Η προ της επανάστασης περίοδος της ρωσικής ιστορίας είχε ως χαρακτηριστικά τον «στεγνό νόμο» (ποτοαπαγόρευση), τις ουρές στα μαγαζιά και την αντικατάσταση της αντρικής εργασίας με τη γυναικεία. Ενώ σχηματίζονταν ουρές για την αγορά τροφίμων, αισθητή ήταν αύξηση της πελατείας στα ακριβά εστιατόρια, και της προτίμησης στα ασημένια σερβίτσια, στα κοσμήματα και στα λουλούδια.
Η εξωτερική εντύπωση ήταν πως όλα στη χώρα έβαιναν καλώς. Ο στρατός, ο οποίος συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ήταν έτοιμος να επιτεθεί στο Βερολίνο. Ο ρώσος αυτοκράτορας Νικόλαος Β΄ τον περισσότερο καιρό απονέμει παράσημα ή επιθεωρεί τα στρατιωτικά νοσοκομεία. Ο διάδοχος αισθάνεται καλά και είναι εύθυμος. Το Κοινοβούλιο στηρίζει σε όλα τον τσάρο, η κυβέρνηση και ο στρατός διακατέχονται από αίσθημα πατριωτισμού και τίποτε δεν προμηνύσει τη δυστυχία που θα ακολουθήσει.
Μέσα από τα καθημερινά γεγονότα της ζωής στο Πετρογκράντ, είναι δύσκολο να εντοπιστούν οι πηγές της επερχόμενης μεγάλης αναταραχής. Μέχρι τη νέα επανάσταση του 1917, κατά την οποία θα βρεθούν στην εξουσία οι κομουνιστές, απέμεναν δύο ολόκληρα χρόνια.
Η κατάσταση στα μετόπισθεν
Ο πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, αλλά στα θέατρα του Πετρογκράντ, ιδιαίτερα στις πιο δημοφιλείς παραστάσεις, ήταν δύσκολο να βρει κανείς εισιτήριο. Στην έναρξη της σεζόν, στο ρεστοράν Villa Rode που τότε ήταν στη μόδα, μαζευόταν «όλο το Πετρογκράντ».
Στην πόλη, η οποία βρισκόταν στα όρια της πείνας και όπου το πρωί σχηματίζονταν ουρές για κρέας και ζάχαρη, ενώ σε κάποια σημεία είχαν αρχίσει ήδη οι ελλείψεις σε ψωμί, στην πόλη όπου κάθε μέρα έφταναν δεκάδες ειδοποιήσεις για θανάτους στρατιωτών, πήγαιναν πολύ καλά οι πωλήσεις λουλουδιών. Τα ανθοπωλεία απέκτησαν νέα πελατεία η οποία ήταν αρκούντως γενναιόδωρη και πρόθυμη να ξοδέψει οποιοδήποτε ποσό.
Παρά τον πόλεμο, ο κόσμος στο Πετρογκράντ ήταν ντυμένος με την τελευταία λέξη της παρισινής μόδας. Στον αέρα αιωρούταν η μυρωδιά ακριβών αιγυπτιακών τσιγάρων και του δημοφιλούς αρώματος Guerlain.
Τη μεγαλύτερη ζήτηση όμως παρουσίαζαν τα κοσμήματα. Καθημερινά οι κοσμηματοπώλες κέρδιζαν εκατοντάδες χιλιάδες ρούβλια. Αγοράζονταν κυρίως καλά, ακριβά κομμάτια, καθώς τα απλά δεν είχαν ζήτηση, με αποτέλεσμα να παρουσιαστεί έλλειψη σε διαμάντια. Τεράστια ήταν η ζήτηση και για τα ασημένια μαχαιροπήρουνα και σερβίτσια. Ήταν σαφές ότι ο κόσμος επεδίωκε να προστατεύσει τις οικονομίες του από τον πληθωρισμό.
«Στεγνός νόμος»
Στις 20 Αυγούστου 1914, λίγο μετά την κήρυξη του πολέμου, η Ρωσία μπήκε για πρώτη φορά στην ιστορία της στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης, του λεγόμενου «στεγνού νόμου». Από τα έσοδα του προϋπολογισμού του καιρού πολέμου χάθηκε άμεσα το 1/5 των εσόδων. Η αστυνομία ξεκίνησε προσπάθειες για την καταπολέμηση του αλκοολισμού και η ρωσική κοινωνία ν’ αναζητεί τρόπους να παρακάμψει τις απαγορεύσεις. Ο στεγνός νόμος γέννησε την κερδοσκοπία, τη μυστική παραγωγή αλκοολούχων και τη χρήση υποκατάστατων.
Ο νόμος είχε κενά, καθώς επιτρεπόταν η πώληση αλκοόλ για τις ανάγκες των νοσοκομείων. Το αλκοόλ για τις κλινικές αρχικά δεν θεωρούνταν ποτό και πωλούνταν ελεύθερα στα φαρμακεία με αποτέλεσμα αυτά να αναγκαστούν ν’ αυξήσουν τις ετήσιες παραγγελίες τους στο δεκαπλάσιο. Οι μυημένοι αλκοολικοί χρησιμοποιούσαν είδη παρασκευάσματα για την προστασία των μαλλιών που η σύνθεσή τους αποτελούνταν κατά 70% από αλκοόλ. Οι εργάτες αγόραζαν στα φαρμακεία φτηνές κολόνιες.
Στους τιμοκαταλόγους των μεγάλων εστιατορίων εμφανίστηκαν νέα στοιχεία: «Λουλούδια – 25 ρούβλια», «Αυτοκίνητο – 50 ρούβλια». Όλοι γνώριζαν, ότι αυτό σημαίνει αλκοόλ. Στις τσαγερί, έλεγαν στον πελάτη: «Το τσάι 8 καπίκια, και το γλυκό του κουταλιού 1 ρούβλι!». Το «γλυκό του κουταλιού» ήταν ένα ποτηράκι χανζά, δηλαδή υποκατάστατο της βότκας. Η «μια κούπα σοκολάτα», ήταν μια κούπα ειδικού βερνικιού με αλκοόλ. Ένα «πιάτο οκρόσκα» (κρύα σούπα λαχανικών), ήταν σπιτική μπίρα. Στα περίχωρα του Πετρογκράντ δεν υπήρχε φτωχικό διαμέρισμα, στο οποίο να μην παρασκεύαζαν υποκατάστατα βότκας.
Η ποτοαπαγόρευση στο Πετρογκράντ οδήγησε στο να πηγαίνουν εκατομμύρια ρούβλια από τον κρατικό προϋπολογισμό στις τσέπες των κερδοσκόπων.
Γυναίκες: Οι τέλειοι εργάτες
Η εφημερίδα Petrográdskiy Listók (Φύλλο του Πετρογκράντ) αναφέρει: «Στις 3 Ιανουαρίου στη γέφυρα της Αγίας Τριάδας το χιόνι στις χωματερές των περιχώρων μεταφερόταν από άμαξες με άλογα τις οποίες χειρίζονταν γυναίκες. Η τάξη και η πλήρης απουσία οποιασδήποτε βωμολοχίας εξέπλητταν τους περαστικούς. Αποδεικνύεται πως οι ανάδοχοι του έργου για τον καθαρισμό των δρόμων και πλατειών από το χιόνι, βρήκαν στις γυναίκες τους τέλειους εργάτες».
Οι γυναίκες δεν αντικατέστησαν μόνο τους επιστρατευμένους στο μέτωπο μεταφορείς, θυρωρούς, οδοκαθαριστές, σερβιτόρους, υπεύθυνους μπουφέ, γραφείς, εισπράκτορες, αλλά στελέχωσαν το 1/3 των εργαζόμενων στις βιομηχανίες. Οι άντρες βρίσκονταν είτε στο μέτωπο, είτε απασχολούνταν στις καλλιέργειες και τα εργοστάσια. Οι εργαζόμενες σε αυτές τις δουλειές λάμβαναν μικρότερες αμοιβές απ’ τους άντρες και εργάζονταν κυρίως στη μεταφορά και διανομή.
Όσον αφορά τις τιμές, αυτές στη διάρκεια του πολέμου αυξήθηκαν κατά μέσο όρο στο διπλάσιο ή και λίγο παραπάνω, ενώ σε ορισμένα προϊόντα ακόμη πιο πολύ (το βούτυρο στοίχιζε 8 φορές περισσότερο, η ζάχαρη και το αλάτι 5 φορές). Την ίδια ώρα, οι μισθοί αυξάνονταν με πιο αργούς ρυθμούς (φτάνοντας περίπου στο διπλάσιο)
πηγή: Η Ρωσία τώρα