Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος

  • Μετά την κατάληψη της Μακεδονίας ο Παύλος Αιμίλιος διαίρεσε τους λαούς του βασιλείου σε θρησκευτικές ομάδες. Τότε κατέταξε την περιοχή της Ορεστίδας στην τρίτη υποδιαίρεση, η οποία περικλειόταν από τον Αξιό, τον Πηνειό και το όρος Βόρας. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 4)
  • Ο Παύλος Αιμίλιος όρισε για πρωτεύουσα της Ιλλυρίας την Πελαγονία. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ.47)
  • Το ίδιο συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί και από τον Λίβιο , που αφηγείται ότι ο Αιμίλιος Παύλος, μετά τη νίκη του στην Πύδνα, παρέλαβε στο Σίρις μία αντιπροσωπεία από τον Περσέα, ο οποίος είχε αποσυρθεί στη Σαμοθράκη. (Leake, τόμ. ΙΙΙ, σ. 209)
  • Όταν ο Περσέας πληροφορήθηκε την έλευση του νέου ύπατου Λ. Αιμίλιου Παύλου, ως αντικαταστάτη του Q. Marcius Philippus στην αρχηγία του Ρωμαϊκού στρατού στη Μακεδονία, ανάμεσα στα άλλα μέτρα, έστειλε 5000 Μακεδόνες ως φρουρά στο Πύθιο και την Πέτρα. Σκοπός του ήταν να μην καταληφθεί το στρατόπεδο του στον Ενιπέα μέσω της Περραιβείας. (Leake, τόμ.ΙΙΙ, σ. 429 – 430)
  • Κατά τη διάρκεια των τριών ημερών όπου ο Σκιπίωνας πραγματοποιούσε την παρακαμπτήρια διαδρομή του, ο ύπατος (Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος)τράβηξε την προσοχή του Περσέα με αψιμαχίες μεταξύ πεζικού με ελαφρύ οπλισμό. Οι αψιμαχίες διεξήχθησαν, κατά κύριο λόγο, ανάμεσα στις απόκρημνες όχθες του ποταμού. Την τρίτη ημέρα ο ύπατος προσποιήθηκε οτι περνάει τον ποταμό κοντά στις εκβολές του. Αυτές οι επιχειρήσεις έφεραν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα καθώς διακόπηκαν απότομα από την αναπάντεχη είδηση που έλαβε ο βασιλιάς, από έναν λιποτάκτη Κρητικό, σχετικά με την επίθεση και την ήττα των δυνάμεων του στην Πέτρα (Ο Λίβιος παραθέτει: Tertio die praelio abstinuit (Consul sc.) degressus ad imam partem castrorum veluti per devexum in mare brachium transitum tentaturus. Perseus quod in oculis erat**********;. Ο Πλούταρχος: Τώ Περσεί, τόν Αιμίλιον ατρεμούντα κατά χώραν ορώντι καί μή λογιζομένω τό γινόμενον, αποδράς εκ τής οδού Κρής αυτόμολος ήκε μηνύων τήν περίοδον τών Ρωμαίων). (Leake, τόμ.ΙΙΙ, σ. 431 – 432)
  • Ο Περσέας, απειλούμενος από δύο πλευρές, πραγματοποίησε μια γρήγορη υποχώρηση στην Πύδνα, ενώ ο ύπατος (Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος), ακολούθησε τον εχθρό ολοταχώς. Το καταμεσήμερο είχε φθάσει τόσο κοντά στη θέση του βασιλιά, στην Πύδνα, ώστε τέθηκε το ζήτημα για το αν έπρεπε να επιτεθεί στους Μακεδόνες, λαμβάνοντας υπόψη τη ζέστη και την κόπωση των ανδρών. Καθώς η απόσταση ανάμεσα στον Ενιπέα και το Ayan δεν είναι πάνω από τέσσερις με πέντε ώρες πορεία, ολόκληρη η επιχείρηση ίσως να έλαβε χώρα τις ημέρες κοντά στο θερινό ηλιοστάσιο, όταν συνέβη το γεγονός ( Η έκλειψη, την οποία και ο Λίβιος και ο Πλούταρχος θεωρούν ότι πραγματοποιήθηκε τη νύχτα πριν από τη μάχη, τοποθετεί την μάχη στις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ. και δείχνει οτι το ΄΄pridie nonas Septembres΄΄ του Λίβιου ήταν εσφαλμένο, μολονότι είναι συνεπές με κάποιες άλλες ημερομηνίες στο l. 45, c. 1,2 όπως επίσης με το ΄΄θέρους ήν ώρα φθίνοντος΄΄ του Πλούταρχου. Από την άλλη πλευρά, αν αναφερθούμε στο χρόνο αναχώρησης του Αιμίλιου Παύλου από τη Ρώμη (protinus post kalendas Apriles Liv. l.44, c.22) και το λόγο που εκφώνησε μετά το θρίαμβο του ( τον παραδίδει ο Πλούταρχος), ο ύπατος αναφέρει ότι μεσολάβησε μόνο ένας μήνας ανάμεσα στην αναχώρηση και τη νίκη του. Επομένως η μάχη δόθηκε πολύ πριν το ηλιοστάσιο). Κατά συνέπεια η Πύδνα δύσκολα θα μπορούσε να ταυτιστεί με το Κίτιο. (Leake, τόμ.ΙΙΙ, σ. 432)
  • Τίποτα δεν μπορεί να δείξει πιο έντονα την σημασία του περάσματος του Πυθίου και της Πέτρας όπως είναι οι πολλές περιπτώσεις που παρατηρούνται σε σχέση με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των αρχαίων. Ο Ξέρξης έστειλε την υποδοχή του στην Περραιβία αφού στρατοπέδευσε με το ένα τρίτο του στρατεύματός του στην Πιερία προετοιμάζοντας τον δρόμο. Ο Βρασίδας μετά την γρήγορη πορεία του στην Θεσσαλία και την Περραιβία , στο όγδοο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου,  πέρασε από το ίδιο πέρασμα στο Δίον. Ο Αγησίλαος, επιστρέφοντας στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία, το έτος 394 π. Χ., μπήκε στη Θεσσαλία από τη Μακεδονία, από το ίδιο πέρασμα. Ο Κάσσανδρος, το 316 π.Χ., διέσχισε τον ίδιο δρόμο προχωρώντας από την Πελοπόννησο προς την Ολυμπιάδα στην Πύδνα. Και τέλος, προμήθευσε στον Αιμίλιο Παύλο, το έτος 168 π.Χ., τα μέσα για να εξαναγκάσει τον Περσέα να υποχωρήσει από την παγιωμένη του θέση στον Ενιπέα, μόλις πληροφορήθηκε ότι ο Σκιπίων Νασίκας ανέτρεψε την μακεδονική φρουρά στην Πέτρα, και κατέβηκε στις πεδιάδες στα μετόπισθεν της θέσης του βασιλιά στον Ενιπέα. (Leake, τόμ.ΙΙΙ, σ.343)
  • Εδώ πρέπει να επισυνάψω, για να συμπεριλάβω μια συνοπτική παρουσίαση της γεωγραφίας της Μακεδονίας, το διάταγμα για τη διαίρεση της Μακεδονίας σε τέσσερις περιφέρειες, που εκδόθηκε από την Ρωμαϊκή Σύγκλητο το 167 π.Χ., το έτος μετά την κατάκτηση. Αναγνώστηκε στην Αμφίπολη στους συναθροισμένους Μακεδόνες από τον Αιμίλιο Παύλο, και μετά τους μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Οκτάβιο τον πραίτωρα: Unam fore et primam partem quod agri inter Strymonem et Nestum amnem sit: accessurum huic parti trans Nestum ad orientem versum qua Perseus tenuisset vicos, castella, oppida, praeter Aenum et Maroneam et Abdera: trans Strymonem autem vergentia ad occasum, Bisalticam omnem cum Heraclea quam Sinticen adpellant. Secundam fore regionem, quam ab ortu Strymo amplecteretur amnis praeter Sinticen Heracleam et Bisaltas; ab occasu qua Axius terminaret fluvius, additis Paeonibus qui prope Axium flumen ad regionem orientis colerent. Tertia pars facta, quam Axius ab oriente, Peneus amnis ab occasu cingunt: ad Septentrionem Bora mons objicitur: adjecta huic parti regio Paeoniae, qua ab occasu praeter Axium amnem porrigitur: Edessa quoque et Beroea eodem concesserunt. Quarta regio trans Boram montem, una parte confinis Illyrico, altera Epiro. Capita, regionum ubi concilia fierent, primae regionis Amphipolim, secundae Thessalonicen, tertiae Pellam, quartae Pelagoniam fecit. Eo concilia suae cujusque regionis indici, pecuniam conferri, ibi magistratus creari jussit. Regionibus quae adfines barbaris essent (excepta enim tertia omnes erant) permisit ut praesidia armata in finibus extremis haberent. (Leake, τόμ. ΙΙΙ, σ.480)
  •  
  • Ο Αιμίλιος Παύλος, αφού κατέκτησε τη Μακεδονία, τη χώρισε σε τέσσερα διοικητικά διαμερίσματα. Το πρώτο είχε πρωτεύουσα την Αμφίπολη, το δεύτερο τη Θεσσαλονίκη, το τρίτο την Πέλλα και το τέταρτο την Πελαγονία. Και τα τέσσερα διαμερίσματα είχαν κοινό νόμισμα. Χρησιμοποιήθηκε το διακριτικό της Αμφίπολης, η Άρτεμις ταυροβόλος και αντικαταστάθηκαν οι διαχωρισμοί «ΠΡΩΤΗΣ» και «ΔΕΥΤΕΡΑΣ» κ.ο.κ. διοικητικής περιφέρειας, τους οποίους έφεραν παλαιότερα, από την έκφραση «ΚΟΙΝΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ» ακολουθούμενο από τρεις λατινικούς χαρακτήρες «LEG» και στεφανωμένο από ένα κλαδί ελιάς. (Cousinery, τομ.Ι, σ. 251-252)
  • H πόλη των Αγασσών που προσχώρησε στην πλευρά του Περσέα και η πόλη του Αιγινίου που είχε επιχειρήσει να αντισταθεί στα στρατεύματα του Παύλου Αιμιλίου μετά τη μάχη της Πύδνας καταστράφηκαν από τον Ύπατο. (Isambert, σ.68 -69)
  • Στα στενά της Πέτρας ο Αιμίλιος Παύλος πολέμησε εναντίον των Μακεδόνων. Όντως από αυτό το στενό ο ρωμαίος ύπατος κύκλωσε τους Μακεδόνες, αναγκάζοντας τον βασιλιά Περσέα να εγκαταλείψει τις θέσεις του στον Ενιπέα ποταμό πριν το Δίον και να υποχωρήσει προς την Πύδνα. Ενώ ο Ύπατος προσποιήθηκε προσβολή κατά των ισχυρών θέσεων που διέθεταν οι Μακεδόνες στον Ενιπέα, ένα σώμα ισχυρών λογάδων ανδρών που καθοδηγούνταν από δύο νέους και τολμηρούς αρχηγούς, τον Σκιπίωνα Νασικά και τον Φαβίο Μαξίμο, που εισήλθαν στην Περραιβία μέσα από την κοιλάδα των Τεμπών, και αφαίρεσε έτσι το Πύθιο από τα χέρια των Μακεδόνων, που έκλεινε την δυτική είσοδο στο στενό της Πέτρας. Απροετοίμαστοι οι Μακεδόνες καταλήφθηκαν στη διάρκεια της νύχτας και μη δυνάμενοι να φέρουν αντίσταση υποχώρησαν άτακτα, οι δε Ρωμαίοι έφυγαν κατέβηκαν ήσυχα στην πεδιάδα της Κατερίνης.(Isambert, σ.74)
  • πηγή: www.sightseers.gr

  • Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

    Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης


    Συγγραφέας: Ανώνυμος  
    Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης είναι ένας θρήνος για την άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς. Αποτελείται από 118 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους και είναι γραμμένο σε κοινή απλή γλώσσα, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν ορισμένοι αρχαϊσμοί αλλά και κάποια ιδιωματικά στοιχεία κυπριακής προέλευσης. Εικάζεται, λοιπόν, ότι το ποίημα γράφτηκε στην Κύπρο ή ότι ο συγγραφέας του, που πρέπει να έζησε τα γεγονότα της Άλωσης, ήταν Κύπριος. Η σύνταξή του τοποθετείται αμέσως μετά την πτώση της Πόλης, την οποία και περιγράφει. Στο ποίημα παρουσιάζεται αρχικά η είδηση της Άλωσης (στ. 1-56), η οποία μεταδίδεται μέσα από τον διάλογο που πραγματοποιείται ανάμεσα σε ένα καράβι και ένα κάτεργο. Έπειτα τονίζεται ο ρόλος του τελευταίου αυτοκράτορα και στη συνέχεια (στ. 57-88) ο ποιητής θρηνεί για τις λεηλασίες που συνέβησαν στη Βασιλεύουσα. Ακολουθεί (στ. 89-118) η ανάμνηση του πρότερου κάλλους της, στο οποίο συνέβαλαν ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Ιουστινιανός.

    ΑΝΑΚΑΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΛΗΣ
    Θρήνος, κλαυμὸς καὶ ὀδυρμὸς καὶ στεναγμὸς καὶ λύπη,
    θλῖψις ἀπαραμύθητος ἔπεσεν τοῖς Ρωμαίοις.
    Ἐχάσασιν τὸ σπίτιν τους, τὴν Πόλην τὴν ἁγία,
    τὸ θάρρος καὶ τὸ καύχημα καὶ τὴν ἀπαντοχήν τους.

         
      
      
      
    5




    Τίς τό ’πεν; Τίς τὸ μήνυσε; Πότέ ’λθεν τὸ μαντάτο;
    Καράβιν ἐκατέβαινε στὰ μέρη τῆς Τενέδου
    καὶ κάτεργον τὸ ὑπάντησε, στέκει καὶ ἀναρωτᾶ το:
    —«Καράβιν, πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις;»
    —«Ἔρκομαι ἀκ τ’ ἀνάθεμα ǀ κ’ ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος,
            
      
      

      
    10
    ἀκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἀκ τὴν ἀνεμοζάλην·
    ἀπὲ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην.
    Ἐγὼ γομάριν δὲ βαστῶ, ἀμμὲ μαντάτα φέρνω
    κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα:
    Οἱ Τοῦρκοι ὅτε ήρθασιν, ἐπήρασιν τὴν Πόλην,
      

      
      
      
    15
    ἀπώλεσαν τοὺς χριστιανούς ἐκεῖ καὶ πανταχόθεν».
    —«Στάσου, καράβι, νὰ χαρῆς, πάλι νὰ σὲ ρωτήσω:
    Ἐκεῖ ’λαχε  ὁ βασιλεύς, ὁ κύρης Κωνσταντῖνος,
    ὁ φρένιμος, ὁ δυνατός, ὁ περισσὰ ἀνδρειωμένος,
    ὁ πράγος, ὁ καλόλογοςἡ φήμη τῶν Ρωμαίων

      
      
      
      
    20




    —«Εκεῖ ’λαχεν ὁ Δράγασης ὁ κακομοιρασμένος.
    Σὰν εἶδεν τ’ ἄνομα σκυλιὰ κ’ ἐχάλασαν τοὺς τοίχους
    κ’ ἐτρέξασιν κ’ ἐμπήκασιν πεζοὶ καὶ καβαλλάροι
    κ’ ἐκόπταν τοὺς χριστιανοὺς ὡς χόρτο στὸ λιβάδιν,
    βαριὰ-βαριὰ ’ναστέναξεν μετὰ κλαυθμοῦ ǀ καὶ εἶπε:
      
      

      
    25
    «Ἐλέησον! πράγμα τὸ θωροῦν τὰ δολερὰ μου μάτια!
    Πῶς ἔχω μάτια καὶ θωρῶ! Πῶς ἔχω φῶς καὶ βλέπω!
    Πῶς ἔχω νοῦν καὶ πορπατῶ στὸν ἄτυχον τὸν κόσμον!
    Θωρῶ, οἱ Τοῦρκοι ’νέβησαν εἰς τὴν ἁγίαν Πόλην
    καὶ τῶρα ἀφανίζουσιν ἐμὲν καὶ τὸν λαόν μου».
         
      
    30
    Ἐβίγλισεν  ὁ ταπεινὸς δεξιὰ καὶ ἀριστερά του·
    θωρεῖ, φεύγουν οἱ Κρητικοί, φεύγουν οἱ Γενουβῆσοι·
    φεύγουσιν οἱ Βενέτικοι κ’ ἐκεῖνος ἀπομένει.
    Ἐλάλησεν ὁ ταπεινὸς μὲ τὰ καμένα χείλη:
    —«Ἐσεῖς, παιδιά μου, φεύγετε, πᾶτε νὰ γλυτωθῆτε·

      

      
    35
    κ’ ἐμέναν ποῦ μ’ ἀφήνετε, τὸν κακομοιρασμένο;
    Ἀφήνετέ με στὰ σκυλιὰ κ’ εἰς τοῦ θεριοῦ τὸ στόμα.
    Κόψετε τὸ κεφάλιν μου, χριστιανοὶ Ρωμαῖοι·
    ἐπάρετέ το, Κρητικοί, βαστᾶτε το στὴν Κρήτην
    νὰ τὸ ἰδοῦν οἱ Κρητικοί, νὰ καρδιοπονέσουν,
      
      
         
      
      
    40

    νὰ δείρουσι τὰ στήθη τους, νὰ χύσουν μαῦρα δάκρυα
    καὶ νὰ μὲ μακαρίσουσιν ǀ ὅτι οὕλους τοὺς ἀγάπουν·
    μηδὲν μὲ πιάσουν τὰ σκυλιά, μηδὲν μὲ κυριεύσουν·
    (ὅτι ἀνελεήμονα τῶν ἀσεβῶν τὰ σπλάχνα)
    μηδὲν μὲ πᾶν στὸν ἀμιρά, τὸ σκύλον Μαχουμέτην,
      



      
    45
    μὲ τὸ θλιμμένον πρόσωπον, μὲ τὰ θλιμμένα μάτια,
    μὲ τὴν τρεμούραν τὴν πολλήν, μὲ τὰ καμένα χείλη·
    καὶ θέση πόδαν ἄτακτο εἰς τὸν ἐμὸν αὐχένα·
    (εἰς βασιλέως τράχηλον δὲν πρέπει ποὺς ἀνόμου)
    μὴ μὲ ρωτήσ’ ὁ ἄνομος, νὰ πῆ: «Ποῦ ’ν’ ὁ Θεός σου;»,
      
    50
    νὰ ρίση ὁ σκύλος τὰ σκυλιὰ νὰ μὲ κακολογήσουν,
    νὰ παίξουσιν τὸ στέμμα μου, νὰ βρίσουν τὴν τιμήν μου∙
    ἀπὴν μὲ βασανίσουσιν καὶ τυραννίσουσίν με,
    νὰ κόψουν τὸ κεφάλιν μου, νὰ μπήξουν εἰς κοντάριν,
    νὰ σκίσουν τὴν καρδία μου, νὰ φᾶν τὰ σωτικά μου, ǀ




      

    55

    νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ αἷμα μου, νὰ βάψουν τὰ σπατιά τους
    καὶ νὰ καυχοῦντ’ οἱ ἄνομοι εἰς τὴν ἀπώλειάν μου».

    Ἥλιε μου, ἀνάτειλε παντοῦ, σ’ οὗλον τὸν κόσμον φέγγε
    κ’ ἔκτεινε τὰς ἀκτῖνας σου σ’ ὅλην τὴν οἰκουμένη
    κ’ εἰς τὴν Κωσταντινόπολην, τὴν πρώην φουμισμένην




      
    60
    καὶ τώρα τὴν Τουρκόπολην, δὲν πρέπει πιὸ νὰ φέγγης.
    Ἀλλ’ οὐδὲ τὰς ἀκτῖνας σου πρέπει ἐκεῖ νὰ στέλλης
    νὰ βλέπουν τ’ ἄνομα σκυλιὰ τὲς ἀνομιές νὰ κάμνουν,
    νὰ ποίσου στάβλους ἐκκλησιές, νὰ καίουν τὰς εἰκόνας,
    νὰ σχίζουν, νὰ καταπατοῦν τὰ ’λόχρουσα βαγγέλια,


      
      
    65




    νὰ καθυβρίζουν τοὺς σταυρούς, νὰ τοὺς κατατσακίζουν,
    νὰ παίρνουσιν τ’ ἀσήμια τους καὶ τὰ μαργαριτάρια
    καὶ τῶν ἁγίων τὰ λείψανα τὰ μοσχομυρισμένα
    νὰ καίουν, ν’ ἀφανίζουσιν, στὴν θάλασσα νὰ ρίπτουν,
    νὰ παίρνουν | τὰ λιθάρια των καὶ τὴν εὐκόσμησίν των

    70
    καὶ στ’ ἅγια δισκοπότηρα κοῦπες κρασὶ νὰ πίνουν.
    Ἄρχοντες, ἀρκοντόπουλοι, ἀρχόντισσες μεγάλες,
    εὐγενικὲς καὶ φρένιμες, ἀκριβαναθρεμμένες,
    ἀνέγλυτες πανεύφημεςὕπανδρες καὶ χηράδες
    καὶ καλογριὲς εὐγενικές, παρθένεςἡγουμένες
      


      
      
    75
    (Ἄνεμος δὲν τοὺς ἔδιδε, ἥλιος οὐκ ἔβλεπέν τες,
    ἐψάλλαν, ἐνεγνώθασι εἰς τ’ ἅγια μοναστήρια)
    ἡρπάγησαν ἀνηλεῶς ὡς καταδικασμένες!
    Πῶς νὰ τὲς πάρουν στὴν Τουρκιά, σκλάβες νὰ πουληθοῦσιν
    καὶ νὰ τὲς διασκορπίσουσιν Ἀνατολήν καὶ Δύσην!
      

      
      
      
    80




    Γυμνὲς καὶ ἀνυπόλυτεςδαρμένες, πεινασμένες,
    νὰ βλέπουν βούδια, πρόβατα, ἄλογα καὶ βουβάλια,
    παπίτσες, χῆνες καὶ ἕτερα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . |
    καὶ τὸ βραδὺ νὰ μένουσιν με τοὺς μουσουλουμάνους
    καὶ νὰ τὲς μαγαρίζουσινμπαστάρδια νὰ γεννοῦσιν,

      
    85
    μουσουλουμάνοι νὰ γενοῦ καὶ σκύλοι ματοπίνοι,
    νὰ πολεμοῦν χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀφανίζουν!
    Μὴν τὸ πομένης, οὐρανέ, καὶ, γῆ, μὴν τὸ βαστάξης·
    ἥλιε, σκότασε τὸ φῶς, σελήνη, μὲν τοὺς δώσης.
    Εἴπω καὶ τίποτε μικρὸν ἀλληγορίας λόγον:
      



      
    90
    Ἥλιον τάξε νοητὸν τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνο·
    σελήνη ἐπονόμασε τὴν νέαν του τὴν Πόλην.
    Μὴ σοῦ φανῆ παράξενο τοῦτον ἀποὺ σοῦ λέγω:
    κόσμο μέγαν τὸν ἄνθρωπον Θεὸς ἐπονομάζει,
    ὃν ἔθετο εἰς τὸν μικρὸν κόσμον, τὴν πάσα κτίση.
      
      

      
    95



    Αὐτὸς λοιπὸν ἐκόσμησε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος
    τὴν Πόλην τὴν ἐξάκουστην, ἣν βλέπεις καὶ ἀκούεις,
    καθὼς τὴν κλῆσιν ἔλαβεν καὶ τὴν ἐπωνυμίαν·
    Ὁμοίως Οὐστινιανὸς | ἐκόσμησεν μεγάλως,
    ἔκτισεν τὴν Ἁγιὰν Σοφιά, τὸ θέαμαν τὸ μέγα·
      

      
      
      
    100
    παραπλησίον γέγονε Σιὼν τῆς παναγίας.
    Ἐκεῖνοι ἦσαν ἥλιος κ’ ἡ Πόλη ’ν’  ἡ σελήνη.
    (Xωρὶς ἡλίου πούποτε σελήνη οὐδὲν λάμπει).
    Ἐκεῖνοι γὰρ οἱ βασιλεῖς, οἱ εὐσεβεῖς, οἱ θεῖοι,
    ἕλαμπον, ἐφωτίζασιν τὴν παναγίαν Πόλην,
      
      
    105
    τὴν Δύσην, τὴν Ἀνατολήν, ὅλην τὴν οἰκουμένην.
    Ὅταν εἰς νοῦν ἀθυμηθῶ τῆς Πόλεως τὰ κάλλη,
    στενάζω καὶ οδύρομαι καὶ τύπτω εἰς τὸ στῆθος,
    κλαίω καὶ χύνω δάκρυα μεθ’ οἰμωγῆς καὶ μόχθου.
    Ὁ κόσμος τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς, τὰ πέπλα της Τραπέζας




      
    110




    τῆς παναγίας, τῆς σεπτῆς, τὰ καθιερωμένα
    τὰ σκεύη τὰ πανάγια καὶ ποῦ νὰ καταντήσαν;
    Ἆρα ἔβλεπεν ὁ ἄγγελος, ὡς ἦτον τεταγμένος,
    ὅστις καὶ ἔταξεν ποτὲ τοῦ πάλαι νεανίσκου;
    Εἶπεν | γὰρ «οὐκ ἐξέρχομαι ἕως ὅτου νὰ ἔλθης».
      
      
      

      
    115
    Ὁ νεανίας ἔρχεται, ὁ ἄγγελος ἀπῆλθεν·
    οὐχὶ ἐκεῖνος ὁ ποτὲ παίδας τῶν ἐκτητόρων,
    ἀλλ’ ἄλλος παίδας ἔφθασε, πρόδρομος Ἀντιχρίστου,
    καὶ ἄγγελοι καὶ ἅγιοι πλέον οὐ βοηθοῦσι.


      

    Φτωχοποίηση και κάποιες διαπιστώσεις...

    Οκ... Και να το ήθελες να πεις κανά δυό καλές κουβέντες δεν σου βγαίνουν ρε αδερφέ... Από την δεύτερη τετραετία και μετά το πράγμα χάλασε! Α...