Την ιστορία για τον τσιγκούνη και άπληστο Σκρουτζ, λίγο-πολύ, όλοι μας τη γνωρίζουμε και συνήθως τη φέρνουμε περισσότερο στο μυαλό μας τις μέρες των Χριστουγέννων. Τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα ή Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, (Christmas Carol) στέλνουν μηνύματα αγάπης, χαράς και γενναιοδωρίας.
Ποιο ήταν όμως το κίνητρο που οδήγησε τον Κάρολο Ντίκενς να γράψει αυτό το εξαίσιο βιβλίο;
Το 1843, o Βρετανός συγγραφέας ταξιδεύει στο Μάντσεστερ. Είναι φανερά εξοργισμένος με την κοινωνική αδικία και την αδιαφορία της κυβέρνησης για τις λιγότερο προνομιούχες περιοχές της Αγγλίας. Στις 5 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, λοιπόν, σε μια άκρως παθιασμένη ομιλία του, προτρέπει τους εργάτες του Μάντσεστερ να ενωθούν και να απαιτήσουν τα δικαιώματά τους- κάτι η κυβέρνηση αγνοούσε δυστυχώς με επιδεικτικό τρόπο.
Ο Κάρολος Ντίκενς είχε περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια με πολλές στερήσεις. Τα δύο χαρακτηριστικά που κυριαρχούσαν στη βικτωριανή Αγγλία ήταν η κοινωνική αδικία και η συνακόλουθη φτώχεια. Ο κορυφαίος Βρετανός συγγραφέας, βρισκόταν και ο ίδιος σε μια εξαιρετικά άσχημη οικονομική κατάσταση εκείνη την περίοδο. Οι αναμνήσεις που είχε από την παιδική ηλικία, η δυσχερής θέση του καθώς και η τριήμερη διαμονή του στις εργοστασιακές συνοικίες του Μάντσεστερ, έγιναν η βάση για να γράψει το συγκεκριμένο βιβλίο. Σκοπός του ήταν να αναδείξει τα βάσανα των υποσιτισμένων περιθωριακών. Θεωρούσε ότι τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» θα ήταν το μέσο για να γίνουν γνωστά στην κόσμο η κοινωνική αδικία και η κακομεταχείριση των παιδιών. Ήλπιζε ότι με αυτόν τον τρόπο, το κράτος μαζί με τους πολίτες θα κινητοποιούνταν να βοηθήσουν όσους είχαν προβλήματα επιβίωσης. Κι αυτή ήταν η αρχή της δημιουργίας ενός αριστουργήματος. Ενός χριστουγεννιάτικου μύθου της σύγχρονης λογοτεχνίας.
Το βιβλίο, αμέσως μετά την κυκλοφορία του, στις 19 Δεκεμβρίου του 1843, έγινε μεγάλη επιτυχία. Την πρώτη κιόλας εβδομάδα πούλησε 6.000 αντίτυπα. Και ήταν, χωρίς αμφιβολία, ένα ασύλληπτο νούμερο για την εποχή εκείνη.
Ποια είναι η όμορφη ιστορία της νουβέλας;
O Εμπενίζερ Σκρουτζ, είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος. Ένας ηλικιωμένος άπληστος τσιγκούνης, που δεν νοιώθει συμπόνια για κανέναν από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι τα χρήματα και κοιτά οι άνθρωποι που είναι τριγύρω του να υπάρχουν μόνο για να του προσφέρουν χρήματα. Επιπλέον, δεν του αρέσουν καθόλου τα Χριστούγεννα. Τα αντιπαθεί γιατί θεωρεί ότι δεν τον «συμφέρουν». Ο λόγος; Θεωρεί ότι του προσθέτουν ακόμα ένα χρόνο στην πλάτη του χωρίς όμως να γίνεται πλουσιότερος. Είναι παραμονή Χριστουγέννων και ο Σκρουτζ δέχεται έναν απρόσκλητο επισκέπτη. Βλέπει το φάντασμα του νεκρού συνεργάτη του Τζέικομπ Μάρλεϊ. Ένας άνθρωπος τσιγκούνης και μίζερος, όπως ο Σκρουτζ που τον προειδοποιεί να αλλάξει χαρακτήρα για να μην καταλήξει όπως εκείνος. Στη συνέχεια, τον επισκέπτονται τα τρία φαντάσματα των Χριστουγέννων υποδεικνύοντας τα λάθη του. Με αυτό τον τρόπο τον βοηθούν να αγγίξει τη μετάνοια. Μετά από αυτήν την εμπειρία, ο πρώην εκμεταλλευτής Σκρουτζ αλλάζει ριζικά τη συμπεριφορά του. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό καθώς μετατρέπεται στον μεγαλύτερο ευεργέτη της πόλης του. Ο Κάρολος Ντίκενς δέθηκε συναισθηματικά με τους ήρωες της νουβέλας του. Αυτό τον βοηθά να δώσει εξαιρετική ζωντάνια στην αφήγηση. Όπως, μάλιστα, ο ίδιος έλεγε, ενώ έγραφε γελούσε κι έκλαιγε ξανά και ξανά.
Ποια είναι τα μηνύματα που θέλει να περάσει ο συγγραφέας του βιβλίου και τί πετυχαίνει;
Εκείνην την περίοδο που έγραφε τη νουβέλα ο Ντίκενς, τα Χριστούγεννα δεν τα γιόρταζαν παραδοσιακά. Τον 16ο αιώνα και με την Αγγλική Μεταρρύθμιση, μπορεί να διατηρήθηκε ο εορτασμός των Χριστουγέννων, αλλά η ισχυρή πουριτανική και Καλβινιστική νοοτροπία υποστήριζε ότι μόνο αυτά που ήταν γραμμένα στην Αγία Γραφή θεωρούνταν χριστιανικές γιορτές. Επέτρεπε, λοιπόν, μόνο η Μεγάλη Παρασκευή να γιορτάζεται. Αφού αποκαταστάθηκε, τελικά, ο Αγγλικανισμός στην Βρετανία και παρενέβη ο Καρόλος ΙΙ, στα τέλη του 17ου αιώνα, τα Χριστούγεννα αποκαταστάθηκαν.
Ο Ντίκενς στο βιβλίο του, περιγράφει στολισμένους δρόμους, χριστουγεννιάτικα δέντρα, γκι, δεντρολίβανα, βοηθώντας έτσι στην καθιέρωση του εορταστικού κλίματος. Πίστευε ότι το πνεύμα των Χριστουγέννων πρέπει να κυριαρχεί στις σχέσεις των ανθρώπων, όλο το χρόνο. Με αυτήν την όμορφη, διδακτική ιστορία, ο σπουδαίος συγγραφέας πέτυχε κάτι πολύ σημαντικό για μια περίοδο απόλυτης ένδειας για την εργατική τάξη της Αγγλίας. Κατάφερε να ζεστάνει τις καρδιές των ανθρώπων, να επαναφέρει στις μνήμες τη χαρά και τον ενθουσιασμό των Χριστουγέννων και να συνεισφέρει στην αναζωογόνηση τους ως γιορτή αγάπης αλλά και συμπόνοιας.
Έπαινοι και αντιδράσεις κριτικών…
Από την πρώτη κιόλας μέρα της κυκλοφορίας του κέρδισε τους κριτικούς. Επαινέθηκε, μάλιστα, από τους ομοτέχνους του, με προεξάρχοντα τον Γουίλιαμ Μέικπις Θάκερεϊ.
Ωστόσο, δεν έλειψαν και οι αντιδράσεις. Συγκεκριμένα, ο σύγχρονος αμερικανός φιλόσοφος Μάικλ Λέβιν, έγραψε μία κριτική του έργου από νεοφιλελεύθερη σκοπιά, καταγγέλοντας τα «μεγάλα ψέμματα» του Ντίκενς. Υπερασπίζεται τον Σκρουτζ «ως ένα επιχειρηματία του οποίου οι ιδέες και πρακτικές ωφελούν, όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και τους υπαλλήλους του και την κοινωνία εν γένει».
Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία βρήκε και συνεχίζει να βρίσκει μεγάλη ανταπόκριση από όλον τον κόσμο. Όσα χρόνια και αν περάσουν οι αξίες της είναι διαχρονικές. Οι μεταφορές, δε, που γνώρισε στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, το θέατρο και την όπερα… πολλές… Ακόμα και ο ήρωας του Γουόλτ Ντίσνεϊ, ο πάμπλουτος τσιγγούνης Σκρουτζ Μακ Ντακ, έχει σημείο αναφοράς τον Εμπενίζερ Σκρουτζ. "Ο Σκρουτζ δεν ξαναείδε τα πνεύματα. Αλλά από εκείνη την ημέρα, όπως λένε, δεν υπήρχε άνθρωπος που να γιορτάζει καλύτερα τα Χριστούγεννα από τον Εμπένιζερ Σκρουτζ" γράφει στον επίλογο της ιστορίας ο Κάρολος Ντίκενς. Αν το «πνεύμα των Χριστουγέννων» έμπαινε σε όλους μας, όπως συνέβη στον ήρωα της ιστορίας, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος…
Πηγές:
time.com, literature.org
klik magazine