Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

Τα σημειωματάρια του Λεονάρντο ντα Βίντσι Ψηφιοποιούνται: Πού να διαβάσετε τα Αναγεννησιακά Ανθρώπινα Χειρόγραφα Online

 


Από το χέρι του Λεονάρντο ντα Βίντσι ήρθε η  Μόνα Λίζα και ο Μυστικός Δείπνος , μεταξύ άλλων αντικειμένων τέχνης με έντονο σεβασμό και ακόμη και λατρεία. Αλλά για να κατανοήσουμε το μυαλό του Λεονάρντο ντα Βίντσι , πρέπει κανείς να βυθιστεί στα σημειωματάριά του. Συνολικά περίπου 13.000 σελίδες σημειώσεων και σχεδίων, καταγράφουν κάτι από κάθε πτυχή της πνευματικής και καθημερινής ζωής του αναγεννησιακού ανθρώπου: μελέτες για έργα τέχνης, σχέδια για κομψά κτίρια και φανταστικά μηχανήματα , παρατηρήσεις του κόσμου γύρω του, λίστες με τα παντοπωλεία και τους οφειλέτες του . Σκοπεύοντας την τελική δημοσίευσή τους, ο Λεονάρντο άφησε τα σημειωματάριά του στον μαθητή του Φραντσέσκο Μελτζή, από την εποχή του οποίου ο θάνατός του μισό αιώνα αργότερα δεν είχαν γίνει πολλά μαζί τους.

Απουσία ενός σωστού διαχειριστή, τα σημειωματάρια του Λεονάρντο διάσπαρτα σε όλο τον κόσμο. Έξι αιώνες αργότερα, οι σελίδες τους που σώζονται αποτελούν μια σειρά κωδικών που κατέχουν τέτοιες οντότητες όπως η Biblioteca Ambrosiana, το Βρετανικό Μουσείο, το Institut de France και ο Bill Gates.




Τα τελευταία χρόνια, αυτοί και οι συνεργαζόμενοι οργανισμοί τους προσπάθησαν να ανοίξουν τα σημειωματάρια του Leonardo στον κόσμο, να τα ψηφιοποιήσουν, να τα μεταφράσουν και να τα οργανώσουν για βολική περιήγηση στον Ιστό. Εδώ στο Open Culture, είχαμε παρουσιάσει προηγουμένως το  Codex Arundel  ως διαθέσιμο στο κοινό από τη Βρετανική Βιβλιοθήκη , το Codex Atlanticus από το Visual Agency και το τριμερές Codex Forster από το Μουσείο Victoria & Albert .

Άλλες συλλογές φορητών υπολογιστών του Λεονάρντο που διατίθενται για προβολή στο διαδίκτυο περιλαμβάνουν τους κωδικούς της  Μαδρίτης στο Biblioteca Nacional de España, το Codex Trivulzianus στο Archivo Storico Civico e Biblioteca Trivulziana και το  Codex on the Flight of Birds στο Εθνικό Μουσείο Αεροπορίας και Διαστήματος του Smithsonian. (Δημοσιεύθηκε ως αυτόνομο βιβλίο, η πραγματεία του για τη ζωγραφική είναι διαθέσιμη για λήψη στο Project Gutenberg .) Ακόμα κι έτσι, πολλές από τις σελίδες που έγραψε ο Leonardo δεν έχουν φτάσει ακόμα στο Διαδίκτυο, και ακόμη και όταν το κάνουν, γενιές ερμηνευτικής εργασίας - πολύ πέρα ​​από την αναστροφή της «καθρέφτης γραφής» - σίγουρα θα παραμείνει. Καθώς η ανθρωπότητα δοκιμάζει μόνο μερικές από τις εφευρέσεις του, η πλήρης δημοσίευση των σημειωματαρίων του παραμένει έργο σε εξέλιξη. Ο ίδιος ο Λεονάρντο σίγουρα θα καταλάβαινε: εξάλλου, δεν μπορεί κανείς να καλλιεργήσει ένα μυαλό σαν αυτό χωρίς υπομονή.

Σχετικό περιεχόμενο:

Τα κομψά μαθηματικά του  Vitruvian Man , το πιο διάσημο σχέδιο του Leonardo da Vinci: Μια κινούμενη εισαγωγή

Κατεβάστε τα Υψηλά Σχέδια Ανατομίας του Λεονάρντο ντα Βίντσι: Διαθέσιμο στο Διαδίκτυο ή σε μια υπέροχη εφαρμογή iPad

Οι παράξενες καρικατούρες του Leonardo da Vinci και τα σχέδια τέρας

Το χειρόγραφο βιογραφικό του Λεονάρντο ντα Βίντσι (1482)

Η λίστα υποχρεώσεων του Leonardo Da Vinci (Circa 1490) είναι πολύ πιο δροσερή από τη δική σας

Γιατί έγραψε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι προς τα πίσω; Μια ματιά στο “Mirror Writing” του απόλυτου αναγεννησιακού ανθρώπου

Με πληροφορίες από εδώ

Φυλάγαν στην γωνιά οι τσιλιαδόροι και σου τα πέρνανε οι αβανταδόροι!

 

x

«Λευκό, λευκό, παπάς μαύρος. Που πήγε τώρα; Αγοράζω, παίρνω». «Εδώ παπάς, εκεί παπάς, που’ ναι ο παπάς ;»

Ο ταχυδακτυλουργός παπατζής ανακατεύει και απλώνει αριστοτεχνικά στο χαρτόκουτο, τα τρία κυρτωμένα φύλλα της τράπουλας. Οι προσφορές αρχίζουν. «Όποιος το είδε, ποντάρει και τα παίρνει. Πολλά βάζετε, πολλά παίρνετε», λέει ο ντήλερ του πεζοδρομίου. Ο «παπάς» είναι ίσως το πιο γνωστό τζογαδόρικο «παιχνίδι», που παίζεται στους ελληνικούς δρόμους, για πάρα πολλές δεκαετίες.

Η μέθοδος και το στήσιμο του «παπά», είναι πλέον κλασσικά και έχουν αποτυπωθεί με μεγάλη επιτυχία, στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη, ειδικά στην ταινία «Η χαρτοπαίχτρα» με την Ρένα Βλαχοπούλου. Η σκηνή μέσα στο κρατητήριο με την καθωσπρέπει χαρτοπαίχτρα να πείθεται από τους μάγκες του υπόκοσμου να παίξει τον «παπά» είναι πλέον κλασική.

Προπολεμικά ήταν λίγοι γραφικοί τύποι και μικροαπατεώνες, που καμιά φορά έφταναν στα άκρα.

Μεταπολεμικά όμως πολλαπλασιάστηκαν και αποτέλεσαν τη «μικρή μαφία» των μεγάλων πόλεων.

Οι τσιλιαδόροι, οι κράχτες και οι αβανταδόροι

Το «επάγγελμα» του παπατζή είναι σχετικά εύκολο.

Απαιτούνται μόνο τρία τραπουλόχαρτα, καλοί συνεργάτες που ξέρουν το ρόλο τους, «μαγικά» χέρια από τον παίκτη, απλές τεχνικές παραπλάνησης και μια…κούτα.

Το υπαίθριο μαγαζάκι είναι πλέον έτοιμο.

«Παιδιά καθαρές δουλειές, εδώ δεν κλέβουμε, όριστε, να ο παπάς, τώρα εδώ, τώρα εκεί, τώρα που είναι; βάλτε να πάνε», λέει ο παπατζής, δανειζόμενος ατάκες από τα ζάρια ή οποιοδήποτε άλλο παράνομο τυχερό παιχνίδι.

Η διαδικασία του «παπά» είναι απλή.

Μόλις στηθεί η χαρτόκουτα που αναποδογυρισμένη χρησιμεύει για τραπέζι, οι κράχτες πιάνουν πόστα περιμετρικά της.

«Αδερφέ, εδώ δίπλα γίνεται παιχνίδι, ρίχνουν τον παπά», λένε σε περαστικούς προσπαθώντας να «ψαρέψουν» κορόιδα.

Παλιά το αγαπημένο τους είδος ήταν οι ανυποψίαστοι άνθρωποι που έφταναν στην Αθήνα από το χωριό.

Στις γωνίες αλλά και κοντά στον παπατζή είναι «στημένοι» οι τσιλιαδόροι. Μόλις δουν αστυνομικούς, περιπολικά ή «μυριστούν» ασφαλίτες, τότε «πέφτει σύρμα».

Όταν τα υποψήφια θύματα πλησιάσουν την κούτα και αρχίζουν να παρατηρούν τα χέρια του παπατζή, τότε οι απατεώνες του «φυτεύουν» μέσα του την ελπίδα για εύκολο κέρδος.

Ο παπατζής ρίχνει και ξαναρίχνει τα τρία φύλλα, λέγοντας το γνωστό ποίημα.

Μέσα σε λίγα λεπτά που κοντοστέκεται το θύμα για να δει τι γίνεται και να εκτιμήσει την κατάσταση, κοιτάζει συνεχώς τα χέρια του παίκτη.

Είναι σχεδόν βέβαιος ότι γνωρίζει με ακρίβεια κάθε φορά, τη θέση που βρίσκεται ο παπάς, δηλαδή συνήθως ο Ρήγας της τράπουλας.

Για να τον «βοηθήσουν» οι παπατζήδες να ποντάρει, πιάνει δουλειά ο πρώτος αβανταδόρος.

«Στη μέση είναι, στη μέση. Ε, ρε να μην έχω ένα πενηντάρικο να του τα πάρω».

Ο παπατζής προσποιείται ότι τον πήραν χαμπάρι.

«Σε παρακαλώ ρε φίλε, αν θες παίξε να διπλασιάσεις. Μην λες που είναι τα χαρτιά».

Στην επόμενη παρτίδα το θύμα παρακολουθεί και πάλι, σίγουρος πλέον ότι έχει καταλάβει που είναι ο παπάς.

Ξαφνικά, ένας άλλος αβανταδόρος ποντάρει εκεί που το θύμα «βλέπει» τον Ρήγα και κερδίζει.

Η συναλλαγή γίνεται άμεσα και χωρίς προβλήματα.

Η διαδικασία με τους αβανταδόρους επαναλαμβάνεται, μέχρι κάποιος να «τσιμπήσει».

Το κορόιδο έχει πλέον ετοιμαστεί ψυχολογικά.

Ο παπατζής συχνά στην αρχή τον γλυκαίνει, αφήνοντάς τον να κερδίσει.

Ξαφνικά όμως, αλλάζει παίξιμο.

«Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις τρόποι για τις τρεις θέσεις που μπορεί να ρίξει τον παπά και είναι πανομοιότυποι. Αν κατά τύχη το θύμα επιλέξει το σωστό χαρτί, ο παπατζής μπορεί με ταχυδακτυλουργικό τρόπο να αλλάξει τη θέση του Ρήγα, ακόμη και μετά από το ποντάρισμα», λένε όσοι γνωρίζουν πως παίζεται το παιχνίδι.

Το κόλπο με το τσάκισμα

Εκτός από μια καλοστημένη απάτη, ο παπάς θεωρούνταν από τις αρχές του νόμου τεχνικό παιχνίδι. Δηλαδή κάποιος που γνωρίζει τον τρόπο, μπορεί και γυρίζει υπέρ του τις πιθανότητες για να κερδίσει.

Πριν το θύμα απογοητευτεί πλήρως και φύγει, οι παπατζήδες πρέπει να τον κρατήσουν για να το «μαδήσουν» κι άλλο.

Μετά από μια παρτίδα, κάποιος από τους θεατές, δηλαδή ένας αβανταδόρος, παίρνει τον παπά στα χέρια του και θεατρικά κάνει ότι δαγκώνει ή τσακίζει το φύλλο στην άκρη του.

«Τι κάνεις ρε φίλε, θα μας χαλάσεις την επιχείρηση», του λέει δήθεν αγανακτισμένος ο παπατζής.

Όσο γίνεται ο διάλογος, όλοι βλέπουν το σημαδεμένο Ρήγα πάνω στην κούτα. Είναι βέβαιοι ότι στην επόμενη «γύρα», θα τον βρουν με άνεση.

Ο παπατζής ξαναστρώνει τα χαρτιά, αλλά κάνοντας τα μαγικά του, έχει ξαναϊσιώσει το τραπουλόχαρτο.

Όταν πέσουν τα πονταρίσματα, όλοι χάνουν.

Το ταμείο

Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, πίσω από τον παπατζή περνάει κάποιος, που παίρνει με τρόπο τα κέρδη.

Η «πάσα» των χρημάτων είναι επιβεβλημένη καθώς ανά πάσα στιγμή μπορεί να εμφανιστούν αστυνομικοί και να συλλάβουν τον παπατζή.

Καλό θα ήταν λοιπόν να μην έχει επάνω του, τους «κόπους» της ημέρας.

Στον παπά ωστόσο, είναι σχεδόν αδύνατο να κερδίσει κάποιος.

Όταν το θύμα ποντάρει σωστά, πάντα εμφανίζεται ένας αβανταδόρος που ποντάρει περισσότερα λεφτά σε άλλο φύλλο.

«Παιδιά, το μεγαλύτερο ποντάρισμα μετράει», λέει ο παπατζής και έτσι το θύμα δεν πληρώνεται.

Αν τυχόν κάποιος καταφέρει να πάρει λεφτά, κανείς δεν του εγγυάται ότι λίγο παρακάτω δεν θα πέσει «τυχαία» θύμα ληστείας και ξυλοδαρμού.

Τα στέκια των ‘70’ς και 80’ς

Το κυνήγι των παπατζήδων ανήκε για δεκαετίες, στην αρμοδιότητα του Τμήματος Ηθών και Λεσχών της Γενικής Ασφάλειας.

Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, περισσότεροι από 1000 παπατζήδες, έστηναν τα μαγαζάκια τους, σε μερικά από τα πιο πολυσύχναστα σημεία της Αθήνας.

Ο λόγος ήταν απλός. Στατιστικά, από κει θα περνούσαν και περισσότερα κορόιδα.

Οι καλύτερες μέρες για δουλειά ήταν εκτός τις γιορτές, οι Παρασκευές που συνήθως πληρώνονταν πολλοί και η πρώτη του μηνός.

Τότε η Αθήνα γέμιζε με αρτίστες του είδους.

Προνομιακό σημείο ήταν για χρόνια, η οδός Κωνσταντίνου, κοντά στην πλατεία Καραΐσκάκη.

Προσπαθούσαν να «ξαφρίσουν» ανύποπτους επαρχιώτες που έφταναν στο σταθμό Λαρίσης με το τρένο, έχοντας μαζί τους κομπόδεμα.

Γνωστά σημεία ήταν επίσης η πλατεία Κουμουνδούρου, η Αθηνάς, η πλατεία Κάνιγγος, η Ομόνοια, η Μενάνδρου, η Πειραιώς, η Κλεισθένους, η Ζήνωνος και η περιοχή του δημαρχείου με τα γύρω στενά της. Οι παπατζήδες είχαν χωρίσει μεταξύ τους τις περιοχές δράσης τους, ώστε να μην μπλέκεται ο ένας στις δουλειές του άλλου.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι χαρτοκλέφτες τραβούσαν ακόμη και μαχαίρια μεταξύ τους, για τη διεκδίκηση ενός καλού πόστου.

Το 1933, ο αρχηγός μιας συμμορίας του είδους, έπεφτε νεκρός από μαχαίρι που του έμπηξε στην καρδιά, αρχηγός αντίπαλης ομάδας απατεώνων.

Το 1976 ο γνωστός ποινικός κακοποιός με το ψευδώνυμο «Σαλονικιός», μαχαίρωσε και σκότωσε στο κέντρο της πόλης άλλον παπατζή που του είχε πάρει τη θέση.

Όταν ο κλοιός έσφιξε, ο Σαλονικιός παραδόθηκε μόνος του και ομολόγησε το έγκλημά του.

Τώρα πια οι καιροί άλλαξαν και δύσκολα «τσιμπάει» ο κόσμος.

Έτσι οι παπατζήδες έχουν στραφεί σε τουριστικά σημεία της Αθήνας.

Οι ξένοι επισκέπτες βρίσκουν πολύ «χαριτωμένο» αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους.

Τότε θεωρούν ότι είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να βγάλουν έξτρα χρήματα και να πάρουν τα χρήματα από τη τσέπη του παίκτη.

Όταν όμως η μηχανή της απάτης πάρει μπρος, φεύγουν από τον παπατζή κυριολεκτικά άφραγκοι.

Δείτε το σχετικό βίντεο


Με πληροφορίες από εδώ

Παλιά ΑΘήνα: Στην Αιόλου και την Αθηνάς, χρονιάρες μέρες, κάπου το 1932

 

Μπήκε για τα καλά ο χειμώνας και η σκέψη ενός παλιού Αθηναίου πάει αυτόματα στο πανηγύρι που στηνόταν στην Αιόλου και την Αθηνάς. Ένας άλλος παράδεισος για μικρούς και μεγάλους λειτουργούσε εκεί τις χρονιάρες μέρες. Μια άλλη «Αυλή των θαυμάτων» που ξεκινούσε από τα Χαυτεία και έφτανε μέχρι του Ψυρρή δημιουργώντας το αδιαχώρητο. Εδώ, οι έμποροι του ποδαριού, οι «πανεριτζήδες» όπως τους αποκαλούσαν διαλαλούσαν με μοναδική έμπνευση τις ευκαιρίες: είδη από κατάσχεση, εμπορεύματα από πτώχευση, μεταξωτά από τα «βρεμένα» του τελωνείου!

Όποιος, μικρός ή μεγάλος δεν είχε τι να κάνει, και ήταν πάρα πολλοί αυτοί, όποιος δεν ήξερε μια τέχνη, όποιος είχε ξεπέσει στην αθηναϊκή άσφαλτο χωρίς άλλα εφόδια εκτός από τη φωνάρα και τα παπούτσια του, αγόραζε τρεις παραμάνες για το γιακά και γινόταν έμπορος ευκαιρίας. Ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος. Για να επιβιώσεις έπρεπε να είσαι εύστροφος, ετοιμόλογος, επίκαιρος, πνευματώδης, τσαχπίνης… Αυτά βέβαια ήταν και τα στοιχεία που έκαναν αυτή την «Αυλή των θαυμάτων» τόσο ενδιαφέρουσα.

Είμαστε στο έτος 1932 και συνοδεύουμε τον ρεπόρτερ της εφημερίδας «Εξέλσιορ» Λευτέρη Ξανθό. Πάρτε εικόνα:

«Βρισκόμαστε στην Πλατεία του Δημαρχείου μπροστά σ’ έναν άνθρωπο ανεβασμένο ψηλά σ’ ένα κασόνι και που μπρός του βρίσκεται μια βαλίτζα ανοιχτή, γεμάτη με μπλάστρια και τάλληρα. Στο ένα του χέρι κρατά μια δέσμη από τα ίδια έμβλαστρα και στο άλλο έχει περασμένη μια μεγάλη εικόνα η οποία παρουσιάζει όλον τον ανθρώπινο σκελετό. Το πανηγύρι μόλις άρχισε.

-Εδώ λοιπόν κύριος βλέπετε, ξελαρυγκίζεται ο άνθρωπός μας με βραχνή φωνή, ταύτην την εικόνα, την οποία παριστά το ανθρώπινον σώμα. Εδώ που δείχνω τώρα βρίσκονται οι πνεύμονες. Μάλιστα κύριοι, οι πνεύμονες, με καταλαβαίνετε; Τα πλεμόνια θέλω να πώ. Παρακάτω το λοιπόν αυτά εδώ τα κόκκινα, γιατί είνε κόκκινα; Γιατί είνε κόκκινα λέω; Είνε κόκκινα γιατί είνε τα νεφρά. Μάλιστα κύριοι, η νεφραμιά όπως θα λέγαμε στο χασάπη αν πηγαίναμε να ψωνίζαμε κρέας. Τώρα αυτά που είνε παρακάτω δεν ενδιαφέρουν το πλήθος.

Πρέπει να έχετε υπ’ όψιν ότι μιλόντας έτσι, δείχνει συγχρόνως και στην εικόνα τα … αντίθετα!

-Λοιπόν, συνεχίζει στον ίδιο τόνο, τι συμβαίνει τώρα; Εκρύωσες; Κι’ άπαξ μια φορά εκρύωσες είσαι υποχρεωμένος να βήξης. Να βήξης λέω σαν χτηκιάρης. Να έτσι: Γκούχ, γκούχ! Είσαι χτηκιάρης όμως; Αν πάς σε κάποιον γιατρόν, σε κάποιον επιστήμονα θα σου αποφανθή ότι είσαι. Αν έρθης όμως σε μένα θα σου απαντήσω: Όχι κύριε! Δεν είσαι χτηκιάρης, αλλά είσαι κρυωμένος. Αγόρασε ένα πακέτο απ’ αυτά τα εμβλάστρια, κόλησε το στο στήθος. Σε λίγες μέρες θα είσαι περδίκι.

-Μάλιστα κύριοι, αυτή είνε η σοφή συμβουλή μου που θα σου δώσω. Με πέντε δραχμούλες, με πέντε δραχμούλες λέω αγοράζετε δυό εμβλάστρια γερμανικού εργοστασίου κι’ έτσι σώζεται τη ζωή τη δική σας, των παιδιών σας, της μάνας σας, του κύρη σας και όλου του σογιού σας. Με πέντε δραχμούλες κύριος! Τι ψυχή έχουνε που να τις πάρη ο διάβολος;

Βλέπετε λοιπόν ότι ο άνθρωπος είνε θεοφοβούμενος και δεν θέλει να εκμεταλλευτή τον κόσμο. Με πέντε δραχμούλες σας γιατρεύει από τα κρυολογήματα, τον πονοκέφαλο, το συνάχι και την νευρασθένεια!

Έξω ακριβώς από τη Χρυσοσπηλιώτισα ένας άλλος τέτοιος τύπος συγκεντρώνει γύρω του τους διαφόρους χασομέρηδες. Αυτός δεν κρατά στα χέρια του μήτε βαλίτζες μήτε μπλάστρια, μήτε τιποτα. Ένα μικρό μόνο μηχανηματάκι από μολύβι, μια βελόνα και μιά κλωστή αποτελούν όλα τα σύνεργα της επιστήμης του.

Ας τον ακούσωμεν κι’ αυτόν να δούμε με τι τρόπο ρεκλαμάρει το εμπόρευμά του. Η αρχή είνε αλήθεια πως είνε λιγάκι παράξενη. Γιατί αρχίζει τη ρητορία του με έμμετρο πρόλογο. Σας τον σερβίρω ακριβώς αυτολεξεί.

Κορίτσια, παντρεμμένες
Χήρες, αρραβωνιασμένες
Όλες στη γραμμή να μπήτε
Το μηχάνημα να δήτε

Και συνεχίζει εις πεζόν

-Αυτό που λέτε λοιπόν εδώ το μηχάνημα είνε αμερικανική εφεύρεσις ενός … Έλληνα. Το ανεκάλυψεν ο Θόδωρος με τόνομα από το Κατσιμίδι της Ναυπακτίας. Το βρήκε λοιπόν ο Θόδωρος και τον ευγνωμονεί ο σύμπας κόσμος. Έρχεστε τώρα κι’ εσείς δίνετε ένα ταλληράκι το αγοράζετε και το πάτε δώρο στη μάννα σας, στη θεία σας, στη γιαγιά σας κι’ αυτές σας δίνουν την ευχή τους. Θα μου πήτε γιατί; Διότι κύριοι με αυτό το μηχανηματάκι μπορείτε να περάσετε την κλωστή στη βελόνα χωρίς κανένα κόπο. Πάνε πια τα γυαλιά, τα φασαμέν, τα τηλεσκόπια που χρειαζότανε η φουκαριάρα η γιαγιά σας για να την περάση σαν ήθελε να σας μαντάρη τις κάλτσες. Μ’ αυτή την εφεύρεσι του Θόδωρα το πάν απόλλυται…

Εδώ ένας σε λοταρίες μοιράζει εικοσιπεντάρια, άλλος πουλά το μαγικό φάρμακο που βγάζει από τη ρίζα τους κάλλους και που μπορεί κατά λάθος να σας ξεριζώση και ολόκληρο το πόδι. Παρά κάτω μια νεροφίδα χορεύει για να καταλήξη ο κάτοχός της να σας βγάλη κανένα λεκέ από το παντελόνι και να σας προσφέρη ένα σωληνάριο με την θαυματουργόν αλοιφή του μέσα, αντί πινακίου φακής.

Και πόσοι ακόμα που για να σας τους μεταφέρω εδώ θα μου ήταν εντελώς αδύνατον.

Τελειώνοντας τώρα θα μ’ ερωτήσετε και μ’ όλο σας το δίκηο. Υπάρχουν άνθρωποι που πείθονται στα λόγια και στις ρητορείες αυτών των επιχειρηματιών του δρόμου και αγοράζουν το ύποπτο εμπόρευμά τους; Σας απαντώ αδίστακτα ναι! Γιατί απλούστατα αν δεν υπήρχαν οι κουτοί πως θα ζούσαν εις βάρος των μερικοί αρκετά έξυπνοι;»

Με πληροφορίες από εδώ

Ελένη Μπούμπουλη η κόρη της Λασκαρίνας!

 Η Ελένη Μπούμπουλη μεγάλωσε στα δύσκολα χρόνια της Επανάστασης που καθόρισε και τη ζωή της. Η μοίρα της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μοίρα της Ελλάδας και τις ιστορικές εξελίξεις της εποχής, μ’ ένα τρόπο δραματικό.

 Από τα Ορλωφικά, πολύ πριν γεννηθεί, μέχρι και την περίοδο του Όθωνα, τα γεγονότα εξυφαίνουν τις συνθήκες της δικής της ζωής και προδιαγράφουν την πορεία της.

 Η Ελένη δεν είναι ηρωίδα. Δεν πολεμάει στα στρατόπεδα με ορατούς εχθρούς. Δίνει μέσα της τη δική της μάχη για να κρατηθεί όρθια και να μη χάσει τον εαυτό της στη λαίλαπα των περιστάσεων. Είναι μια νέα γυναίκα που διψάει για ζωή κι εισπράττει θάνατο…

 

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είχε αποκτήσει από τους δύο γάμους της 7 παιδιά. Τρία με το Δημήτριο Γιάννουζα (Γιάννο, Γεώργιο και Μάρω) και τέσσερα με το Δημήτριο Μπούμπουλη (Σκεύω, Ελένη, Ιωάννη και Νικόλαο).

Η φιλία της με τον Κολοκοτρώνη με τον οποίο συναντήθηκε λίγες μέρες πριν την πτώση της Τριπολιτσάς, όταν έφτασε έφιππη στο ελληνικό στρατόπεδο, οδήγησε στη συγγένεια μεταξύ τους με το γάμο των παιδιών τους, του Πάνου και της Ελένης. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Ναυπλίου, έγινε ο αρραβώνας τους και δυο μέρες μετά την πτώση του Ναυπλίου στα χέρια των Ελλήνων έγινε ο γάμος τους.

 

Ελένη Μπούμπουλη, Benjamin Mary. Δημοσιεύεται στο «Ελληνικές προσωπογραφίες (1840-1844)», εκδόσεις Λούσυ Μπρατζιώτη, Αθήνα 1992, σελ.40.

 

«η κόρη της Λασκαρίνας», το παραπάνω σχέδιο της Ελένης Μπούμπουλη, του Βέλγου διπλωμάτη Benjamin Mary, «ζωντάνεψε» στο εξώφυλλο του βιβλίου η Ελένη Κουμπή, φορώντας γιλέκο από τη συλλογή του Λυκείου Ελληνίδων, ενώ το φόρεμα είναι από τη συλλογή της συγγραφέως, η οποία και το δημιούργησε.

 

Στην πομπή των νικητών που μπήκαν στο Ναύπλιο, η Μπουμπουλίνα έφιππη συνοδευόταν από την κόρη της Ελένη και το γαμπρό της Πάνο που είχε οριστεί από τον Υψηλάντη Φρούραρχος Ναυπλίου. Μετά την κατάληψη του Παλαμηδιού, 30 Νοεμβρίου 1822, η Κυβέρνηση παραχώρησε στη Μπουμπου­λίνα ένα από τα καλύτερα σπίτια του Ναυπλίου, όπου και εγκαταστάθηκε. Γυρνούσε στο Ναύπλιο και στον κάμπο έφιππη ως αμαζόνα ακολουθούμενη από πλήθος στρατιωτών κι επευφημείτο από τα πλήθη που την αποκαλούσαν «κυρά του Ναυπλίου».

Ο εμφύλιος που ακολούθησε ανέτρεψε τα πράγματα για τη Μπουμπουλίνα και την οικογένειά της που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το κάστρο στις 13 Ιουνίου 1824 μαζί με το γαμπρό της Πάνο και την Ελένη. Με το ξέσπασμα του δεύτερου εμφυλίου πολέμου ο Πάνος εγκαταλείπει την πολιορκία των Πατρών κι έρχεται στην Τριπολιτσά. Εκεί στο σπίτι των Κολοκοτρωναίων διαμένει κι η σύζυγός του η Ελένη. Από τους στενούς συνεργάτες του Πάνου ήταν ο Θεοδωράκης Γρίβας, οπλαρχηγός της Ακαρνανίας που την εποχή αυτή πολεμούσε στο πλευρό του Πάνου κι ήταν αποκλεισμένος από του Κυβερνητικούς στην Τρίπολη.

Το Νοέμβριο του 1824 σκοτώνεται ο Πάνος Κολοκοτρώνης σε ηλικία 24 ετών και η Ελένη μένει χήρα σε ηλικία 17 ετών. Η Ελένη δεν είχε αποκτήσει παιδιά από το γάμο της με τον Πάνο Κολοκοτρώνη. Μετά το θάνατο του Πάνου, ο Κολοκοτρώνης δεν ήθελε να αφήσει τη νύφη του να επιστρέφει στο σπίτι της μητέρας της στις Σπέτσες και να ξαναπαντρευτεί, αλλά ήθελε να την παντρέψει με όποιον αυτός έκρινε. Η Ελένη τότε άφησε το σπίτι των Κολοκοτρωναίων κι έφυγε στις Σπέτσες στη μητέρα της, χωρίς να πάρει μαζί της την προίκα της.

Ήδη κι ενώ ακόμα ζούσε ο Πάνος, οι φήμες στην Πελοπόννησο οργίαζαν για δεσμό της Ελένης με το Θεοδωράκη Γρίβα. Μόλις έξι μήνες μετά το θάνατο του Πάνου, το Μάιο του 1825, η 18χρονη Ελένη, με τη συγκατάθεση της μητέρας της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, παντρεύτηκε το Γρίβα, ο οποίος τότε ήταν 28 ετών…

 

Στον πρόλογο του βιβλίου γραφεί η συγγραφέας:

 

Η ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης περιλαμβάνει μορφές ηρωικές, που επέλεξαν το δρόμο του αγώνα και της θυσίας. Κοντά σ’ αυτές τις ηρωικές μορφές, υπάρχει ένα πλήθος απλών ανθρώπων, που χωρίς να το έχουν επιλέξει, βίωσαν τις συνέπειες κι αποτέλεσαν τις παράπλευρες απώλειες αυτού του πολέμου.

Η Λασκαρίνα είναι γνωστό ιστορικό πρόσωπο, είναι η Μπουμπουλίνα, «η μεγάλη κυρά», που διαβαίνει στεριές και θάλασ­σες για να κερδίσει αυτό που πρέπει στην πατρίδα της, η γυ­ναίκα που τρέχει μπροστά απ’ τα στερεότυπα της εποχής της, αναλαμβάνοντας ρόλο μπροστάρισσας στην Ελληνική Επανά­σταση.

Η Ελένη, είναι η κόρη της Λασκαρίνας, που μεγαλώνει στα με­τόπισθεν αυτής της Επανάστασης που καθορίζει τη ζωή της. Η δική της μοίρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μοίρα της Ελλάδας και τις ιστορικές εξελίξεις της εποχής, μ’ ένα τρόπο δραματικό. Από τα Ορλωφικά, πολύ πριν γεννηθεί, μέχρι και την περίοδο του Όθωνα, τα γεγονότα εξυφαίνουν τις συνθή­κες της δικής της ζωής και προδιαγράφουν την πορεία της.

Στα δεκαπέντε της είναι η γυναίκα του Πάνου Κολοκοτρώνη ίσως του πιο μορφωμένου άντρα της Ελληνικής Επανάστασης και ο πιο άξιου να κυβερνήσει την Ελλάδα – και η νύφη του Γέρου του Μοριά. Στα δεκαεπτά της είναι η χήρα του Πάνου Κολοκοτρώνη.

Ο δεύτερος γάμος της με το Θεοδωράκη Γρίβα, γίνεται αιτία, στον εμφύλιο που μαίνεται ακόμα, ν’ αλλάξει στρατόπεδο ο άντρας της και να συγκρουστεί με τον Κολοκοτρώνη, με αφορμή την προίκα της που δεν επέστρεφε. Η σύγκρουση αυτή, λίγο έλειψε ν’ αποβεί μοιραία ακόμα και για την εξέλιξη της Επανάστασης.

 

«η κόρη της Λασκαρίνας» | Καλομοίρα Αργυρίου – Κουμπή

 

Ζώντας πλάι στις τόσο σημαντικές αυτές προσωπικότητες που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις της εποχής, έρχεται μπροστά στα γεγονότα που αφορούν όχι μόνο στις μάχες με τους Τούρκους, αλλά και στον εμφύλιο που ξεσπά ανάμεσα στους Έλληνες, που αλληλοεξοντώνονται για τη νομή της εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα πολεμούν να ελευθερώσουν την πατρίδα και γίνεται θεατής σε μια από τις πιο δραματικές εξελίξεις, της οποίας θύμα υπήρξε ο άξιος γιος του Κολοκοτρώνη, ο άντρας της, ο Πάνος.

Δαγκεροτυπία του 19ου αιώνα που απεικονίζει τον Θεόδωρο Γρίβα. Ο Θ. Γρίβας με καταγωγή από τα Επτάνησα παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την χήρα του Πάνου Κολοκωτρόνη, Έλένη, κόρη της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας και του Δημητρίου Μπούμπουλη. Συλλογή Μουσείου Μπουμπουλίνας, Σπέτσες.

Κοντά στο Γρίβα, το δεύτερο άντρα της, που ελέγχει ως στρατηγός και φρούραρχος του Ναυπλίου την κατάσταση και τους στρατούς του Μοριά και της Ρούμελης, παρακολουθεί απ’ το Ναύπλιο, όπου κατοικεί με την οικογένειά της, τις μεγάλες αλλαγές που έρχονται με τη μετάβαση απ’ την εποχή της Τουρκοκρατίας στα χρόνια του Καποδίστρια, τη δολοφονία του, τον ερχομό του Όθωνα κι όλο το διάστημα της Αντιβασιλείας, μέχρι τη μεταφορά της Πρωτεύουσας στην Αθήνα.

Η ιστορική αφήγηση που παρεμβάλλεται είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την όλη πορεία της υπόθεσης του βιβλίου, που είναι η ζωή της Ελένης. Τα πραγματικά γεγονότα της ζωής της, είναι τόσο ενδιαφέροντα και δραματικά, που η μυθοπλασία στο έργο αυτό περιορίζεται στις μικρές λεπτομέρειες, ενώ το βασικό κορμό τον αποτελεί η πραγματική ιστορία, τόσο της ζωής της Ελένης, όσο και της Ελλάδας και μάλιστα με παράθεση γεγονότων που παραμένουν άγνωστα στους πολλούς κι αποτελούν είτε ένδοξες, είτε μελανές σελίδες της ιστορίας, όπως αυτές του εμφύλιου αλληλοσπαραγμού.

Η αφήγηση της καθημερινότητας των ηρώων του βιβλίου, περιέχει όχι μόνο το ιστορικό πλαίσιο, αλλά και πληροφορίες λαογραφικού ενδιαφέροντος, που αφορούν στα έθιμα, στις ενδυματολογικές συνήθειες, στις δοξασίες και στα τραγούδια των ανθρώπων, στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.

Οι ιστορικές πληροφορίες αντλήθηκαν από πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές, από αρχεία των οικογενειών των Σπετσών και από την αφήγηση του αείμνηστου Φίλιππου Δεμερτζή-Μπούμπουλη, απογόνου της οικογένειας, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στην προβολή της ζωής και της δράσης της ηρωίδας Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας κι αισθανόταν πικρία από την παραχάραξη της ζωής της, ακόμα κι όταν γινόταν στο πλαίσιο της μυθοπλασίας χωρίς ιστορικές αξιώσεις.

Η Ελένη δεν είναι ηρωίδα. Είναι μια τραγική φυσιογνωμία που διψάει για ζωή και εισπράττει θάνατο.

Η ηρωίδα μητέρα της δεν καθορίζει μόνο τη μοίρα της και τη θέση της στην ασταθή ελληνική κοινωνία της εποχής, που αγωνίζεται να βρει το βηματισμό της, αλλά κυρίως καθορίζει την οπτική της μ’ ένα τρόπο που την προσδιορίζει ως «κόρη της Λασκαρίνας».

Με πληροφορίες από εδώ

ΦΑΡΑΓΓΙ ΜΑΥΡΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ - ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ


Το φαράγγι της Μαύρης Σπηλιάς βρίσκεται στο νομό Ευρυτανίας και απέχει περίπου 2 χλμ. από το χωριό Προυσό. Έχει πάρει το όνομά του από την περίφημη Μαύρη Σπηλιά, η οποία αποτελούσε καταφύγιο για τους κατοίκους της περιοχής κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αλλά και κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, ενώ σώζεται μέχρι και σήμερα η λίθινη κατασκευή στην είσοδό της από την εποχή εκείνη. 

Η σπηλιά αυτή βρίσκεται καλά κρυμμένη μέσα στο φαράγγι και αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου σπηλαίου που το μεγαλύτερό του μέρος μένει ανεξερεύνητο λόγω των κατολισθήσεων που έχει υποστεί. Η προφορική παράδοση αναφέρει ότι στην αρχαιότητα οι Ευρυτάνες είχαν ιδρύσει μαντείο στο σπήλαιο αυτό προς τιμήν του Οδυσσέα, τον οποίο λάτρευαν για την ρωμαλεότητά του και την ελπίδα που τους έδινε η πολυκύμαντη ζωή του ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιβιώσει σε πολλαπλές δοκιμασίες επιστρατεύοντας τις κατάλληλες δεξιότητες.

Ιστορικές αναφορές για την παρουσία του Οδυσσέα στο χώρο της Αιτωλίας έχουμε από τον Πλούταρχο και τον Απολλόδωρο, ενώ ο Αριστοτέλης στην "Ιθακήσιων Πολιτεία" αναφέρει "Ευρυτάνες έθνος είναι της Αιτωλίας, ονομασθέν υπό Ευρύτου, παρ' οις μαντείον Οδυσσέως. Το δ' αυτό και Νίκανδρος φησίν εν Αιτωλικοίς", όπου είναι και το μοναδικό ιστορικό στοιχείο που έχουμε για το μαντείο του Οδυσσέα.


Το αίσθημα πεζοπορώντας στο φαράγγι είναι μοναδικό…. μαγευτικό δάσος από πλατάνια και έλατα, ξύλινα γεφυράκια, τρεχούμενα νερά που σχηματίζουν καταρράκτες και βάθρες με κρυστάλλινα νερά, πλούσια φύση που οργιάζει σε ένα τοπίο βγαλμένο από παραμύθι… έχεις διαρκώς την αίσθηση ότι πίσω από τους κορμούς των δέντρων και τα πλούσια φυλλώματα κυκλοφορούν νεράιδες και ξωτικά…



 Δεν είναι τυχαίο που διατηρείται ο μύθος ότι νεράιδες εμφανίζονταν τα βράδια κοντά σε ποτάμια-πηγές και πλένονταν. Λένε ότι, όταν οι άνθρωποι των Ευρυτανικών χωριών άφηναν τα (συνήθως λευκά) άλογά τους στα χωράφια, την επόμενη μέρα έβρισκαν πλεγμένη τη χαίτη τους….
Με πληροφορίες από εδώ

Φτωχοποίηση και κάποιες διαπιστώσεις...

Οκ... Και να το ήθελες να πεις κανά δυό καλές κουβέντες δεν σου βγαίνουν ρε αδερφέ... Από την δεύτερη τετραετία και μετά το πράγμα χάλασε! Α...