειας της, ήταν σύζυγος αγωνιστή. Δεν είχε καμία βοήθεια από πουθενά και ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Κάποια στιγμή την είδε ο Καποδίστριας και της έδωσε κάτι. Τότε εκείνη, κατανοώντας το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας, έδωσε στον κυβερνήτη όσα χρήματα είχε συγκεντρώσει. Ο Καποδίστριας συγκινήθηκε από τη χειρονομία και έδωσε εντολή να συνταξιοδοτηθεί.
Γιατί όμως έγινε πανελλήνια γνωστό το παρατσούκλι της Πανωραίας;
Στην εποχή του Καποδίστρια σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος παρομοίασε το Ελληνικό Δημόσιο με την Ψωροκώσταινα. Ο συσχετισμός «άρεσε» και κάθε φορά που αναφερόντουσαν στο θέμα του Δημοσίου το ονόμαζαν «Ψωροκώσταινα». Λίγο αργότερα όταν ανέλαβαν την εξουσία οι Βαυαροί και διέλυσαν τα άτακτα στρατιωτικά τμήματα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, η φράση «τι να περιμένει κανείς από την Ψωροκώσταινα;» πέρασε στην ιστορία. Οι αγωνιστές αποκαλούσαν την αντιβασιλεία ειρωνικά «Ψωροκώσταινα» και οι Βαυαροί από την πλευρά τους όταν ήθελαν να απαντήσουν σε όσους ζητούσαν τη βοήθεια του κράτους για να συντηρηθούν έλεγαν περιφρονητικά: «Όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν». Το παρατσούκλι το οποίο απέδιδε την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας, από τότε και έως τις ημέρες μας αναφέρεται συχνά. Μάλιστα το 1942, κατά τη συνεδρίαση της πρώτης Βουλής κάποιος βουλευτής χαρακτήρισε και πάλι την Ελλάδα Ψωροκώσταινα. Όλοι είχαν αποδεχθεί πλέον τον χαρακτηρισμό. Έναν περιφρονητικό χαρακτηρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός και στη σημερινή πολιτική ορολογία. Χαρακτηρισμός, που για όσους γνωρίζουν την ιστορία, δεν είναι απαξιωτικός, διότι η Πανωραία Χατζηκώστα η επονομασθείσα Ψαροκώσταινα και Ψωροκώσταινα υπήρξε μια αξιομίμητη πατριώτισσα με λεβεντιά και φιλότιμο.
[2] (Από το βιβλίο: Τάσος Μουμτζής, Αναμνήσεις 1894-1924, Θεσσαλονίκη, 1971).
Όσοι γλίτωσαν, οι περισσότεροι γυναικόπαιδα, μεταφέρθηκαν στα νησιά Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά και τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου. Εκεί πολλοί νεαροί κατατάχτηκαν στο στρατό και το ναυτικό της Επανάστασης και πήραν μέρος σε πολλές μάχες, όπου διακρίθηκαν για την παλικαριά τους. Πολλοί έγιναν βαθμοφόροι. Ο Στρατής και ο Παναγής Πίσσας με 60 Αϊβαλιώτες. Κοντά στον Γιατράκο ο Αποστόλης Χατζής με 80 Αϊβαλιώτες. Ο Δημητρός Καπανδάρος πολεμά με 50 συμπατριώτες του στην Πελοπόννησο, 300 άλλοι πολεμούν στο Άργος τον Δράμαλη, 100 με τον Κριεζώτη υπερασπίζουν την Ακρόπολη, όπου σκοτώθηκε το πρωτοπαλίκαρο του Αϊβαλιού, ο Νικόλας Τζίτζιρας. Στην μάχη του Πέτα σκοτώθηκαν ο Άγγελος Ζωντανός και ο Μανώλης Αμμανίτης. Ο Στυλιανός Γονατάς, προπάππος του στρατηγού Στ. Γονατά, πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδος, πολεμά παντού με πείσμα, προαγόμενος κάθε τόσο επ’ ανδραγαθία. Ο Δημήτρης Μοσχονησιώτης μαζί με τον πατέρα του Νικόλα έχουν στο ενεργητικό τους την εκπόρθηση του Παλαμηδιού, γιατί αυτοί κατάστρωσαν το πολεμικό σχέδιο και το βάλανε μπρος την παραμονή τ’ Άη Αντρέα, μπαίνοντας στο Παλαμήδι που το θεωρούσαν όλοι απόρθητο. Ο Ι. Σαλτέλης, στο φρούριο των Ψαρών, αντί να παραδοθή – δεύτερος Γεωργάκης Ολύμπιος – έβαλε μπουρλότο στο βαρέλι με το μπαρούτι και βρήκε ένδοξο θάνατο μαζί με πολλούς συμπατριώτες του. Στο πολεμικό ναυτικό ο Δ. Σαλτέλης υπηρέτησε ως ιδιαίτερος γραμματέας του ναυάρχου Μιαούλη. Τέλος, ο Στρατής Πίσσας με τα πολλά προσόντα του γίνεται γρήγορα αξιωματικός του τακτικού στρατού, πολεμά στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο, στη Χίο, στην Κάρυστο, στο Χαϊδάρι και στο Παλαμήδι. Το 1843 γίνεται φρούραρχος Αθηνών, μένοντας στη θέση αυτή επί είκοσι περίπου χρόνια. Το 1864 ήταν αρχηγός στρατού κατοχής στα Ιόνια νησιά. Αργότερα έγινε πρόεδρος του αναθεωρητικού δικαστηρίου, οπότε και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του αντιστρατήγου.
Στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της ελεύθερης ελληνικής γωνιάς, η γυναίκα του δημάρχου του Αϊβαλιού ετέθη αμέσως επικεφαλής, όσων μπορούσαν να υπηρετήσουν τον αγώνα, γυναικών προσφύγων, και επέτυχε να συμπληρώση με γυναικείο προσωπικό τα νοσοκομεία, τα αναρρωτήρια όπου νοσηλεύονταν οι ασθενείς και τραυματίες, μαγειρεία, πλυντήρια κλπ.
Ύστερα από κάμποσα χρόνια σκληρής ζωής η κυρά Κώσταινα (στα παλιά χρόνια οι γυναίκες έπαιρναν το όνομα του ανδρός τους: κυρά Τάσαινα, κυρά Γιάνναινα κλπ.), πολύ φτωχή κι αρρωστημένη, καθόταν κάτω απ’ τον πλάτανο στην πλατεία του Ναυπλίου και ζητιάνευε, επικαλούμενη τις προσφερθείσες υπηρεσίες της. Κάποτε περνούσαν με συνοδεία τον αρχιστράτηγο της Επαναστάσεως, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Τον πήγαιναν στο στρατοδικείο για να δικαστή με τις βαρειές κατηγορίες: προδοσία και εχθρότητα κατά του βασιλιά. Βλέποντας την κυρά Κώσταινα λέει στους συνοδούς του: «Νά η Ελλάδα· ήταν πάντα, είναι και θα ’ναι Ψωροκώσταινα».

Κυριακή 19 Μαΐου 2019

ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ 1930

ΘΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΟΝ (ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ) ΣΤΟ ΖΟΥΜΠΕΡΙ ΑΤΤΙΚΗΣ

Ο (δικτάτορας) Πρωθυπουργός ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ, ο Υπουργός-Διοικητής Πρωτευούσης ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ και άλλοι επίσημοι προσέρχονται στο ΖΟΥΜΠΕΡΙ ΑΤΤΙΚΗΣ για τη θεμελίωση της θερινής κατασκήνωσης της ΕΟΝ («Στρατόπεδο Ιωάννης Μεταξάς») (9/6/1938). Μετά τον αγιασμό ο Ι. ΜΕΤΑΞΑΣ θεμελιώνει το έργο και ενημερώνεται για τις εγκαταστάσεις. Ακολουθούν στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή των Φαλαγγιτών στην κατασκήνωση μετά την έναρξη της λειτουργίας της. (Το υλικό αυτό τεκμηριώθηκε από το Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο)

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Η σφαγή του Στρασβούργου

Η σφαγή του Στρασβούργου: Η σφαγή του Στρασβούργου 14 Φλεβάρη 1349. Ο Άγιος Βαλεντίνος αποφάσισε να μην πάει στο Στρασβούργο. Η Μαύρη Πανώλη είχε κλείσει όλους τους δρόμους. 2000 Εβραίοι είναι , σύμφωνα με τους κατοίκους της πόλης, υπεύθυνοι για το χτικιό που τσακίζει όλη την Ευρώπη. Μια μεγάλη ξύλινη πλατφόρμα θα γίνει ο φριχτός “βωμός” πάνω στον οποίο […]

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Το περιβάλλον της δράσης του Ιησού – (Η Ιουδαία και η Γαλιλαία τον 1ο αιώνα μ.Χ.)


Η Παλαιστίνη του πρώτου μισού του 1ου αι. μ.Χ. είναι η περιοχή που άκουσε τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Αφορμές για το κήρυγμά Του ήταν οι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές συνθήκες που χαρακτήριζαν αυτή τη γωνία του μεσογειακού κόσμου. Η γνωριμία με την ιστορία της βοηθάει σημαντικά στην προσέγγιση της προσωπικότητας του Χριστού. Κυρίως οι ιδιαιτερότητες που παρουσίαζε η Γαλιλαία και η Ιουδαία – οι κατεξοχήν τόποι της δράσης του Ιησού – τον 1ο αιώνα, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον γιατί η «συνάντηση» με αυτές βοηθάει στην πληρέστερη «ανακάλυψη» του Υιού του Ανθρώπου.
  1. Αρχέλαος και ρωμαίοι επίτροποι
Ιώσηπος Φλάβιος ή Γιοσέφ μπεν Μαθιά, Εβραίος λόγιος, ιστορικός και αγιολόγος.
Είναι γνωστό πως κυριότερη πηγή της ιστορίας της Ιουδαίας τον 1ο αι. π. Χ. – όπως άλλωστε και της υπόλοιπης Παλαιστίνης – είναι ο Φλάβιος Ιώσηπος. Ο στρατηγός με την αμφιλεγόμενη δράση δίνει στα έργα του αρκετές πληροφορίες για την περιοχή, με μία δόση υπερβολής είναι αλήθεια, και βοηθάει έτσι στην καλύτερη κατανόηση του πλαισίου της δράσης του Χριστού στην Ιουδαία. Κυρίως δύο έργα του ο «Ιουδαϊκός πόλεμος»και η «Ιουδαϊκή αρχαιολογία»είναι πολύτιμες πηγές για την ιστορία της και δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο η ρωμαϊκή διοίκηση ασκούσε την εξουσία της στις επαρχίες της αυτοκρατορίας, είτε μέσω των γηγενών φίλων της είτε μέσω των επιτρόπων που η ίδια έστελνε.
Όπως η υπόλοιπη Παλαιστίνη έτσι και η Ιουδαία, στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. ανήκε στο πελατειακό σύστημα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Είναι μέρος της επικράτειας των «ανεξάρτητων» Ηρωδών, οι οποίοι φυσικά όχι μόνο δεν διανοούνταν να έχουν δική τους πολιτική αλλά έπρεπε να έχουν τη συγκατάθεση της Ρώμης για τις πράξεις τους και να είναι αρεστοί στον αυτοκράτορα ώστε να διατηρούν την εξουσία στην περιοχή.
Πιο αναλυτικά το 63 π.Χ. οι Ρωμαίοι εισέρχονται στην Ιερουσαλήμ και ο στρατηγός Πομπήιος βεβηλώνει τα Άγια των Αγίων του Ναού. Το πρόσχημα αυτής της εισβολής ήταν το κάλεσμα που τους απηύθυνε ο διεκδικητής της εξουσίας στη περιοχή Υρκανός Β΄ για να τον βοηθήσουν στον αγώνα του εναντίον του άλλου διεκδικητή, του αδελφού του Αριστόβουλου Β΄. Αυτοί με τη δύναμη των όπλων τους, διορίζουν τον Υρκανό εθνάρχη και αρχιερέα, ενώ το ιουδαϊκό κρατίδιο που είχε ιδρυθεί από τους Ασμοναίους βασιλιάδες γίνεται ρωμαϊκή κτίση που υπάγεται στον έπαρχο της Συρίας. Ουσιαστικά όμως η ρωμαϊκή κυριαρχία αρχίζει μετά την οριστική ήττα του Αριστόβουλου και του γιου του Αντίγονου από τις ρωμαϊκές λεγεώνες.
Αυτή την ταραγμένη εποχή αναδύεται το άστρο του Ιδουμαίου Αντίπατρου ή Αντίπα. Γίνεται «επιμελητής» των Ιουδαίων και του Υρκανού, βοηθάει τον Καίσαρα και αυτός για ανταμοιβή του απονέμει τον τίτλο του ρωμαίου πολίτη και του εθνάρχη, ενώ ο γιος του Ηρώδης γίνεται στρατηγός της Γαλιλαίας. Αργότερα με τη βοήθεια των ρωμαίων ο Ηρώδης – πρόκειται για τον γνωστό, στην εποχή του οποίου γεννήθηκε ο Χριστός – γίνεται ο ισχυρός άντρας της περιοχής, ιδρύει την τοπική δυναστεία των Ηρωδών και ο αυτοκράτορας του απονέμει τον τίτλο Rex socius et amicus populi Romani. Φαίνεται να διατηρούσε καλές σχέσεις με το κέντρο της εξουσίας και έτσι του συγχωρούνταν οι παρεκτροπές και οι βιαιότητές που απηχούνται και στα ευαγγελικά κείμενα. Γνωστή ήταν η μεγαλομανία του και τα πολλά κτίσματα που δημιουργούσε με αποκορύφωμα το Ναό των Ιεροσολύμων, που ήταν το κέντρο του ιουδαϊσμού στα χρόνια του Ιησού, αν και μέχρι την καταστροφή του στην επανάσταση του 60 μ.Χ. παρέμεινε ημιτελής. Χαρακτηριστική ήταν και η προσπάθειά του να οικειοποιηθεί μεσσιανικούς τίτλους για τον εαυτό του και τους διαδόχους του. Μάλιστα υπήρχε και ολόκληρη παράταξη, οι Ηρωδιανοί, που προπαγάνδιζαν, σύμφωνα με μία άποψη, αυτή τη θέση. Τα ευαγγέλια τους παρουσιάζουν να έρχονται σε σύγκρουση με τον Ιησού και να επιθυμούν, σε συνεργασία με τους Φαρισαίους να επιδιώκουν την παράδοση Του στους ρωμαίους.
Ηρώδης Α΄, βασιλιάς της Ιουδαίας από το 37 π.Χ. μέχρι το έτος 4 π.Χ.
Μετά το θάνατό του Ηρώδη ανοίγεται η τελευταία διαθήκη που είχε συντάξει, σύμφωνα με την οποία φανερώνεται η επιθυμία του να πάρει τη μερίδα του λέοντος από την επικράτειά του ο γιος του Αρχέλαος ο οποίος έτσι «βασιλεύς…απεδείκνυτο» ( Ιουδ. Πόλ. Ι 668).
Γίνεται δεκτή η διαθήκη από το στρατό και ο ρωμαιοθρεμένος Αρχέλαος φροντίζει για τη μεγαλοπρεπή ταφή του πατέρα του. Για να μπορέσει όμως να ασκήσει την εξουσία και να μη μείνει η διαθήκη κενός λόγος θα έπρεπε αυτή να επικυρωθεί από τη Ρώμη, η οποία έτσι θα έδειχνε πως τον θεωρεί άνθρωπό της στην Παλαιστίνη που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της.
Πάντως δεν αποδέχεται την εξουσία όταν στρατιώτες του προσφέρουν το στέμμα στην Ιεριχώ. Είναι φανερό πως θα ήταν κίνηση χωρίς αντίκρισμα αν δεν είχε τη συγκατάθεση της αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα παρουσιάζονται και άλλοι διεκδικητές του κράτους του Ηρώδη και μεταξύ αυτών ο αδελφός του Αρχέλαου Αντίπας, που αισθάνεται παραγκωνισμένος. Φεύγει λοιπόν ο νόμιμος κληρονόμος γρήγορα για τη Ρώμη, εκεί πέφτει στα γόνατα του Αυγούστου και έτσι χορηγείται σ’ αυτόν η πολυπόθητη συγκατάθεση για την άσκηση της εξουσίας, όχι όμως όπως αυτός περίμενε. Του δίνεται λοιπόν μόνο το μισό βασίλειο, ο τίτλος του εθνάρχη και η υπόσχεση πως θα ονομαστεί βασιλιάς, αν βέβαια ικανοποιούσε τους ρωμαίους πάτρωνές του. Το υπόλοιπο πελατειακό κρατίδιο παραχωρείται στον Φίλιππο και τον Ηρώδη Αντίπα. Συγκεκριμένα οι Ρωμαίοι δίνουν στον Αρχέλαο (4 π.Χ. – 6 μ.Χ), προσδοκώντας να γίνει ο άνθρωπός τους, την Ιδουμαία, την Ιουδαία και τη Σαμάρεια, ο Φίλιππος παραλαμβάνει τη Βαταναία, την Τραχωνίτιδα και την Πανειάδα και ο Αντίπας την Περαία και τη Γαλιλαία με τον τίτλο του τετράρχη.
Ηρώδης Αρχέλαος. εθνάρχης της Ιουδαίας της Σαμάρειας και της Ιδουμαίας (4 π.Χ.-6). Γιος του Ηρώδη του Μεγάλου.
Ο Αρχέλαος δε φαίνεται να διαφέρει στη βιαιότητα του χαρακτήρα από τον πατέρα του, πράγμα που απηχείται και στο Ματθ. 2,22.Ταυτόχρονα προκαλεί το θρησκευτικό αίσθημα του λαού νυμφευόμενος τη γυναίκα του αδελφού του, διώκοντας ταυτόχρονα τη νόμιμη σύζυγό του. Εναντίον του δυσφορούν όχι μόνο οι Ιουδαίοι αλλά και οι Σαμαρείτες και εξαιτίας της συμπεριφοράς του καταφεύγουν στον Οκταβιανό. Αυτός βλέποντας να διαψεύδονται οι προσδοκίες του, πως δηλ. ο Αρχέλαος ήταν κατάλληλος για άνθρωπός του στην Παλαιστίνη, τον εξορίζει στη «Βιέννα , πόλιν της Γαλλίας» (Ιουδ. Πόλ. ΙΙ 111), μετά από εννιά χρόνια παραμονής του στην εξουσία ενώ δημεύει και την περιουσία του.
Η αυτοκρατορία αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει άλλος ικανός αντικαταστάτης του Αρχέλαου που θα μπορούσε να γίνει ο «πελάτης» της – ο όρος με τη σημασία που είχε την ρωμαϊκή εποχή- στην Ιουδαία. Αναλαμβάνει λοιπόν η ίδια χωρίς ντόπιους μεσολαβητές την διοίκηση. Άλλωστε αυτό φαίνεται να ήταν τώρα στα σχέδιά της: μετά την επιβολή της Pax Romana, της ήταν άχρηστοι ηγεμονίσκοι που τελικά μόνο ενοχλητικοί ήταν, εφόσον με τη συμπεριφορά τους δεν ήταν ανεκτοί από τον ντόπιο πληθυσμό και δημιουργούσαν προβλήματα στην κεντρική εξουσία.
Η Ιουδαία λοιπόν μεταβάλλεται σε επαρχία του ρωμαϊκού κράτους. Στο εξής θα κυβερνάται από ρωμαίους επιτρόπους που θα υπάγονται στον ανθύπατο της Συρίας.
Πρώτος ρωμαίος έπαρχος διορίζεται ο Coponius (6-9). Μαζί μ’ αυτόν έρχεται στην Ιουδαία ο γνωστός από το ευαγγέλιο του Λουκά Publius Sulpicius Quirinius,που έχει διοριστεί έπαρχος της Συρίας (ο πλήρης τίτλος που του απονέμεται είναι δικαιοδότης του έθνους, απεσταλμένος και τιμητής των ουσιών) με ειδική αποστολή: να εκτιμήσει, δηλ. να κάνει εκκαθάριση της περιουσίας του Αρχέλαου η οποία πλέον αποτελεί κτήμα του ρωμαϊκού κράτους και να απογράψει τον ιουδαϊκό λαό.
Δε φαίνεται να υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον των επιτρόπων για την Ιουδαία. Προτιμούν για διαμονή τους την παραλιακή Καισάρεια, όπου διαμένουν σε κτίσμα του Ηρώδη, ενώ την Ιερουσαλήμ την επισκέπτονται μόνο στη γιορτή του Πάσχα προσπαθώντας να επιβάλλουν την τάξη ανάμεσα στους χιλιάδες ιουδαίους που επισκέπτονταν την ιερή πόλη.
Όμως αυτό δεν πρέπει να ήταν και τόσο εύκολο μιας και οι άνδρες των ρωμαϊκών φρουρών ήταν ολιγάριθμοι στην περιοχή. Η φρουρά της πόλης διέμενε στο φρούριο Αντωνία, που ήταν δίπλα στο ναό. Οι στρατιώτες απέφευγαν την επαφή με τους ιουδαίους και περνούσαν τον καιρό τους στο στρατόπεδο γνωρίζοντας πόσο επικίνδυνη ήταν μία συνάντηση με άτομα που θα μπορούσαν να αποδειχτούν Ζηλωτές ή Σικάριοι.
Όμως και στην υπόλοιπη Ιουδαία δεν υπήρχαν πολλοί Ρωμαίοι ικανοί να αποτρέψουν από μόνοι τους εξέγερση του ντόπιου πληθυσμού. Σε τέτοια περίπτωση, όπως είναι γνωστό, κινούνταν εναντίον των επαναστατών τα στρατεύματα της Συρίας και επανέφεραν το προηγούμενο status quo.
Αυτή η λειψανδρία που διέκρινε τις ρωμαϊκές φρουρές της Ιουδαίας την εποχή του Ιησού δημιουργούσε μία ιδιότυπη αυτοδιοίκηση της που δεν επιτρέπει να γίνεται λόγος για καταπίεση, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, από τα όργανα της αυτοκρατορίας. Περισσότερα προβλήματα φαίνεται πως δημιουργούσε στη θεοκρατική ιουδαϊκή κοινωνία το χάσμα – κατεξοχήν πνευματικό – που δημιουργούνταν μεταξύ των υποβαθμισμένων θρησκευτικά στρωμάτων (τελώνες, am- haarez [1]) και των αυτοδιορισμένων θεματοφυλάκων των ιερών του ιουδαϊσμού (Φαρισαίοι κ. α.) παρά μεταξύ Ιουδαίων και Ρωμαίων.
Σ΄αυτό το σημείο είναι απαραίτητη μία διευκρίνιση: Αν γίνουν δεκτά τα παραπάνω, τότε για ποιους λόγους σημειώνονται οι εξεγέρσεις εναντίον του κατακτητή; Η απάντηση, νομίζουμε, πρέπει να αναζητηθεί στην ιδεολογία των ανώτερων, κυρίως τάξεων του πληθυσμού που χαρακτηρίζονταν από την προσήλωσή της στην θεοκρατία. Οι παρατάξεις με εθνικοθρησκευτικό προσανατολισμό (Φαρισαίοι , κ. α.) θεωρούσαν βλασφημία την κατάληψη της ιερής γης από τους Ρωμαίους και την καταβολή φόρου σ’ αυτούς. Ήταν αδύνατο, αυτοί οι πιστοί του αληθινού Θεού να αποδέχονταν τους «θνητούς δεσπότας» (Ιουδ. Πόλ. ΙΙ, 118), όπως υπογραμμίζει ο Ιώσηπος. Έτσι βασική θέση τους είναι η εκδίωξή τους. Με άλλα λόγια στην προκειμένη περίπτωση ο φόρος αποτελούσε αιτία εξέγερσης, και μάλιστα από τις πλέον βασικές, και όχι μόνο αφορμή. Πάντως οι κινήσεις τους δε φαίνεται να είχαν την καθολική επιδοκιμασία του πληθυσμού. Είναι γνωστό πως οι Ζηλωτές – οι κατεξοχήν εξεγερμένοι εναντίον της αυτοκρατορίας – αποτελούσαν τη ριζοσπαστική πτέρυγα του Φαρισαϊσμού. Πως λοιπόν θα συμπαρατάσσονταν μαζί τους, για παράδειγμα, οι am- haarez , που είχαν γνωρίσει την περιφρόνηση τους και υφίσταντο την πνευματική τους τρομοκρατία;
Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να μιλήσει για την εξής μορφή διακυβέρνησης της Ιουδαίας τα χρόνια του Χριστού μετά την ανάληψη της εξουσίας απευθείας, χωρίς πλέον προσχήματα από τη Ρώμη: Ανώτατη αρχή ήταν οι ρωμαίοι επίτροποι,που πράγματι είχαν σημαντικές αρμοδιότητες, όπως για παράδειγμα το jus gladii, δηλ. το δικαίωμα της επιβολής της θανατικής ποινής. Δε φαίνεται όμως να το χρησιμοποιούσαν συχνά γιατί ενδιαφέρονταν ν’ αποφύγουν την ένταση με τον ντόπιο πληθυσμό. Και οι Ιουδαίοι μπορούσαν πάντα να στείλουν αντιπροσωπείες στη Ρώμη διαμαρτυρόμενοι για τυχόν αυθαιρεσίες τους, αν και ο έπαρχος φρόντιζε να έχει καλυμμένα τα νώτα του κρατώντας ομήρους.
Δεν θα ήταν όμως υπερβολή αν τονίζονταν πως με την ανοχή της αυτοκρατορίας η περιοχή είχε μία ιδιότυπη μορφή – ας ονομαστεί έτσι – τοπικής αυτοδιοίκησης. Συγκεκριμένα όπως πληροφορεί ο Ιώσηπος στο τρίτο βιβλίο του Ιουδαϊκού πολέμου (στ 54- 58) η Ιουδαία ήταν χωρισμένη σε έντεκα κληρουχίες ή τοπαρχίες, της Ιερουσαλήμ, Γόφνας, Ακράβετας, Θάμνας, Λύδδας, Εμμαούς, Πέλλας, Ιδουμαίας, Ενγαδδαί, Ηρώδειου και Ιεριχώς. Σ’ αυτό το σύστημα προστέθηκαν η Ιάμνεια και η Ιόππη. Εδώ επικεφαλής με πραγματικές εξουσίες ήταν επιφανείς Ιουδαίοι (ιερείς κλπ). Ταυτόχρονα δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής η δύναμη που είχε το συλλογικό όργανο του Ιουδαϊσμού, το Μεγάλο Συνέδριο που συγκέντρωνε νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές εξουσίες καθώς και ο αρχιερέας.
Τα παραπάνω βέβαια σε καμία περίπτωση δεν έχουν σκοπό να υποβαθμίσουν το εύρος της ρωμαϊκής δύναμης και την αποφασιστικότητα που είχε για να επιβάλλει τις αποφάσεις της κάθε στιγμή. Τα ρωμαϊκά στρατεύματα που έδρευαν στη Συρία δεν είχαν ενδοιασμούς να εισβάλλουν στην Παλαιστίνη και να δείξουν ποιος είναι ο πραγματικός κυρίαρχος. Όμως για την αυτοκρατορία προείχε η διατήρηση εντός της επικράτειάς τους της «ειρήνης» που είχε επιβάλλει με την δύναμη των όπλων της καθώς και η γραμμή της να μην ανοίγει εσωτερικά μέτωπα, τη στιγμή που ακολουθούσε ιμπεριαλιστική πολιτική και ήθελε να επεκτείνει τις κτήσεις της ενώ θα έπρεπε ταυτόχρονα να αντιμετωπίζει και τους εισβολείς στα βόρεια κυρίως σύνορά της. Δεν ήταν λοιπόν για το συμφέρον της να φανερώνει τον αυταρχισμό της σε περιοχές που θεωρούνταν θρησκευτικά ιδιόρρυθμες, όπως η Ιουδαία.
Ο Κωπώνιος, λοιπόν, μέλος της τάξης των ιππέων, γίνεται ο πρώτος ρωμαίος έπαρχος της Ιουδαίας (6-9 μ.Χ.). Δύο φαίνεται να είναι τα σημαντικά γεγονότα της επιτροπείας του: η προσπάθεια του Ιούδα του Γαλιλαίου να ξεσηκώσει τους συμπατριώτες του κατά της αυτοκρατορίας και η μόλυνση του Ναού από Σαμαρείτες κατά τη γιορτή του Πάσχα.
Είναι γνωστοί οι λόγοι της εξέγερσης του Ιούδα και των Ζηλωτών: Τους ήταν αδύνατο, όπως τονίστηκε και παραπάνω, να δεχτούν τη φορολογία που επέβαλλαν οι κατακτητές και έτσι να θεωρούν ανθρώπους ως κυρίαρχους της άγιας γης, η οποία, όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με την αντίληψή τους, ανήκε μόνο στο Θεό και επομένως μόνο σ’ Αυτόν, δηλ. στο Ναό Του θα έπρεπε να αποδίδεται ο φόρος. Ταυτόχρονα και η απογραφή που είχε διατάξει ο Κυρήνιος, συνδεόμενη και αυτή άμεσα με το ζήτημα του φόρου, δημιουργούσε προϋποθέσεις ώστε όλο και περισσότεροι Ιουδαίοι να πυκνώσουν τις τάξεις των επαναστατών.
Η μόλυνση του Ναού από τους Σαμαρείτες οφείλονταν στο βαθύ μίσος που χώριζε τις δύο περιοχές, την Ιουδαία και τη Σαμάρεια. Στη διάρκεια του εορτασμού του Πάσχα, μόλις άνοιξαν οι πυλώνες του ιερού, άνδρες Σαμαρείτες που είχαν εισχωρήσει κρυφά στην Ιερουσαλήμ, έριξαν κόκαλα στις στοές του Ναού και έτσι μίαναν και αυτόν και τη σημαντικότερη γιορτή του Ιουδαϊσμού.
Χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα άξια να μνημονευτούν, ήταν η διακυβέρνηση της Ιουδαίας από τους υπόλοιπους επιτρόπους μέχρι τον Πόντιο Πιλάτο. Ούτε όμως και οι ίδιοι φαίνεται να έκαναν κάτι σημαντικό, ώστε να αξίζουν μία ιδιαίτερη αναφορά, εκτός βεβαίως της μνείας του ονόματός τους. Με την παντελή απουσία τους από το ιστορικό γίγνεσθαι της περιοχής επιβεβαιώνουν αυτό που τονίστηκε προηγουμένως: η μη ανάμειξη της Ρώμης στα εσωτερικά του Ιουδαϊσμού, εκτός αν επρόκειτο για κάτι πολύ σοβαρό που διακύβευε τα συμφέροντά της, όπως για παράδειγμα η απόφαση κάποιου να αυτοανακηρυχτεί βασιλιάς και συνεπώς αντίπαλός της.
Αυτοί οι επίτροποι ήταν οι Μάρκος Αμβίβουλος (Marcus Ambibulus ή Ambivius, 9- 12 μ.Χ.), Άννιος Ρούφος (Annius Rufus, 12- 15 μ.Χ.), Ουαλέριος Γράτος (Valerius Gratus, 15- 26 μ.Χ.).

Ο επίτροπος της Ιουδαίας Πόντιος Πιλάτος

Πόντιος Πιλάτος (Pontius Pilate), πέμπτος επίτροπος της Ιουδαίας, υπηρέτησε υπό τον αυτοκράτορα Τιβέριο. Περισσότερο γνωστός επειδή το όνομά του συνδέθηκε με την δίκη και την σταύρωση του Ιησού Χριστού.
Στα χρόνια 26-36 π.Χ. η Iουδαία γνωρίζει τη διακυβέρνηση του Ποντίου Πιλάτου. Μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα [2] η οποία γνώρισε ακόμη και την αγιοποίηση από την Αιθιοπική εκκλησία. Πάντως οι πράξεις του στην Ιουδαία δε δικαιολογούν αυτή την ενέργεια. Αντίθετα οι πληροφορίες που περιέχονται γι αυτόν στα έργα του Ιώσηπου και του Φίλωνα δείχνουν έναν άνθρωπο που δε διστάζει να θυσιάσει ακόμη και ανθρώπινες ζωές προκειμένου να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα καθώς και αυτά της εξουσίας που ήταν άνθρωπός της, ενώ αφήνουν και υπαινιγμούς για οικειοποίηση από μέρους του χρημάτων που δεν του ανήκαν.
Φαίνεται λοιπόν να είναι απόλυτα πιστός στην αρχή που τον έχει στείλει στην Ιουδαία χωρίς, όμως να διευκρινίζεται αν η αφοσίωσή του είναι ειλικρινής ή προέρχεται από ιδιοτέλεια και φόβο. Μάλιστα, όπως είναι γνωστό, παρακάμπτονται οι αντιστάσεις του και οδηγεί τον Ιησού στο σταυρό μόνο όταν απειλείται ότι θα καταγγελθεί στη Ρώμη ότι ελευθερώνει κάποιον που ισχυρίζονταν, σύμφωνα με τις καταγγελίες των Ιουδαίων, πως ήταν βασιλιάς και συνεπώς υποκινούσε σε επανάσταση το λαό της Παλαιστίνης. Δηλαδή η συμπεριφορά του υπαγορεύεται από τις πιθανές ευθύνες που θα επέρριπτε ο Τιβέριος σ’ αυτόν και από τις συνέπειες που θα δέχονταν αυτός για την απόφασή του.
Τα έργα του Πιλάτου στην Ιουδαία προκαλούσαν αρκετές φορές το θρησκευτικό αίσθημα του λαού. Προσπάθησε να κάνει αισθητή την παρουσία της ρωμαϊκής ισχύος, ανακατεύθηκε σε ιουδαϊκές θρησκευτικές υποθέσεις διαβλέποντας πως έκρυβαν σπέρματα εξέγερσης.
Πιο συγκεκριμένα μεταφέρει νύχτα στην Ιερουσαλήμ εικόνες του αυτοκράτορα, τις σημαίες, σύμβολα της εξουσίας. Αυτό προκαλεί μεγάλη ταραχή την άλλη ημέρα ανάμεσα στους ιουδαίους. Συγκεντρώνονται όλοι, γιατί ο νόμος απαγορεύει τα «δίκηλα» στην ιερή πόλη. Πηγαίνουν στην Καισάρεια και τον ικετεύουν να βγάλει τις εικόνες, σεβόμενος τις πάτριες αρχές. Ο Πιλάτος αρνείται και τότε αυτοί καθισμένοι γύρω από τον οίκο του περιμένουν πέντε ημέρες και πέντε νύχτες.
Στρατιώτες τους περικυκλώνουν και ο επίτροπος απειλεί πως θα τους σκοτώσει αν δεν αποδεχτούν τις εικόνες του Καίσαρα. Μάλιστα οι στρατιώτες για να κάνουν πιο πειστικά τα λόγια του βγάζουν τα ξίφη τους. Οι ιουδαίοι όμως, όλοι μαζί, γυμνώνουν τους αυχένες τους και φωνάζουν πως προτιμούν να χάσουν το κεφάλι τους παρά να παραβούν το νόμο. Τότε ο επίτροπος θαύμασε την προσκόλλησή τους στις πάτριες παραδόσεις και διατάζει να βγάλουν τα αυτοκρατορικά σύμβολα από την Ιερουσαλήμ και να τα φέρουν στην Καισάρεια. Εξαιτίας αυτού οι κατοπινοί ηγεμόνες δεν τόλμησαν στο εξής να κάνουν κάτι παρόμοιο.
Υπεύθυνος και άλλης όμως αναταραχής γίνεται ο Πιλάτος: Συγκεκριμένα θέλει να κατασκευάσει υδραγωγείο στα Ιεροσόλυμα μεταφέροντας ύδατα από ένα σημείο που απείχε από την πόλη 400 στάδια. Για το σκοπό αυτό θέλει να πάρει χρήματα από το ταμείο του Ναού, τον κορβωνά. Ξεσηκώνονται τότε οι ιουδαίοι και αρχίζουν να φωνάζουν εκδηλώνοντας έτσι τη δυσαρέσκειά τους για την προσπάθεια αφαίμαξης χρημάτων από το ιερό. Τότε αυτός τοποθετεί ανάμεσά τους ένοπλους στρατιώτες με πολιτική περιβολή, οι οποίοι αρχίζουν να χτυπούν το πλήθος με ξύλα, αφού προηγουμένως αυτός δίνει το σύνθημα από το βήμα του πραιτορίου. Πολλοί ιουδαίοι πληγώνονται και άλλοι χάνουν και τη ζωή τους αφού καταπατήθηκαν από τους πανικόβλητους συμπατριώτες τους. Οι υπόλοιποι βλέποντας τη συμφορά υποχωρούν.
Ο Πιλάτος όμως φανερώνει και πάλι το στυγνό πρόσωπο της εξουσίας του: Ψευδομεσσίας προσκαλεί το λαό να τον ακολουθήσει στο όρος Γαριζείν ισχυριζόμενος πως θα αποκαλύψει ιερά σκεύη που είχε κρύψει εκεί ο Μωϋσής. Πράγματι ανταποκρίνονται στο κάλεσμά του και με όπλα αρκετοί συγκεντρώνονται σε μία κωμόπολη ονόματι Τιραναθά. Ο Πιλάτος που υποψιάζεται – μάλλον όχι άδικα- εξέγερση φτάνει με τους στρατιώτες του και διαλύει βίαια τους συγκεντρωμένους σκοτώνοντας ταυτόχρονα τους επικεφαλής.
Με όλα τα παραπάνω συγκεντρώνει στο πρόσωπό του πολλές αντιπάθειες. Τον κατηγορούν και ανακαλείται στη Ρώμη. Έτσι τελειώνει μετά από δέκα χρόνια η επιτροπεία του σ’ αυτή την ταραγμένη γωνιά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Χαρακτηριστική για τον Πιλάτο είναι η παρατήρηση του Φίλωνα στο έργο του «Πρεσβεία προς Γάϊον»: «την φύσιν ακαμπής και μετά του αυθάδους αμείλικτος» (ΧΧΧVΙΙΙ 301) δηλ. αλύγιστος, μίγμα ισχυρογνωμοσύνης και σκληρότητας. Βέβαια σ’ ένα έργο σαν αυτό του ιουδαίου φιλοσόφου που είχε σκοπό να κολακέψει τους αυτοκράτορες είναι φυσικό να υπερτονίζονται τα ελαττώματα των υφισταμένων τους, εκτελεστικών οργάνων, ώστε αυτοί να αποποιηθούν οποιαδήποτε ευθύνη για τις μελανές σελίδες της διακυβέρνησής τους. Πάντως η παραπάνω κρίση φαίνεται να είναι σωστή αν ληφθούν υπόψη τα γραφόμενα για τις ημέρες του στην Παλαιστίνη.
Πρωταγωνιστικός φαίνεται να είναι ο ρόλος του Πιλάτου στη δίκη του Ιησού. Βέβαια το συμπέρασμα που βγαίνει από τις σχετικές διηγήσεις είναι πως κατεξοχήν υπεύθυνοι για τη σταύρωση είναι οι Ιουδαίοι. Οι ρωμαίοι και ο επίτροπος φαίνονται να οδηγούνται από τις εξελίξεις και από την πίεση που ασκούν για καταδικαστική απόφαση οι άνθρωποι που καθοδηγούνται από τους θεωρούμενους εκπροσώπους του Θεού. Ουσιαστικά οι αφηγήσεις του Πάθους τονίζουν πως διεξάγεται ένας αγώνας ερήμην των κατακτητών που παραμένουν οι θεατές των δρώμενων μη μπορώντας να αρθρώσουν λόγο που να μπορεί να ανατρέψει μία προκαθορισμένη πορεία.

«Ιδού ο άνθρωπος», ο Πόντιος Πιλάτος παρουσιάζοντας τον Ιησού στον οργισμένο λαό της Ιερουσαλήμ, έργο του Αντόνιο Κισέρι.

Η στάση του Πιλάτου όταν ο Ιησούς οδηγείται ενώπιον του είναι από αδιάφορη μέχρι και συγκαταβατική – φιλική θα έλεγε κανείς – για το πρόσωπο του Κυρίου. Αν και δείχνει να έχει πειστεί για την αθωότητα του Χριστού δεν είναι όμως διατεθειμένος να αναλάβει την ευθύνη της απελευθέρωσής Του γιατί δε φαίνεται να τον ενδιαφέρει η λάμψη της αλήθειας (πρβλ. το ερώτημά του «τι εστίν αλήθεια;» Ιωαν. 18, 38) αλλά η υποταγή της στο προσωπικό του συμφέρον, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε να κάνει με τη διάσωση της εξουσίας του η οποία κινδύνευε από τους ιουδαίους που απειλούσαν πως θα τον κατήγγειλαν στη Ρώμη αν ελευθέρωνε κάποιον που διακήρυττε πως είναι βασιλιάς δηλαδή αντίπαλος του Καίσαρα και της αυτοκρατορίας.

Γαλιλαία και Ηρώδης Αντίπας

Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης του Ιησού, όπως διηγούνται κυρίως τα συνοπτικά ευαγγέλια, τοποθετείται στην Γαλιλαία. Σ’ αυτή την εύφορη και πολυάνθρωπη, όπως μαρτυρεί ο Ιώσηπος (Ιουδ. Πόλ. ΙΙΙ 42), περιοχή, διδάσκει με το κήρυγμα, τις παραβολές και τα θαύματα για τη Βασιλεία του Θεού.
Ηγέτης της Γαλιλαίας από το 4 π.Χ. ως το 39 μ. Χ είναι ο Ηρώδης Αντίπας. Η περιοχή του είχε δοθεί σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα του Ηρώδη, και φυσικά με τη συγκατάθεση των Ρωμαίων. Ταυτόχρονα με την ίδια διαθήκη του δίδεται και η περιοχή της Περαίας και εισόδημα διακοσίων ταλάντων ( Ιώσηπος, Ιουδ. Πολ. ΙΙ 95).
Από τα ευαγγέλια γνωστός είναι κυρίως ο ρόλος που έπαιξε στη σύλληψη και τη θανάτωση του Ιωάννη του Βαπτιστή καθώς και η αφορμή για τα παραπάνω. (Ματθ. 14, 1 –12 και τα παράλληλα Μκ. 6, 14 –29, Λκ. 9, 7 – 9). Ωστόσο ο Ιώσηπος παρουσιάζει έναν διαφορετικό λόγο σύλληψης του Προδρόμου. Συγκεκριμένα θεωρεί πως ο Αντίπας τον φοβήθηκε γιατί προέτρεπε το λαό σε στάση εναντίον του. Πάντως εξαιτίας του γάμου του Αντίπα με την Ηρωδιάδα ο πατέρας της πρώτης του γυναίκας βασιλιάς της Πετραίας Αρέτας του κηρύσσει τον πόλεμο.
Εμφανίζεται στο ευαγγέλιο του Λουκά ζητώντας να γνωρίσει τον Ιησού (9,9), ενώ στην αφήγηση των γεγονότων του Πάθους από τον τρίτο ευαγγελιστή, ο Πιλάτος στέλνει τον Ιησού στον Ηρώδη, ο οποίος μάλιστα του υποβάλλει πολλές ερωτήσεις (23, 6 – 12).
Γνωστός είναι ακόμη ο χαρακτηρισμός του Κυρίου γι’ αυτόν («αλώπηξ» Λκ. 13, 12: είπατε τη αλώπεκι ταύτη). Ο χαρακτηρισμός φανερώνει σύμφωνα με τον καθηγητή Σ. Αγουρίδη [3] «το ταπεινό και χαμηλό επίπεδο του χαρακτήρα του, γιατί στην ιουδαϊκή γραμματεία το λιοντάρι είναι το αντίθετο της αλεπούς».
Τον Ηρώδη Αντίπα η Ρώμη τον αναγορεύει τετράρχη (ο τίτλος δίνονταν σε ηγεμονίσκους που κυβερνούσαν μικρές περιοχές υπό την κηδεμονία της αυτοκρατορίας) ο Μάρκος όμως του αποδίδει τον τίτλο του βασιλιά (6,14). Αν και είχε καλές σχέσεις με τα όργανα της αυτοκρατορίας φρόντιζε ταυτόχρονα να μην ερεθίζει τα θρησκευτικά αισθήματα των υπηκόων του. Έτσι ποτέ δεν έκοψε νόμισμα με τα ρωμαϊκά εμβλήματα,  ενώ από το ευαγγέλιο του Ματθαίου (17, 24) είναι γνωστό πως εισπράκτορες του φόρου για το Ναό περιόδευαν τη Γαλιλαία για να τον εισπράξουν.
Πιστός στην παράδοση των Ηρωδών ιδρύει στη Γαλιλαία την πόλη Τιβεριάδα και αναγκάζει πολλούς Γαλιλαίους με παροχές ή απειλές να την κατοικήσουν. Αυτοί την απέφευγαν γιατί στην περιοχή υπήρχε παλαιότερα νεκροταφείο. Παράλληλα στην Περαία ιδρύει την Ιουλία.
Η φιλοδοξία της Ηρωδιάδας σήμανε το τέλος της εξουσίας του. Τον έπεισε να ζητήσει από τη Ρώμη τον τίτλο του βασιλιά. Ο Καλιγούλας τότε του αφαιρεί την εξουσία και τον εξορίζει στο Λούγδουνο της Γαλλίας.
Τα πάντα λοιπόν στην Παλαιστίνη το πρώτο μισό του 1ου αι μ.Χ. στην Παλαιστίνη, εξαρτώνταν από την θέληση των Ρωμαίων. Οι τοπικοί ηγεμονίσκοι, οι «πελάτες της» στην περιοχή, προσπαθούσαν να κερδίσουν την εύνοια του αυτοκράτορα, ενώ οι επίτροποι της Ιουδαίας και της Σαμάρειας, υπάλληλοι της κοσμοκράτειρας, δεν έδειξαν τίποτα σπουδαίο ώστε να αξίζουν περισσότερο σχολιασμό από την ιστορία. Τα ονόματά τους και η δράση τους μνημονεύονται μόνο και μόνο γιατί συνδέθηκαν με το έργο του Κυρίου.

Υποσημειώσεις


[1] Am – Haarez δηλ. άνθρωποι της γης. Επρόκειτο για ανάμεικτους πληθυσμούς από Σαμαρείτες, Αραμαίους, Φιλισταίους, Μεσοποτάμιους που αδιαφορούσαν για την τήρηση του Νόμου και ήταν προσκολλημένοι σε δεισιδαιμονίες και προλήψεις. Βλέπε και Ντ. Ροπς, 1988, σελ.178, Χρ. Βούλγαρη: «Εσκυλμένοι και ερριμένοι». Παρακμή και κατάπτωσις του Ιουδαϊσμού κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης. Στην Επιστ. Επετηρίδα Θεολ. Σχολής Παν. Αθηνών, τόμος ΚΔ, εν Αθήναις 1979 –80, σελ.533 –34.
[2] Χαρακτηριστική είναι και η προσπάθεια της πρώτης εκκλησίας, όπως τουλάχιστο αντικατοπτρίζεται στα ευαγγελικά κείμενα, να αποσείσουν κάθε ευθύνη από τον Πιλάτο και τις ρωμαϊκές αρχές γενικότερα, για τη σταύρωση του Ιησού. Αποκλειστικά υπεύθυνες θεωρούνται οι ιουδαϊκές αρχές.
[3] Σ. Αγουρίδη 1980, σελ. 271.

Πηγές 

  • Καινή Διαθήκη, Το πρωτότυπο κείμενο με νεοελληνική δημοτική μετάφραση των καθηγητών Σ. Αγουρίδη, Π. Βασιλειάδη, Ι. Γαλάνη, Γ. Γαλίτη, Ι. Καραβιδόπουλου, Β. Στογιάννου, Αθήνα 1985.
  • Ιώσηπος: «Ιουδαϊκός Πόλεμος», εκδ. Loeb, 1989 (6η έκδοση).
  • Ιώσηπος: «Iουδαϊκή Αρχαιολογία» (κυρίως το βιβλίο ΧVIII) εκδ. Loeb, 1996 (5η έκδοση
  • Φίλων: Πρεσβεία προς Γάϊον, εκδ. Loeb, 1962.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  • Αγουρίδη Σ., «Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης», Θεσσαλονίκη 1980.
  • Γαλίτη Γ., «Ιστορία εποχής της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη», 1991 (4η έκδοση).
  • Ροπς Ντ., «Η καθημερινή ζωή στην Παλαιστίνη στους χρόνους του Χριστού», μετ. Έλλης Αγγέλου, Αθήνα 1988.
  • Σάντερς Ε. Π., «Το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού», μετάφραση Γιώργος Βλάχος, Αθήνα 1988.

Δρ. Νίκος Παύλου, Θεολόγος – Ιστορικός 
* Η παραπάνω εργασία πρωτοδημοσιεύτηκε στη φιλόξενη σελίδα του «ΜΙΚΡΟΥ ΑΠΟΠΛΟΥ» στην ενότητα «Άρθεα». Στην παρούσα μορφή της έχουν γίνει μικροδιορθώσεις.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Η Ιατρική στις Βενετικές κτήσεις στη Μεσσηνία τον Μεσαίωνα..

  Μετά την Τέταρτη Σταυροφορία (1204), οι Βενετοί εγκαθίδρυσαν στατηγικά λιμάνια στη Μεσσηνία: Μεθώνη (Modon) και Κορώνη (Coron) λειτούργησα...